ντουζίνα,
η, ουσ.
[<βενετ. dozzina] α. δωδεκάδα, ιδίως από ομοειδή πράγματα: «μια
ντουζίνα μολύβια». (Λαϊκό τραγούδι: φέρε άλλη μια ντουζίνα στον κύριο
που σπάσει, τη φιγούρα του να κάνει στην κυρία π’ αγαπάει). β. στον
πλ. οι ντουζίνες, μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα από ομοειδή πράγματα: «έσπαζε
ντουζίνες τα πιάτα». (Λαϊκό τραγούδι: γκόμενες κάνω, μάνα μου, ντουζίνες,
άμα θέλω, μα σα χαθούν τα νιάτα μου δε θα τα ξαναέβρω)·
- αγοράζω
με τις ντουζίνες, αγοράζω κάτι σε μεγάλες ποσότητες: «όταν είχα λεφτά,
αγόραζα με τις ντουζίνες τα πουκάμισα»·
- μια
ντουζίνα ή ολόκληρη ντουζίνα, αρκετή ποσότητα, αρκετό πλήθος: «μου
ζήτησε ένα τσιγάρο κι εγώ του ’δωσα ολόκληρη ντουζίνα για να ’χει να καπνίζει
|| του ’πα να φέρει κάνα δυο φίλους του κι αυτός έφερε ολόκληρη ντουζίνα!».
(Λαϊκό τραγούδι: κι όταν με δουν να σουλατσάρω στα καζίνα, μου λένε ζάρια
κουδουνίζουν μια ντουζίνα).