ντουντούκα,
η, ουσ.
[<τουρκ. düdük]. 1. ο τηλεβόας, το χωνί: «ο υπεύθυνος της φοιτητικής
πορείας, έδινε συνθήματα με την ντουντούκα». 2. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) τσιγάρο παραγεμισμένο με χασίσι: «μας έκανε πάσα μια ντουντούκα,
που την καπνίσαμε τέσσερα άτομα». Από την εικόνα του παραγεμισμένου τσιγάρου,
που παρομοιάζεται με το στέλεχος του τηλεβόα. 3. ο στοματικός έρωτας:
«αυτή η γυναίκα είναι δασκάλα στην ντουντούκα». Από την εικόνα του ατόμου που
φέρνει τον τηλεβόα στο στόμα του που παρομοιάζεται με το πέος. Για συνών. βλ. λ. πίπα·
- κάνω
ντουντούκα, (ιδίως για γυναίκα) κάνω στοματικό έρωτα, κάνω τσιμπούκι: «μ’
αρέσει πολύ αυτή η γκόμενα, γιατί κάνει καλή ντουντούκα»·
- μου
’γινε ντουντούκα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί),
το πέος μου ήρθε σε τέλεια στύση: «μόλις ξεβρακώθηκε η γκόμενα, μου ’γινε
ντουντούκα». Από παρομοίωση του πέους με την εικόνα του ίσιου και σκληρού
στελέχους του τηλεβόα·
- την
κάνω ντουντούκα, (στη γλώσσα της αργκό) νευριάζω πάρα πολύ, εξοργίζομαι:
«όταν κατάλαβα πως ήθελε να με ξεγελάσει, την έκανα ντουντούκα και τον πλάκωσα
στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που μιλάει δυνατά με τον τηλεβόα του,
πράγμα που εκνευρίζει κάποιον·
- το
κάνω ντουντούκα, α. (στη γλώσσα της αργκό) προσποιούμαι πως δεν
καταλαβαίνω, καταπίνω κάτι κακό που έκαναν ή που είπαν για μένα: «είπε ψέματα
πως δήθεν εγώ ήμουν αιτία που έγινε ο καβγάς, αλλά το ’κανα ντουντούκα για να
μη δώσω συνέχεια στην υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που μιλάει με τον
τηλεβόα και κάθε τόσο καταπίνει το σάλιο που δημιουργείται στο στόμα του για να
συνεχίσει να μιλάει. β. πιστεύω σε ψεύτικη είδηση, ξεγελιέμαι: «μου τα
παρουσίασε τόσο ωραία, που το ’κανα ντουντούκα». γ. προδίδω, κοινολογώ
μυστικό: «μια φορά σου ’πα κι εγώ ένα μυστικό και πήγες και το ’κανες ντουντούκα».
Από την εικόνα του ατόμου που μιλάει με τηλεβόα και ακούγονται όλα όσα λέει·
- τον
κάνω ντουντούκα, α. (στη γλώσσα της αργκό) κοινολογώ τις κακές
ιδιότητές του ή τις κρυφές πράξεις του, ιδίως τις παράνομες: «δεν ήξερε πού να
κρυφτεί, όταν τον έκανα ντουντούκα για τις μίζες που έπαιρνε κρυφά απ’ τους
άλλους». Από την εικόνα του ατόμου που μιλάει με τηλεβόα και ακούγονται από
όλους αυτά που λέει. β. τον χτυπώ άγρια στο πρόσωπο σε βαθμό να του το
πρήξω από το πολύ ξύλο: «απ’ τη στιγμή που παρά τις προειδοποιήσεις μου
συνέχισε να λέει βλακείες, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον έκανα ντουντούκα».
Από την εικόνα του ατόμου, που, καθώς μιλάει με τον τηλεβόα, το πρόσωπό του
παραμορφώνεται από την προσπάθεια που καταβάλλει να ακουστεί δυνατά.