Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
όφις
όφις, ο, ουσ.
[<αρχ. ὄφις], το φίδι·
- ο όφις με ηπάτησε, λέγεται στην περίπτωση που
υποδεικνύομαι άλλον ως υπαίτιο για κάποιο ατόπημα ή για κάποια παρανομία μας:
«δεν είχα σκοπό να κερατώσω τη γυναίκα μου, αλλά ο όφις με ηπάτησε, γιατί η
άλλη με προκαλούσε συνεχώς || δε θα ’βαζα χέρι στο ταμείο, αλλά ο όφις με
ηπάτησε, γιατί κι αυτός ο αφιλότιμος, άφηνε συνεχώς το ταμείο του ανοιχτό». Από
τη δικαιολογία της Εύας στο Θεό, όταν την παρατήρησε που έφαγε τον απαγορευμένο
καρπό.