ράκος
ράκος,
το, ουσ.
[<αρχ. ῥάκος], το ράκος· το ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «απ’ τη μέρα που
πέθανε ο πατέρας του γυρίζει ράκος μέσ’ στους δρόμους || πήγε με την παρέα του
εκδρομή στον Όλυμπο κι επέστρεψε στο σπίτι του ράκος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’
αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω, στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα
επιστρέψω)·
- γίνομαι
ράκος, γίνομαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «γίνεται ράκος κάθε φορά που
σκέφτεται την πεθαμένη γυναίκα του || κάθε μέρα γίνομαι ράκος απ’ τη σκληρή
δουλειά που πατάω». Συνών. γίνομαι κουρέλι·
- είμαι
ράκος, είμαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί
χώρισα πρόσφατα με τη γυναίκα μου κι είμαι ράκος || κάνε χώρο να καθίσω, γιατί
είμαι ράκος απ’ την κούραση». Συνών. είμαι κουρέλι·
- τον
κάνω ράκος, τον κάνω ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «ο θάνατος του πατέρα του
τον έκανε ράκος || τον φόρτωσα με τόση δουλειά, που τον έκανα ράκος απ’ την
κούραση». Συνών. τον κάνω κουρέλι.