νηστεύω,
ρ. [<αρχ.
νηστεύω], νηστεύω· απέχω από τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως από το σεξ: «όλοι
έχουν τις γκομενίτσες τους και τη βρίσκουνε και μόνο εγώ νηστεύω». Από την
εικόνα του θρησκευόμενου ατόμου που ακολουθεί πιστά τις επιταγές της Εκκλησίας·
- γιατί,
εγώ νηστεύω; έκφραση παράπονου από άτομο που δεν του δίνουμε κάτι να φάει ή
που του αρνούμαστε να λάβει μέρος σε κάποια ευχάριστη ή απολαυστική διαδικασία:
«γιατί, εγώ νηστεύω, ρε παιδιά, και δε με παίρνετε μαζί σας στα μπουζούκια;».