ξαναλέω,
ρ. [<ξανά +
λέω], λέω ακόμη μια φορά, λέω ξανά: «στο ξαναλέω, αν πεις καμιά βλακεία, θα φας
σφαλιάρα». (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην
κατεβείς)·
- αυτό
ξαναπές το, έχεις απόλυτο δίκαιο, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου: «τον
τελευταίο καιρό η εγκληματικότητα βρίσκεται σε έξαρση και κινδυνεύουμε και μέσα
στα ίδια μας τα σπίτια. -Αυτό ξαναπές το»·
- θα
τα ξαναπούμε, απειλητική
έκφραση με την έννοια πως η διένεξη ή η διαφορά μας με κάποιον δεν τελείωσε, θα
έχει και συνέχεια: «μην έχεις την εντύπωση πως τελειώσαμε, γιατί θα τα
ξαναπούμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμείς· βλ. και φρ. τα
ξαναλέμε·
- τα
ξαναλέμε, θα
ξαναβρεθούμε να ξανασυζητήσουμε, να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας. Λέγεται και ως
απλός αποχαιρετισμός την ώρα που χωρίζουν οι δυο συνομιλητές. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το άντε·
- το
λέω και το ξαναλέω, δηλώνει
εμμονή, επιμονή σε κάποια γνώμη ή απόφασή μας που την εκφέρουμε δημόσια: «το
λέω και το ξαναλέω πως ο άνθρωπος αυτός είναι αθώος». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το εγώ.