αντεράκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. άντερο], το αντεράκι·
- άνοιξε
τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. άνοιξε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- έκλεισε
τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. έκλεισε το στομάχι μου, λ. στομάχι·
- λάδωσε
τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. λάδωσε τ’ άντερό μου, λ. άντερο·
- λίγδωσε
τ’ αντεράκι μου, βλ. φρ. λίγδωσε τ’ άντερό μου, λ. άντερο·
- μεγαλώνει
τ’ αντεράκι μου, ειρωνική δικαιολογία όταν μας πιάνει λόξιγκας. Ιδιαίτερα
λέγεται χάριν αστεϊσμού στα μικρά παιδιά σε παρόμοια περίπτωση.