ντοβλέτι
κ. δοβλέτι,
το, ουσ. [<τουρκ. devlet], το κράτος, το δημόσιο: «με την αλλοπρόσαλλη
πολιτική τους το χρεοκόπησαν το ντοβλέτι»·
- πάει
με το ντοβλέτι, δεν έχει σταθερή ιδεολογία, αλλά λόγω συμφέροντος υποστηρίζει
πάντα αυτούς που κάθε φορά είναι στην εξουσία: «πάντα λέει τι ψήφισε μετά τις
εκλογές, κι όπως καταλαβαίνεις, κάθε φορά πάει με το ντοβλέτι».