ντέρτι,
το, ουσ.
[<τουρκ. dert]. 1. ο καημός, η στενοχώρια, η ψυχική ταλαιπωρία: «το ’χει
ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: έχω
στενάχωρη καρδιά και ντέρτια δε χωρούνε και οι χαρές που καρτερώ μη
σώσουνε κι ερθούνε). 2. ερωτικός πόνος, ερωτικός καημός, ο νταλκάς:
«έχει μεγάλο ντέρτι γι’ αυτή τη γυναίκα». 3. στον πλ. τα ντέρτια,
(γενικά) τα βάσανα, οι καημοί, οι σκοτούρες της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε
με το ίσο για να σας τραγουδήσω, έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν
έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι, έχουμε καλή καρδιά)·
-
άλλο ντέρτι δεν είχα! ή
άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι
δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο
που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις
τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά. -Άλλο
ντέρτι δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να πάω σε άλλες δυο μεταφορές; || πρέπει να
πάρουμε κάποιο δώρο για το γάμο της τάδε. -Άλλο ντέρτι δεν είχα! Εδώ τσιγάρα
δεν έχω ν’ αγοράσω». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα
σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου
ζήτησες: «θα ’ρθεις να μου μάθεις πώς κρατούν τα λογιστικά βιβλία; -Άλλο ντέρτι
δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω διακοπές || μην ξεχάσεις να μου
φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλο ντέρτι δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο
φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη
σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
- έξω
ντέρτια! έκφραση αισιοδοξίας παρ’ όλη τη φτωχική ζωή που μπορεί να περνάει
κάποιος· ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: παλαμάκια,
παλαμάκια, έξω ντέρτια και φαρμάκια)·
- έξω
ντέρτια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω ντέρτια!. (Λαϊκό τραγούδι: έξω
ντέρτια και καημοί θέλω απόψε να μεθύσω, της αγάπης τη φωτιά μέσα
στο κρασί να σβήσω)·
- έχω
ντέρτι στην καρδιά, α. έχω ερωτικό πόνο, ερωτικό καημό: «απ’ τη μέρα
που τη γνώρισα, έχω ντέρτι στην καρδιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατ’
έχω ντέρτι στην καρδιά για μια μικρή ντερβίσσα, που μου ξηγήθηκε σπαθί
και μου μιλάει ίσα). β. (γενικά) στενοχωριέμαι, υποφέρω πολύ: «πώς
να μην έχω ντέρτι στην καρδιά, απ’ τη στιγμή που ο γιος μου είναι άνεργος
ολόκληρο χρόνο!»·
- θα
το βάλω ντέρτι! βλ. φρ. θα το πάρω ντέρτι(!)·
- θα
το πάρω ντέρτι! (ειρωνικά)
δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, κάνε ό,τι νομίζεις, γιατί, όπως και να
ενεργήσεις, δεν πρόκειται να μου προκαλέσεις στενοχώρια ή ταλαιπωρία: «αν δε
μου δώσεις δανεικά, θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας. -Θα το πάρω ντέρτι!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το σώπα
ρε·
- κι
είχα ένα ντέρτι! ή
κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα
ντέρτι! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον
δικαιολογήσουμε, θα χάσει τη δουλειά του. -Κι είχα ένα ντέρτι!». Ο πλ. και όταν
το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα
ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- το
βάζω ντέρτι, βλ. φρ. το παίρνω ντέρτι·
- το παίρνω ντέρτι, στενοχωριέμαι
πάρα πολύ, το παίρνω κατάκαρδα: «το πήρε ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του
στο πανεπιστήμιο || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το πήρε ντέρτι»·
- τον
τρώει το ντέρτι, νιώθει μεγάλη στενοχώρια, μεγάλο ψυχικό πόνο: «απ’ τη μέρα
που τον άφησε η γυναίκα του, τον τρώει το ντέρτι».