ξαφνικός,
-ή, -ό, επίθ.
[<ξαφνικός <ἐξαφνικός <επίρρ. ἔξαφνα], ξαφνικός· το ουδ. ως ουσ. το
ξαφνικό, απρόοπτο συμβάν, απρόβλεπτο περιστατικό, ιδίως δυσάρεστο ή κακό:
«τι ξαφνικό ήταν αυτό που μας έτυχε Θεέ μου!». Επίρρ. ξαφνικά·
- ξαφνικός
θάνατος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. θάνατος·
- στα
ξαφνικά, αιφνίδια, αναπάντεχα: «ενώ μιλούσαμε ήρεμα και πολιτισμένα, στα
ξαφνικά άρχισε να φωνάζει και να φέρεται παράλογα»·
- τι
’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα
του ποδοσφαίρου), ειρωνικές ιαχές φιλάθλων που ακούγονται εν χορώ εναντίον των
φιλάθλων της αντίπαλης ομάδας που δέχτηκε γκολ ή που νικήθηκε, ιδίως με βαρύ
σκορ. Ακούγεται και στο μπάσκετ.