νύστα,
η, ουσ.
[<νυστάζω], η νύστα·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα, νυστάζω πάρα πολύ: «έχω να κοιμηθώ δυο
βράδια και δε βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα»·
- δε
σε βλέπω απ’ τη νύστα, βλ. φρ. δε βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα·
- είμαι
ψόφιος απ’ τη νύχτα, νυστάζω πάρα πολύ και δεν μπορώ να μείνω άλλο
ξυπνητός: «πάω κατευθείαν σπίτι για ύπνο, γιατί είμαι ψόφιος απ’ τη νύχτα»·
- μου
’φυγε η νύστα, δεν έχω τη διάθεση πια να κοιμηθώ: «ενώ νύσταζα σ’ όλη τη
διαδρομή, μόλις έφτασα στο σπίτι μου ’φυγε η νύστα».