ξαναγίνομαι,
ρ. [<ξανά +
γίνομαι], ξαναγίνομαι·
- δεν
ξανάγινε! λέγεται για κάτι που αποτελεί πρωτόγνωρη κατάσταση ή πρωτόγνωρο
φαινόμενο: «δεν ξανάγινε, αυτός να είναι ορκισμένος εχθρός σου κι εσύ να τον
βοηθάς! || δεν ξανάγινε να τον υποπτεύεσαι για γκόμενο της γυναίκας σου και να
τον καλείς στο σπίτι σου!»·
- δεν
ξανάγινε τέτοια δουλειά! βλ. λ. δουλειά.