νότα,
η, ουσ.
[<μσν. νότα <λατιν. nota], η νότα· (για πρόσωπα ή πράγματα) ενέργεια που
δίνει μια ιδιαίτερη αίσθηση, που δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σε μια
εκδήλωση: «ο ερχομός του τάδε έδωσε μια νότα γενικής ανακούφισης || η σύγχρονη
μουσική έδωσε μια νότα ευθυμίας στο πάρτι μας»·
- είναι
με τις νότες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες
του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «δεν μπορείς να τον καταλάβεις αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί είναι με τις νότες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι
με τις μέρες του / είναι με τις ώρες του·
- με
νότες, επιτείνει τον καλό χαρακτηρισμό προσώπου ή πράγματος: «είναι γυναίκα
με νότες || αγόρασα ένα αυτοκίνητο με νότες».