Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ράκος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ράκος, το, ουσ. [<αρχ. ῥάκος], το ράκος· το ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του γυρίζει ράκος μέσ’ στους δρόμους || πήγε με την παρέα του εκδρομή στον Όλυμπο κι επέστρεψε στο σπίτι του ράκος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω, στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω
- γίνομαι ράκος, γίνομαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «γίνεται ράκος κάθε φορά που σκέφτεται την πεθαμένη γυναίκα του || κάθε μέρα γίνομαι ράκος απ’ τη σκληρή δουλειά που πατάω». Συνών. γίνομαι κουρέλι·
- είμαι ράκος, είμαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί χώρισα πρόσφατα με τη γυναίκα μου κι είμαι ράκος || κάνε χώρο να καθίσω, γιατί είμαι ράκος απ’ την κούραση». Συνών. είμαι κουρέλι· 
- τον κάνω ράκος, τον κάνω ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «ο θάνατος του πατέρα του τον έκανε ράκος || τον φόρτωσα με τόση δουλειά, που τον έκανα ράκος απ’ την κούραση». Συνών. τον κάνω κουρέλι.