Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ένδον
ένδον, επίρρ. [<αρχ. ἔνδον], ένδον·
- είμαι ένδον, (στη γλώσσα του στρατού) είμαι μέσα,
δεν έχω πάρει άδεια εξόδου από το στρατόπεδο: «δε θα ’ρθω μαζί σας σήμερα,
γιατί είμαι ένδον». Αντίθ. είμαι εξόδου·
- εκ των ένδον, από μέσα, από τους εσωτερικούς
παράγοντες μιας οργανωμένης ομάδας ή οργάνωσης: «το κόμμα υπονομεύεται εκ των
ένδον»·
- μένω ένδον, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. είμαι
ένδον.