νοσοκομείο,
το, ουσ.
[<μτγν. νοσοκομεῖον], το νοσοκομείο·
- έγινε
νοσοκομείο, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαιρικές) υπάρχουν πολλοί
παίχτες που είναι τραυματίες ή ασθενείς: «ο προπονητής δεν ξέρει ποιον παίχτη
να χρησιμοποιήσει, γιατί όλη η ομάδα έγινε νοσοκομείο». Από την εικόνα του
νοσοκομείου όπου υπάρχουν πολλοί ασθενείς·
- είναι
νοσοκομείο (ειρωνικά για πρόσωπα) χαρακτηρισμός ανθρώπου που πάσχει από
πολλές και διαφορετικές ασθένειες: «πότε το στομάχι του, πότε η καρδιά του,
πότε τα νεφρά του, αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι νοσοκομείο». Από το ότι το
νοσοκομείο διαθέτει πτέρυγες για κάθε ασθένεια. Πολλές φορές, μετά το ρ. της
φρ. ακολουθεί το κινητό·
- τον
έστειλε στο νοσοκομείο, τον
έδειρε πολύ άγρια, τον τραυμάτισε σοβαρά από το ξύλο που του έδωσε, ώστε τον
ανάγκασε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο: «ήταν τόσο αγριεμένος και του ’δωσε
τέτοιο ξύλο, που τον έστειλε στο νοσοκομείο».