ντόμπρος,
-α, -ο, επίθ.
[<σλαβ. dobro (= καλός)]. 1. που είναι
ευθύς, ειλικρινής: «είναι ντόμπρος άνθρωπος και λέει πάντα την αλήθεια». 2.
που είναι σαφής: «είναι τόσο ντόμπρος, που δε λέει μεσοβέζικα πράγματα». 3. που
ταιριάζει σε έναν ντόμπρο: «κάνει πάντοτε ντόμπρες κουβέντες». (Λαϊκό τραγούδι:
αυτός που ψάχνεις στη νυχτιά είχε παιχνίδι τη φωτιά, μα τον ετύλιξε η φωτιά
και πάει το κυπαρίσσι. Έσβησ’ η ντόμπρα του ματιά. Δε θα ξαναγυρίσει).
Επίρρ. ντόμπρα· βλ. κ. λ. σταράτος·
- λόγια
ντόμπρα (και σταράτα), βλ. λ. λόγος·
- μιλώ
ντόμπρα (και σταράτα), μιλώ με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με σαφήνεια: «δεν
έχει την ανάγκη κανενός, γι’ αυτό μιλάει πάντα ντόμπρα και σταράτα»·
- τα
λέω ντόμπρα (και σταράτα), μιλώ με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με σαφήνεια:
«δε φοβάται κανέναν και πάντα τα λέει ντόμπρα και σταράτα».