αντάμα, επίρρ. [<μσν. ἀντάμα <ἐντάμα
<ἐν τῷ ἄμα], μαζί: «προχωρούσαν αντάμα
στην άκρη της παραλίας || συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο κι ήρθαν στο σπίτι
αντάμα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τ’ αναμορφωτήρια στα μπουρδέλα ναρκωτικά πιοτό
και τρέλα, της Αποκάλυψης τα τέρατα αντάμα πελάτης, μπάτσος, νταβατζής
και η μαντάμα)·
-
αντάμα είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε, υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία: «πρέπει να συναντηθούμε
μια άλλη φορά να συζητήσουμε, που θα είμαστε πιο ήρεμοι γιατί τώρα αντάμα
είμαστε και χώρια κουβεντιάζουμε». Συνών. άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν
τ’ αφτιά μου·
-
όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης.