νομίζω, ρ. [<αρχ. νομίζω], νομίζω. 1α.
στο β΄ εν. πρόσ. νομίζεις!η υπόθεση, τα πράγματα δεν είναι
καθόλου έτσι όπως τα θεωρείς, όπως τα υποθέτεις ή όπως υπολογίζεις να έρθουν.
(Λαϊκό τραγούδι: νομίζεις, πως χωρίσαμε νομίζεις). β.
σε ερωτηματ. τύπο νομίζεις; έτσι νομίζεις εσύ; είναι προσωπική σου
γνώμη(;): «λίγο αν δουλέψει καλά, θα μπορέσει πάλι να ορθοποδήσει. -Νομίζεις;
|| αν της κάνει πρόταση να την παντρευτεί δε θα του αρνηθεί. -Νομίζεις;». γ.
είσαι σίγουρος γι’ ατό που μου λες; υπάρχει κι αυτή η περίπτωση που μου
λες(;): «να δεις που θα ’ρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγνώμη. -Νομίζεις; || ο
καιρός θα το γυρίσει σε βροχή. -Νομίζεις;». Συνών. λέω (14α, β). 2. σε
ερωτηματ. νομίζω; σωστά δε μιλάω(;): «αφού κατάλαβες πως ήταν άχρηστο το
εμπόρευμα, φταις εσύ και μόνο εσύ που το αγόρασες. Νομίζω;». (Ακολουθούν 11
φρ.)·
- απατάσαι,
αν νομίζεις ότι… ή απατάσαι, αν νομίζεις πως…, βλ. λ. απατώμαι·
- δε
νομίζω ή δεν το νομίζω, δεν το θεωρώ πιθανό, δεν έχω την ίδια
εντύπωση, την ίδια γνώμη με τη δική σου: «να δεις που τώρα που έμαθε πως δεν
ήσουν εσύ αυτός που τον κάρφωσε, θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη για την
απαράδεκτη στάση του. -Δε νομίζω, γιατί είναι αγενέστατος άνθρωπος || είδα πριν
από λίγο τον τάδε που πήγαινε κάπου βιαστικά. -Δεν το νομίζω, γιατί ο αδερφός
του μου τηλεφώνησε πως μπήκε στο νοσοκομείο από καρδιά»·
- έτσι
νομίζεις; λέγεται σε κάποιον που θεωρεί τα πράγματα πολύ πιο απλά ή πιο εύκολα
από ό,τι στην πραγματικότητα είναι, ή γενικά έχει εσφαλμένη εντύπωση γι’ αυτά:
«για να βγάλεις σήμερα λεφτά είναι το πιο εύκολο πράγμα. -Έτσι νομίζεις; Αν δε
στρώσεις τον κώλο σου, δε βγάζεις ούτε λεπτό»·
- κάνε
ό,τι νομίζεις, κάνε αυτό που νομίζεις ορθό, σωστό: «εγώ ό,τι ήταν να σου πω
στο είπα. Από δω και πέρα κάνε ό,τι νομίζεις». Συνών. κάνε ό,τι
καταλαβαίνεις·
- νομίζει
πως είναι το κέντρο του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- νομίζει
ότι τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν ή νομίζει πως τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, βλ. λ. αβγό·
- νομίζει
πως έγινε κάτι ή νομίζει πως είναι κάτι, βλ. λ. κάτι·
- νόμισα
πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ποιος
ξέρει τι νομίζει! βλ. λ. ποιος·
- τι
νόμιζες ή τι
νόμισες, έκφραση με την οποία εκφράζουμε την ικανοποίησή μας στην περίπτωση
που πετυχαίνουμε κάτι, ενώ κάποιος άλλος είχε την εντύπωση πως θα αποτύχουμε:
«παρ’ όλο που δε με βοήθησες, εγώ κατάφερα να τελειώσω στην ώρα της τη δουλειά,
τι νόμιζες», δηλ. είχες την εντύπωση πως δε θα μπορούσα να την τελειώσω(;)·
- τι
νόμισες, αβγά κουρεύουμε; ή
τι νόμισες, γκαζόζες πατλαντίζουμε; ή τι νόμισες, καρούμπαλα
ισιώνουμε; ή τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε; ή τι νόμισες μπρίκια
κολλάμε; ή τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε; ή τι νόμισες, σπιτάκια
παίζουμε; ή τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε; ή τι νόμισες, την
τυφλόμυγα παίζουμε; ή τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; ή τι
νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τι κούκλες παίζουμε; ή τι
νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; ή
τις νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; ή τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν
παίζουμε; ή τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή τι
νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; ή τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ.
αντίστοιχα λήμματα.