νταλκάς
κ. νταλγκάς,
ο, ουσ. [<τουρκ. dalga (= κύμα, τρικλοποδιά)]. 1. δυνατή
επιθυμία, ερωτικός καημός, ερωτικός πόθος: «έχει χρόνια νταλκά μ’ αυτή τη
γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχνα τον νταλκά σου τώρα, πιες λίγο
κρασί, μην τη συλλογιέσαι, ξέχασέ τηνε κι εσύ· τέτοια είναι πάντα της γυναίκας
η ψυχή). 2. το πρόσωπο με το οποίο είναι κανείς ερωτευμένος, ο
ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «από δω να σου γνωρίσω τον νταλκά
μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου το λες μπαμπέσικα, πες το με την καρδιά σου,
ξηγήσου μια φορά σπαθί, μπαμπέσα, στον νταλκά σου). 3.
έγνοια, ενδιαφέρον: «το ’χω μεγάλο νταλγκά αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γι’
αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς
σου). 4. ακεφιά, κακοκεφιά, στενοχώρια: «έχω τον νταλγκά μου που
έχασα ένα κάρο λεφτά, έχω και σένα από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: ώρες με
θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω· ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου
δε μιλάω). 5. το μεράκι: «έχω κι εγώ νταλγκά να στήσω ένα μαγαζάκι».
Υποκορ. νταλκαδάκι κ. νταλγκαδάκι, το.(Λαϊκό τραγούδι: μες
στην μπάρα όταν μπήκες, Χαρικλάκι μου, τι γλύκες με φωνόγραφο και πλάκες νταλγκαδάκι
με τους μάγκες)·
-
άλλον νταλκά δεν είχα! ή
άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά
δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο
που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις
τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά.
-Άλλον νταλκά δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να κάνω άλλα τρία δρομολόγια; || το
βράδυ πρέπει να πάμε στη δεξίωση της τάδε. -Άλλον νταλκά δεν είχα!». β. γελιέσαι,
αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος
να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να προγυμνάσεις το γιο μου
στα μαθηματικά; -Άλλον νταλκά δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω
διακοπές || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλον νταλκά
δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για
τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα
ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
-
βάζω νταλκά, βάζω
έγνοια, ενδιαφέρον, στενοχώρια, στενοχωριέμαι για κάποιον ή για κάτι:
«ερωτεύτηκα την τάδε και στα καλά καθούμενα έβαλα νταλκά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος
δεν έβαλε νταλκάδες, στο κεφάλι του φωτιά, και δε γέμισε φαρμάκια τη
φτωχή του την καρδιά)·
- κι
είχα έναν νταλκά! ή
κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν
νταλκά! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον βοηθήσουμε, θα
πάει φυλακή. -Κι είχα έναν νταλκά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για
τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ.
φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
-
σπάω νταλκαδάκι, (στη
γλώσσα της αργκό) διασκεδάζω: «μ’ αρέσει κάθε τόσο να σπάω νταλκαδάκι στα
μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω πάλι να τα πιω, να σπάσω νταλκαδάκι,
στου Φώτη μες το καπηλειό να φύγει το μεράκι).