ντερβέναγας
κ.
δερβέναγας, ο, ουσ. [<τουρκ. derbent -aga
<derbent-agasι (=αρχηγός μεθοριακού φυλακίου ή
ένοπλων στρατιωτών, που φρουρούσαν στενά περάσματα ανάμεσα σε βουνά τον καιρό
της τουρκοκρατίας)], άνθρωπος τυραννικός, αυταρχικός, καταπιεστής: «έχουν έναν
ντερβέναγα πατέρα, που τον τρέμουν όλοι μέσα στην οικογένεια»·
- δε
θέλω ντερβέναγα ή δε θέλουμε ντερβέναγα, βλ. φρ. ντερβέναγα σε
βάλαμε(;)·
- δε
σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. φρ. ντερβέναγα
σε βάλαμε(;)·
- είναι
γενικός ντερβέναγας, είναι ο γενικός διευθυντής σε κάποια επιχείρηση,
δημόσια υπηρεσία ή κρατική εξουσία: «ποιος είναι γενικός ντερβέναγας αυτού του
εργοστασίου || ξεκίνησε από απλός γιατρουδάκος και σήμερα είναι γενικός
ντερβέναγας του Ι.Κ.Α.»·
- ντερβέναγα
σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε
μια διαφορά ή σε ένα διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος
του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκαιο ή άδικο: «γιατί
μπαίνεις στη μέση, ρε φίλε, ντερβέναγα σε βάλαμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται
το εσύ γιατί χώνεσαι ή εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε
βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη
σε βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’
αρχίδια σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά
στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή
κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε;