ντόμινο2,
το, ουσ.
[<ιταλ. domino], είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού που πήρε την ονομασία του από
το ότι όποιος τελειώσει πρώτος το παιχνίδι είναι «κύριος»: «τ’ απόγευμα
καθίσαμε στο μπαλκόνι και παίξαμε ντόμινο»·
- ο
εφιάλτης του ντόμινο, δηλώνει πως μια κακή ή επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να
δημιουργήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις: «η επέμβαση των Νατοϊκών δυνάμεων στη
Γιουγκοσλαβία μπορεί να μας φέρει αντιμέτωπους με τον εφιάλτη του ντόμινο και
να δημιουργήσει μια γενικότερη ανάφλεξη στα Βαλκάνια || ο εφιάλτης του ντόμινο
πλανάται εφιαλτικά πάνω απ’ την ανθρωπότητα μετά τον καταστρεπτικό σεισμό στη
νοτιοανατολική Ασία που δημιούργησε τα φονικά τσουνάμι». Από το ότι, όταν ρίξει
κανείς το πρώτο πούλι, τότε προκαλεί διαδοχική πτώση στα άλλα πούλια που
βρίσκονται στημένα στη σειρά πίσω από αυτό·
- πάνε
όλα ντόμινο, (στη γλώσσα της αργκό) όλα σε μια δουλειά ή υπόθεση
εξελίσσονται ομαλά, χωρίς εμπόδια: «υπολόγισα και την παραμικρότερη λεπτομέρεια
σ’ αυτή τη δουλειά, κι απ’ τη στιγμή που την άρχισα, πάνε όλα ντόμινο». Από την
ευκολία με την οποία προκαλεί κανείς την παραπάνω πτώση.