νιονιό,
το, ουσ. [<ιταλ.
gnogno], (ειρωνικά) ο νους, το μυαλό, η
γνώση·
- βάζω
νιονιό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις νιονιό, θα
καταστραφείς». Συνών. βάζω μυαλό·
- δεν
έχει νιονιό (στο κεφάλι του), είναι κουτός, άμυαλος: «πρέπει να τον έχεις
πάντα από κοντά και να προσέχεις τι κάνει, γιατί δεν έχει νιονιό στο κεφάλι
του»·
- δεν
έχει σταλιά νιονιό, βλ. συνηθέστ. δεν έχει σταλιά μυαλό, λ. μυαλό·
- δεν
κατεβάζει το νιονιό του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ.
μυαλό·
- δεν
κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό, βλ. φρ. δεν κόβει
το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν
τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η
γκλάβα του, λ. γκλάβα·
- κατεβάζει
το νιονιό του, βλ. συνηθέστ. κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβει
το νιονιό του, βλ. φρ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- τα
παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η γκλάβα
του, λ. γκλάβα·
- τι
λέει το νιονιό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω
ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα
πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι
λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τόσο
κόβει το νιονιό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό.