ντε, μόρ. προτρεπτ. [<τουρκ. de], 1.
δηλώνει τη δυσφορία κάποιου για αδικαιολόγητη απορία του συνομιλητή του ή
για κάτι που το θεωρεί προφανές: «τι τα θέλεις τα τούβλα που παρήγγειλες; -Για
να χτίσω τον τοίχο της αυλής ντε». 2α. ως επιθετικό επιφώνημα ντε! εκτοξεύεται
κατά αντιπάλου λίγο πριν από τη συμπλοκή για να υποχωρήσει: «ντε, σου λέω,
γιατί θα στις βρέξω!». Συνών. άλα! (1γ) / ίσα(!). β. ως προτρεπτικό
επιφώνημα ντε! σε ζώο (γαϊδούρι, μουλάρι ή άλογο) να αρχίσει να βαδίζει.
(Τραγούδι: ντε, βρε γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ ’
άλλα, γάιδαρέ μου κουτεντέ). Αντίθ. τσουνξ. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αμάν
ντε! βλ. φρ. ωχ ντε(!)
- άντε
ντε! α. εμπρός λοιπόν: «άντε ντε, έλα να μαλώσουμε αν έχεις κότσια! ||
άντε ντε, θα φύγουμε καμιά φορά! || άντε ντε, δώσ’ μου τα λεφτά να
τελειώνουμε!». β. επιτέλους: «είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε τη δουλειά.
-Άντε ντε!»· βλ. και φρ. έλα ντε(!)·
-
άντε τώρα ντε! έκφραση
δυσφορίας από την επαναλαμβανόμενη ενοχλητική ή προκλητική στάση κάποιου: «άντε
τώρα ντε, θα κάτσεις φρόνιμα ή θα σε πλακώσω στο ξύλο!»· βλ. και φρ. άντε
ντε(!)·
- έλα
ντε! επιφωνηματική έκφραση με την οποία α. δηλώνουμε απορία,
ειρωνεία, δυσπιστία ή δυσαρέσκεια, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής
που λέγεται: «αυτός δεν έχει να φάει και θέλει ν’ αγοράσει κι αυτοκίνητο. -Έλα
ντε! || μια πιθαμή άνθρωπος και πήγε να τα βάλει μ’ εκείνον το γίγαντα. -Έλα
ντε! || έχει γίνει πολύ ενοχλητικός μ’ αυτό το υπεροπτικό του ύφος. -Έλα ντε!».
β. επικροτούμε τα λεγόμενα κάποιου: «ήρθε ο παλιοαλήτης, μας έκανε άνω
κάτω κι ύστερα ζητούσε και τα ρέστα από πάνω. -Έλα ντε! || όλοι οι ανίκανοι και
οι άσχετοι, πήραν και μια θέση μέσ’ στην κυβέρνηση. -Έλα ντε!». γ.
προτρέπουμε κάποιον να πάψει να κάνει κάτι, επειδή μας ενοχλεί ή μας προξενεί
δυσφορία: «έλα ντε, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || έλα ντε, μη με
σκουντάς κάθε τόσο!»· βλ. και φρ. άντε ντε(!)·
- έλα
τώρα ντε! βλ.
φρ. άντε τώρα ντε(!)·
- έτσι
ντε! επιφωνηματική έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ικανοποίησή μας για
κάτι που γίνεται ή για κάτι που ήταν φυσικό, που ήταν να γίνει: «έτσι ντε,
δώστε τα χέρια σας ν’ αγαπηθείτε κι αφήστε τα μαλώματα! || έκανε χάλια τα
καινούρια του τα ρούχα. -Έτσι ντε, αφού παίζει με τις λάσπες!». Συνών. έτσι
μπράβο(!)·
- και
ντε σήμερα, ντε αύριο, επιμένοντας κάθε μέρα συνεχώς για την επίτευξη
κάποιου σκοπού: «είναι να πάρω κάτι λεφτά επιστροφή απ’ την εφορία, και ντε
σήμερα, ντε αύριο, ακόμη προσπαθώ να τα εισπράξω»·
- καλά
ντε! βλ. λ. καλός·
- ντε
και καλά, βλ. λ. καλός·
- ντε
και σώνει, βλ. λ. σώνω·
-
σους ντε! έκφραση
δυσφορίας προς κάποιον που μιλάει συνεχώς ή που επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια
πράγματα, σταμάτα πια(!): «σους ντε, ν’ ακούσουμε τι λέει ο άνθρωπος! || σους
ντε, αφού είπα πως θα σ’ εξυπηρετήσω!»·
- ωχ
ντε! έκφραση
δυσφορίας: «ωχ ντε, πάψε αυτή την γκρίνια!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο.