νους,
ο, ουσ.
[<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς
κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου).
(Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος
ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω
νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η
μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει,
δε γίνεσαι αλλουνού)·
- άσκοπος
ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού
δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο
νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό
βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ.
μυαλό·
- βάζω
κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο
μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω
με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω
με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ.
μυαλό·
- βάζω
με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ.
μυαλό·
- βάζω
νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω
πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω
στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου
ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ
αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω
το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα
συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά
του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου
τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό
στο νου μη βάζεις)·
- βάζω
το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ.
μυαλό·
- βάλ’
το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ.
μυαλό·
- βγάζω
απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου
του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το
νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω
να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου
μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω
απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’
το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου
προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’
το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι
κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το
νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’
το απ’ το μυαλό σου·
- δε
βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ.
μυαλό·
- δε
σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για
κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι:
είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το
νου του δε σκοτίζει)·
- δε
φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν
κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ.
μυαλό·
- δεν
κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει
το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν
ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ.
μυαλό·
- δεν
ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ.
μυαλό·
- δεν
ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις
πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι
αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε
γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω)·
- δεν
το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν
το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν
το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω,
μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη
που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ
σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του
ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ
χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή
σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ
να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται
στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ
που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση
σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα
πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη
δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες
μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου
κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και
ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα·
βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε
το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε
το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που
έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και
γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την
πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν)·
- έχε
το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα
λείπω»·
- έχε
το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να
τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με
το έτσι·
- έχει
αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει
το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ.
φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει
το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ.
φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει
το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ.
φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει
το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ.
έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω
κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω
στο νου μου, βλ.
φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω
στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι
έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω
το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου
να μη με κλέβει»·
- έχω
το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α.
προσέχω,
παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου
μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο
αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό
σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο
παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως
περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η
αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα
μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα
μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα
σου στρίψει ο νους, βλ.
συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα
σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα
χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα
χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει
με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
-
κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά
στο νου και γνώση·
- κατεβάζει
ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο
στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι:
άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα
πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα,
στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που
ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που
λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ
έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η
κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το
μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει
στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου
(κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει
ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή
κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό
του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν
υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με
τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να
σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε
χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως,
αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ
στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί
σου»·
- λέω
με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με
το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με
το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι
μεγάλος και τρανός»·
- μου
μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο
νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου
ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου
πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε
απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι:
μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’
έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις
πως θα παρεξηγηθείς)·
- μου
πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό,
λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε,
τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το
νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου
’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ.
μυαλό·
- μου
σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή
Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου)·
- μου
’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να
το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη
φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι
αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις).
Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να
το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε
επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο
άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου
μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό
παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει
ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο
κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή
λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να
γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο
νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του
πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο
νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το
μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο
νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό
του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο
νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ.
το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο
νους του ταξιδεύει,
- ο
νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το
μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο
νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ.
το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος
δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν
δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι
βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους
σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι
βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
-
πάει να μου φύγει ο νους, βλ.
συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε
απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να
πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα,
υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με
κάρφωσε»·
- πετώ
με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται
μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που
σου λέω»·
- πού
αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού
βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού
έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις
το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού
να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε
ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που
χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα,
σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει
ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)·
- πού
ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού
τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού
τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε
ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω
απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την
έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη
θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη
και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!)·
- σκοτείνιασε
ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω
το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε
ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε
ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα
βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην
πιστεύεις που σου λέει πως όλοι τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου
του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα
βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει
ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς
εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του
ταξιδεύει)·
- τι
βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι
έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το
βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει
ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το
νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω
στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου
στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το
χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;):
«το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να
φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον
βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ.
μυαλό·
- τον
έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο
νου μου»·
- του
γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη
κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’
την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι
αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)·
βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του
λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του
παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει
ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω
στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω
το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’
αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το
νου μου χάνω).