νιάτα,
τα, ουσ.
[<μσν. τά νεότα <αρχ. νεότης], η νεανική ηλικία και γενικά η νεολαία
(ακούγεται και το νιάτο): «τα νιάτα της Ελλάδας || κοτζάμ
κωλόγερος και παριστάνει το έξαλλο νιάτο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γλεντώ
τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), τα περνώ με
γλέντια και διασκεδάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το
κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο)·
- έφαγε
τα νιάτα του, α. τα ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τα νιάτα του
διαβάζοντας και τώρα δρέπει τους καρπούς των κόπων του». β. τα έζησε
τζάμπα, ανώφελα, τα κατάστρεψε: «έφαγε τα νιάτα του τεμπελιάζοντας || έμπλεξε
με τα ναρκωτικά κι έφαγε τα νιάτα του». (Τραγούδι: τα νιάτα του έφαγε ο
Στρατής στα ναυπηγεία ολημερίς, φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά να πάνε οι άλλοι
μακριά να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί, οι τυχεροί)·
- θρέφει
νιάτα, (ειρωνικά) δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι της ηλικίας του
έχουν μια δουλειά και δουλεύουν και μόνο αυτός θρέφει νιάτα»·
- κλαίω
τα νιάτα μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος που τα πέρασα
χωρίς να τα εκμεταλλευτώ δημιουργικά, που τα χαράμισα: «τώρα δεν έχει καμιά
αξία να κάθεσαι να κλαις τα νιάτα σου, γιατί, όταν ήσουν νέος, τ’ άφησες να
φύγουν ανεκμετάλλευτα»·
- κρίμα
στα νιάτα σου! ή κρίμα τα νιάτα σου! λέγεται σε περίπτωση κατά την
οποία κάποιος νεότερός μας αποδεικνύεται λιγότερο ικανός ή δυνατός σε σχέση με
αυτό που η ηλικία του απαιτεί, ή που δεν εκτιμά τις δυνατότητες τις οποίες η
ηλικία του προσφέρει: «κρίμα στα νιάτα σου, να μην μπορείς ν’ ανέβεις γρήγορα μια
σκάλα! || κρίμα τα νιάτα σου να τα χαραμίζεις μ’ αυτές τις παλιοπαρέες». (Λαϊκό
τραγούδι: κρίμα τα νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου
καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το κουκλί να ζητιανεύει το φιλί)·
- να
μη χαρώ τα νιάτα μου! όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός
σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ τα νιάτα μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να
μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να
μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να
μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να ’χα
τα νιάτα σου! έκφραση με την οποία μακαρίζει κάποιος ηλικιωμένος ένα νεαρό
άτομο στην περίπτωση κατά την οποία το βλέπει να τεμπελιάζει, ή που το βλέπει
να στενοχωριέται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος: «να ’χα τα νιάτα σου και δε
θα σήκωνα κεφάλι απ’ τη δουλειά! || να ’χα τα νιάτα σου και δε θα μ’ ένοιαζε το
παραμικρό!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα τα νιάτα σου αχ και να τα
’χα, να ’χα τα νιάτα σου αυτά μονάχα). Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α
ρε ή το ε ρε·
- να
χαρείς τα νιάτα σου! (και τη λεβεντιά σου! / και την ομορφιά σου!), παρακλητική
έκφραση σε κάποιον ασχέτου ηλικίας για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς τα
νιάτα σου, βοήθησέ με να τελειώσω τη δουλειά!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με
τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα νιάτα σου). Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς
ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα παιδιά σου! /
να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- οπού
’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- στα
νιάτα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τα νιάτα μου(!)·
- στα
νιάτα μου, κατά τη νεανική μου ηλικία: «στα νιάτα μου, υπήρχαν άλλοι τρόποι
διασκέδασης»·
- τόπο
στα νιάτα! βλ. λ. τόπος·
- χαίρομαι
τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), βλ. φρ. γλεντώ
τα νιάτα μου·
-
χαραμίζω τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου / και την ομορφιά μου), περνώ τα νιάτα μου ανώφελα, χωρίς
να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι δημιουργικό: «κοτζάμ παλικάρι και χαραμίζει τα
νιάτα του στα καφέ και στα μπαράκια!».