νεύρο,
το, ουσ.
[<αρχ. νεῦρον], το νεύρο. 1. άνθρωπος δραστήριος, δυναμικός,
ενεργητικός: «είναι πολύ νεύρο αυτός ο άνθρωπος». 2. η δύναμη, η
ζωτικότητα, η ενεργητικότητα: «η δουλειά θέλει νεύρο». 3. στον πληθ. τα
νεύρα, ο εκνευρισμός, η οξύθυμη διάθεση ή κατάσταση στην οποία βρίσκεται
κάποιος: «βαρέθηκα ν’ ανέχομαι τα νεύρα σου και τις φωνές σου». (Ακολουθούν 55
φρ.)·
- βαστώ
τα νεύρα μου, τα συγκρατώ: «δεν μπορώ να βαστήξω τα νεύρα μου, όταν ακούω
συνέχεια βλακείες»·
- βράζει
απ’ τα νεύρα του, είναι πολύ εκνευρισμένος: «χάλασε η δουλειά που ετοίμαζε και
βράζει απ’ τα νεύρα του»·
- διέλυσαν
τα νεύρα μου, βλ. φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
-
έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες, εκνευρίστηκα
υπερβολικά: «μη μου μιλάς άλλο, γιατί έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες». Ακούγεται
συνήθως από τις γυναίκες, αλλά σε χρήση και από τους άντρες·
-
έγιναν τα νεύρα μου κουρέλι, βλ.
φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
-
έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια, τα
νεύρα μου εξασθένησαν πολύ, εξουθενώθηκαν, έγινα ψυχικό ράκος: «είναι τόσο
γκρινιάρα η γυναίκα μου, που έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια»·
- έγιναν
τα νεύρα μου τιράντες, εκνευρίστηκα υπερβολικά: «όταν άρχισαν να φωνάζουν
όλοι μαζί, έγιναν τα νεύρα μου τιράντες». Από το ότι οι τιράντες που είναι από
λάστιχο, έχουν μεγάλη ελαστικότητα·
- έγιναν
τα νεύρα μου τσατάλια, εκνευρίστηκα υπερβολικά: «πάψε αυτή τη γκρίνια σου,
γιατί έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια»·
- είμαι
με τα νεύρα στην πρίζα, είμαι πολύ αγχωμένος, έχω πολύ μεγάλο εκνευρισμό:
«περιμένω τον τάδε να μου φέρει λεφτά για να καλύψω μια επιταγή μου, κι είμαι
με τα νεύρα στην πρίζα»·
- είμαι
μέσα στα νεύρα μου, είμαι πολύ εκνευρισμένος: «δε θέλω ν’ ακούσω κουβέντα
από κανέναν, γιατί είμαι μέσα στα νεύρα μου»·
- είμαι
όλο(ς) νεύρα, βρίσκομαι σε κατάσταση νευρικής υπερδιέγερσης, είμαι πολύ
εκνευρισμένος: «μ’ έστησε στο ραντεβού που είχαμε κι είμαι όλο νεύρα»· βλ. και
φρ. είναι όλο(ς) νεύρο·
- είναι
νεύρο μοναχό, α. έχει έντονη δραστηριότητα, δυναμικότητα, ενεργητικότητα:
«όταν καταπιάνεται με κάτι, δεν μπορεί να τον προλάβει κανένας, γιατί είναι
νεύρο μοναχό». β. έχει έντονα νευρικό χαρακτήρα: «μην τον κοντράρεις,
γιατί είναι νεύρο μοναχό και θα ’χεις μπλεξίματα μαζί του»·
- είναι
όλο(ς) νεύρο, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, μεγάλη ζωτικότητα: «δεν μπορεί να
μείνει λεπτό σε μια θέση, γιατί είναι όλο νεύρο αυτός ο άνθρωπος»· βλ. και φρ. είμαι
όλο(ς) νεύρα·
- είναι
πειραγμένα τα νεύρα του, πάσχει από τα νεύρα του, εκνευρίζεται με το
παραμικρό: «μην τον παρεξηγείς που αρπάζεται αμέσως, γιατί είναι πειραγμένα τα
νεύρα του»·
- είναι
σπασμένα τα νεύρα μου, βλ. φρ. έσπασαν τα νεύρα μου·
- έσπασαν
τα νεύρα μου, α. νευρίασα υπερβολικά, τα νεύρα μου ξεπέρασαν τα όρια
της αντοχής τους: «κάποια στιγμή, έσπασαν τα νεύρα μου με τις βλακείες που
έλεγε και τον πλάκωσα στο ξύλο». β. κλονίστηκε η ψυχική μου ισορροπία:
«έσπασαν τα νεύρα μου μέχρι να συνεννοηθώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο!». γ.
εξασθένησαν τα νεύρα μου, έπαθα νευρική κατάρρευση: «κατά τη διάρκεια της
κηδείας του πατέρα μου, έσπασαν τα νεύρα μου και με κουβαλούσαν απ’ τις
μασχάλες»·
- έχει
ατσαλένια νεύρα, βλ. φρ. έχει γερά νεύρα·
- έχει
γερά νεύρα, δεν εκνευρίζεται εύκολα, μπορεί και κρατάει την ψυχραιμία του
ακόμη και στις πιο δύσκολες ή παράλογες καταστάσεις: «ευτυχώς που ο τάδε είχε
γερά νεύρα και δεν αρπάχτηκε με τις βλακείες που έλεγε ο άλλος»·
- έχει
νεύρο, είναι δραστήριος, δυναμικός, ενεργητικός: «θέλω στη δουλειά μου
άνθρωπο που να ’χει νεύρο και να μην είναι κοιμισμένος»·
- έχει
πειραγμένα νεύρα, βλ. φρ. είναι πειραγμένα τα νεύρα του·
- έχω
νεύρα ή έχω τα νεύρα μου, βρίσκομαι σε κατάσταση νευρικής
υπερδιέγερσης, είμαι πολύ εκνευρισμένος: «όταν έχω τα νεύρα μου, δε θέλω ν’
ακούω το παραμικρό»·
- έχω
τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, είμαι
πολύ εκνευρισμένος, νευριασμένος, δεν ξέρω τι μου γίνεται από τα νεύρα που έχω:
«μη μιλάς, μη μου ζητάς τίποτα, γιατί έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι και
δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω»·
- ηρέμησαν
τα νεύρα μου, έπειτα από εκνευρισμό επανήλθαν σε κατάσταση ηρεμίας: «μόλις
έφυγε αυτός ο ηλίθιος, ηρέμησαν τα νεύρα μου»·
- με
νεύρο, με έντονη ενεργητικότητα, με ζωτικότητα: «δουλεύει με νεύρο και
τελειώνει πάντα έγκαιρα τη δουλειά που αναλαμβάνει»·
- με
πειράζει στα νεύρα, βλ. φρ. με χτυπάει στα νεύρα·
- με
πιάνουν τα νεύρα (μου), εκνευρίζομαι: «σταμάτα αυτό το θόρυβο, γιατί μ’
έπιασαν τα νεύρα μου || κάθε φορά που ακούω ηλιθιότητες με πιάνουν τα νεύρα και
παραφέρομαι»·
- με
τεντωμένα νεύρα ή με τεντωμένα τα νεύρα, λέγεται για κάποιον που
βρίσκεται σε νευρική υπερδιέγερση: «τον περίμενε με τεντωμένα τα νεύρα»·
- με
χτυπάει στα νεύρα, με εκνευρίζει, με ενοχλεί υπερβολικά: «είναι τόσο
αντιπαθητικός άνθρωπος, που με χτυπάει στα νεύρα». (Λαϊκό τραγούδι: φιρί
φιρί το πας και θα σου τις βρέξω, στα νεύρα με χτυπάς, φιρί φιρί το πας)·
βλ. και φρ. μου χτυπάει στα νεύρα·
- μου
βαράει στα νεύρα ή μου τη βαράει στα νεύρα, βλ. φρ. μου δίνει στα
νεύρα·
- μου
διέλυσε τα νεύρα, βλ. φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου
δίνει στα νεύρα ή μου τη δίνει στα νεύρα, με νευριάζει, με εκνευρίζει,
με ενοχλεί υπερβολικά: «αυτός ο άνθρωπος μου τη δίνει στα νεύρα || αυτή η
μουσική μου δίνει στα νεύρα»·
- μου
’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. φρ. μου κουρέλιασε τα νεύρα·
- μου
’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ.
φρ. μου κουρέλιασε τα νεύρα·
- μου
’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου
’κανε τα νεύρα τιράντες, με εκνεύρισε υπερβολικά: «όταν άρχισε να λέει πάλι
τις βλακείες του, μου ’κανε τα νεύρα τιράντες»·
- μου
’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. συνηθέστ. μου ’κανε τα νεύρα τιράντες·
- μου
’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ.
συνηθέστ. μου ’κανε τα νεύρα τιράντες·
- μου
κουρέλιασε τα νεύρα, βλ.
φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου
σμπαράλιασε τα νεύρα, μου εξουθένωσε τα νεύρα, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με
κατάντησε ψυχικό ράκος: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που μου
σμπαράλιασε τα νεύρα»·
- μου
’σπασε τα νεύρα, με εκνεύρισε υπερβολικά: «μου ’σπασε τα νεύρα με την
ακατάσχετη φλυαρία του». (Τραγούδι: και πάψε πια να μου κολλάς, τα νεύρα
μου μη μου τα σπας, το κέφι μου μη μου χαλάς και γράψε λάθος)·
- μου
τέντωσε τα νεύρα, με νευρίασε, με εκνεύρισε υπερβολικά: «κάποια στιγμή μου
τέντωσε τα νεύρα απ’ τις παράλογες απαιτήσεις του και χάλασα τη δουλειά μαζί
του»·
- μου
τσάκισε τα νεύρα, βλ. φρ. μου ’σπασε τα νεύρα·
- μου
τσίτωσε τα νεύρα, βλ. συνηθέστ. μου τέντωσε τα νεύρα·
- μου
χτυπάει στα νεύρα, βλ. φρ. μου δίνει στα νεύρα. (Λαϊκό τραγούδι: φιρί
φιρί τι πας και θα σου τις βρέξω, στα νεύρα με χτυπάς, φιρί φιρί το πας)·
βλ. και φρ. με χτυπάει στα νεύρα·
- παίζει
με τα νεύρα μου, διασκεδάζει εκνευρίζοντάς με: «εγώ έχω ένα σωρό προβλήματα
κι αυτός κάθεται και παίζει με τα νεύρα μου»·
- πάνω
στα νεύρα μου, ενώ βρίσκομαι σε νευρική υπερδιέγερση, κατά τη διάρκεια
εκνευρισμού, τσαντίλας: «αν είπα δυο κουβέντες παραπάνω, ήταν πάνω στα νεύρα
μου, γι’ αυτό μη δίνεις βάση || πάνω στα νεύρα μου δεν ξέρω τι κάνω και τι λέω»·
- πειράχτηκαν
τα νεύρα του, βλ. φρ. είναι πειραγμένα τα νεύρα του·
- πόλεμος
νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- σμπαράλιασαν
τα νεύρα μου, βλ. φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
-
σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- τέντωσαν
τα νεύρα μου, νευρίασα υπερβολικά: «όταν άρχισε να παίζει εκείνη η
εκνευριστική μουσική, τέντωσαν τα νεύρα μου»·
- του
κάνω πόλεμο νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- του
κάνω σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- τσίτωσαν
τα νεύρα μου, βλ. συνηθέστ. τέντωσαν τα νεύρα μου·
-
χτυπώ στα νεύρα (κάποιον), εκνευρίζω
πάρα πολύ κάποιον: «με τις ανοησίες που λες, χτυπάς όλον τον κόσμο στα νεύρα».