Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
οχετός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

οχετός, ο, ουσ. [<αρχ. ὀχετός], ο οχετός· άνθρωπος πολύ αισχρολόγος, βρομόστομος: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, είναι οχετός».