Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ημέρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ημέρα, η, ουσ. [<αρχ. ἡμέρα], η ημέρα· βλ. και λ. μέρα. (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αβγό ημέρας, βλ. λ. αβγό·
- αποφράδα ημέρα, βλ. λ. αποφράδα·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- έγινε το θέμα της ημέρας, βλ. λ. θέμα·
- έγινε το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- είδα το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδε το φως της ημέρας, (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου), βλ. λ. φως·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- επί των ημερών (κάποιου), κατά την περίοδο εκείνη που ασκούσε κάποιος ένα αξίωμα ή που βρισκόταν στην εξουσία: «επί των ημερών του τάδε υπουργού Εργασίας, δόθηκαν γενναίες αυξήσεις στους εργαζομένους || επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή η Ελλάδα έγινε μέλος της Ε.Ο.Κ.»·
- έργα και ημέρες (κάποιου), βλ. λ. έργο·
- έφυγε πλήρης ημερών, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία: «απάλυνε τον πόνο του η ιδέα πως ο πατέρας του έφυγε πλήρης ημερών»·
- η ημέρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- ημέρα την ημέρα, βλ. συνηθέστ. μέρα με τη μέρα, λ. μέρα·
- ημέρα των ονομαστηρίων, η μέρα της ονομαστικής γιορτής κάποιου: «την ημέρα των ονομαστηρίων του διοργάνωσε έν πάρτι για τους φίλους του»·
- μία των ημερών, κάποτε στο μέλλον: «θα ’ρθει μία των ημερών που θα μετανιώσεις πικρά γι’ αυτά που είπες για μένα»·
- πέθανε πλήρης ημερών, βλ. φρ. έφυγε πλήρης ημερών·
- προ ημερών, πριν από μερικές ημέρες: «προ ημερών εντελώς τυχαία συνάντησα στο δρόμο τον τάδε»·
- την σήμερον ημέρα, βλ. λ. σήμερον·
- την σήμερον ημέρα! βλ. λ. σήμερον·
- το άστρο της ημέρας, βλ. λ. άστρο·
- το γεγονός της ημέρας, βλ. λ. γεγονός·
- το πιάτο της ημέρας, βλ. λ. πιάτο·
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

αποφράδα

αποφράδα, η, ουσ. [<αρχ. ἀποφράς], ιδίως εύχρ. στη φρ. αποφράδα ημέρα, ημέρα πένθους και οδύνης για καταστροφικό γεγονός, που σημάδεψε τη ζωή ενός ολόκληρου λαού κατά το παρελθόν και που θεωρείται δυσοίωνη: «η 29η Μαΐου του 1453 υπήρξε αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό, γιατί αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους». (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα, μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι, μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη).

Γενάρης

Γενάρης, ο, ουσ. [<μσν. Γεννάριος <λατιν. Iennarius <Ianuarius], ο μήνας Ιανουάριος·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα.
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, λέγεται γιατί, κατά τη διάρκεια του Γενάρη, το φεγγάρι είναι πολύ λαμπερό.

γιατρός

γιατρός, ο, ουσ. [<μσν. γιατρός <αρχ. ἰατρός], ο γιατρός. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) αξιοπρεπής πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης: «ήρθε προχτές ένας γιατρός στη λέσχη μας, που έκανε σ’ όλους εντύπωση». β. (ειρωνικά) πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης που χάνει συνέχεια, το κορόιδο: «κάνα δυο τρεις τέτοιοι γιατροί να μας έρθουν ακόμα και τα κονομήσαμε!». 2. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ανακουφίζει ή θεραπεύει τον ψυχικό πόνο: «αυτή η γυναίκα είναι ο γιατρός κάθε στενοχώριας μου || ο καλύτερος γιατρός για έναν αποτυχημένο έρωτα είναι ο χρόνος». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω). 3α. ως επφών. γιατρέ! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε γιατρέ να σας κεράσουμε κανένα ποτηράκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε γιατρέ, πάλι χωρίς δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). Υποκορ. γιατρουδάκι το και γιατρουδάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, σε θέματα υγείας δεν παίζει ρόλο η φιλία: «μπορεί να είσαι γιατρός και φίλος μου, αλλά, επειδή το πρόβλημά μου είναι πολύ σοβαρό, γιατρό μη διαλέγεις φίλο, αλλά τον καλύτερο»· 
- (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης για να χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πιάστηκα γιατρός κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι πως κάθε βράδυ σε πιάνουν γιατρό και σε μαδάνε;». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι  κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός ή δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! λέγεται ειρωνικά σε κείνον που μας λέει ή μας ζητάει απίθανα πράγματα, που δεν είναι λογικός, που είναι παράλογος: «θέλεις να σου δώσω ένα εκατομμύριο; Δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας γιατρός!». Ο γιατρός που υποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ψυχίατρος·
- είναι του γιατρού (ενν. του ψυχίατρου), (στη νεοαργκό) είναι εντελώς τρελός, είναι για τα σίδερα: «μη συνερίζεσαι τα λόγια του, γιατί είναι του γιατρού ο ταλαίπωρος»·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, λ. κώλος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, απομακρύνει από κοντά μας το γιατρό και, κατ’ επέκταση, την αρρώστια, αν τρώμε κάθε μέρα ένα μήλο, γιατί θεωρείται πολύ υγιεινό. Πολλές φορές, αντί για μήλο λέγεται η τροφή που θέλουμε να προβάλουμε (γάλα, γιαούρτι κτλ.) και με περιπαικτική διάθεση: ένας πούτσος την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα·
- κουράντε  γιατρός, ο γιατρός που κουράρει κάποιον άρρωστο, ο θεράποντας γιατρός: «ποιον έχεις κουράντε γιατρό;». Το κουράντε [<ιταλ. curante]· βλ. και λ. κουράνης·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, ειρωνική έκφραση για να μειώσουμε τη σοβαρότητα κάποιου: «μην αντιλέγεις στα λεγόμενά του, γιατί ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι». Ο υποτιθέμενος γιατρός, εννοείται ότι είναι ο ψυχίατρος·
- ο Λέλος ο γιατρός! βλ. συνηθέστ. ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·
- ο Μιμίκος ο γιατρός! ειρωνική απάντηση σε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο, όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει, πριν ακόμα ανοίξει την πόρτα, ποιος είναι. Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι ή ποιος μπορεί να είναι. Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / ο Λέλος ο γιατρός! / ο παπάς της ενορίας(!)·
- ο παθός, γιατρός, βλ. λ. παθός·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος  γιατρός, με το πέρασμα του χρόνου κάθε δυσάρεστο γεγονός, μεγάλος ερωτικός ή ψυχικός πόνος αμβλύνεται ή και ξεχνιέται: «κάποια μέρα θα ξεχάσεις την προδοσία αυτής της γυναίκας, γιατί ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Πρβλ.: πάντων ἰατρὸς τῶν ἀναγκαίων κακῶν χρόνος ἐστίν (Μένανδρος)·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, προτρεπτική έκφραση για συνεχή αερισμό των χώρων όπου ζει κανείς: «ν’ ανοίγεις καθημερινά τα παράθυρα του δωματίου σου, γιατί, όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός»·   
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, έκφραση που θέλει να δείξει την έπαρση που έχουν τα άτομα που ανήκουν σε αυτούς τους κλάδους, και που πολλές φορές φτάνει και μέχρι τη γελοιότητα. Από το ότι παλιότερα ο γιατρός και ο δάσκαλος (μαζί με τον παπά και τον χωροφύλακα), αποτελούσαν στις μικρές κοινωνίες (μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) ξεχωριστά πρόσωπα, πράγμα που τους έκανε πολλές φορές να συμπεριφέρονται με έπαρση·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στους γιατρούς να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους γιατρούς! Συνών. στους δικηγόρους να τα δώσεις(!)·
- τον πιάνω γιατρό, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ και του κερδίζω όλα του τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον έπιασα γιατρό και του ’φαγα τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.

έργο

έργο, το, ουσ. [<αρχ. ἔργον], το έργο. 1. πράξη, καλή ή κακή: «το αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος, θα το δείξουν τα έργα του». 2. οτιδήποτε είναι υποχρέωση ή καθήκον κάποιου: «έργο του δάσκαλου είναι να μάθει στα παιδιά γράμματα || έργο του δικηγόρου είναι η υπεράσπιση κάθε κατηγορουμένου || έργο του γιατρού είναι η θεραπεία του ασθενή του || έργο της Πολιτείας είναι η ευημερία και η ασφάλεια των πολιτών». 3. λογοτεχνικό ή θεατρικό κείμενο ή καλλιτεχνική δημιουργία: «έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα τα έργα του τάδε συγγραφέα || αυτός ο πίνακας είναι έργο του τάδε ζωγράφου». 4. κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία, ή θεατρική παράσταση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || μόλις τελείωσε το έργο οι θεατές έτρεξαν στα καμαρίνια του πρωταγωνιστή για να του πάρουν αυτόγραφο || να σου τηλεφωνήσω σε μισή ώρα γιατί τώρα βλέπω ένα έργο στην τηλεόραση;». Υποκορ. εργάκι, το. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. φρ. έργο γυρίζουμε! Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! / αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. φρ. το ’δα το έργο·
- γυρίζω έργο, βλ. συνηθέστ. γυρίζω ταινία, λ. ταινία·
- είναι έργο ζωής, έργο, ιδίως πνευματικό, για το οποίο απαιτείται να αφιερώσει ή που αφιερώνει κανείς τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του για να το πραγματοποιήσει: «η σύνταξη ενός ορθογραφικού και ερμηνευτικού λεξικού είναι έργο ζωής πολλών επιστημόνων || το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας είναι έργο ζωής του συγγραφέα, γιατί επί σαράντα πέντε χρόνια ασχολούνταν για την πραγμάτωσή του»· 
- είναι έργο του…, δηλώνει το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, κάποιας δραστηριότητας: «το σπασμένο βάζο είναι έργο του Γιαννάκη || το Βαφοπούλειο πνευματικό κέντρο είναι έργο του ποιητή Γ. Βαφόπουλου»·
- είναι ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- επί το έργον, α. προτρεπτική φρ. να ασχοληθούμε με τη δουλειά που μας έχει ανατεθεί ή να αρχίσουμε μια διαδικασία: «παιδιά, όλα τα οικοδομικά υλικά έχουν έρθει, γι’ αυτό επί το έργον || το τραπέζι είναι στρωμένο, καθίστε και επί το έργον», δηλ. αρχίστε να χτίζετε ή αρχίστε να τρώτε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμπρός. β.έκφραση που δηλώνει τη συνέπεια, την προσήλωση σε κάτι, ιδίως επάγγελμα ή οικογένεια, ή την αμεσότητα στην ερωτική δραστηριότητα: «μην τον υπολογίζεις για μπαρότσαρκα, γιατί απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε είναι επί το έργον || μόλις βρει γκόμενα, απ’ το δεύτερο κιόλας ραντεβού πέφτει επί το έργον»·
- έργα και ημέρες (κάποιου), (υποτιμητικά) λέγεται για το ταραγμένο παρελθόν κάποιου: «ύστερα από μεγάλη έρευνα ο τάδε δημοσιογράφος δημοσιεύει τα έργα και τις ημέρες του τάδε δήθεν προοδευτικού υπουργού επί των ημερών της χούντας»·
- έργα (κι) όχι λόγια! μόνιμη απαίτηση του λαού, που απευθύνεται στους πολιτικούς μας με τις αμέτρητες προεκλογικές υποσχέσεις και τα ατελείωτα θα· 
- έργο βιτρίνας, βλ. λ. βιτρίνα·
- έργο γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, απορίας ή έκπληξης για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει και μας θυμίζει κινηματογραφικό έργο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σε μια χαράδρα είκοσι μέτρα βάθος και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. -Έργο γυρίζουμε!». Από το ότι στα κινηματογραφικά έργα είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμη και τα πιο απίθανα ή δύσκολα πράγματα. Συνών. ταινία γυρίζουμε(!)·
- έργο εποχής, κινηματογραφικό έργο, που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: «είδαμε ένα έργο εποχής, που αναφερόταν στη γαλλική επανάσταση»·
- θα ήταν ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- καταναγκαστικά έργα, οτιδήποτε θεωρείται δυσάρεστο, κοπιαστικό, εξαντλητικό, που μας επιβάλλουν να το κάνουμε, συνήθως χωρίς τη θέλησή μας, ή που το κάνουμε λόγω μεγάλης ανάγκης: «θέλω να πάει να μάθει μια ξένη γλώσσα, αλλά γκρινιάζει κάθε τόσο, γιατί το θεωρεί καταναγκαστικά έργα || αυτό που κάνει δε λέγεται δουλειά, αλλά καταναγκαστικά έργα». Αναφορά στην ομώνυμη δικαστική ποινή που επιβαλλόταν σε εγκληματίες και είχε ως σκοπό τη σωματική τους εξάντληση από τη σκληρότατη χειρονακτική εργασία, ιδίως σε δημόσια έργα·
- Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού για το μεγαλείο του Θεού· επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει απορία, έκπληξη, ειρωνεία ή δυσαρέσκεια, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής με τον οποίο λέγεται. Πολλές φορές, η φρ. λέγεται με ταυτόχρονο σταυροκόπημα·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- πού το παίζει αυτό το έργο; ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα, παράξενα πράγματα: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Πού το παίζει αυτό το έργο;»·
- ρούχα εποχής, βλ. λ. ρούχο·
- το ’δα το έργο ή το ’χω δει το έργο, είμαι ενημερωμένος, ξέρω πώς έγινε το πράγμα ή τι συμβαίνει ή συνέβη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην κουράζεσαι να μου πεις πώς έγιναν τα πράγματα γιατί το ’χω δει το έργο». 

θέμα

θέμα, το, ουσ. [<αρχ. θέμα], το θέμα. 1. το ζήτημα, το αντικείμενο μιας συζήτησης, μιας έρευνας ή μιας εργασίας ή το ζήτημα που δίνεται προς ανάπτυξη στις εξετάσεις: «τι θέμα κουβεντιάζετε, ρε παιδιά; || ευτυχώς, είχα διαβάσει το θέμα που έπεσε στις εξετάσεις, κι έτσι έγραψα μια χαρά». 2. η ουσία ενός ζητήματος ή μιας υπόθεσης, ο επιδιωκόμενος σκοπός: «δε μ’ ενδιαφέρει που υπολογίζατε σε μένα, το θέμα είναι πως εγώ δεν μπορώ να  ’ρθω || πρέπει να βρούμε τρόπο να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά, γιατί στο εξής αυτό είναι το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αβανταδόρικο θέμα, θέμα, ζήτημα, υπόθεση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που προξενεί το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου. Χρησιμοποιείται ιδίως στη δημοσιογραφία και στην τηλεόραση: «ο τάδε δημοσιογράφος ασχολείται μόνο με αβανταδόρικα θέματα || τον τελευταίο καιρό όλες οι τηλεοράσεις ασχολούνται με τους σεισμούς, γιατί είναι πολύ αβανταδόρικο θέμα»· 
- αλλάζει θέμα, οδηγεί τη συζήτηση αλλού, ιδίως όταν δεν τον συμφέρουν αυτά που λέγονται, αυτά που συζητούνται: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για καταχρήσεις αλλάζει θέμα, γιατί κάποτε κι αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης στην οποία δούλευε»·
- αλλάζει το θέμα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «τώρα που έμαθα ποιος ήταν αυτός που με κατηγόρησε αλλάζει το θέμα και σε θεωρώ πάλι φίλο μου». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου θέμα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δικό μου θέμα». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση αμέσως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου θέμα·
- βάζω θέμα, βλ. φρ. βάζω ζήτημα, λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. φρ. βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, λ. ζήτημα·
- δε γεννάται θέμα, είναι ανάξιο λόγου, ανάξιο συζήτησης, δεν πρέπει διόλου να μας απασχολεί: «δε γεννάται θέμα για πέντε πενταροδεκάρες που έδωσα παραπάνω»·
- δε γίνεται θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «μήπως ξέρεις αν φορτώθηκαν οι παραγγελίες των πελατών; -Δεν είναι δικό μου θέμα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι δικό μου θέμα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά / δεν είναι δική μου υπόθεση / δεν είναι δικό μου ζήτημα / δεν είναι δικό μου καπέλο / δεν είναι δικό μου πρόβλημα / δεν είναι δικός μου λογαριασμός·   
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. συνηθέστ. δε γεννάται θέμα·
- δεν υπάρχει θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δημιουργώ θέμα, βλ. φρ. δημιουργώ ζήτημα, λ. ζήτημα·
- δημιουργώ θέματα, βλ. φρ. δημιουργώ ζητήματα, λ. ζήτημα·
- διαφέρει το θέμα, βλ. φρ. αλλάζει το θέμα·
- δικό σου θέμα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «τι να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου θέμα || σκοπεύω ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, εσύ τι λες; -Δικό σου θέμα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. προσωπικό σου θέμα·
- έγινε θέμα, βλ. φρ. έγινε ζήτημα, λ. ζήτημα·
- έγινε το θέμα της ημέρας, συζητείται ευρέως κάποιο γεγονός, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «η αποκάλυψη από τον Τύπο για τις μίζες του τάδε υπουργού έγινε το θέμα της ημέρας»·
- είναι εκτός θέματος, α. δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο, το θέμα της συζήτησης και λέει άλλα αντί άλλων: «σταμάτα να μιλάς, γιατί είσαι εκτός θέματος». β. (γενικά) δεν συντονίζεται στο κλίμα της παρέας: «μια ζωή εκτός θέματος θα είναι αυτό το παιδί και δεν μπορεί να στεριώσει σε μια παρέα». Αναφορά στο μάθημα της έκθεσης που δεν ανταποκρίνεται στο θέμα που δόθηκε, και συνεπώς βαθμολογείται με χαμηλό βαθμό·
- είναι θέμα χρόνου, βλ. φρ. είναι ζήτημα χρόνου, λ. ζήτημα·
- έκλεισε το θέμα, α. έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «τι θα γίνει, κύριε διευθυντά, με κείνη την αυξησούλα; -Έκλεισε το θέμα». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε η συζήτηση. β. έκφραση που δηλώνει την επιτυχή ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, μιας επιδίωξης: «την ανέλαβες τη δουλειά που μου ’λεγες; -Έκλεισε το θέμα»·
- έτσι έχει το θέμα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος της παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να μην πιστέψετε ό,τι κι αν σας πουν, γιατί έτσι έχει το θέμα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέμα Σ.Ο.Σ., (για μαθητές, σπουδαστές) αναμενόμενο ζήτημα προς ανάπτυξη στις εξετάσεις, και για το λόγο αυτό, πολύ καλά διαβασμένο από τους μαθητές: «ευτυχώς έπεσαν θέματα Σ.Ο.Σ. και οι περισσότεροι μαθητές έγραψαν καλά»·
- καλύπτω το θέμα, το αναλύω διεξοδικά, το εκθέτω αναλυτικά: «ποιος κάλυψε το θέμα των ναρκωτικών;»·
- κάνω θέμα, θέτω σε συζήτηση κάποιο ζήτημα ή κάποια υπόθεση: «δεν πιστεύω να κάνεις θέμα στο διευθυντή που άργησα το πρωί μισή ωρίτσα!»· βλ. και φρ. το κάνω θέμα·
- κλείνω το θέμα, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «ποιος θα κλείσει το θέμα της σημερινής μας συζήτησης;». Συνών. κλείνω τη συζήτηση·
- μη γίνει θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- μη δημιουργείς θέμα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς θέμα χωρίς σπουδαίο λόγο». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. φρ. πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, συνεχώς αλλάζω αντικείμενο λόγου, δεν υπάρχει συνοχή σε αυτά που λέω: «στο τέλος μας μπέρδεψε όλους, γιατί συνέχεια πηδούσε απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο»·
- πιάνω ένα θέμα, θίγω ένα ζήτημα, επιλέγω να ασχοληθώ με ένα ζήτημα: «κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας έπιασε ο τάδε ένα θέμα για τα ναρκωτικά || πιάσε ένα θέμα να κουβεντιάσουμε»·
- πιάνω θέμα, (για μαθητές, σπουδαστές) μαντεύω τι ζήτημα θα δοθεί προς ανάπτυξη στις εξετάσεις και το διαβάζω πάρα πολύ καλά: «δίναμε το μάθημα της Ιστορίας κι έπιασα θέμα»·  
- προσωπικό σου θέμα, βλ. φρ. δικό σου θέμα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- στήνει θέματα, δημιουργεί, κατασκευάζει διάφορες εκρηκτικές καταστάσεις για να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά του, για να διαφημιστεί: «η τάδε τραγουδίστρια, κάθε τόσο στήνει θέματα στα παράθυρα της τηλεόρασης για διαφημιστικούς λόγους»·
- το κάνω ολόκληρο θέμα, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες γεγονός, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μια φορά του αρνήθηκα κάτι και το ’κανε ολόκληρο θέμα || του κέρασα τα ούζα που ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο θέμα». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι· βλ. και φρ. κάνω θέμα·
- φλέγον θέμα, σπουδαίο, επίκαιρο γεγονός που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη: «το φλέγον θέμα των τελευταίων ημερών είναι η αναγγελία των πρόωρων εκλογών».

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

πιάτο

πιάτο, το, ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βγάζω πιάτο, προσφέρω στους καλεσμένους μου πιάτο με ποικιλία κρύων φαγητών: «μαζευτήκαμε μερικοί φίλοι στο σπίτι μου κι η γυναίκα μου έβγαλε πιάτο με διάφορα τυριά, κασέρια και σαλάμια»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. συνηθέστ. για ένα πιάτο φακή·
- για ένα πιάτο φακή (αντί πινακίου φακής), βλ. λ. φακή·
- δεύτερο πιάτο, βλ. λ. το κυρίως πιάτο·
- έγλειψα το πιάτο μου, έφαγα όλο το φαγητό μου είτε γιατί ήταν πολύ νόστιμο είτε γιατί πεινούσα πολύ: «είχα τέτοια πείνα, που έγλειψα το πιάτο μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έγλειψα το πιάτο μου». Από την εικόνα του ατόμου που για έναν από τους δυο παραπάνω λόγους με μια βούκα ψωμιού, ιδίως ψίχας, σκουπίζει προσεκτικά ό,τι τυχόν έμεινε από το φαγητό στο πιάτο του, ενώ, όταν το άτομο αυτό είναι μικρό παιδί, το γλείφει κυριολεκτικά με τη γλώσσα του·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, δηλώνει μεγάλη φτώχεια ή έντονη δίαιτα, δηλ. το άτομο έχει τη δυνατότητα να φάει μόνο μια φορά την ημέρα. Το βάλ’ το θέλει να δηλώσει μέρος του σώματος (πλευρά, χέρια, πόδια, πρόσωπο, κ.λπ.) με την έννοια τι θα πρωτοπρολάβει να θρέψει τόσο λίγο φαγητό·
- ζητώ (και) δεύτερο πιάτο, ζητώ επιπλέον φαγητό από αυτό που μου έδωσαν: «ήταν τόσο νόστιμος ο μουσακάς, που ζήτησα και δεύτερο πιάτο»·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. φρ. ζητώ (και) δεύτερο πιάτο·
- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. φρ. τα θέλει όλα στο πιάτο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, λέγεται για φαγητό που είναι πολύ νόστιμο, που μου αρέσει πάρα πολύ: «κάθε φορά που τρώω μουσακά, θέλω να φάω και το πιάτο»·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για υγρά καθαρισμού πιάτων) τα καθαρίζει στην εντέλεια: «βγήκε ένα καινούριο υγρό καθαρισμού, που κάνει τα πιάτα να τρίζουν». Από διαφημιστικό σλόγκαν·
- κρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα (τυριά, κασέρια, σαλάμια κ.ά): «μαζί με τα ουισκάκια μας παραγγείλαμε κι ένα κρύο πιάτο»·
- πρώτο πιάτο, το φαγητό που σερβίρεται σε ένα γεύμα πριν από το κυρίως πιάτο, δηλ. σούπα ή διάφορα ορεκτικά: «τι περιείχε το πρώτο πιάτο;»·   
- σπάω πιάτα, διασκεδάζω έντονα σε μπουζουκτσίδικο σπάζοντας πιάτα στην πίστα: «πάμε το Σάββατο να σπάσουμε πιάτα;». Από τη συνήθεια που επικρατεί σε λαϊκά κυρίως μαγαζιά, τα σκυλάδικα, οι θαμώνες να σπάνε πιάτα ως ένδειξη κεφιού ή θαυμασμού προς τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, τα βρίσκει όλα έτοιμα από τους άλλους, χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ χαϊδεμένος από κάποιους: «είναι μοναχογιός και τα βρίσκει όλα στο πιάτο || ώρες ώρες, μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο, γιατί, όλα στο πιάτο τα βρίσκει και παραπονιέται κι από πάνω»·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή την παραμικρή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι ανίκανος, ιδίως τεμπέλης: «έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλη τη μέρα κάθεται και τα θέλει όλα στο πιάτο || είναι τόσο τεμπέλης άνθρωπος, που όλα στο πιάτο τα θέλει»·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), (ειρωνικά ή επιτιμητικά) τα ξοδεύω ασυλλόγιστα σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια: «πώς να μην πέσει έξω, αφού όλα του τα λεφτά τα κάνει πιάτα»·
- το κυρίως πιάτο, α. το κυρίως φαγητό από το οποίο αποτελείται ένα γεύμα: «το κυρίως πιάτο, που μας σερβίρισε, ήταν κρέας με μελιτζάνες». β. το κυρίως, το πιο ενδιαφέρον και ουσιαστικό σημείο μιας υπόθεσης, μιας συνομιλίας: «δε συμφωνήσαμε, γιατί, μόλις φτάσαμε στο κυρίως πιάτο της κουβέντας μας, τον ειδοποίησαν πως τράκαρε ο γιος του, κι έφυγε σαν παλαβός»·
- το πιάτο της ημέρας, συγκεκριμένο φαγητό που σερβίρεται σε ένα εστιατόριο εκτός από το άλλο μενού: «σήμερα το πιάτο της ημέρας αποτελείται από λαγό στιφάδο, σαλάτα, φρούτο εποχής ή γλυκό»·
- του ’δωσε το γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, έκφραση που δηλώνει πως, όποιος έχει τις παραπάνω δραστηριότητες, συνήθως είναι χωρίς χρήματα, περνάει φτωχικά.

πρόσωπο

πρόσωπο, το, ουσ. [<αρχ. πρόσωπον], το πρόσωπο. 1. το μούτρο, η όψη, η φάτσα του ανθρώπου: «ήταν γυναίκα καλλίγραμμη και με πολύ ωραίο πρόσωπο». 2. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο: «πόσα πρόσωπα θα είμαστε, που θα κάνουμε την κουβέντα;». 3. καθένας που διαδραματίζει ένα ρόλο σε μια υπόθεση: «τον στρίμωξαν κι αποκάλυψε τα πραγματικά πρόσωπα της απάτης». 4. (και για τα δυο φύλα) ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «τον είδα στην αγορά να κάνει βόλτα στην παραλία παρέα με το πρόσωπο». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σε άλλο πρόσωπο και μαζί μου τώρα παίξε ρόλο διπρόσωπο). (Ακολουθούν 64 φρ.)·
- αλλάζω πρόσωπο, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αφού μου φέρεσαι άσχημα, θ’ αλλάξω κι εγώ πρόσωπο και θα σου συμπεριφερθώ ανάλογα»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου δε συμβαδίζει με τον εσωτερικό του κόσμο, με τα αισθήματά του: «μην τον βλέπεις έτσι όμορφο και ξανοίγεσαι μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά || επειδή ήταν άσχημος, δεν τον θέλαμε στην παρέα μας, όταν όμως τον γνωρίσαμε καλά, ξετρελαθήκαμε μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά»·  
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, βλ. λ. άνθρωπος·
- βουβό πρόσωπο, ηθοποιός θεάτρου, που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει: «στο τάδε έργο, που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ήμουν βουβό πρόσωπο»·
- γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, όσο πιο ανάγωγος, αδιάντροπος, αγενής και γενικά αναίσθητος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει στη ζωή του: «εκ συστήματος φέρεται μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στον κόσμο, γιατί γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη, λ. ζωή·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μόλις τους έδειξα το πραγματικό μου πρόσωπο, κατάλαβαν πως δεν είχαν να κάνουν με κανένα παιδάκι!». Συνών. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δεν έχω πρόσωπο, δεν είμαι φερέγγυος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω πρόσωπο στην πιάτσα»·
- δεν έχω πρόσωπο να..., α. δεν τολμώ να..., ντρέπομαι να...: «δεν μπόρεσα να του επιστρέψω τα δανεικά που του είχα πάρει την τελευταία φορά, και δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω άλλα || πάνω στο θυμό μου του είπα βαριές κουβέντες και δεν έχω πρόσωπο να τον συναντήσω». β. δεν είμαι άξιος να…, δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να…: «ήθελα πολύ να την πάρω αυτή τη δουλειά, αλλά δεν έχω πρόσωπο να τη φέρω σε πέρας, γιατί χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια»·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο, βλ. φρ. δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο·
- δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, αποφεύγω συστηματικά τον κόσμο από την ντροπή ή την ενοχή που νιώθω για κάτι: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρησή μου, δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο»·
- έγινε το πρόσωπο της ημέρας, συζητείται ευρέως, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «μετά της αποκαλύψεις που έκανε στην τηλεόραση σε βάρος του τάδε υπουργού, έγινε το πρόσωπο της ημέρας»·
- είναι το πρόσωπο της ημέρας, βλ. φρ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- έχει άλλο πρόσωπο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι προσδίδει σε κάποιον επιπλέον αξία, επιπλέον βαρύτητα συγκριτικά με κάποιους άλλους: «απ’ τη στιγμή που κατέθεσε τόσα εκατομμύρια στην τράπεζα, έχει άλλο πρόσωπο από έναν κοινό καταθέτη»·
- έχει δυο πρόσωπα, είναι υποκριτής, διπρόσωπος: «μην έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκαρώσει»· βλ. και λ. διπρόσωπος·
- έχει πρόσωπο και μιλάει! ενώ είναι ένοχος ή υπόλογος για κάτι, αντί να πάψει να μιλάει, έχει το θράσος να μας απευθύνει το λόγο για να δικαιολογηθεί: «δε βλέπει πως ήταν ο κύριος αίτιος της αποτυχίας μας, έχει πρόσωπο και μιλάει!». Συνήθως άλλοτε μετά το έχει ή άλλοτε μετά το πρόσωπο και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ακόμα·
- έχω πρόσωπο ή έχω πρόσωπο στην κοινωνία, α. έχω επιβολή, έχω πέραση, ο λόγος μου περνάει, εισακούεται, είμαι κοινωνικά αποδεκτός: «αν θέλεις να σε βοηθήσει κάποιος, πήγαινε στον τάδε, που έχει πρόσωπο». β. έχω οικονομική δύναμη, έχω οικονομική επιφάνεια: «δώσ’ του όσα λεφτά κι αν σου ζητήσει, γιατί έχει πρόσωπο ο άνθρωπος»·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- κάποιο πρόσωπο, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποιο πρόσωπο μου είπε πως με κατηγόρησες». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του, γιατί είναι γνωστός στην ομήγυρη: «κάποιο πρόσωπο θα πρέπει να προσέχει περισσότερο τον άντρα της». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποιο πρόσωπο». Συνών. ένας κάποιος / κάποια ψυχή / μια ψυχή·
- κατά πρόσωπο, κατευθείαν σε κάποιον και με θάρρος: «του τα ’πε κατά πρόσωπο και χωρίς να φοβηθεί τίποτα»·
- κοίτα το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, βλ. λ. καθρέφτης·
- κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «όταν κάνω κάποια νέα γνωριμία, για ένα διάστημα κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, μέχρι να καταλάβω τι σόι άνθρωπος είναι». Συνών. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- με ανθρώπινο πρόσωπο, α. με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου, με αίσθημα δικαιοσύνης: «η κυβέρνηση θέλει να οικοδομήσει ένα κράτος με ανθρώπινο πρόσωπο». β. με τρόπο, με φέρσιμο οικείο, πράο, ευχάριστο: «κάποια στιγμή άφησε κατά μέρος τις αγριάδες και μας μίλησε με ανθρώπινο πρόσωπο»·
- με τι πρόσωπο να…, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο άτομο δεν τολμάει, δεν έχει το θάρρος να ενεργήσει, να συμπεριφερθεί ανάλογα με την περίσταση σε κάποιον, γιατί για κάποιο λόγο αισθάνεται ντροπή ή ενοχή: «με τι πρόσωπο να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα; || με τι πρόσωπο να του ζητήσω δανεικά, που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά; || με τι πρόσωπο να πάω στο σπίτι του, που απ’ τη μέρα που τ’ αγόρασε, δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι πρόσωπο ζητάει να μ’ αντικρίσει, με τι πρόσωπο συγνώμη θα μου πει, τώρα πια δικάστηκε να ζήσει μοναχή, βουτηγμένη στην ντροπή
- με τον ιδρώτα του προσώπου μου, βλ. λ. ιδρώτας·
- μεγάλο πρόσωπο! βλ. συνηθέστ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- μεγάλο πρόσωπο, (και για τα δυο φύλα) που είναι ξεχωριστός, σημαντικός, σπουδαίος: «αυτός κάνει παρέα μόνο με μεγάλα πρόσωπα»·
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- πέτρινο πρόσωπο, που είναι σκληρό, ψυχρό, ανέκφραστο: «βλέποντας το πέτρινο πρόσωπό του, κατάλαβα πως δε συγκινήθηκε και δεν είχε σκοπό να με βοηθήσει»·
- πρόσωπα και πράγματα, α. με όλες τις λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψει τίποτα, με αναφορά όλων όσοι συμμετείχαν σε μια υπόθεση, των πράξεων που έκαναν ή των γεγονότων που συνέβησαν: «ρώτα καλύτερα τον τάδε που ήταν παρών, και θα σου πει πρόσωπα και πράγματα». β. που δηλώνει εμπειρική γνώση, επαφή με πολλούς ανθρώπους και πολλά γεγονότα, και, κατ’ επέκταση, απόκτηση μεγάλης πείρας στη ζωή: «είδα πρόσωπα και πράγματα στη ζωή μου και κατέληξα στο συμπέρασμα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τους ανθρώπους»·
- πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που είναι αποδεκτό από όλους, που το εμπιστεύονται όλοι: «τα κόμματα συμφώνησαν να αναλάβει τη διεύθυνση της προβληματικής επιχείρησης ένα πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης»·
- πρόσωπο με πρόσωπο, κατ’ ιδίαν, ιδιωτικά, απευθείας, σε άμεση επαφή και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για να λύσουν κάτι διαφορές που είχαν || μιλήσαμε απ’ το τηλέφωνο κι αύριο, που θα συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, θα τα πούμε καλύτερα»·
- πρόσωπο φεγγάρι, πρόσωπο φωτεινό και ολοστρόγγυλο: «είχε μάτια σπινθηροβόλα κι ένα πρόσωπο φεγγάρι». Από την εικόνα της πανσελήνου·
- σιγά το πρόσωπο! ή σιγά στο πρόσωπο! ειρωνική αμφισβήτηση για άτομο που μας αναφέρει κάποιος πως είναι ξεχωριστό, σημαντικό, σπουδαίο: «ο τάδε είναι απ’ τους λίγους ανθρώπους που αξίζουν. -Σιγά το πρόσωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ·
- σπουδαίο πρόσωπο! ή σπουδαίο το πρόσωπο! βλ. φρ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει υψηλή κοινωνική, οικονομική ή καλλιτεχνική θέση: «τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι σπουδαίο πρόσωπο»·
- στο πρόσωπό του αναγνωρίζω…, βλ. συνηθέστ. στο πρόσωπό του βλέπω·
- στο πρόσωπό του βλέπω…, αποδίδω στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος κάποιο συγκεκριμένο μελλοντικό ρόλο ή κάποια συγκεκριμένη μελλοντική ιδιότητα: «στο πρόσωπό του βλέπω έναν νέο Εθνάρχη || στο πρόσωπό του βλέπω έναν μεγάλο επιστήμονα του αύριο»·
- τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, κουβεντιάζουμε τετ α τετ, ο ένας απέναντι στον άλλον, κουβεντιάζουμε ιδιωτικά, απευθείας και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «ανάμεσά μας δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρεξήγηση, γιατί κάθε τόσο συναντιόμαστε και τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο || κάθονταν στη γωνιά του μπαρ και τα ’λεγαν πρόσωπο με πρόσωπο»·
- τι κάνει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το πρόσωπο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει, μωρέ, το πρόσωπο και δεν το σταματάει κανένας!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο(!)·
- τι λέει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, ρε φίλε, άκου τι λέει το πρόσωπο!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει, μωρέ, το πρόσωπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο(!)·
το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το πρόσωπο, α. συνθηματική αναφορά στην ερωμένη, στην γκόμενα, για να μην πούμε το όνομά της και καταλάβουν οι άλλοι για ποια πρόκειται: «είδα κάποια στιγμή απ’ έξω το πρόσωπο και κατάλαβα πως σε ζητούσε». β. (γενικά) αναφορά με δόση ειρωνείας, συνήθως, σε άτομο που δεν εκτιμούμε: «τι ήθελε πάλι το πρόσωπο πρωί πρωί στο γραφείο σου;»·
το πρόσωπο είναι σπαθί, α. είναι ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος: «πρέπει να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί». β. ανταποκρίνεται συνήθως στη χάρη που του ζητάμε: «αφού πήγες στον τάδε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί»·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, η προσωπική παρουσία του ενδιαφερομένου για μια δουλειά φέρνει άμεσα αποτελέσματα: «πρέπει να πας ο ίδιος, αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί»· βλ. και φρ. το πρόσωπο είναι σπαθί·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- του δίνω πρόσωπο, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί του δίνεις πρόσωπο, αφού ξέρεις πως είναι απατεώνας!»·
- του το πέταξα στο πρόσωπο, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. λ. καθρέφτης·
- υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, άτομα που κατέχουν υψηλές πολιτικές ή κοινωνικές θέσεις: «έχει αποδειχτεί πολλές φορές πως για τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ο νόμος ερμηνεύεται αλλιώς»·
- φανερώνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φάνηκε το αληθινό του πρόσωπο, βλ. φρ. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός του χαρακτήρας, ιδίως ο κακός: «πάντα μιλούσε για φιλία κι αλληλεγγύη, αλλά, μόλις του ζήτησα να με βοηθήσει, φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, γιατί αρνήθηκε με χίλιες δυο δικαιολογίες». Συνών. φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός·
- φεγγαρίσιο πρόσωπο, βλ. φρ. πρόσωπο φεγγάρι·
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- χάθηκε η τσίπα απ’ το πρόσωπό του, βλ. λ. τσίπα·
- χλομό πρόσωπο, χαρακτηρισμός από τους Ινδιάνους ατόμου που ανήκει στη λευκή φυλή: «οι Απάτσι είχαν μακροχρόνιο πόλεμο με τα χλομά πρόσωπα». Η φρ. έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τα αμερικάνικα κινηματογραφικά έργα.

φως

φως, το, ουσ. [<αρχ. φῶς], το φως. 1. η όραση: «μόνο όποιος δεν έχει το φως του, μπορεί να νιώσει τη ζωή των τυφλών». 2. το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει φωτισμό: «δεν έχουμε φως στο σπίτι, γιατί έχει κάποια βλάβη η Δ.Ε.Η.». 3. (στη γλώσσα της αργό) τα χρήματα: «μιλάει όλο για επιχειρήσεις, αλλά φως ακόμα δεν είδα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής ναρκωτικών: «μόλις έρθει το φως, φώναξέ με». 5α. στον πλ. τα φώτα, οι γνώσεις που διαθέτει κάποιος, η σοφία: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα καταφεύγω στα φώτα του τάδε». β. οι φανοί των αυτοκινήτων: «έβαλε μπρος και ξεκίνησε με τα φώτα σβηστά». 6. τα Φώτα, η γιορτή των Θεοφανίων, τα Θεοφάνια: «τα Θεοφάνια τιμά η εκκλησία τη βάφτιση του Χριστού». (Κάλαντα: σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί). Υποκορ. φωτάκι κ. φωσάκι, το. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- αδυνάτισε το φως μου, ελαττώθηκε η όρασή μου, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «τον τελευταίο καιρό έχω αντιληφθεί πως ελαττώθηκε το φως μου, γι’ αυτό πρέπει να πάω πάλι στον οφθαλμίατρό μου»·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. φρ. δίνω (το) πράσινο φως·
- ανάβω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να παραχθεί φωτισμός: «μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, άναψε το φως»·
- ανοίγω το φως, βλ. φρ. ανάβω το φως·
- βγάζω στο φως (κάτι), κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κάτι που είναι άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «απειλεί να βγάλει στο φως όλες τις παρανομίες του διευθυντή του»· βλ. και φρ. φέρνω στο φως (κάτι)·
- βγήκε στο φως (κάτι), έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, δημοσιοποιήθηκε από κάποιον κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «μετά τον τελευταίο έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης, βγήκε στο φως η κατάχρηση του διευθυντή»· 
- βλέπω φως, ελπίζω, αισιοδοξώ πως στο εξής θα εξελιχθούν όλα ομαλά, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον: «τώρα που σταμάτησαν οι απεργίες και οι διάφορες καταλήψεις, αρχίζω να βλέπω φως για τη δουλειά μου || τώρα που έπεσε ο πληθωρισμός, ίσως δούμε φως κι εμείς οι φτωχοί»·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, αισιοδοξώ πως μετά από περίοδο δυσκολιών, θα καλυτερέψουν τα οικονομικά μου: «τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα και υπάρχει κοινωνική γαλήνη, βλέπω φως στο βάθος του τούνελ»·
- δε βλέπω φως, α. δεν υπάρχει ελπίδα πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον, δεν υπάρχει διέξοδο: «έχω ένα σωρό υποχρεώσεις στο τέλος του μηνός και δε βλέπω φως από πουθενά || μ’ αυτή την κυβέρνηση δε βλέπω φως για κάτι καλύτερο». β. δε βλέπω κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, κάποια απτή απόδειξη από κάποιον, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μου ή αυτό που με ενδιαφέρει: «λες πως θα με βοηθήσεις, αλλά μέχρι τώρα δε βλέπω φως»·
- δείχνω φως, (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου στο καρέ για να μπω στο παιχνίδι: «δεν μπαίνει κανείς στο παιχνίδι, αν πρώτα δε δείξει φως». Συνών. σκάω μύτη (β)·
- δίνω τα φώτα μου, προσφέρω σε κάποιον ή σε κάποιους τις γνώσεις μου, τη σοφία μου: «οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν τα φώτα τους σε όλη την ανθρωπότητα»·
- δίνω (το) πράσινο φως, επιτρέπω σε κάποιον να αρχίσει ελεύθερα μια ενέργεια ή μια διαδικασία: «ποιος σου ’δωσε το πράσινο φως να μεταφέρεις αυτά τα πράγματα απ’ το υπόγειο στο ισόγειο; || η Κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις εφορίες για την είσπραξη των φόρων». Συνών. δίνω το ελεύθερο να(…)·     
- είδα το φως, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Εβραίικο τραγούδι: είμαι απ’ το Ρεζή Βαρδάρι, τον παλιό συνοικισμό. Εβραιόπουλα λεβέντες είδαμε εκεί το φως. Το φωνάζω το καυχιέμαι: “Είμαι Θεσσαλονικιός. Και θα είμαι ως το τέλος γνήσιος και πιστός Ρωμιός”)·
- είδα το φως της ζωής, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως,το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- είδα το φως της ημέρας, γεννήθηκα: «είδα το φως της ημέρας στις 18 Αυγούστου του 1943»· βλ. και φρ. είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας·
- είδα το φως μου, α. μου προέκυψε περίπτωση που αποδείχτηκε πολύ συμφέρουσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, είδα το φως μου, γιατί είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος». β. μου έτυχε κάτι που με απάλλαξε από τις δυσκολίες: «ευτυχώς που μ’ έπεσε το λαχείο κι είδα το φως μου»·
- είδα φως, απαλλάχτηκα από τις δυσκολίες μου: «ευτυχώς που με βοήθησε ο φίλος μου μ’ ένα σημαντικό ποσό κι είδα φως»·
- είδα φως και μέρα, βλ. συνηθέστ. είδα το φως μου·
- είδα φως και μπήκα, α. (στη νεοαργκό) έκφραση με την οποία δικαιολογείται κάποιος που μπαίνει απρόσκλητος σε ένα χώρο, όπου παρατηρείται κάποια ζωηρή κίνηση: «εσύ πώς από δω; -Είδα φως και μπήκα». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε άγνοια ή προσποιούμαστε άγνοια για κάτι: «ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Όχι, ρε παιδιά, είδα φως και μπήκα». Από την εικόνα του ατόμου που από περιέργεια μπαίνει σε ένα φωτισμένο χώρο·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. φρ. είδα φως και μπήκα·
- είδε το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλη είδη γραπτού λόγου) δημοσιεύτηκε, εκδόθηκε, κυκλοφόρησε: «έδωσα το κείμενό μου στην εφημερίδα και είδε το φως της δημοσιότητας μετά από δυο βδομάδες || μετά το θάνατο του συγγραφέα, είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη έργα του»·   
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, α. ήρθε στην επιφάνεια, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε: «μετά από καιρό ήρθε στο φως η λοβιτούρα που είχε κάνει με το διευθυντή του». β. (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου),  βλ. συνηθέστ. είδε το φως της δημοσιότητας·
- είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι το φως μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου: «αυτή η γυναίκα είναι το φως μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατ’ είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου
- είναι φως φανάρι, είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο: «απ’ ό,τι μου λες, είναι φως φανάρι πως επιδιώκει να σε βάλει στο χέρι»·
- έχω τα φώτα, έχω τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάτι: «για πες μου εσύ που είσαι γιατρός κι έχεις τα φώτα, υπάρχει ιατρικά τρόπος να κόψει κανείς το τσιγάρο;»·
- η πόλη του φωτός, βλ. λ. πόλη·
- ήρθε στο φως, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε: «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος»·
- ήχος και φως, βλ. λ. ήχος·
- θα σου αλλάξω τα φώτα, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «απ’ ό,τι βλέπω, καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σου αλλάξω τα φώτα». β. θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν τολμήσεις να παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα || αν αποφασίσεις να παίξεις τάβλι μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα»·
- ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), έκφραση ικανοποίησης, όταν επιτέλους βλέπουμε ή μας συμβαίνει κάτι που επιθυμούσαμε πάρα πολύ. Από το εκκλησιαστικό: ἴδωμεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβωμεν πνεῦμα ἐπουράνιον(…)·
- κλείνω το φως, βλ. φρ. σβήνω το φως·
- κόβω το φως, (ειδικά για τη Δ.Ε.Η.) διακόπτω την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι η Δ.Ε.Η. έκοψε το φως στο σπίτι μου»·
- κόπηκε το φως, σταμάτησε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει φωτισμό: «κόπηκε το φως σ’ όλο το τετράγωνο, γιατί η Δ.Ε.Η. κάνει κάτι έργα»·
- λούζομαι στο φως, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε χώρο που υπάρχει άπλετος φωτισμός: «μόλις άναψαν οι πολυέλαιοι, η αίθουσα λούστηκε στο φως || μόλις άνοιξα τα παράθυρα, το δωμάτιό μου λούστηκε στο φως του ήλιου»·
- μ’ άναψε (το) πράσινο φως, μου επέτρεψε, μου έδωσε το ελεύθερο να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ενεργώ: «μόλις μ’ άναψε το πράσινο φως ο διευθυντής μου, πραγματοποίησα τις προσλήψεις που είχαν εξαγγελθεί»·
- μου άλλαξε τα φώτα, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν ξαναμαλώνω μαζί του, γιατί την προηγούμενη φορά, που μάλωσα, μου άλλαξε τα φώτα». β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά την ερωτική πράξη: «ήταν τόσο λυσσάρα αυτή η γυναίκα, που μου άλλαξε τα φώτα». Συνών. μου άλλαξε τα πετρέλαια· 
- μου ’δωσε (το) πράσινο φως, βλ. φρ. μ’ άναψε (το) πράσινο φως·
- μου ’κοψαν το φως, διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο σπίτι μου από τη Δ.Ε.Η., επειδή δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «μου ’κοψαν το φως, επειδή ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό». (Τραγούδι: μας κόψαν απόψε το φως, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, γιατί μας κόψαν απόψε το φως
- παίρνω (το) πράσινο φως, παίρνω την άδεια ή την εντολή από κάποιον να ενεργήσω ελεύθερα ή όπως από τα πριν είχε συμφωνηθεί: «μόλις πήρα το πράσινο φως απ’ το διευθυντή μου, άρχισα τις προσλήψεις»·  
- πλημμυρίζω στο φως, βλ. φρ. λούζομαι στο φως·
- πληρώνω το φως, πληρώνω στη Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που έχω καταναλώσει: «πρέπει να περάσω κι απ’ τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως, για να μη μου το κόψουν»·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! λέγεται στην περίπτωση που μας προτείνει κάποιος κάτι που το επιθυμούμε ή που μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο και είναι αυτονόητο πως θα δεχτούμε αυτή την προσφορά: «θα ’θελες να σου δώσω ένα αυτοκίνητο; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του! || θα ’θελες να πας μ’ αυτή την ωραία γυναίκα; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του»·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. φρ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), παρέχω (σωρεία) στοιχείων και τη διαφωτίζω, τη διευκρινίζω (εντελώς): «η κατάθεση του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία, έριξε άπλετο φως στην υπόθεση»·
- σβήνω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να πάψει να φωτίζει η λάμπα: «καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιό του, έσβησε το φως»·
- στο φως μου! (ενν. ορκίζομαι) όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον με την έννοια να τυφλωθώ, αν λέω ψέματα: «στο φως μου, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς στα λέω!»·
- της αλλάζω τα φώτα, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα φώτα». (Λαϊκό τραγούδι: κουκουρίκο κοκοκό, κοκοκό κάνει η κάτα, την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα!). Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- το άγιο φως, το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς την Ανάσταση, το αναστάσιμο φως: «με το δεύτε λάβετε φως, οι πιστοί πήραν το άγιο φως απ’ το χέρι του παπά, που στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη»·
- του αλλάζω τα φώτα, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα για βοήθεια στη μετακόμιση που έκανα, και του άλλαξα τα φώτα || τον έπιασε στα χέρια του κι όπως ήταν αγριεμένος, του άλλαξε τα φώτα || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα φώτα». β. (για μηχανήματα ή πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα, κι αυτός του άλλαξε τα φώτα || μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τα φώτα». Συνών. του αλλάζω τα πετρέλαια·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’δωσα μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα) και του άλλαξα τα φώτα, τον χτύπησα πάρα πολύ δυνατά: «του ’δωσα μια μπουνιά και του άλλαξα τα φώτα»·
- φέρνω στο φως, βλ. συνηθέστ. φέρνω στη ζωή, λ. ζωή·
- φέρνω στο φως (κάτι), αποκαλύπτω, φανερώνω: «η σκαπάνη του Ανδρόνικου έφερε στο φως τον τάφο του Φιλίππου». Συνών. φέρνω στην επιφάνεια (κάτι)· βλ. και φρ. βγάζω στο φως (κάτι)·
- φως μου! προσφώνηση λατρείας σε αγαπημένο πρόσωπο: «τι θέλεις να σου φέρω, φως μου, απ’ την αγορά;». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου, το φιλί δώσ’ μου, μη με τυραννάς, πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς
- χάνω το φως μου, α. τυφλώνομαι: «έχασε το φως του από μια σπάνια αρρώστια». β. παθαίνω σκοτοδίνη, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχομαι στο πρόσωπο ή στο κεφάλι: «έφαγα τέτοιο χαστούκι, που έχασα το φως μου || μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και για ένα διάστημα είχα χάσει το φως μου». γ. χάνω κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, είτε γιατί πέθανε είτε γιατί με εγκατέλειψε: «έχασα τη γυναίκα μου κι έχασα το φως μου»·
- χύνω (άπλετο) φως (ιδίως σε υπόθεση), βλ. φρ. ρίχνω (άπλετο) φως.