ντύνω,
ρ. [<μσν.
ντύνω <αρχ. ἐνδύνω], ντύνω. 1. αγοράζω για κάποιον ρουχισμό: «ντύνω
τα παιδιά μου στο τάδε μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: στολίστηκες, κυρά μου, στην
πένα στο καντίνι, να ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει).
2. καλύπτω, σκεπάζω κάτι εξωτερικά με προστατευτικό κάλυμμα, ιδίως από
χαρτί, πλαστικό, δέρμα ή ύφασμα, καπλαντίζω: «η μητέρα έντυσε τα τετράδια των
παιδιών της με μπλε κόλλα || ο βιβλιοδέτης έντυσε το βιβλίο με δέρμα || η
μητέρα έντυσε το πάπλωμα μ’ ένα λουλουδάτο ύφασμα». 3. τοποθετώ σε ένα
κλειστό χώρο διάφορα απαραίτητα αντικείμενα: «έντυσε τους τοίχους του σαλονιού
της με μοντέρνα κάδρα». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- καλύτερα
να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε
ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερος·
- ντύνουν
τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- ντύνουν
το γαμπρό, βλ. λ. γαμπρός·
- ντύνω
στα μετάξια ή ντύνω στο μετάξι (κάποια), βλ. λ. μετάξι·
- ντύνω
στα μεταξωτά (κάποια), βλ. λ. μεταξωτός·
- ντύνω
το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ντύσου,
γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- τον
έντυσα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, βλ. φρ. τον έντυσα απ’ την κορφή ως
τα νύχια·
- τον
έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια, του
αγόρασα όλα τα απαραίτητα ρούχα για να ντυθεί: «επειδή ήταν φτωχός, τον πήρα
μαζί μου σ’ ένα μαγαζί και τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια»·
- τον
έντυσαν στρατιώτη, βλ. λ. στρατιώτης·
- τον
έντυσαν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος.