νταβαντούρι
κ. νταβατούρι
κ. ταβατούρι, το, ουσ. [<τουρκ. tevatür (= παρουσία πολλών
μαρτύρων στο δικαστήριο)]. 1. πολυκοσμία που παρουσιάζεται ως ευχάριστο
θέαμα με τη φασαρία, το θόρυβο και τη σύγχυση που επικρατεί: «κάθε απόγευμα
πηγαίνουμε στην παραλία, γιατί έχει καλό νταβαντούρι». 2. επεισόδιο,
καβγάς: «ποιος άρχισε πρώτος το νταβαντούρι;». 3. ευχάριστη κατάσταση,
διασκέδαση: «το βράδυ θα πάμε στον αρραβώνα του τάδε, γιατί, όπως λένε, θα έχει
μεγάλο νταβαντούρι». 4. κατάσταση ή πράξη που συζητείται πολύ, ιδίως με
ανησυχία: «προξένησε μεγάλο νταβαντούρι η πτώση της κυβέρνησης». 5.
θόρυβος που προκαλείται από μουσικά όργανα, γενικά ο δυνατός ή ενοχλητικός
μουσικός ήχος: «σταμάτα αυτό το νταβατούρι και βάλε να παίξει κάτι πιο ήρεμο! ||
φύγαμε νωρίς απ’ το κέντρο, γιατί τα μεγάφωνα ήταν πολύ δυνατά και δεν αντέχω
το νταβατούρι». 6. (στη γλώσσα της αργκό) δουλειά, επιχείρηση: «ποιανού
είναι αυτό το νταβαντούρι;»·
- γίνεται
νταβαντούρι, α. επικρατεί μεγάλη σύγχυση, επεισοδιακή κατάσταση,
γίνεται καβγάς: «πιάστηκαν στα χέρια στον καφενέ κι έγινε μεγάλο νταβαντούρι». β.
επικρατεί ευχάριστη κατάσταση: «πάμε στο σπίτι του τάδε που γιορτάζει, γιατί,
όπως μάθαμε, γίνεται καλό νταβαντούρι»·
- κάνω
νταβαντούρι, α. δημιουργώ επεισόδιο, καβγά: «δεν τον παίρνουμε μαζί
μας, γιατί όπου κι να πάμε κάνει νταβαντούρι». β. δημιουργώ ευχάριστη
κατάσταση: «κάθε φορά στη γιορτή του κάνει καλό νταβαντούρι».