ντουμάνι,
το, ουσ. [<τουρκ.
duman (= πυκνός καπνός)]. 1. αποπνικτική ατμόσφαιρα σε κλειστό χώρο,
όπου καπνίζουν πολλά άτομα μαζί και, γενικά, ο πολύς καπνός: «πώς βλέπετε ο
ένας τον άλλον με τέτοιο ντουμάνι, ρε παιδιά! Δεν ανοίγετε και κανένα
παράθυρο!». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα πω αυτό το αχ, θ’ αναστενάξει η πλάση,
θα βγει ντουμάνι απ’ την καρδιά τον κόσμο να σκεπάσει). 2.
(στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο καπνός που αιωρείται στην ατμόσφαιρα κάποιου
κλειστού χώρου, όπου καπνίζουν χασίσι πολλά άτομα μαζί και, κατ’ επέκταση, το
κάπνισμα χασισιού με αργιλέ ή με τσιγάρο. (Λαϊκό τραγούδι: βρε καπνουλού μου
όμορφη σ’ αρέσει το ντουμάνι και μένα τώρα παρατάς μες τον τεκέ χαρμάνη //
και στο ντουμάνι του λουλά θα σπάζουμε κεφάκι για να ξεχνάμε, μάγκα μου,
το κάθε μας μεράκι // γεια σου, βρε Μήτσο, στραβοκάνη που ’σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι)·
- δίνω
ντουμάνι, (για φωτιά) την κάνω να δυναμώσει: «έριξα κι άλλα ξύλα στο τζάκι
κι έδωσα ντουμάνι στη φωτιά»·
- έγινα
ντουμάνι, α. (στη γλώσσα της αργκό) έφυγα γρήγορα, με ταχύτητα, εξαφανίστηκα,
ιδίως γιατί διέβλεψα κάποιον κίνδυνο: «μόλις είδα τους μπάτσους να ’ρχονται,
έγινα ντουμάνι». Από την εικόνα του καπνού που σκορπίζεται με ταχύτητα μόλις
φυσήξει ο αέρας. β. νευρίασα πολύ, εκνευρίστηκα: «κάποια στιγμή έγινα
ντουμάνι με τις βλακείες που έλεγε και τον διαολόστειλα». Από τη νευρικότητα
που νιώθει κάποιος, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με καπνό και δυσκολεύεται να
αναπνεύσει·
- παίρνω
ντουμάνι, (για φωτιά) δυναμώνω: «με τον πρώτο αέρα που φύσηξε, πήρε
ντουμάνι η φωτιά»·
- πήρα
ντουμάνι, βλ. φρ. έγινα ντουμάνι·
- του
’δωσα ντουμάνι, (στη γλώσσα της αργκό) τον έδιωξα βίαια: «αφού έκανε
συνέχεια κοπάνα, του ’δωσα κι εγώ ντουμάνι απ’ τη δουλειά μου».