αντίκρισμα,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. αντικρίζω + κατάλ. -μα], το αντίκρισμα·
- δεν
έχει αντίκρισμα, η ενέργεια που γίνεται δεν έχει τον επιθυμητό στόχο, δε
φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα: «μπορεί να νικήσαμε την αντίπαλη ομάδα, αλλά η
νίκη μας δεν έχει αντίκρισμα, γιατί ήδη υποβιβαστήκαμε στη βήτα εθνική || οι
θυσίες μου δεν έχουν αντίκρισμα, γι’ αυτό παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν τον
άνθρωπο»·
- χωρίς
αντίκρισμα, λέγεται για ενέργεια που έγινε και δεν έφερε το επιθυμητό
αποτέλεσμα: «οι υποσχέσεις του ήταν χωρίς αντίκρισμα, γιατί δεν τις
πραγματοποίησε ποτέ του || οι απειλές του ήταν χωρίς αντίκρισμα, γιατί δεν
υπέβαλε τη μήνυση που φοβέριζε πως θα υποβάλει».