νταραβέρι
κ. νταλαβέρι,
το, ουσ. [<ιταλ. dare avere (= δούναι λαβείν)], (στη γλώσσα της αργκό) 1.
εμπορική δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή, το αλισβερίσι: «δεν είχαμε καλό
νταραβέρι σήμερα στην αγορά». (Τραγούδι: μα εκείνος δε γουστάριζε να ξέρει
οχτάωρο, μωρό μου, τι εστί, τα βρόντηξε και άρχισε τα βράδια νταλαβέρι και
τα ’παιρνε κι από τις τραβεστί). β. η ίδια ερμηνεία και στη γλώσσα
των ναρκωτικών 2. κοινωνική σχέση, σχέση οικειότητας: «έχουμε νταραβέρι
από μικρά παιδιά». 3. ερωτική σχέση: «έχει δυο χρόνια μαζί της
νταραβέρι». 4. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα:
«από δω να σου γνωρίσω την αδερφή μου κι από δω το νταραβέρι μου». 5.
κίνηση, φασαρία: «κάθε απόγευμα στην παραλία έχει πολύ νταραβέρι». 6.
γενική ονομασία που δίνουμε σε μικροαντικείμενα ή μικροεργαλεία αντί για την
πραγματική τους, είτε γιατί δεν τη γνωρίζουμε είτε γιατί την έχουμε λησμονήσει
είτε γιατί δε θέλουμε να την αναφέρουμε, μόνο και μόνο για να κάνουμε εντύπωση:
«για δώσε μου αυτό το νταραβέρι για να ξεκολλήσω αυτό το μαδέρι». Συνών. καβουρντιστήρι
(6) / καλαμπούρι (2) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι
(1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / παπαράκι / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4)·
- γίνεται
νταραβέρι, α. παρατηρείται εμπορική συναλλαγή, εμπορική κίνηση,
γίνονται εμπορικές δοσοληψίες, εμπορικές συναλλαγές: «είναι δυνατό να γίνεται
νταραβέρι στην αγορά μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναστάτωση που υπάρχει;». Συνών.
γίνεται αλισβερίσι. β. γίνεται καβγάς, φασαρία: «μόλις έμαθαν πως
γίνεται νταραβέρι στο μπαράκι, έτρεξαν όλοι να κάνουν χάζι»·
- έχει
τα νταραβέρια της, (για γυναίκες) έχει τα ρούχα της, τα έμμηνά της, την
περίοδό της: «δε θα ’ρθει μαζί μας για μπάνιο η γυναίκα μου, γιατί έχει τα
νταραβέρια της»·
- έχω
νταραβέρι, α. έχω εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες με κάποιον : «με
τον τάδε εξαγωγικό οίκο έχω νταραβέρι πολλά χρόνια». β. έχω κοινωνικές,
φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με κάποιον, με κάποια: «έχω νταραβέρι μ’ αυτή την
οικογένεια απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκα σ’ αυτή τη γειτονιά || έχω νταραβέρι
με την κόρη του μπακάλη μας». Συνών. έχω αλισβερίσι· βλ. και φρ. κάνω
νταραβέρι·
- έχω
νταραβέρια, έχω διάφορες φασαρίες, διάφορες υποθέσεις, διάφορες
εκκρεμότητες με κάποιον που μου δημιουργούν προβλήματα: «έχω νταραβέρια με το
γείτονά μου και μου φαίνεται πως δε θα τα γλιτώσουμε τα δικαστήρια»·
- θα ’χουμε
νταραβέρια, (απειλητικά) θα έχουμε φασαρίες, θα μαλώσουμε: «αν ξαναπειράξεις
την κόρη μου, θα ’χουμε νταραβέρια»·
- κάνω
νταραβέρι, α. συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές δοσοληψίες με κάποιον:
«μαζί του κάνω νταραβέρι από χρόνια». Συνών. κάνω αλισβερίσι. β.
δημιουργώ καβγά, φασαρία: «όποιος τολμήσει να κάνει νταραβέρι, θα φάει της χρονιάς
του».