Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εξαφανίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εξαφανίζω, ρ. [<μτγν. ἐξαφανίζω], εξαφανίζω· κλέβω: «ποιος εξαφάνισε τον αναπτήρα μου απ’ το τραπέζι;».