νταούλι
κ. νταβούλι,
το, ουσ. [<τουρκ. davul], μεγάλο τύμπανο που συνοδεύει συνήθως δημοτικά
όργανα. (Λαϊκό τραγούδι: με νταούλια και ζουρνάδες, θα καούν οι
μαχαλάδες)·
- γίνομαι
νταούλι, πρήζομαι, ιδίως από το πολύ φαγητό και, κατ’ επέκταση, παχαίνω:
«έφαγα τόσο πολύ, που έγινα νταούλι || όλο το καλοκαίρι μαμ, κακά και νάνι,
ήρθα κι έγινα νταούλι»·
- έφαγε
όσες τρώει το νταούλι, έφαγε πάρα πολύ ξύλο, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «πήγε να
κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε όσες τρώει το νταούλι». Από την εικόνα του λαϊκού
οργανοπαίχτη που χτυπάει συνέχεια το νταούλι του. Συνών. έφαγε όσες τρώει το
χταπόδι·
- ο
γύφτος, ώσπου να χαρεί, έσπασε το νταούλι, βλ. λ. γύφτος·
- την
κάνω νταούλι (ενν. την κοιλιά μου), την πρήζω από το πολύ φαγητό: «δεν
μπορώ να φάω ούτε μπουκιά, γιατί την έκανα νταούλι»·
- της
την έκανα νταούλι (ενν. την κοιλιά της), την άφησα έγκυο, την γκάστρωσα:
«τώρα που της την έκανες νταούλι, θα ’χεις προβλήματα με τους δικούς της»·
- τον
κάνω νταούλι, τον ξυλοφορτώνω τόσο άγρια, που τον πρήζω από το ξύλο:
«κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε νταούλι».