αντικάμαρα,
η, ουσ.
[<ιταλ. anticamera (= προθάλαμος)], η αντικάμαρα· (στη γλώσσα της αργκό) το
αιδοίο, το μουνί σε σχέση με τον κώλο, τον πρωκτό: «μόλις έβγαλε την κιλότα
της, κάρφωσα τ’ αλογάκι μου στην αντικάμαρά της»·
- κάνω
αντικάμαρα, α. δημιουργώ ξεχωριστή ομάδα σε μια συγκέντρωση, ιδίως
πολιτική, για λόγους ανταγωνιστικούς ή αντιπολιτευτικούς: «μάζεψε όλους τους
δικούς του κι έκανε αντικάμαρα στον ομιλητή». β. κάνω σε κάποιον
αντίπραξη: «σε μένα βρήκες να κάνεις αντικάμαρα, που σε βοήθησα τόσες φορές!». γ.
αφήνω κάποιον να περιμένει πολλή ώρα έξω από το γραφείο μου ή δεν πάω εκεί που
με περιμένει και γενικά δεν τον διευκολύνω, δεν τον εξυπηρετώ: «κάθε φορά που
ερχόσουν σε μένα για κάτι, όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές κι εσύ μου κάνεις τώρα
αντικάμαρα;».