νεφρό,
το κ. νεφρός,
ο, πλ. νεφρά, τα κ. νεφροί, οι, ουσ. [<αρχ. νεφρός], το
νεφρό·
- άνοιξαν
τα νεφρά μου, έχω συνεχή τάση για κατούρημα: «κάθε φορά που κρυολογώ,
ανοίγουν τα νεφρά μου»·
- έπεσαν
τα νεφρά μου ή μου ’πεσαν τα νεφρά, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως
σηκώνοντας ή μεταφέροντας κάποιο βάρος: «μετέφερα στα χέρια αυτό το μπαούλο και
μου ’πεσαν τα νεφρά»·
- έχει
νεφρά ή έχει νεφρό, α. έχει σωματική αντοχή: «πρέπει να ’χει
κανείς νεφρά, για να δουλεύει στα ορυχεία». β. έχει θάρρος, τόλμη: «μόνο
ο τάδε έχει νεφρά να τα βάλει μαζί του»·
- έχω
νεφρά ή έχω τα νεφρά μου, έχω πρόβλημα υγείας στα νεφρά, πάσχω από
νεφρά: «οι αναλύσεις που έκανα έδειξαν ότι έχω νεφρά || κάνω αυστηρή δίαιτα,
γιατί έχω τα νεφρά μου»·
- θα
σου πέσουν τα νεφρά; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να
κουβαλήσει κάτι μοναχός του, ή που ζητάει τη βοήθειά μας για να κουβαλήσει
κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί: «γιατί θέλεις να βάλω κι εγώ
ένα χεράκι, μήπως θα σου πέσουν τα νεφρά, αν το κουβαλήσεις μοναχός σου;»·
- θέλει
νεφρά ή θέλει νεφρό, α. απαιτείται, χρειάζεται σωματική
αντοχή: «για να δουλέψει κανείς στα ορυχεία, θέλει νεφρά». β.
απαιτείται, χρειάζεται θάρρος, τόλμη: «θέλει νεφρά για να τα βάλει κανείς με
τον τάδε»·
- κόπηκαν
τα νεφρά μου ή μου κόπηκαν τα νεφρά, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως
σηκώνοντας ή μεταφέροντας κάποιο βάρος: «έκανα ολόκληρη τη μετακόμιση μοναχός
μου και μου κόπηκαν τα νεφρά»·
- ξέρω
πόση άμμο έχουν τα νεφρά του, βλ. λ. άμμος·
- το
κάνει για τα νεφρά του, ειρωνική έκφραση με την οποία προσπαθούμε δήθεν να
δικαιολογήσουμε κάποιο άτομο, ιδίως άντρα, που δέχεται να του επιβάλλουν τη
σεξουαλική πράξη: «μην τον παρεξηγείς τον άνθρωπο που τον παίρνει, γιατί, ό,τι
κάνει, το κάνει για τα νεφρά του». Από το ότι τα νεφρά βρίσκονται πίσω από την
κοιλιακή χώρα.