αντάρτικο,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. αντάρτικος], το αντάρτικο· μεγάλη αναρχία, ιδίως σε εργασιακό χώρο:
«στο εργοστάσιο θέλω τάξη και πειθαρχία και το αντάρτικο που ξέρατε να το
ξεχάσετε»·
- σηκώνω
αντάρτικο, απειθαρχώ, εξεγείρομαι, επαναστατώ: «ο γιος του έμπλεξε με μια
παλιοπαρέα και σήκωσε αντάρτικο στο σπίτι του || οι βουλευτές του κυβερνώντος
κόμματος σήκωσαν αντάρτικο κι απειλούν πως δε θα ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τα
εργασιακά»·
- το
κάναμε αντάρτικο, επιφέραμε
μεγάλη αναρχία, ιδίως σε ένα εργασιακό χώρο: «για ένα διάστημα δεν υπήρχε
κανένας έλεγχος στην επιχείρηση και το κάναμε αντάρτικο».