νέφτι,
το, ουσ.
[<τουρκ. neft <περσ. naft], το νέφτι·
- νέφτι
σου βάλανε; ερώτηση που απευθύνεται σε κάποιον που τρέχει, που προπορεύεται
βιαστικά και δεν μπορούμε να τον προλάβουμε, ή που μιλάει πολύ γρήγορα: «πιο
σιγά, ρε παιδάκι μου, νέφτι σου βάλανε και τρέχεις τόσο γρήγορα; || πάρ’ τα απ’
την αρχή πιο αργά, ρε παιδάκι μου, νέφτι σου βάλανε και μιλάς τόσο γρήγορα;»·
- του
βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο του), τον αναγκάζω να φύγει τρέχοντας: «μόλις
είδε εκείνον τον αγριάνθρωπο να κινείται εναντίον του, όπου φύγει φύγει, λες
και του ’βαλαν νέφτι».