νυχτιά,
η, ουσ.
[<νύχτα + κατάλ. -ιά], η νύχτα: «τη χθεσινή νυχτιά δεν έκλεισα μάτι». (Λαϊκό
τραγούδι: μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι τα μάτια της τα μενεξιά,
φοβάμαι και αναρωτιέμαι πώς θα σ’ αντέξω μοναξιά)·
- την
παίρνω νυχτιά, έχω στη διάθεσή μου μια γυναίκα όλη τη νύχτα, ιδίως πληρώνω
μια γυναίκα πόρνη για να την έχω στη διάθεσή μου όλη τη διάρκεια της νύχτας:
«την πήρα νυχτιά και την είχα μέχρι το πρωί στο κρεβάτι μου».