Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βακέτα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βακέτα, η, ουσ. [<ιταλ. vachetta (= δαμάλι), υποκορ. του vacca (= αγελάδα)]. 1. σκληρό κατεργασμένο δέρμα βοδιού, ιδίως μοσχαριού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή χοντρών και αδιάβροχων παπουτσιών. 2α. (στη γλώσσα της αργκό) ηλικιωμένη γυναίκα, που με τη χρήση διάφορων καλλυντικών επιδιώκει να παρουσιάσει νεανικό το ρυτιδωμένο της πρόσωπο: «την είδες βράδυ με φρου φρου κι αρώματα και σου γυάλισε, αν τη δεις όμως το πρωί που ξυπνάει, θα καταλάβεις τι βακέτα που είναι!». β. κατ’ επέκταση κάθε κομψευόμενη ηλικιωμένη, που μάταια προσπαθεί να κρύψει την ηλικία της. 3. αντικείμενο που έχει πολύ κακή ποιότητα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά για χρυσό ρολόι και του πάσαραν βακέτα».