αβανιά,
η, ουσ.
[<μσν. ἀβάνης (=συκοφάντης) <αραβ. havan (= άπιστος, δόλιος, προδότης)·
κατ’ άλλους από το ιταλ. avania (= ζημία, αδικία, συμφορά)]. 1. (στη
γλώσσα της αργκό) συκοφαντική διάδοση, η συκοφαντία, η διαβολή, η δυσφήμιση:
«σκορπάει δεξιά αριστερά αβανιές για όλον τον κόσμο». 2. ζημιά, συμφορά:
«είναι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, γιατί με τόσες αβανιές στη ζωή του εξακολουθεί
να χαμογελά!»·
- παθαίνω
αβανιά, παθαίνω ζημιά, μου τυχαίνει συμφορά: «έπαθε τόσες αβανιές στη ζωή
του κι όμως δεν το ’βαλε ποτέ κάτω»·
- του
βάζω αβανιά ή του βάζω την αβανιά, βλ. συνηθέστ. του βγάζω αβανιά·
- του
βγάζω αβανιά ή του
βγάζω την αβανιά, τον διαβάλλω, τον δυσφημίζω, τον κατηγορώ άδικα, τον
συκοφαντώ: «του ’βγαλαν την αβανιά του γυναικά κι έχει προβλήματα κάθε βράδυ
απ’ τη γυναίκα του, σαν κάνει πως αργεί να γυρίσει στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι:
η μάνα μου η Αλισαβώ και η νενέ μου η Τζεβώ είχαν συχνά μπελάδες, γιατί μας
βγάζαν αβανιές πως στου σπιτιού μας τις γωνιές κρύβαμε κατσιρμάδες)·
- του
κολλώ αβανιά ή του
κολλώ την αβανιά, βλ.
φρ. του βγάζω αβανιά·
- του
πατώ αβανιά ή του
πατώ την αβανιά, βλ.
φρ. του βγάζω αβανιά·
- του
ρίχνω αβανιά ή του
ρίχνω την αβανιά, βλ.
συνηθέστ. του βγάζω αβανιά·
- του
τραβώ αβανιά ή του
τραβώ την αβανιά, βλ.
φρ. του βγάζω αβανιά.