νταχτιρντί
κ. νταχτιριντί,
άκλ. [<τουρκ. dahtiri dahtiri], συνήθως επαναλαμβανόμενο και
επίσης στον τύπο νταχτιρντί και νταχτιρντό κ. νταχτιριντί και
νταχτιριντό, είδος ταχταρίσματος, όταν κρατάει κάποιος ένα μωρό στα χέρια
του και το κουνάει ρυθμικά πάνω κάτω ή δεξιά αριστερά. Συνήθως ακολουθεί το
παρακάτω τραγουδάκι: νταχτιρντί νταχτιρντί, νταχτιρντί και νταχτιρντό,
νταχτιρντί το λέγανε και μου το παντρεύανε και του δίναν για προικιά ένα
κόσκινο φλουριά. Νταχτιρντί στο γάμο του, θα χορεύ’ κι η μάνα του κι απ’ την
άκρη του χορού η γιαγιά του η πορδού κι ο μπαμπάς του θα μπαίν’ θα βγαίν’ πού ’ν’
ο γιόκας μου (η κόρη μου) θα λέει. (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτόν ο κόσμος
ήτανε νταχτιρντί και όπλες! έκοψε τσ’ αρβύλες του τις φόραγε παντόφλες)·
- της
κάνω νταχτιρντί ή
της κάνω νταχτιρντί και νταχτιρντό, πραγματοποιώ υπομονετικά όλες τις
επιθυμίες της, όλα της τα χατίρια για να πετύχω το σκοπό μου που δεν είναι
άλλος από το να της επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «δυο μήνες της κάνω νταχτιρντί
και νταχτιρντό, αλλά δε μου κάθισε ακόμη η άτιμη!».