νηστικός,
-ή κ. -ιά,
-ό, επίθ. [<μτγν. νηστικός <αρχ. νῆστις + κατάλ. -ικός], νηστικός. 1.
που δεν έχει φάει ή που δεν έχει φάει ικανοποιητικά και, κατ’ επέκταση, ο
πεινασμένος: «είμαι νηστικός απ’ το πρωί και πεινώ σαν λύκος || έπεσα σε κάτι
ηλεκτρικά πιρούνια και σηκώθηκα νηστικός απ’ το τραπέζι». 2. που δεν
έχει γευτεί τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως το σεξ: «από μικρό παιδί δουλεύει
σαν μαύρος κι είναι νηστικός απ’ τη ζωή». 3. που είναι πάρα πολύ φτωχός,
που στερείται τα στοιχειώδη της ζωής: «δεν έχεις κάνει ποτέ νηστικός, για να
μάθεις τι εστί φτώχεια!»·
- με
ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, βλ. λ. ανώτερος·
- νηστικό
αρκούδι δε χορεύει, βλ. λ. αρκούδι·
- ο
νηστικός καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. καρβέλι·
- ο
χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει, οι εύποροι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν τις
δυσκολίες, τις στενοχώριες και τις στερήσεις που περνούν οι πολύ φτωχοί: «εσύ
τα ’χεις όλα και καλοπερνάς κι εγώ από τη φτώχεια που με δέρνει δεν έχω να φάω,
αλλά, σου το λέω και χαμογελάς ειρωνικά, γιατί ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον
πιστεύει». Συνών. κοιλιά γεμάτη, αφτιά δεν έχει·
- τα
νηστικά σκυλιά φούρνους χαλάνε, βλ. λ. σκυλί.