Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ηρέμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ηρέμα, επίρρ. [<αρχ. ἠρέμα], εύχρ. στη φρ. πρόσω ηρέμα. 1.(από τη ναυτική ορολογία) πρόσταγμα για αργή πλεύση προς τα εμπρός. 2. προτροπή σε κάποιον να πάψει να φέρεται εριστικά, να πάψει να επιδιώκει καβγά: «πρόσω ηρέμα φίλε μου, γιατί με καβγάδες δε γίνεται τίποτα».