νόημα,
το, ουσ.
[<αρχ. νόημα], το νόημα. 1. η έννοια, η σημασία: «το νόημα της φράσης
είναι πως δεν πρέπει να ’χεις εμπιστοσύνη σε κανέναν || δεν έχει νόημα τώρα που
μου ζητάς συγνώμη, αφού το κακό έγινε». 2. η ιδέα, η αφηρημένη σκέψη:
«τα νοήματα του κειμένου είναι πολύ υψηλά». 3. η επιδίωξη, ο σκοπός:
«όλη αυτή η ιστορία έγινε χωρίς κανένα νόημα». 4. το γνέψιμο, το νεύμα
με το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια ως μέσο συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων:
«μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, άρχισε τα νοήματα για να την κοπανήσουν
|| οι κωφάλαλοι ως γνωστό συνεννοούνται με νοήματα». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- δε
βγάζω νόημα ή δε βγαίνει νόημα, α. δεν μπορώ να κατανοήσω
αυτά που λέει κάποιος, είτε γιατί δε διατυπώνει σωστά και καθαρά τη σκέψη του
είτε γιατί μιλάει σε μια ειδική γλώσσα: «μια ώρα μιλάει και δε βγάζω νόημα τι
λέει || κάθε φορά που μιλάω μ’ αυτόν τον κομπιουτερά, δε βγάζω νόημα απ’ αυτά
που μου λέει». (Τραγούδι: λες πως νόημα δε βγάζεις και στην τρύπα σου
λουφάζεις).β. δεν μπορώ να κατανοήσω κάποιο κείμενο, είτε
γιατί είναι κακογραμμένο είτε γιατί είναι ειδικού περιεχομένου: «διάβασε κι εσύ
αυτό το βιβλίο και θα δεις πως δε βγαίνει νόημα || για πες μου, τι νόημα
έβγαλες απ’ αυτό το βιβλίο;». γ. δεν μπορώ να κατανοήσω κάποιο
χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι γραμμένο με πολύ μικρά ή δυσανάγνωστα γράμματα:
«με τα γραμματάκια αυτά που έχει γράψει το σημείωμά του, δεν μπορώ να βγάλω
νόημα»·
- δεν
έχει νόημα, λέγεται για ενέργεια ή πράξη που γίνεται άκαιρα και για το λόγο
αυτό δεν προσφέρει καμιά ωφέλεια ή δεν εξυπηρετεί καμιά σκοπιμότητα: «έπρεπε να
τον βοηθήσουμε τότε που είχε την ανάγκη μας, γιατί, τώρα που ξεπέρασε τη
δυσκολία, δεν έχει νόημα ό,τι και να κάνουμε»·
- είναι
χωρίς νόημα, δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με το πρόσωπο ή το
πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ή
γιατί δεν έχει καμιά αξία: «δε μ’ ενδιαφέρει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι
χωρίς νόημα || είναι ένα μπιχλιμπίδι χωρίς νόημα και δε με νοιάζει, αν το χάσω»·
- έπιασε
το νόημα της ζωής, λέγεται για άτομο που έχει βρει τον τρόπο να περνάει
καλά στη ζωή του χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερο κόπο και χωρίς να στενοχωριέται
για τίποτα: «ο τάδε έπιασε το νόημα της ζωής και την περνάει ζωή και κότα»·
- έχει
νόημα; είναι σκόπιμο; εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό(;): «απ’ τη στιγμή
που είναι αντίθετος με τις απόψεις μας, έχει νόημα να του ζητήσουμε να μας
ψηφίσει;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάποιο·
- κάνω
νόημα, γνέφω, νεύω: «μόλις δεις κάτι ύποπτο, κάνε μου νόημα να φύγω».
(Τραγούδι: είν’ η αγάπη μπουκέτο βιολέτες πιάσε, κόψε και μύρισέ τες, όταν
περνάει η ευτυχία και νόημα σου κάνει, πιάσ’ της το χέρι γιατί αύριο θα
είναι αργά)·
- κοιτάζω
με νόημα (κάποιον), κοιτάζω κάποιον με τέτοιο τρόπο, ώστε εκφράζω κάποιο
υπονοούμενο, ιδίως ερωτικό: «την κοιτούσα με νόημα μια ώρα, αλλά αυτή έκανε πως
δεν καταλάβαινε τίποτα»·
- μπαίνω
στο νόημα, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ κάτι: «πρέπει να του πεις
κάτι πολλές φορές, γιατί δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα». (Λαϊκό τραγούδι: αρχίζω
από τώρα να σε καταλαβαίνω και λίγο, λίγο, λίγο, στο νόημά σου μπαίνω)·
- πιάνω
το νόημα, βλ. φρ. μπαίνω στο νόημα. (Λαϊκό τραγούδι: έχω
πιάσει το νόημα και δεν έχω άγχος και κανένα πρόβλημα)·
- τι
νόημα έχει; βλ. φρ. δεν έχει νόημα·
- το
’πιασε το νόημα, αντιλήφθηκε,
κατάλαβε, κατανόησε κάτι που του το έλεγα με νοήματα ή υπονοούμενα: «μόλις του
’κλεισα ματάκι πως ερχόταν η γυναίκα του, το ’πιασε το νόημα κι έδιωξε την γκόμενα
από κοντά του || την είχα καρφώσει με τα μάτια και συνεχώς της χαμογελούσα,
αλλά δεν το ’πιασε το νόημα κι έτσι έμεινα με τη γλύκα»·
- τον
βάζω στο νόημα, βλ.
φρ. τον μπάζω στο νόημα·
- τον
μπάζω στο νόημα, τον
βοηθώ να καταλάβει κάτι, τον κατατοπίζω σε κάτι: «διευκρίνιζε υπομονητικά κάθε
του απορία για να τον μπάσει στο νόημα της δουλειάς».