ανοιχτός
κ. ανοικτός,
-ή, -ό, επίθ. [<μτγν. ἀνοικτός], ανοιχτός. 1. που είναι
απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος: «είναι ανοιχτός στις κακίες του κόσμου». 2α.
που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου
δύσκολος άνθρωπος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, που είναι πολύ ανοιχτός». β.
που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούριο:
«είναι ανοιχτός σε κάθε συζήτηση». 3. (για μηχανές ή άλλες συσκευές) που
βρίσκεται σε λειτουργία: «άφησες ανοιχτή τη μηχανή του αυτοκινήτου σου || μην
ξεχάσεις πάλι την τηλεόραση ανοιχτή || άφησες ανοιχτό το ραδιόφωνο». 4.
το θηλ. ως ουσ. η ανοιχτή (βλ. λ.).Επίρρ. ανοιχτά.
(Ακολουθούν 84 φρ.)·
- ανοιχτές
θάλασσες, βλ. λ. θάλασσα·
- ανοιχτή
γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- ανοιχτή
πληγή, βλ. λ. πληγή·
- ανοιχτή
πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πόρτα·
- ανοιχτή
στροφή, βλ. λ. στροφή·
- ανοιχτό
βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- ανοιχτό
καλντερίμι, βλ. λ. καλντερίμι·
- ανοιχτό
παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- ανοιχτό
σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ανοιχτοί
λογαριασμοί, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοιχτός
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοιχτός
γάμος, βλ. λ. γάμος·
- ανοιχτός
δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ανοιχτός
λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- ανοιχτός
χαρακτήρας, βλ. λ. χαρακτήρας·
- αφήνω
ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον) ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με
κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- βρίσκω
ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω
την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- δίνω
ανοιχτή επιταγή, βλ. λ. επιταγή·
- είμαι
ανοιχτά ή είμαστε ανοιχτά, (για εμπορευόμενους σε σχέση με το μαγαζί
τους) το μαγαζί είναι ανοιχτό, λειτουργεί: «λόγω των εορτών τ’ απογεύματα θα
είμαστε ανοιχτά»·
- είμαι
ανοιχτός, α. είμαι χρεωμένος σε κάποιον, οφείλω σε κάποιον χρήματα:
«τον ντρέπομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είμαι ανοιχτός απέναντί του τόσον
καιρό». β. έχω έλλειμμα: «είμαι ανοιχτός στο ταμείο πέντε χιλιάδες»·
- είμαι
ανοιχτός στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- είμαστε
ανοιχτά, το κατάστημά μας λειτουργεί: «το απόγευμα είμαστε ανοιχτά μετά τις
πέντε». Τα τελευταία χρόνια, με την απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων,
πολλά εμπορικά καταστήματα διαφημίζουν πως είναι ανοιχτά όλη μέρα, κάθε μέρα·
- είμαστε
στ’ ανοιχτά, (για θάλασσα) βρισκόμαστε στο πέλαγος: «όση ώρα ήμασταν στ’
ανοιχτά, ο καιρός ήταν υπέροχος»·
- είναι
ανοιχτή, (για γυναίκες) δεν είναι παρθένα: «όλες σήμερα πάνω απ’ τα δεκάξι
τους είναι ανοιχτές»·
- είναι
ανοιχτή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
ανοιχτό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
ανοιχτός, (για άντρες) είναι πούστης: «τόσο καιρό τον κάναμε παρέα και
κανείς δεν πήρε μυρωδιά πως ήταν ανοιχτός»·
- είναι
ανοιχτός από πίσω, (για άντρες) βλ. φρ. είναι ανοιχτός·
- είναι
ανοιχτός ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
ανοιχτός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- είναι
ανοιχτός σε όλα, είναι δεκτικός, δέχεται με ευκολία και ευχαρίστηση να
συζητήσει κάθε θέμα που του θέτει κάποιος, δέχεται να ακούσει και να συζητήσει οποιαδήποτε
πρόταση του γίνεται: «θα του προτείνω να κάνουμε αυτή τη δουλειά, γιατί απ’
ό,τι ξέρω είναι ανοιχτός σε όλα»·
- έχει
ανοιχτά αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- έχει
ανοιχτή αυλόπορτα ή έχει ανοιχτή την αυλόπορτα ή έχει αυλόπορτα
ανοιχτή ή έχει την αυλόπορτα ανοιχτή, (για άντρες) βλ. λ. αυλόπορτα·
- έχει
ανοιχτή εξώπορτα ή έχει ανοιχτή την εξώπορτα ή έχει εξώπορτα
ανοιχτή ή έχει την εξώπορτα ανοιχτή, (για άντρες) βλ. λ. εξώπορτα·
- έχει
ανοιχτή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει
ανοιχτό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει
ανοιχτό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- έχει
ανοιχτό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω
ανοιχτές παρτίδες (με κάποιον), βλ. λ. παρτίδα·
- έχω
ανοιχτό μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- έχω
ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω
τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω
τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- θα
πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα
πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα
σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα
σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- κοιμάται
μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα
μάτια ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- κοιτάζω
μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’
ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με
το στόμα μου ανοιχτό, βλ. λ. στόμα·
- κοιμάται
με το ένα μάτι ανοιχτό, βλ. λ. μάτι·
- κολυμπώ
στ’ ανοιχτά, καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις γνώσεις μου,
τις συνηθισμένες δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου και υπάρχει
κίνδυνος να αποτύχω: «όσο είχε το μαγαζάκι του, πήγαινε μια χαρά, μόλις όμως
άρχισε να κολυμπάει στ’ ανοιχτά, άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε
Γιώργο έμπαινε και κάν’ τα όλα λίμπα, μη λογαριάζεις τίποτα και στ’ ανοιχτά
κολύμπα)·
- κρατώ
τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’
ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- μ’
άφησε με το στόμα ανοιχτό ή μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μένω
μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα
μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου
ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- μένω
μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το
στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου
ανοιχτό, βλ. λ. στόμα·
- μίλα
ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να μιλήσει ελεύθερα, χωρίς περιστροφές, χωρίς
υπεκφυγές: «όλοι μας θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια, γι’ αυτό μίλα ανοιχτά»·
- μιλάω
μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- μιλώ
ανοιχτά και ξάστερα, βλ. φρ. τα λέω καθαρά και ξάστερα, λ. καθαρός·
- ο
δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. δρόμος·
- όλες
οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- όσο
έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- παίζω
ανοιχτά, (για χαρτοπαίχτες) ποντάρω μεγάλα ποσά: «δεν μπαίνω ποτέ σ’ αυτό
το καρέ, γιατί παίζουν ανοιχτά»· (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν παίζω αμυντικό
παιχνίδι: «σύμφωνα με το σύστημα του νέου προπονητή μας, η ομάδα παίζει πάντα ανοιχτά»·
- παίζω
μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίρνω
ανοιχτά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή ανοιχτά, βλ. λ. στροφή·
- παραβιάζω
ανοιχτές θύρες, βλ. λ. θύρα·
- παραβιάζει
ανοιχτές πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- πήρε
το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε
το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- στ’
ανοιχτά, στο πέλαγος: «σε λίγη ώρα το καράβι βρισκόταν στ’ ανοιχτά». (Λαϊκό
τραγούδι: στο πανί στεκόσουν μόνη και γω κρατούσα το τιμόνι, πρίμα φύσαγε τ’
αγέρι στ’ ανοιχτά για να μας φέρει).Πρβλ.: στ’ ανοιχτά
του πέλαγους με καρτέρεσαν με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε (Οδυσ.
Ελύτης)·
- τα
λέω ανοιχτά και ξάστερα, βλ. φρ. τα λέω καθαρά και ξάστερα, λ.
καθαρός·
- τα
μαγαζιά σου είναι ανοιχτά, βλ. λ. μαγαζί·
- τα
μάτια σου ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- το
βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- το
παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- τον
αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον
αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τον
διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- τον
δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες ή
τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις
αγκάλες, βλ. λ. αγκάλη·
- τον
ξέρω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- του
δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή του στέλνω το βραβείο της
ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του
δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης ή του στέλνω το παράσημο της
ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του
’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του
’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο.