Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άλλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άλλος, -η, -ο, αντων. και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος], άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας, ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον, την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη, υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ. ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό, θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5. σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος! λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει. Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ. χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές, κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’ αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα… (κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα  μου λέει ο πατέρας της κι άλλα μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου
- άλλα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά, αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·  
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση: «δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση  έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις·   
- άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να  υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»· βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα:  «άλλο που δε θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά, άλλο τίποτα»·
- άλλο τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης, απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ άλλο τόσο»·
- άλλο τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία  επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ – πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου: «ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι  εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος και τούτος πάλι!»·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα γίνει
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο· 
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’ την άλλη, επιπλέον: «ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι δανεικά!»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από  τον υποτιθέμενο δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε άλλα»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·  
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)· 
- δε βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β. έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε με παίρνει άλλο, παύω να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου, αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’ αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει άλλο»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν πάει άλλο, α. δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’ αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα σε ξεκάνω
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος τόσος»·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η άλλη»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι άλλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον, επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα κωλώσεις;»·
- κατά τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν: «είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
- κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- κι άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα τόσα»·
- κι άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο τόσο»·
- κοντά στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα,  αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’ άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως, παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά»·
- με το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να ’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β. (για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να ’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να ’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε; -Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να ’ταν κι άλλος!»·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
- πάμε γι’ άλλα, έκφραση που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας: «τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ)· 
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»· 
- στην άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά, περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά, πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε): «τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·  
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’ άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β.  δηλώνει και ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το δίχως άλλο»· 
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

αβγό

αβγό κ. αυγό, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τά ωά> ταουά> ταουγά> τ’ αβγά> τ’ αβγό], το αβγό. 1. ξύλινο αντικείμενο σε σχήμα αβγού που χρησιμοποιείται για το μαντάρισμα των καλτσών: «παλιότερα η κάθε νοικοκυρά είχε στα σύνεργά της κι ένα αβγό για το μαντάρισμα των καλτσών της οικογένειας». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, ο απένταρος, ο άφραγκος: «μας κάνει το λεφτά αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω είναι αβγό ο τύπος». Από το ότι, το τσόφλι του αβγού δεν καλύπτεται από μαλλί, το οποίο μαλλί, ερμηνεύεται ως χρήμα. β. νεαρός πελάτης που κάθεται σ’ ένα μπαρ χωρίς να παραγγέλνει τίποτα να πιει: «ένα αβγό να μας έρθει ακόμα σαν και του λόγου του και το κλείσαμε το μαγαζί». 3. ως επιφών. αβγά! επιφών. αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας αναφέρουν ως σπουδαίο: «αβγά, που θα σου δώσει τόσα λεφτά και μάλιστα χωρίς απόδειξη!». 4. στον πληθ. τα αβγά, τα αρχίδια: «έφαγε μια κλοτσιά στ’ αβγά του κι έπεσε κάτω αναίσθητος». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι. Μεγεθ. αβγουλάρα, η. Υποκορ. αβγουλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 66 φρ.)·
- αβγά μάτια, α. αβγά που τηγανίστηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σπάσει ο κρόκος τους: «για βραδινό έφαγα δυο αβγά μάτια». β. γυναικεία στήθη που είναι πεσμένα και πλακουτσωτά, που είναι, δηλαδή, σαν τηγανητά αβγά μέσα στο πιάτο: «έχει όμορφο πρόσωπο, αλλά τα βυζιά της είναι σαν αβγά μάτια»·
- αβγά μελάτα, αβγά βρασμένα μέχρι το σημείο ώστε να μη στερεοποιηθεί το περιεχόμενό του: «κάθε πρωί τρώει δυο αβγά μελάτα»· βλ. και λ. μελάτος·
- αβγά μελάτα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα!». Πολλές φορές, μετά την επιφωνηματική φρ. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα θα ’ρθει!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη το φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)· 
- αβγά σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που γελάει χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χαμένε, αβγά σου καθαρίζουν;»·
- αβγό ημέρας, το αβγό που γέννησε η κότα τη μέρα που κουβεντιάζουμε, και κατ’ επέκταση που είναι πολύ φρέσκο: «θέλω να μου δώσεις έξι αβγά ημέρας». Πρβλ.: έμπλαστρα πάρτε από μένα ευλογημένα και φτηνά, ένα κοτόπουλο το ένα ή φρέσκα αυγά σημερινά (Λαϊκό τραγούδι)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα απ’ τ’ αβγό, βλ. λ. βασιλόπουλο·
- ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δε βγήκε απ’ το αβγό του και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βρήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ακόμη δεν έσκασε απ’ τ’ αβγό του, βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό του·
- βγάζω αβγό, δυσκολεύομαι πολύ να τελειώσω μια δουλειά, μια εργασία, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «μέχρι να παραδώσω αυτή τη δουλειά, έβγαλα αβγό». Από την προσπάθεια που καταβάλλει η κότα, όταν γεννάει το αβγό.
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
- για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, βλ. λ. γαμπρός·
- δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
- δεν κουρεύουμε αβγά, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν μιλάς, θα λες συγκεκριμένα πράγματα, γιατί δεν κουρεύουμε αβγά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. λ. κότα·
- εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρίας μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «ποιος σου ’πε πως δεν μπορώ να διορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου; Εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- ζεσταίνουν τ’ αβγό του φιδιού, βλ. λ. φίδι·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; βλ. λ. κότα·  
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, βλ. λ. κότα·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. φρ. του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που τον περιποιούμαστε πολύ ενώ κατά βάθος ξέρουμε, ή υποπτευόμαστε, πως οι περιποιήσεις μας αυτές δε θα έχουν και το ανάλογο αντίκρισμα: «γιατί του κάνεις όλα τα χατίρια, δεν μπορώ να καταλάβω! -Θα μας κάνει το χρυσό αβγό». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- καθαρίζω σαν αβγό, α. χάνω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ και το πρωί είχα καθαρίσει σαν αβγό». β. χάνω μια υπόθεση λόγω ανωτερότητας του αντιπάλου μου: «μόλις πήρε και ο τάδε μέρος στον πλειστηριασμό, καθάρισα σαν αβγό». γ. νικιέμαι από κάποιον με ευκολία, υποκύπτω χωρίς σπουδαία αντίσταση: «μόλις τον άρπαξε ο άλλος στα χέρια του, καθάρισε σαν αβγό». Από την εικόνα του βρασμένου αβγού που αποβάλλει κανείς με μεγάλη ευκολία το τσόφλι που το περιβάλλει·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «τώρα γέρασα πια και δεν είμαι για επιχειρήσεις, γιατί κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- κάθομαι στ’ αβγά μου, α. συμμορφώνομαι, υποτάσσομαι: «μόλις του ’βαλε ο άλλος τις φωνές, κάθισε στ’ αβγά του ο δικός σου». β. παύω να ενεργώ δυναμικά, ησυχάζω, ηρεμώ: «μόλις αντιλήφτηκε πως ο άλλος ήταν πιο δυνατός, άφησε τις παλικαριές και κάθισε στ’ αβγά του». γ. δεν ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων: «απ’ τη στιγμή που δε ζήτησαν τη γνώμη μου, κάθισα στ’ αβγά μου». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάθεται έχει από κάτω του τα αρχίδια του·
- και δέκα αβγά Τουρκίας, δε με νοιάζει καθόλου, δε δίνω δεκάρα, αδιαφορώ τελείως: «για ό,τι αφορά εσένα και τη δουλειά σου, και δέκα αβγά Τουρκίας»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κάτσε στ’ αβγά σου! συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να μην αναμειχθεί σε κάποια υπόθεση που παρουσιάζεται έκρυθμη ή ύποπτη: «πάμε να δούμε γιατί μαλώνουν. -Κάτσε στ’ αβγά σου! || πάμε να δούμε γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος -Κάτσε στ’ αβγά σου!». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρε ή το βρε ή το μωρέ·
- κόκκινο αβγό, το λαμπριάτικο, το πασχαλινό αβγό: «είχαμε όλοι το κόκκινο αβγό στην τσέπη μας που το τσουγκρίσαμε μετά το Χριστός Ανέστη που έψαλλε ο παπάς»·
- κουρεύει τ’ αβγό, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «πώς να μην κάνει περιουσία αυτός ο άνθρωπος, αφού κουρεύει τ’ αβγό!»·
- λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, λέγεται επιτιμητικά για κάποιον που μας ζητάει συνεχώς λεφτά ή που μας ζητάει κάποιο υπέρογκο ποσό χωρίς να υπολογίζει τον κόπο που χρειάζεται για να αποκτηθούν αυτά: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν»·
- με πορδές δε βάφονται αβγά ή με πορδές αβγά δε βάφονται ή με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά ή με πορδές τ’ αβγά δε βάφονται, α. όταν δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να επιτευχθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «μη μου λες πως θα στήσεις ολόκληρη επιχείρηση χωρίς φράγκο, γιατί με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, χρειάζεται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «όλο το καλοκαίρι γυρνούσε στις αμμουδιές και φυσικά δεν πήρε το πτυχίο του, αφού με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά».Συνών. με πορδές δε γίνονται δουλειές·
- με ψευτιές δε βάφονται αβγά ή με ψευτιές αβγά δε βάφονται ή με ψευτιές δε βάφονται τ’ αβγά ή με ψευτιές τ’ αβγά δε βάφονται, βλ. φρ. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- μένω αβγό, (στη γλώσσα της αργκό) α. μένω χωρίς χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δώσε στον ένα δανεικά, δώσε στον άλλον δανεικά, στο τέλος έμεινα αβγό». β. χάνω όλα τα χρήματά μου στο χαρτοπαίγνιο: «στην αρχή είχα καλό φύλο και κέρδιζα, όμως στο τέλος γύρισε το φύλο κι έμεινα αβγό»·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια, μου πήραν, μου κέρδισαν όλα μου τα χρήματα, δε μου  άφησαν ούτε δραχμή: «έπαιξα χαρτιά με κάτι χαρτοκλέφτες και μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια || μόλις μου ’τυχε το λαχείο, πέσανε πάνω μου όλοι οι συγγενείς και μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, ενεργώ βιαστικά την τελευταία στιγμή, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χάσω μια δουλειά ή μια υπόθεση που είχα παραμελήσει ή είχα αδιαφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποβεί κάτι σε βάρος μου: «τόσον καιρό αδιαφορούσα να κάνω τη φορολογική μου δήλωση και τώρα που μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, γιατί μεθαύριο λήγει η προθεσμία, τρέχω και δε φτάνω»·
- μπορώ να σπάσω αβγά, είμαι αποφασισμένος να αναλάβω το κόστος, προκειμένου να πετύχω κάτι: «η κυβέρνηση δήλωσε πως για την εξάρθρωση του κατεστημένου, μπορεί να σπάσει αβγά»·
- νομίζει πως τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, βλ. φρ. λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν·
- ξεφλουδίζω σαν αβγό, βλ. φρ. καθαρίζω σαν αβγό·
- ο κώλος τ’ αβγού, βλ. λ. κώλος·
- πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το ή πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το, λέγεται ειρωνικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρει κανείς από κάποιον κάτι, ιδίως χρήματα, όταν αυτός δεν έχει: «θα πάω να πάρω τα δανεικά που έδωσα στον τάδε. -Πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το! Μα καλά, δεν έμαθες πως κήρυξε πτώχευση;». Πρβλ. οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος. Απάντηση του Μένιππου προς τον Χάρωνα, όταν ο δεύτερος του ζήτησε τον κόπο του για τη μεταφορά που του έκανε. Από τους Νεκρικούς διάλογους του Λουκιανού. Συνών. πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του· βλ. και φρ. πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, λ. αστακός·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, λέγεται ειρωνικά για άτομο που θεωρεί πως έκανε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκινητάκι και το ’χει κάνει τούμπανο σ’ όλον τον κόσμο. -Πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! βλ. λ. πουλί·
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, βλ. λ. πουλί·
- ρούφα τ’ αβγό σου! μη μιλάς, μην ανακατεύεσαι, σκασμός(!): «όταν μιλώ εγώ, εσύ ρούφα τ’ αβγό σου!»· βλ. και φρ. ρούφα τ’ αβγουλάκι σου! λ. αβγουλάκι·
- ρουφηχτό αβγό, που το τρώει κανείς ρουφώντας το: «κάθε πρωί, παίρνει ένα αβγό και το τρώει ρουφηχτό». Στην περίπτωση αυτή, το αβγό είναι ωμό και αυτός που θέλει να το φάει, ανοίγει μια τρυπίτσα στη μια άκρη του και το ρουφάει. Λένε μάλιστα πως τη μέθοδο αυτή τη χρησιμοποιούν οι τραγουδιστές και οι τενόροι, γιατί, υποτίθεται κάνει καλό στη φωνή τους·
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, λέγεται για κείνον που ενώ παινεύει εμάς τους ίδιους, δίνει ωφελήματα σε άλλον: «εντέλει δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία σου, σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις»·
- σιγά μη σπάσεις τ’ αβγά! βλ. φρ. σιγά τ’ αβγά(!)·
- σιγά τ’ αβγά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάποιον ή κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σιγά τ’ αβγά! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ αυτό το εργοστάσιο; -Σιγά τ’ αβγά! || μπορείς να σηκώσεις αυτό το μπαούλο; -Σιγά τ’ αβγά!». (Τραγούδι: και σιγά τ’ αυγά κι οι συγγενείς π’ ούτε να τους έφτυνε κανείς).Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα! / σπουδαίο πράγμα ή σπουδαίο το πράγμα! β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που το βλέπουμε να περπατάει αργά και προσεκτικά, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Από το ότι τα αβγά σπάζουν πολύ εύκολα, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή κατά τη μεταφορά τους·
- σπάει αβγά, πρόκειται για δυναμικό, για αποφασιστικό άτομο, πρόκειται για άτομο που συμπεριφέρεται δυναμικά, αποφασιστικά: «ο νέος διευθυντής δεν χαμπαρίζει κανέναν, γιατί με το παραμικρό σπάει αβγά»·
- στ’ αβγά μας! ή στ’ αβγά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- τ’ αβγό του Κολόμβου, λέγεται για απορία ή πρόβλημα που φαίνεται αξεπέραστο ενώ έχει απλούστατη λύση αρκεί να σκεφτεί κανείς λιγάκι·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, δηλώνει τη ζήλια που νιώθει ο άνθρωπος από την εντύπωση που του δημιουργείται πως, τα πράγματα των άλλων, είναι πάντα καλύτερα από τα δικά του: «μπορεί να ’χω κι εγώ αυτοκίνητο αλλά τ’ αυτοκίνητο του τάδε είναι μεσ’ στην καρδιά μου γιατί, βλέπεις, της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα»· βλ. και φρ. το ξένο είναι πιο γλυκό, λ. ξένος·   
- τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «ρε θηρίο, πώς μπόρεσες και τέλειωσες τη δουλειά; -Τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- τον πήραν με τ’ αβγά, (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) τον αποδοκίμασαν έντονα, τον γιουχάισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να βγάλει λόγο, τον πήραν με τ’ αβγά». Ίσως από το έθιμο του αβγοπόλεμου κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Συνών. τον πήραν με τις ντομάτες· βλ. και φρ. τον πήραν με τις πέτρες, λ. πέτρα·
- του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια, του τα πήραν όλα, ιδίως τα χρήματα: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- του πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για άτομο που, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε παραμελήσει ή αδιαφορήσει για μια δουλειά ή υπόθεση, ενεργεί βιαστικά την τελευταία στιγμή, γιατί υπάρχει κίνδυνος ή να τη χάσει ή να αποβεί σε βάρος του: «τόσο καιρό αδιαφορούσε και καταπιανόταν μ’ άλλα πράγματα, τώρα όμως, που του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, τρέχει σαν παλαβός»·
- τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια, βλ. λ. κρόκος·
- τσουγκρίσαμε τ’ αβγά, χαλάσαμε, διαλύσαμε μια συνεργασία, μια συμφωνία, μια σχέση, μια φιλία, έναν ερωτικό δεσμό: «αποδείχτηκε πως δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε κι έτσι τσουγκρίσαμε τ’ αβγά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τραβηχτώ καμιά φορά μ’ άλλη γυναίκα πονηρά και λάχει και το μάθεις, να μη μ’ αρχίσεις τον καβγά και τα τσουγκρίσουμε τ’ αβγά κι άλλο κακό μην πάθεις). Από το ότι, όταν τσουγκρίζουμε το Πάσχα τα κόκκινα αβγά, σπάζουν. Συνών. τα σπάσαμε·  
- υπάρχουν αβγά γι’ αβγά ή υπάρχουν αβγά κι αβγά, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι, και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «πώς μπορείς να καταλάβεις τι είναι ο καθένας, απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αβγά κι αβγά!».  
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χάνω τ’ αβγά και τα καλάθια, α. αποδιοργανώνομαι από μεγάλη έκπληξη, τα χάνω και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «μόλις είδε τη γυναίκα του με το φίλο του, έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». β. θορυβούμαι, ανησυχώ υπέρμετρα: «σαν έμαθε πως θα γίνει υποτίμηση της δραχμής, έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». γ. παθαίνω μεγάλη ζημιά, ιδίως οικονομική, χάνω ό,τι έχω και δεν έχω: «όχι μόνο έπεσε έξω, αλλά έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». δ. δέχομαι ισχυρό χτύπημα, ιδίως στο κεφάλι και ζαλίζομαι πάρα πολύ: «εκεί που περπατούσε, του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- χάνω τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. χάνω τ’ αβγά και τα καλάθια.

άγγελος

άγγελος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄγγελος], ο άγγελος. 1. άνθρωπος πολύ καλός, πολύ αγνός, άδολος, αθώος: «δεν πιστεύω να εκφράστηκε με τέτοια λόγια για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας άγγελος». 2. άνθρωπος πολύ όμορφος, πολύ ωραίος: «γνώρισα μια γυναίκα, που είναι άγγελος σωστός || ο μεγάλος του ο γιος είναι κανονικός, αλλά ο μικρός του είναι άγγελος». (Λαϊκό τραγούδι: στάσου, βρε βάρκα, μην φεύγεις ναύτη, στάσου, βρε ναύτη, να ’ρθω κι εγώ· αυτόν τον άγγελο πο ’χεις μαζί σου, αυτό το πλάσμα, το ’χα κι εγώ).Υποκορ. αγγελάκι κ. αγγελούδι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- άγγελέ μου! προσφώνηση λατρείας σε πρόσωπο που αγαπάμε πάρα πολύ: «τι θέλεις να σου φέρω, άγγελέ μου! || γιατί στενοχωριέσαι, άγγελέ μου!»·
- άγγελος κακών, το άτομο που φέρνει δυσάρεστες, κακές ειδήσεις: «κάθε φορά που τον βλέπω, τρέμω, γιατί πάντα είναι άγγελος κακών αυτός ο άνθρωπος»·
- άγγελος του θανάτου, ο Χάρος: «άλλος νωρίς κι άλλος αργά, όλοι μας θα πάμε κάποτε στο ραντεβού με τον άγγελο του θανάτου».
- άγγελος φύλακας ή φύλακας άγγελος, ο προστάτης, ο υπερασπιστής κάποιου: «ο πατέρας είναι άγγελος φύλακας της οικογένειας». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα βρήκα το μεγάλο έρωτά μου άγγελο φύλακα εσένα έχω κοντά μου και να με βλάψουν οι μικροί δεν το μπορούν 
- βγάζει αγγέλους, (για τραγουδιστές) έχει καταπληκτική φωνή: «στο τάδε μαγαζί υπάρχει μια νεαρή τραγουδίστρια που βγάζει αγγέλους»·
- βλέπει τον άγγελό του, πεθαίνει, ψυχορραγεί: «οι γιατροί τον άνοιξαν και τον έκλεισαν κι αυτή τη στιγμή βλέπει τον άγγελό του»· βλ. και φρ. βλέπω τον άγγελό μου·
- βλέπω τον άγγελό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω τον άγγελό μου για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα τον άγγελό μου·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «πήγε να ζητήσει δανεικά απ’ τον τάδε, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί δεν ήξερε πως ο τύπος δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό». Συνών. δε δίνει ούτε την αμαρτία του / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα / δε δίνει του αγίου νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό·
- είδα τον άγγελό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα τον άγγελό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω τον άγγελό μου·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), έκφραση που λέγεται συνήθως με παραδοχή και παράπονο από ηλικιωμένους προς νεότερους, όταν οι δεύτεροι, από αβροφροσύνη, τους λένε πως εξακολουθούν να είναι ωραίοι, και έχει την έννοια πως πέρασε πια ο καιρός της ομορφιάς και της νεότητάς τους και πως, αυτά τώρα ανήκουν σε άλλους που είναι νεότεροι·
- ζωγραφίζει αγγέλους, βλ. φρ. φτιάχνει αγγέλους·
- μαλλιά αγγέλου, βλ. λ. μαλλί·
- ο καλός μου, (σου, του κ.λπ.) άγγελος, βλ. φρ. φύλακας άγγελος·
- φτιάχνει αγγέλους, δημιουργεί αριστουργήματα στο είδος του, στο χώρο του, επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό: «δεν αλλάζω με καμιά κυβέρνηση μηχανικό, γιατί, αυτός που έχω, φτιάχνει αγγέλους || κάθε φορά που καταπιάνεται με τη ζωγραφική, φτιάχνει αγγέλους»·
- φύλακας άγγελος, βλ. λ. φύλακας.

αέρας

αέρας κ. αγέρας, ο, ουσ. [<αρχ. ἀήρ], ο αέρας. 1. αποτέλεσμα μηδέν, ψεύτικη υπηρεσία ή εκδούλευση: «για αέρα πράμα δε δίνω δραχμή». 2α. χρηματικό ποσό που εισπράττει κάποιος από εκείνον που του εκχώρησε την εμπορική του φίρμα ή τη φίρμα του καταστήματός του: «αν σου παραχωρήσω τη φίρμα μου, τι αέρα θα μου δώσεις;». β. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος για να ξενοικιάσει ένα κατάστημα: «για να ξενοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». γ. χρηματικό ποσό που απαιτεί κάποιος ιδιοκτήτης για να νοικιάσει κάποιο κατάστημά του σε κάποιον ενδιαφερόμενο: «για να σου νοικιάσω το μαγαζί, θέλω τόσα χρήματα αέρα». 3. η παραχώρηση του δικαιώματος σε κάποιον να χτίσει σε ένα χτίσμα τους επιπλέον ορόφους πάνω από τον τελευταίο χτισμένο όροφο: «σου δίνω προίκα ένα σπίτι δίπατο μαζί με τον αέρα του». 4. ως επιρρ., πολύ γρήγορα: «μόλις τους σφύριξε κάποιος στ’ αφτί πως έρχονταν να τον πιάσουν, έφυγε αέρας». 5. ως επιθετικό επιφών. αέρααα! χαρακτηριστική επιθετική πολεμική κραυγή των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο του 1940: «οι Έλληνες μαχητές του 1940 με την ιαχή «αέρααα!» ορμούσαν με γενναιότητα κατά του φασιστικού στρατού του Μουσολίνι, που τον ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση». (Τραγούδι: ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει αέρα από τον τσολιά). Ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντ/τος Ευζώνων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων 1912-1913 (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 33). Υποκορ. αεράκι και αγεράκι, το. (Ακολουθούν 137 φρ.)·
- αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
- αέρα δέρνω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα καβουρντίζω, βλ. συνηθέστ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα κοπανίζω, δεν καταφέρνω τίποτα, δε φέρνω κανένα αποτέλεσμα σε κάποια προσπάθειά μου, ματαιοπονώ: «απ’ το πρωί προσπαθεί να επιδιορθώσει το πλυντήριο, αλλά μέχρι τώρα αέρα κοπανίζει»·
- αέρα χαβανίζω, βλ. φρ. αέρα κοπανίζω·
- αέρα λεφτά! α. χρήματα που κερδίσθηκαν χωρίς την διακινδύνευση ιδίων κεφαλαίων: «είναι ασφαλιστής και κερδίζει ένα σωρό λεφτά. -Αέρα λεφτά!». β. χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα: «έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε ένα οικόπεδο πάνω στ’ άγρια βουνά. -Αέρα λεφτά! || ό,τι αγοράζω το εξετάζω πολύ καλά, γιατί δε θέλω να δίνω αέρα λεφτά!»·
- αέρα μπανά, (στη γλώσσα της αργκό) αερολογία, αερολογίες: «πες μου αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι κι όχι αέρα μπανά»·
- αέρα πατέρα! λέγεται γι’ αυτόν που ενεργεί χωρίς περίσκεψη, τσαπατσούλικα, ασύδοτα: «πώς να μην πέσει έξω η δουλειά, απ’ τη στιγμή που όλοι οι μέτοχοι αέρα πατέρα!»·
- αέρας κοπανιστός, α. λόγια, συζήτηση χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, βλακείες, αηδίες: «σου μιλούσε τόση ώρα και τι σου ’λεγε; Αέρα κοπανιστό, σου ’λεγε». β. υποσχεμένη παροχή που δεν πραγματοποιήθηκε: «δε μ’ ενδιαφέρει τι σου υποσχέθηκε, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι πήρες αέρα κοπανιστό»·
- αέρας στη διπλή, πολύ ανόητος λόγος: «όλα όσα μας είπες ήταν αέρας στη διπλή». Ίσως αναφορά στη διπλή ταρίφα (βλ. λ.)·
- αέρας στο τετράγωνο, βλ. λ. αέρας στη διπλή·
- αέρας φρέσκος, βλ. συνηθέστ. αέρας κοπανιστός·
- αλλάζω αέρα ή αλλάζω τον αέρα μου, πηγαίνω σε άλλο μέρος από αυτό στο οποίο διαμένω, ιδίως για λόγους υγείας: «ο γιατρός μας συμβούλεψε ν’ αλλάξει το παιδί αέρα, γι’ αυτό θα πάμε στη Χαλκιδική». (Νησιώτικο τραγούδι: στην Πάρο και στη Νάξο τον αέρα μου θ’ αλλάξω
- αλλάζω τον αέρα, ανανεώνω τον αέρα ενός κλειστού χώρου, ανοίγοντας πόρτα ή παράθυρα: «κάθε πρωί η μητέρα αλλάζει τον αέρα του δωματίου μου»·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. φρ. υπάρχει άλλος αέρας·
- ανοίγω τον αέρα, παρέχω αέρα με το άνοιγμα κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «άνοιξε τώρα τον αέρα για να φουσκώσω το λάστιχο»·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), εκμεταλλεύομαι ταχύτατα κάτι: «όταν καταλάβει πως θ’ αποφέρει κάποια δουλειά, την αρπάζει στον αέρα»·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, αφήνω (κάποιο) ελεύθερο διάστημα, (κάποιο) περιθώριο: «σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αφήσεις έναν αέρα για να περάσουμε το καλώδιο»·
- βγάζει αέρα λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικά του κεφάλαια ή χωρίς να κοπιάζει πολύ: «είναι ασφαλιστής και βγάζει αέρα λεφτά»·
- βγάζω στον αέρα, α. αερίζω κάτι: «κάθε φορά που γυρίζω απ’ την ταβέρνα στο σπίτι, βγάζω στον αέρα τα ρούχα μου, γιατί βρομούν τσικνίλα». β. δημοσιοποιώ, κοινολογώ: «η απόφαση του συμβουλίου θα βγει στον αέρα μετά από μια βδομάδα». γ. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) μεταδίδω από το ραδιόφωνο, παρουσιάζω από την τηλεόραση: «ποιος θα βγάλει στον αέρα τις ειδήσεις των οχτώ;»·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «δε θα βγαίνει στον αέρα καμιά είδηση, αν δεν εγκρίνεται πρώτα από μένα || πότε βγήκε στον αέρα αυτή η είδηση;»·
- βγαίνω στον αέρα, (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) αρχίζω να παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «τι ώρα βγαίνω στον αέρα;»·
- βγήκε αέρας, άρχισε να φυσάει: «όλη τη μέρα ο καιρός ήταν καλός, αλλά προς το βράδυ βγήκε αέρας»·
- βρίσκομαι στον αέρα, βλ. φρ. είμαι στον αέρα·
- βρίσκω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. συνηθέστ. κάνω αέρα·
- γλυκός αέρας, που είναι απαλός: «καθώς περπατούσα στην παραλία, ένιωθα έναν γλυκό αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου»·
- δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «από μικρός έχω μάθει να κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου». Συνών. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής·  
- δε με σηκώνει ο αέρας, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβαρύνουν την υγεία μου: «πρέπει να εγκατασταθώ στην εξοχή, γιατί δε με σηκώνει ο αέρας της πόλης»· βλ. και φρ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας! ειρωνική προτροπή σε άτομο που ζητάει ή λέει παράλογα πράγματα ή που τερατολογεί. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μήπως και συνέλθεις·
- διαβολεμένος αέρας, που είναι πολύ δυνατός, ανυπόφορος, τρομερός: «απ’ το πρωί φυσούσε ένας διαβολεμένος αέρας που μας κράτησε στο σπίτι»·
- δίνει άλλον αέρα, λέγεται όταν κάτι προσδίδει σε κάποιον ξεχωριστή άνεση στους τρόπους ή στη συμπεριφορά του, που του δίνει ξεχωριστή γοητεία, θελκτικότητα: «ένα σπορ αυτοκίνητο, δίνει άλλον αέρα στον άντρα || η ομορφιά δίνει άλλον αέρα στη γυναίκα || όσο να πεις, τα λεφτά δίνουν άλλον αέρα στον άνθρωπο || απ’ τη μέρα που του ’πεσαν στο λαχείο εκείνα τα εκατομμύρια, έχει άλλον αέρα || όταν φοράει το καινούριο του κουστούμι, έχει άλλον αέρα || είναι όμορφη γυναίκα, αλλά όταν φοράει την έξωμη τουαλέτα της, έχει άλλον αέρα»·
- δώσ’ του αέρα! (συμβουλευτικά) διώξ’ τον, απομάκρυνέ τον: «δώσ’ του αέρα του αλήτη αφού είναι τόσο συστηματικός κοπανατζής!»·
- έβγαλε αέρα, άρχισε να φυσάει: «μέχρι το μεσημέρι ο καιρός ήταν καλός, τ’ απόγευμα όμως έβγαλε αέρα»·
- έδωσε αέρα λεφτά, πλήρωσε άσκοπα, γιατί η αγορά που έκανε δεν άξιζε: «πήγε κι έδωσε αέρα λεφτά για ένα αυτοκίνητο που είναι σαραβαλιασμένο»·
- έγινε αέρας, (για περιουσία) κατασπαταλήθηκε, εξανεμίστηκε: «είχε βρει μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά με τα ξενύχτια και τα γλέντια έγινε αέρας»·
- είμαι στον αέρα, α. (για εκφωνητές ή παρουσιαστές) παρουσιάζω το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: «δεν μπορείς να τον δεις αυτή τη στιγμή, γιατί είναι στον αέρα». β. (για αεροπόρους και γενικά για πρόσωπα) πετώ με το αεροπλάνο: «ήμασταν δυο ώρες στον αέρα μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»·
- είναι στον αέρα, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει βάση ή κάποιο λογικό έρεισμα: «είναι σίγουρο πως θ’ αποτύχει στην προσπάθειά του, γιατί όλες του οι ενέργειες είναι στον αέρα». β. (για αεροπλάνα) πετάει: «πόσα αεροπλάνα είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή;»· βλ. και φρ. είμαι στον αέρα·
- έκοψε ο αέρας, σταμάτησε ή λιγόστεψε: «προς τ’ απόγευμα έκοψε ο αέρας»·
- έπεσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έπιασε αέρα, (για ποδοσφαιριστές) δεν κατάφερε να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι του, που χτύπησε στον αέρα: «ήταν μονάχος του μπροστά σε κενή εστία κι έπιασε αέρα ο άχρηστος»·
- έπιασε αέρας, άρχισε να φυσάει: «ξαφνικά έπιασε αέρας»·
- έσπασε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- έχει άλλον αέρα, βλ. φρ. δίνει άλλον αέρα·
- έχει έναν ( λίγο) αέρα, δεν ενώνει, δεν εφάπτεται απόλυτα: «σ’ αυτό το σημείο τα σανίδια έχουν έναν αέρα και πρέπει να ενώσουν»·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! α. έχω άνεση, θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με άνεση: «είναι καινούριος στην παρέα μας, αλλά έχει έναν αέρα λες και είναι χρόνια!». β. έχω φινέτσα, χάρη: «έχει αέρα αυτή η γυναίκα στο περπάτημά της»·
- έχω έναν αέρα, προπορεύομαι έναντι κάποιου σε μια αναμέτρηση: «από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, ο τάδε έχει έναν αέρα έναντι του αντιπάλου του»·
- έχω πολύ αέρα, έχω μεγάλη άνεση, μεγάλο θάρρος στις σχέσεις με τους άλλους, γενικά συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση: «αν και καινούριος στην παρέα μας, έχει πολύ αέρα με όλους μας»·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, α. είμαι πολύ φτωχός, άπορος: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, ζει με αέρα». β. τρώω πολύ λίγο, είμαι λιτοδίαιτος: «επειδή φροντίζει τη σιλουέτα του, γι’ αυτό ζει με τον αέρα»·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! ήρθε με μια έπαρση, με ένα θάρρος, με ένα θράσος(!): «ήρθε μ’ έναν αέρα και μου ζητούσε δανεικά, λες και τον ήξερα χρόνια!»·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «εσύ θα δείρεις εμένα; Το μόνο που μπορείς είναι να μου τα κάνεις αέρα!»·
- θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου, (απειλητικά) θα σε διώξω, ιδίως από τη δουλειά μου: «αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω να πάρεις τον αέρα σου»·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- θα τον πάρει ο αέρας, είναι πάρα πολύ λεπτός, αδύνατος: «βγήκε προχτές απ’ το νοσοκομείο κι αν τον δεις, νομίζεις πως θα τον πάρει ο αέρας»·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, (ιδίως για είδη ένδυσης) χρειάζεται λίγο φάρδος: «είναι καλό το σακάκι σου, αλλά εκεί στις μασχάλες θέλει έναν αέρα, γιατί μου φαίνεται κάπως στενό»·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ. σπουργίτης·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τα αρχίδια μας), πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί δεν μπορώ να σ’ ακούω άλλο ή γιατί δεν πιστεύω αυτά που μου λες: «κάν’ τα μας αέρα, ρε φίλε, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάνω αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν καταφέρνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι μου, χτυπώ με το πόδι μου αέρα: «κι ενώ ήταν μοναχός του μπροστά σ’ άδειο τέρμα, έκανε αέρα κι έχασε το γκολ»·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), φυσώ με το στόμα μου ή δημιουργώ αέρα με άλλο τεχνητό μέσο: «έκανε αέρα πάνω στο σημείο που κάηκε ο φίλος του, φυσώντας δυνατά με το στόμα του || άρχισε να κάνει αέρα μ’ ένα φυσερό για να δυναμώσει τη φωτιά»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- καυτός αέρας, που είναι πάρα πολύ θερμός: «στις ακτές της Αφρικής φυσάει καυτός αέρας»·
- κενό αέρος, διαφορά υψομετρικής πίεσης που προκαλεί  στο αεροπλάνο που πετάει απότομη απώλεια του ύψους του: «κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, πέσαμε σε αρκετά κενά αέρος και πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη»·
- κι αέρα στα πανιά σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και που μας χαροποιεί. Αποτελεί μέρος της φρ. ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πολύ πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. Συνών. (και) να μας γράφεις / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κλείνω τον αέρα, βλ. φρ. κόβω τον αέρα (β)·
- κόβω τον αέρα, α. μετριάζω την ορμή του αέρα με κάποιο τεχνητό μέσο: «έβαλε στο άνοιγμα μια λαμαρίνα για να κόβει τον αέρα». β. διακόπτω την παροχή ή την εξαγωγή αέρα με το κλείσιμο κάποιας βαλβίδας ή συσκευής: «μόλις φούσκωσε το λάστιχο, έκοψε τον αέρα για να μη σκάσει || μόλις ξεφούσκωσε αρκετά το λάστιχο, έβαλε την ασφάλεια για να κόψει τον αέρα»· βλ. και φρ. του κόβω τον αέρα·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·  
- λόγια του αέρα, βλ. λ. λόγος
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, με την πρώτη ελάχιστη πίεση ή δυσκολία: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με το πρώτο φύσημα τ’ αέρα την κοπάνησε». (Τραγούδι: πόσο γελάστηκα μητέρα, έφυγε εκείνη μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα κι έμεινες πλάι μου με πιο πολλή στοργή, για να γιατρέψεις τη δική μου την πληγή
- μ’ έναν αέρα διαφορά, δηλώνει ελάχιστη απόσταση, ελάχιστη ποσότητα σε περίπτωση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού: «ο τάδε δρομέας είναι μπροστά απ’ τον δεύτερο μ’ έναν αέρα διαφορά || ο τάδε υποψήφιος, μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, προηγείται του αντιπάλου του μ’ έναν αέρα διαφορά»· βλ. και φρ. με διαφορά στήθους, λ. στήθος·
- μαλάκωσε ο αέρας, βλ. φρ. έκοψε ο αέρας·
- με αέρα; βλ. συνηθέστ. με κώλο; λ. κώλος·
- με αέρα, με άνεση, με ευχέρεια: «μιλούσε με αέρα || κινούνταν με αέρα»·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. φρ. με τον αέρα του νικητή·
- με τον αέρα της νιότης, με τη δύναμη, την ορμή, την αυτοπεποίθηση που δίνουν σε κάποιον τα νιάτα: «με τον αέρα της νιότης που διέθετε, είχε την εντύπωση πως μπορούσε να κατακτήσει όλον τον κόσμο»·
- με τον αέρα του νικητή, με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσει, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «ο υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου χαιρετούσε τους παρευρισκομένους με τον αέρα του νικητή || μετά τη συντριπτική νίκη τους, ο αρχηγός της ομάδας μίλησε στους δημοσιογράφους με τον αέρα του νικητή»·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! μιλάει με άνεση, με ευκολία,με ευχέρεια: «πάντοτε αυτό το παιδί μιλούσε με αέρα || πριν από λίγο τον βάλαμε στην παρέα μας και μιλάει μ’ έναν αέρα, λες και μας ξέρει χρόνια!»·
- μιλώ στον αέρα, α. μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν, αλλά μιλούσε στον αέρα». β. αερολογώ: «δεν τον προσέχει κανείς, γιατί μιλάει στον αέρα»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), δεν μου έκανε απολύτως τίποτα από όσα απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου τα ’κανε αέρα»·
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- πάει να πάρει τον αέρα του, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι·
- παίρνει αέρα, είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας: «μην τον συνερίζεσαι, αν κάνει και καμιά βλακεία, γιατί παίρνει αέρα ο φουκαράς»·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω αέρα, αποκτώ οικειότητα, θάρρος, ξεθαρρεύω: «λίγο να του χαμογελάσεις, αμέσως παίρνει αέρα»·
- παίρνω λίγο αέρα, σταματώ προσωρινά τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ: «κάποια στιγμή σταμάτησε το σκάλισμα του κήπου για να πάρει λίγο αέρα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κουράζεται, σταματάει για να πάρει αναπνοή ·
- παίρνω τον αέρα, αποκτώ ευχέρεια σε μια δουλειά ή σε μια διαδικασία, αντιμετωπίζω με άνεση και αυτοπεποίθηση μια κατάσταση: «τώρα που πήρε τον αέρα της δουλειάς, δεν τον σταματάει τίποτα». Συνών. παίρνω το κολάι·
- παίρνω τον αέρα μου, α. κάθομαι και ρεμβάζω στο μπαλκόνι, στη βεράντα, στην ταράτσα ή στο παράθυρο του σπιτιού μου και γενικά σε ανοιχτό χώρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνω τον αέρα μου στο μπαλκόνι του σπιτιού μου». β. πάω μια βόλτα, βολτάρω: «κάθε απόγευμα παίρνω τον αέρα μου στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ώσπου να χειμωνιάσουμε εδώ θα την περάσουμε· θα μας τρώει η ρουτίνα κάθε μέρα, και μονάχα την Κυριακή θα παίρνουμε αέρα, γιατί δε φτάνει ο μισθός να πάμε πέρα-πέρα).γ. πάω στην εξοχή, πάω για παραθερισμό: «το καλοκαίρι θα πάω να πάρω τον αέρα μου στη Χαλκιδική». δ. ξεκουράζομαι ύστερα από εντατική εργασία, κάνω διάλειμμα: «σκοτώθηκε όλο το πρωί μέχρι να βάψει το δωμάτιο και τώρα είναι στην αυλή και παίρνει τον αέρα του». ε. με διώχνουν από τη δουλειά στην οποία εργάζομαι: «το παράκανα με τις κοπάνες, γι’ αυτό κάποια μέρα πήρα τον αέρα μου»· βλ. και φρ. του παίρνω τον αέρα·
- πήγε στον αέρα, αποδείχτηκε μάταιο, άσκοπο, δεν έφερε αποτέλεσμα: «όλη μου η προσπάθεια να τον συνετίσω πήγε στον αέρα || οι συμβουλές μου πήγαν στον αέρα»·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήρε αέρας, άρχισε να φυσάει: «τ’ απόγευμα ξαφνικά πήρε αέρας»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε πολύ αέρα, απόκτησε πολλή οικειότητα, πολύ θάρρος, ιδίως χωρίς να του έχει δώσει κανένας αυτό το δικαίωμα: «να πεις του φίλου σου να καθίσει φρόνιμα, γιατί πήρε πολύ αέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνω αέρα, α. τα δάχτυλά μου, οι παλάμες μου κλείνουν χωρίς να καταφέρω να πιάσω κάτι που μου πετάνε από κάποια απόσταση: «μου πέταξε τον αναπτήρα του από τη θέση που καθόταν, αλλά έπιασα αέρα κι έπεσε μέσα στις λάσπες». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω αέρα·
- πνέει αέρας…, βλ. φρ. φυσάει αέρας(…)·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. φρ. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «ποιος αέρας σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα φουκαρά με τις συμβουλές που σου ’δινα!». Συνών. ποιος δρόμος σ’ έφερε(…)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. φρ. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ(;)·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιον λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ(;)·   
- πουλώ αέρα (κοπανιστό), α. κερδίζω χρήματα προσφέροντας ψεύτικες υπηρεσίες ή εκδουλεύσεις: «μπορεί να πουλάει αέρα, αλλά τα κονομάει». β. λέω ανοησίες, λέω ψέματα, αερολογώ: «τους μάζεψε όλους γύρω του και τους πουλούσε αέρα κοπανιστό»·
- ρίχνω στον αέρα, α. πυροβολώ στον αέρα, ιδίως για εκφοβισμό: «οι αστυνομικοί έριξαν στον αέρα για να τον εκφοβίσουν» β. πυροβολώ στον αέρα από ενθουσιασμό: «μόλις η νύφη κι ο γαμπρός βγήκαν απ’ την εκκλησία, οι φίλοι του ζευγαριού άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα»·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; απειλητική έκφραση σε κάποιον, όταν θέλουμε να του αφαιρέσουμε τη μεγάλη οικειότητα που του δώσαμε ή που ο ίδιος πήρε από μόνος του·
- σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά: «ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και σηκώθηκε αέρας»·
- σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλώ ασυλλόγιστα, εξανεμίζω: «του άφησε ο πατέρας του ατράνταχτη περιουσία, αλλά με τις παλιοπαρέες που πήγε κι έμπλεξε, τη σκόρπισε στον αέρα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- στέκεται στον αέρα, α. δεν έχει σταθερή βάση, είναι ετοιμόρροπος: «μετά το σεισμό πολλά σπίτια στέκονται στον αέρα». β. είναι ανεφάρμοστος: «τα επιχειρήματά σου στέκονται στον αέρα»·
- στηρίζεται στον αέρα, βλ. φρ. στέκεται στον αέρα·
- στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο: «κάθε Κυριακή πρωί παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει έξω απ’ την πόλη στον καθαρό αέρα»·
- σφυρίζω στον αέρα, προσποιούμαι πως δεν ακούω, πως δεν καταλαβαίνω, αδιαφορώ: «όταν μου λένε κάτι που είναι ενάντια στα συμφέροντά μου, σφυρίζω στον αέρα». (Τραγούδι: κι όσους τα βράδια συναντώ μου λένε καλησπέρα, μα εγώ δεν ξέρω τι να πω, σφυρίζω στον αγέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι), καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: «έβαλαν δυναμίτη και τίναξαν τη γέφυρα στον αέρα»·
- τινάζω στον αέρα (κάποιον ή κάτι), διαλύω, καταστρέφω κάποιον, μια δουλειά, μια επιχείρηση, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση από κακό υπολογισμό ή χειρισμό ή και από αδιαφορία: «είχε για συμβουλάτορά του τον τάδε και τον τίναξε στον αέρα τον άνθρωπο με τις συμβουλές που του ’δινε || τόσα χρόνια σκληροί κόποι και αγώνες για να στήσει ο πατέρας του αυτή τη δουλειά, κι ήρθε ο γιος του και την τίναξε στον αέρα || σχέση πέντε χρόνων και για μια ανοησία την τίναξε στον αέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, θα τινάξεις στον αέρα την αγάπη μας, κάτσε καλά, όλα τελειώνουν μια φορά
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, βλ. λ. δίχτυ·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, βλ. λ. δουλειά·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, βλ. λ. μπάνκα·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, βλ. λ. σπίτι·
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- το πιάνει (ο) αέρας, το βρίσκει, το χτυπάει: «μην αγοράσεις το βορινό διαμέρισμα, γιατί το πιάνει ο αέρας»·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, τον έδιωξα από τη δουλειά μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, τον έστειλα να πάρει τον αέρα του»·
- του δίνω αέρα, του συμπεριφέρομαι με μεγάλη οικειότητα: «μόλις του δώσαμε λίγο αέρα, άρχισε να κινείται με περισσότερη άνεση μέσα στην παρέα μας || μην του δίνεις πολύ αέρα αυτού του ανθρώπου, γιατί θα σε καβαλικέψει χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- του κόβω τον αέρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, τον βάζω στη θέση του: «μπήκε μέσα χαμογελαστός κι άρχισε τις χαιρετούρες, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε αμέσως τον αέρα». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να ξανοιχτεί στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τον αέρα». γ. εμποδίζω με το σώμα μου ή με άλλο μέσο τον αέρα να φτάσει σε αυτόν: «μόλις κατάλαβα πως του ’κοβα τον αέρα, έφυγα από μπροστά του»· βλ. και φρ. κόβω τον αέρα·
- του παίρνω τον αέρα, α. του επιβάλλομαι: «βρήκα τον τρόπο και του πήρα τον αέρα». β. παύω να τον φοβάμαι: «από τη μέρα που του πήρε τον αέρα, τον κάνει ό,τι θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- τρελός αέρας, πολύ δυνατός αέρας: «απ’ το πρωί φυσούσε τρελός αέρας και δε βγήκα απ’ το σπίτι μου»·
- τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτα, είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω τροφή: «το ’χει ρίξει στη δίαιτα για ν’ αδυνατίσει, και τρώει αέρα κοπανιστό || τον δέρνει τέτοια φτώχεια, που τρώει αέρα κοπανιστό»·
- υπάρχει άλλος αέρας, υπάρχει κάτι που προσδίδει ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση σε ένα άτομο ή ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο: «μ’ αρέσει η τάδε παρέα, γιατί αποτελείται από ευγενικούς κι ευχάριστους ανθρώπους, οπότε υπάρχει άλλος αέρας || πηγαίνω και τρώω πάντα στο τάδε μαγαζί, γιατί, εκτός από ωραίο φαγητό, έχει προσεγμένο διάκοσμο και διακριτικό φωτισμό, οπότε υπάρχει άλλος αέρας»·     
- φρέσκος αέρας, ο καθαρός αέρας της εξοχής ή της θάλασσας: «πήγαμε εκδρομή στο βουνό κι αναπνεύσαμε φρέσκο αέρα»·
- φυσάει αέρας…, (με αισιόδοξη διάθεση)επικρατεί κλίμα, διάθεση…: «φυσάει αέρας αλλαγής || φυσάει αέρας ανανέωσης». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένας·
- χάνει αέρα, α. είναι μειωμένης διανοητικής αντίληψης: «μην παίρνεις σοβαρά  αυτά που σου λέει, γιατί χάνει αέρα ο άνθρωπος». β. (για σωλήνες) παρουσιάζει διαφυγή αέρα: «η σωλήνα έκανε μια τρυπίτσα και χάνει αέρα». γ. (για φούσκες, μπάλες ή σαμπρέλες) ξεφουσκώνει λόγω διαφυγής αέρα: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε η μπάλα στα σύρματα, χάνει αέρα»·
- χορταίνω αέρα, ζω έντονα, ιδίως με γλέντια και διασκεδάσεις: «από τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, χορταίνει κι αυτός αέρα»·
- χτίζω κάστρα στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω πύργους στον αέρα, βλ. λ. χτίζω στον αέρα·
- χτίζω στον αέρα, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ: «πολλοί με το μυαλό τους χτίζουν κάστρα στον αέρα κι όταν συνέρχονται προσγειώνονται ανώμαλα». Συνών.  χτίζω στην άμμο·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα.

αιώνας

αιώνας, ο, ουσ. [<αρχ. αἰών], ο αιώνας· απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που το θεωρούμε πολύ μεγάλο: «έχει έναν αιώνα να περάσει απ’ αυτό το μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα· έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα
- ζει σε άλλον αιώνα, δεν έχει αντιληφθεί, δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που έχουν συντελεστεί ή που συντελούνται: «μένει σ’ ένα καλυβάκι μακριά στην εξοχή και δεν πήρε χαμπάρι πόσο μπροστά έχει πάει ο κόσμος, γιατί ζει σε άλλον αιώνα»·
- η μάστιγα του αιώνα, το έιτζ: «η μάστιγα του αιώνα θερίζει στη μαύρη ήπειρο»·
- κάνω έναν αιώνα, καθυστερώ πάρα πολύ, αργοπορώ υπερβολικά: «έκανες έναν αιώνα, μέχρι να ’ρθεις»·
- μου φάνηκε ολόκληρος αιώνας ή μου φάνηκε σωστός αιώνας, μικρή χρονική περίοδος που, λόγω της αγωνίας ή της αδημονίας που με κατείχε ή λόγω της σοβαρότητας κάποιας κατάστασης που υπάρχει, μου φάνηκε πολύ μεγάλη, ατελείωτη. (Λαϊκό τραγούδι: σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα, έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα
- ούτε στον αιώνα τον άπαντα, κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταξή, δε θα τα πάρεις πίσω ούτε στον αιώνα τον άπαντα»·
- ούτε στους αιώνες των αιώνων, βλ. φρ. ούτε στον αιώνα τον άπαντα·
- στον αιώνα τον άπαντα, α. στη αιωνιότητα και κατ’ επέκταση για πάντα: «θα σε θυμάμαι στον αιώνα τον άπαντα για το καλό που μου ’χεις κάνει». β. λέγεται επίσης και ως κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «εγώ να σε βοηθήσω; Στον αιώνα τον άπαντα», δηλ. ποτέ δε θα σε βοηθήσω·
- στον αιώνα του αιώνος ή στους αιώνες των αιώνων, α. για πάντα, παντοτινά: «θα σ’ αγαπώ στους αιώνες των αιώνων». β. λέγεται επίσης και ως κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «εγώ να σου δώσω λεφτά; Στον αιώνα του αιώνος», δηλ. ποτέ δε θα σου δώσω λεφτά. Φράση από την εκκλησιαστική υμνολογία, με την οποία καταλήγουν πολλοί ύμνοι: νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν(!)·
- … του αιώνα, δηλώνει υπερβολικά μεγάλη ποσότητα ή ένταση: «έφαγε το φαγητό του αιώνα || έφαγε το ξύλο του αιώνα || έγινε ο σαματάς του αιώνα».

άκρη

άκρη κ. άκρια, η, ουσ. [<μσν. ἄκρη], η άκρη. 1. απόμερος τόπος, απόμερο σημείο, απομακρυσμένη περιοχή: «την παρέσυρε σε μια άκρη της πόλης και τη βίασε». 2. το άτομο που μπορεί να μας εξυπηρετήσει, να μας τελειώσει μια δουλειά νόμιμη ή παράνομη: «είναι άνθρωπος που τακτοποιεί κάθε εκκρεμότητά του, γιατί έχει την άκρη του». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο μεσάζων, ο τροφοδότης ναρκωτικών: «γυρίζει σαν τρελός στους δρόμους, γιατί εξαφανίστηκε η άκρη του απ’ την πιάτσα και δεν έχει άλλο τρόπο για να γίνει». Υποκορ. ακρούλα και ακρίτσα, η. (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- άκρη! (ενν. κάνε, κάν’ τε), παραμέρισε, παραμερίστε. Συνήθως επαναλαμβανόμενο·
- άκρη άκρη, εντελώς άκρη: «μην πας άκρη άκρη, γιατί θα γκρεμοτσακιστείς»·
- άκρη Θεού, τόπος, τοποθεσία πολύ απομακρυσμένη σε σχέση με κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπιτάκι άκρη Θεού κι έχει γλιτώσει απ’ τις ανεπιθύμητες επισκέψεις»·
- άκρη ρεεε! (ενν. κάνε, κάν’ τε), άνοιξε, ανοίξτε γρήγορα δρόμο να περάσω, παραμέρισε, παραμερίστε γρήγορα, γιατί βιάζομαι πολύ ή γιατί είμαι υπερβολικά φορτωμένος και υπάρχει κίνδυνος να μου πέσουν αυτά που κουβαλώ·  
- απ’ άκρη σ’ άκρη, από το ένα ακραίο σημείο στο άλλο, σε όλο το μήκος ή σε όλη την έκταση: «λίγο πριν απ’ τις γιορτές, η μητέρα καθάρισε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ
- αφήνω στην άκρη, α. ακουμπώ, εγκαταλείπω παράμερα κάτι: «άφησε στην άκρη τη σακούλα με τα ψώνια κι έλα λίγο που σε θέλω». β. παύω να κάνω ή να χρησιμοποιώ κάτι: «άφησε στην άκρη τις βλακείες κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί σοβαρά με τη δουλειά του || άφησε στην άκρη το φτυάρι και πήρε πάλι τον κασμά». γ. παραμερίζω, παραβλέπω, παρατώ: «ας αφήσουμε στην άκρη τις διχόνοιες κι ας μονοιάσουμε». Συνών. αφήνω κατά μέρος / αφήνω στην μπάντα·
- βάζω στην άκρη, α. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω στην άκρη δέκα χιλιάδες δραχμές για ώρα ανάγκης». β. (για πρόσωπα) παραγκωνίζω: «ο διευθυντής έβαλε στην άκρη όλους τους παλιούς διοικητικούς υπαλλήλους για να προωθήσει δικούς του». γ. (για πράγματα) παύω να χρησιμοποιώ, αχρηστεύω: «έβαλε στην άκρη το κομπιούτερ που είχε κι αγόρασε ένα πιο αναβαθμισμένο». Συνών. βάζω κατά μέρος / βάζω στην μπάντα· βλ. και φρ. πετώ στην άκρη·
- βγάζω άκρη, καταλαβαίνω, κατανοώ μια υπόθεση: «πρέπει να μου μιλήσεις με σαφήνεια για να βγάλω άκρη»· βλ. και φρ. βρίσκω άκρη·
- βγάζω στην άκρη, ξεδιαλέγω μέρος από ένα σύνολο: «ό,τι σκάρτο πράγμα βλέπετε, θα το βγάζετε στην άκρη». Συνών. βγάζω κατά μέρος / βγάζω στην μπάντα·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ, βλ. λ. φως·
- βρίσκω (την) άκρη, α. βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω τον τρόπο να βγω από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «αν ηρεμήσεις και σκεφτείς λογικά, σίγουρα θα βρεις την άκρη για να ξεμπλέξεις». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει τίποτα μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε ξεχάσω). β. βρίσκω τον τρόπο να συνεννοηθώ ή να συνδιαλλαγώ με κάποιον: «όταν υπάρχει καλή θέληση, πάντα μπορεί κανείς να βρει την άκρη». γ. αρχίζω να τακτοποιώ σιγά σιγά ένα χώρο, όπου τα πάντα ήταν ανάκατα, μπερδεμένα: «μόλις πήραν τα βαριά έπιπλα, άρχισα να βρίσκω άκρη στο υπόγειο»·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βρίσκω την αρχή, την αιτία, σε κάποια υπόθεση που με απασχολεί, οπότε μπορώ να βρω και διέξοδο, να δώσω λύση στο πρόβλημά μου. (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι
- βρίσκω την άκρη του νήματος, βλ. συνηθέστ. βρίσκω την άκρη της κλωστής·
- δε βγάζει σε άκρη (κάτι), οδηγεί σε αδιέξοδο: «δε βγάζει σε άκρη το πείσμα που κρατάτε». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει
- δε βγάζω άκρη, α. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ μια υπόθεση: «με τον τρόπο που μου λες τα πράγματα, δε βγάζω άκρη». β. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ ένα χειρόγραφο κείμενο, επειδή είναι πολύ κακογραμμένο ή ένα λογοτεχνικό κείμενο, επειδή δεν έχει ειρμό, επειδή είναι μπερδεμένο, ακατανόητο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά έχει τόσο άσχημα γράμματα, που δε βγάζω άκρη || διαβάζω αυτό το βιβλίο, αλλά δε βγάζω άκρη, γιατί τα ’χει κάνει δω πέρα μέσα ο συγγραφέας κουλουβάχατα»·
- δε βγάζω άκρη (με κάποιον), δεν μπορώ να συνεννοηθώ με κάποιον: «μια ώρα μιλάμε και δε βγάζω άκρη μαζί του»·
- δε βρίσκω (την) άκρη, (γενικά) είμαι σε αδιέξοδο: «όσο κι αν προσπάθησα να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε, δε βρήκα άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γλυκά και φίλησέ με, σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με, με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε // τη μάνα μου θυμόμουνα κι έχυνα μαύρο δάκρυ, στην έρημή μου ξενιτιά ποτέ δε βρήκα άκρη
- δεν μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. φρ. δε βρίσκω (την) άκρη. (Λαϊκό τραγούδι: αμφιβάλλω και πονώ κι άκρη δεν μπορώ να βρω
- είμαι στην άκρη, α. είμαι παραμερισμένος, παραγκωνισμένος: «δεν ξέρω τι κάνουν με την υπόθεσή σου, γιατί εγώ είμαι στην άκρη». β. απέχω από κάπου ή από κάτι θεληματικά: «επειδή νομίζω πως η δουλειά είναι ύποπτη, εγώ είμαι στην άκρη»·
- έχω στην άκρη, έχω αποταμιευμένα χρήματα: «έχω στην άκρη ένα ποσό για ώρα ανάγκης». Συνών. έχω κατά μέρος / έχω στην μπάντα·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η φιλία έχει δυο άκρες, βλ. λ. φιλία·
- κάθομαι στην άκρη, δεν αναμειγνύομαι σε κάποια διένεξη, μένω ουδέτερος παρατηρητής: «όταν βλέπω κάποιους να μαλώνουν, κάθομαι στην άκρη και δεν επεμβαίνω». Συνών. κάθομαι κατά μέρος / κάθομαι στην μπάντα·
- κάνε στην άκρη, (απειλητικά, προστακτικά ή συμβουλευτικά) παραμέρισε, υποχώρησε: «κάνε στην άκρη, γιατί θα πλακωθούμε στο ξύλο || μόλις δεις τον άλλον ν’ αγριεύει, κάνε στην άκρη». Συνών. κάνε κατά μέρος / κάνε στην μπάντα·
- κάνω στην άκρη, α. παραμερίζω από ευγένεια ή σεβασμό για να περάσει κάποιος, δίνω το προβάδισμα σε κάποιον: «μόλις φτάσαμε μπροστά στην είσοδο, έκανα στην άκρη για να μπει μέσα πρώτος ο πατέρας μου». β. (γενικά) παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βαρυφορτωμένο, έκανα στην άκρη για να περάσει». Το να κάνει στην άκρη κάποιος για να αφήσει το χώρο να περάσει κάποιος άλλος, είναι κάτι που έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων, διότι από πάντα υπήρχαν οι ισχυροί ή οι κατακτητές, που, όταν έρχονταν αντιμέτωποι σε έναν δρόμο με τους ανίσχυρους ή τους υποδουλωμένους ή σε ένα πέρασμα όπου λόγω φυσικής διαμόρφωσης ή αρχιτεκτονικής του μπορούσε να περάσει πρώτα ο ένας και έπειτα ο άλλος, τότε τους υποχρέωναν με το παρουσιαστικό τους και μόνο να παραμερίσουν για να συνεχίσουν αυτοί το δρόμο τους. Αλλά και σήμερα, όταν δυο άτομα έρχονται αντιμέτωπα στο δρόμο, εκείνο που είναι πιο επιβλητικό, αναγκάζει δίχως άλλο το δεύτερο άτομο να παραμερίσει. Πολλές φορές, μπορεί να δημιουργηθεί μια κόντρα για το ποιο θα παραμερίσει για να περάσει το άλλο, και από κάποια απόσταση τα δυο άτομα αρχίζουν να κατευθύνονται πάνω στην ίδια ευθεία προσπαθώντας με τη σοβαρή ή άγρια έκφραση του προσώπου τους ή με το σταθερό βηματισμό τους να σπάσουν το ηθικό του άλλου και να το αναγκάσουν να παραμερίσει. Δε γνωρίζω περίπτωση τα δυο άτομα να έρθουν αντιμέτωπα και να σταθούν ακίνητα φάτσα με φάτσα, γιατί πάντα την τελευταία στιγμή κάποιο από τα δυο άτομα παραμέριζε. Τις σπάνιες φορές πάντως που κανένα από τα δυο άτομα δεν αποφάσιζε να παραμερίσει, ακολουθούσε δυναμική αναμέτρηση και ο νικητής περνούσε πρώτος. γ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε, έκανα στην άκρη για να λήξει το επεισόδιο». δ. παραμερίζω λόγω φόβου, εγκαταλείπω: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, έκανα στην άκρη, γιατί ήταν πιο δυνατός από μένα». Συνών. κάνω κατά μέρος / κάνω στην μπάντα· βλ. και φρ. τραβιέμαι στην άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), παραμερίζω κάποιον θεωρώντας τον εμπόδιο των ενεργειών μου ή των φιλοδοξιών μου: «απ’ την αρχή της σταδιοδρομίας του κάνει στην άκρη όποιον δεν τον υποστηρίζει». Συνών. κάνω κατά μέρος (κάποιον) / κάνω στην μπάντα (κάποιον)·
- κι όπου με βγάλει η άκρη, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση μιας ενέργειας μου ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μου. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έχουν στην άκρη, με έχουν παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν ξέρω πως ενεργούν, γιατί μ’ έχουν στην άκρη». Συνών. μ’ έχουν κατά μέρος / μ’ έχουν στην μπάντα·
- μέσες άκρες, α. συνοπτικά, σε χοντρές γραμμές, περίπου: «θέλω να μου πεις μέσες άκρες πώς έγινε η φασαρία». β. (για γνώσεις) ανεπαρκώς: «θέλω να μου πεις το μάθημα με κάθε λεπτομέρεια κι όχι μέσες άκρες»·
- να ’μουν από καμιά άκρη! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών ιδίως κατά την εξέλιξη κάποιας οδυνηρής στιγμής για κάποιον: «να ’μουν από καμιά άκρη να έβλεπα τα μούτρα που έκανε, όταν του ανακοίνωσε ο διευθυντής την απόλυσή του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε και πολλές φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά μεριά! / να ’μουν από καμιά μπάντα(!)·
- πετώ στην άκρη, αχρηστεύω: «πέταξα στην άκρη όλα τα παλιά έπιπλα κι αγόρασα καινούρια». Συνών. πετώ κατά μέρος / πετώ στην μπάντα·
- πού να βρεις άκρη! λέγεται για πολύ μπερδεμένη υπόθεση ή κατάσταση ή για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη αταξία: «πού να βρεις άκρη με τους πολιτικούς, αφού μια τα λένε έτσι και μια αλλιώς! || κατέβηκα στο υπόγειο να πάρω ένα σκαλιστήρι, αλλά πού να βρεις άκρη εκεί κάτω!»·
- στην άκρη! παραμέρισε, παραμερίστε: «στην άκρη μη σας λερώσω!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο. Συνών. στην μπάντα(!)·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- στην άκρη του πουθενά, πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο, πολλές φορές ερημικά ή απομονωμένα: «κάναμε αναγκαστική προσγείωση και βρεθήκαμε σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο στην άκρη του πουθενά»·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. φρ. στην άλλη άκρη του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: ως την άκρια του κόσμου ως την άκρια της γης φτάνει ο πόνος ο δικός μου, που δεν ένιωσε κανείς
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, α. πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπίτι στην άκρη του κόσμου κι έτσι έχει ήσυχο το κεφάλι του απ’ τους ανεπιθύμητους». β. στα πέρατα της γης: «εσύ δεν έκανες βήμα απ’ την πόλη που γεννήθηκες κι εγώ πήγα στην άλλη άκρη του κόσμου». (Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε ως του κόσμου την άκρη για να πάψει απ’ τα μάτια σου να κυλάει ένα δάκρυ
- τα βγάζω άκρη, βλ. συνηθέστ. τα βγάζω πέρα, λ. πέρα·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, βλ. λ. τηλέφωνο·
- τον βάζω στην άκρη, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που ο καινούριος διευθυντής τον έβαζε κάθε τόσο στην άκρη, έδωσε κι αυτός την παραίτησή του». Συνών. τον βάζω κατά μέρος / τον βάζω στην μπάντα·
- τον κάνω στην άκρη, τον παραμερίζω βίαια: «του ’δωσα μια σπρωξιά και τον έκανα στην μπάντα». Συνών. τον έκανα στην άκρη / τον έκανα στην μπάντα·
- τον πετώ στην άκρη, τον παραγκωνίζω υποτιμητικά: «οι πολιτικοί του αντίπαλοι, μόλις μπήκαν στην κυβέρνηση, τον πέταξαν στην άκρη». Συνών. τον πετώ κατά μέρος / τον πετώ στην μπάντα·
- τραβιέμαι στην άκρη, α. παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βιαστικό, τραβήχτηκα στην άκρη». β. δε συμμετέχω, ιδίως σε κάτι κακό ή ασύμφορο: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν ήταν τίμια η δουλειά, τραβήχτηκα στην άκρη || κάθε φορά που αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται να κερδίσει, τραβιέται στην άκρη». Συνών. τραβιέμαι κατά μέρος / τραβιέμαι στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- τραβώ στην άκρη, παραμερίζω κάτι: «τράβηξα στην άκρη την καρέκλα για να μπορούν να περνούν ελεύθερα». Συνών. τραβώ κατά μέρος / τραβώ στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- φτάνω σε μια άκρη, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου: «είχα πολλά προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, έφτασα σε μια άκρη κι ησύχασα»·
- φτάνω στην άκρη, βλ. φρ. βρίσκω την άκρη.

αμπέλι

αμπέλι, το, ουσ. [<μσν. ἀμπέλιν <αρχ. ἀμπέλιον, υποκορ. του ουσ. ἄμπελος], το αμπέλι. Υποκορ. αμπελάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι, για να ολοκληρωθεί με επιτυχία μια δουλειά, χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «δε χρειάζεται να βιάζεσαι, όταν στρώνεις μια δουλειά, γιατί αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι»·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, επειδή το αμπέλι δεν κρατάει πολλά χρόνια, όπως η συκιά και πιο πολύ η ελιά, που, για το λόγο αυτό, έχουν και  μεγαλύτερη διάρκεια εκμετάλλευσης, για να έχει κανείς ωφέλεια από αυτό, θα πρέπει να το φυτέψει ο ίδιος·
- άφραγο αμπέλι, βλ. φρ. ξέφραγο αμπέλι·
- άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, σε ένα χώρο που δε φυλάγεται, που δεν προστατεύεται, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: «μια και είναι τόσο απομονωμένη η αποθήκη σου, βάλε το βράδυ κανένα νυχτοφύλακα,  γιατί άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά»·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου τ’ αμπέλι, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου  τ’ αμπέλι, βλ. λ. παππούς·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. συνηθέστ. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, λ. χωράφι·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, βλ. λ. Παναγιά·
- έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- μπαίνει σε ξένα αμπέλια, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «απ’ τη στιγμή που λείπει ο υπεύθυνος, ξέρω ότι δε θα σε βοηθήσει, γιατί δεν μπαίνει σε ξένα αμπέλια». Συνών. μπαίνει σε ξένα οικόπεδα / μπαίνει σε ξένα χωράφια, λ. χωράφι·
- μπαίνει στ’ αμπέλια μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «μπορεί να είμαι μαλακός κι ήσυχος άνθρωπος, αλλά όποιος μπαίνει στ’ αμπέλια μου το μετανιώνει πικρά». Συνών. μπαίνει στα οικόπεδά μου / μπαίνει στα χωράφια μου, λ. χωράφι·
- ξέφραγο αμπέλι, α. δουλειά, επιχείρηση ή σπίτι, όπου ο καθένας πηγαίνει και φεύγει όποια ώρα θέλει ή που κάνει ό,τι θέλει: «θέλω να μπει μια σειρά και μια τάξη σ’ αυτό το σπίτι, γιατί εδώ δεν είναι ξέφραγο αμπέλι». β. ασύδοτη ελευθερία, ανυπαρξία περιορισμού ή εξάρτησης, ιδίως σε ένα εργασιακό χώρο: «είχαν καταντήσει το εργοστάσιο ξέφραγο αμπέλι». (Λαϊκό τραγούδι: τον πρώτο και καλύτερο συνάντησα το Στράτο, το Στράτο τον Παγιουμτζή που λέγαμε Τεμπέλη και φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι).γ. χώρα όπου δε γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, όπου δε φυλάγεται η ιδιοκτησία του πολίτη: «τα τελευταία χρόνια οι λαθρομετανάστες κατάντησαν την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι»·
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, ο ηλικιωμένος δεν είναι πολύ παραγωγικός: «έχω ένα συνταξιούχο στη δουλειά μου για διάφορες μικροδουλειές, αλλά μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι βρομάει τ’ άλλο. -Παλιό τ’ αμπέλι, φίλε μου, λίγο το κρασί»·  
- πήγε σαν τον σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- σκοτώθηκε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- τα καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
-τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1· 
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς.

ανέκδοτο

ανέκδοτο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ανέκδοτος <μτγν. ἀνέκδοτος], η σύντομη διήγηση με τέτοιο τρόπο και περιεχόμενο, ώστε να προκαλεί γέλιο: «τα πιο ξεκαρδιστικά ανέκδοτα είναι τα ποντιακά»·
- ανέκδοτα θα λέμε τώρα! δεν αστειεύομαι, μιλώ πολύ σοβαρά: «είσαι σίγουρος πως αυτό είναι καλύτερο απ’ τ’ άλλο; -Ανέκδοτα θα λέμε τώρα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- άρχισε πάλι τ’ ανέκδοτα, λέγεται ειρωνικά για άτομο, που συνηθίζει να λέει παραδοξολογίες ή πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «εγώ τον πληροφόρησα πως δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το προσωπικό, κι αυτός άρχισε πάλι τ’ ανέκδοτα με επεκτάσεις της εταιρείας και τα παρόμοια»·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν μπορεί να καταλάβει αυτά που λέμε ή κάνουμε αυτή τη στιγμή, που είναι άσχετος ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο δικό μας κλίμα ή περιβάλλον, γιατί είναι μικρόνους ή γιατί ίσως ήταν αλλιώς μαθημένος: «ό,τι και να πούμε, πέρα βρέχει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απ’ άλλο ανέκδοτο»·
- είναι σκέτο ανέκδοτο, α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο που το χαρακτηρίζει πηγαίο χιούμορ: «αυτός ο άνθρωπος με κάνει πάντα και γελάω, είναι σκέτο ανέκδοτο». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο, που τα λεγόμενά του δεν έχουν καμιά σοβαρότητα: «πώς να δώσω βάση στα λόγια του, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο ανέκδοτο ο άνθρωπος!»·
- κρύο ανέκδοτο, που όχι μόνο δεν προκαλεί το γέλιο αλλά είναι και ανόητο, σαχλό: «μας είπε ένα κρύο ανέκδοτο και περίμενε να γελάσουμε κι από πάνω!»·
- λέει ανέκδοτα, λέει πράγματα που δεν είναι σοβαρά, που δεν ευσταθούν: «εγώ τον κάλεσα να δούμε τι λύση θα βρούμε με την αναδουλειά που υπάρχει, κι αυτός άρχισε να λέει ανέκδοτα για εκδρομές και διασκεδάσεις»·
- χοντρό ανέκδοτο, που σοκάρει: «όταν υπάρχουν κυρίες μπροστά, δε θέλω να λες χοντρά ανέκδοτα».

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

άντρας

άντρας κ. άνδρας, ο, γεν. άντρα κ. άνδρα κ. αντρού, του, πλ. άντρες κ. άνδρες κ. άντρηδες κ. άντρηδοι κ. αντράδες, οι, ουσ. [από την αιτιατ. ἄνδρα του αρχ. ἀνήρ], ο άντρας: «δε θ’ αφήσουμε τις παστρικές να μας κλέψουν τους αντράδες μας || όλοι οι άντρηδοι πρέπει να ξηγιούνται σπαθί». 1. ο άντρας ως το ισχυρότερο φύλο σε σύγκριση με τη γυναίκα: «όταν μιλάει ο άντρας, εσύ θα κάθεσαι προσοχή!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 2.ο σύζυγος: «είδα την αδερφή σου με τον άντρα της στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή το γείτονα). 3. ο γενναίος, το παλικάρι: «ο τάδε είναι πολύ άντρας και δε φοβάται κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 4. ο καθώς πρέπει, ο κύριος: «είναι πολύ άντρας και συμπεριφέρεται πάντα όμορφα κι ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: στα όπα όπα σ’ είχα και σε ζηλεύανε, να βρούνε τέτοιον άντρα κι άλλες γυρεύανε). 5. ο επιβήτορας, ο γαμιάς: «είναι τόσο άντρας, που δεν άφησε καμιά γυναίκα απήδηχτη στη γειτονιά». 6. ο απλός στρατιώτης, ο οπλίτης: «έχει υπό τις διαταγές του πενήντα άντρες». 7. (στη γλώσσα του στρατού) στον πλ. χωρίς άρθρο και συνήθως στον τύπο άνδρες! προειδοποιητικό επιφώνημα, με το οποίο ο επικεφαλής φέρνει τους στρατιώτες του σε εγρήγορση, για να εκτελέσουν το κυρίως παράγγελμα που θα ακολουθήσει: «άνδρες! Προσοχή!».Υποκορ. αντράκι, το κ. αντρούλης, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. αντράκλα, η κ. άντρακλας κ. αντρούκλας, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αλλάζει άντρες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχει θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε: «άσε τις φοβέρες και τα λόγια κι αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε». Πρβλ.: αν είσαι άντρας τσιφλικά έβγα ψηλά στ’ αλώνι να ’χεις και να ’χω ένα γκρα να μετρηθούμε μόνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, επιθυμία για άμεση ενέργεια, για άμεση πραγματοποίηση: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, άντρα θέλω, τώρα τον θέλω || μη του τάξεις τίποτα, γιατί είναι άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, και θα σου γίνει κολλητσίδα μέχρι να του το δώσεις»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε με φελούν τα ξόρκια, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρας δυο μέτρα, ή δυο μέτρα άντρας, άντρας πολύ ψηλός, αλλά συνήθως λέγεται με υποτιμητική διάθεση: «σαν δεν ντρέπεσαι, δυο μέτρα άντρας και να κάνεις τέτοιες βλακείες!». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράγματα, κοίτα πράγματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. καντάρι·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! βλ. λ. αρχίδι·
- άντρας με καρδιά, άντρας άφοβος, γενναίος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άντρας με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- άντρας με τα όλα του, έκφραση που θέλει να τονίσει τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα ενός άντρα (ομορφιά, αθλητικό παράστημα, γενναιότητα, καλά αισθήματα) άσχετα αν είναι πλούσιος ή όχι: «μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι άντρας με τα όλα του»·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- (βάζει) κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) συνδέομαι ερωτικά με έναν άντρα που είναι όπως ακριβώς τον ήθελα, όπως τον ονειρευόμουν: «είναι πάρα πολύ ευτυχισμένη, γιατί βρήκε τον άντρα της ζωής της»·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- για κόψε έναν άντρα! α. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος: «για κόψε έναν άντρα που θέλει να τα βάλει μαζί μου!». β. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος: «για κόψε έναν άντρα που, αν φυσήξει αέρας, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται και από χειρονομία με το χέρι να δείχνει υποτιμητικά τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος·
- γνήσιος άντρας, που είναι πρότυπο για την αρσενική συμπεριφορά του και για την εν γένει στάση στη ζωή που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, μεγαλοσύνη και δίκαια αντιμετώπιση προς συνανθρώπους του: «λίγοι είναι σήμερα σαν κι αυτόν γνήσιοι άντρες»·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- δε γνώρισε άντρα, (για γυναίκες) δεν είχε ερωτικό δεσμό με άντρα, δεν έχει συνουσιαστεί και, κατ’ επέκταση, είναι παρθένα: «έγινε είκοσι πέντε χρονών κοπέλα κι ακόμη δε γνώρισε άντρα»·
- δεν έχει άντρα, (για γυναίκες) είναι ανύπαντρη: «η μόνη απ’ την παρέα μας που δεν έχει άντρα είναι η τάδε»·
- δημόσιος άντρας, αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα πολιτικά, με την πολιτική: «ένας δημόσιος άντρας πρέπει να ’ναι άμεμπτος, αλλά πού!»·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- έχασε τον άντρα της, (για γυναίκες) είναι χήρα: «έχασε τον άντρα της σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα»·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, λέγεται στην περίπτωση που οι σύζυγοι απατούν ο ένας  τον άλλον: «αυτοί το ’χουν λύσει το πρόβλημα της συζυγικής πίστης κι έχουν υιοθετήσει το έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα»· 
- έχω άντρα, (για γυναίκες) είμαι παντρεμένη: «δε μ’ ενδιαφέρει κανένας άντρας, γιατί έχω άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει το κορίτσι άντρα παλικάρι ξακουστό, Θοδωράκης το όνομά μου κι όπου λάχει περπατώ
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, ευχή γυναίκας για να πετύχει στο γάμο της, για να βρει καλό σύζυγο: «ένα παρακαλώ πρωί βράδυ το Θεό, η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει»·
- κάνω τον άντρα, α. προσποιούμαι τον γενναίο, τον ατρόμητο: «έκανε τον άντρα σ’ έναν άγνωστο και τις μάζεψε». β. ισχυρίζομαι πως είμαι επιβήτορας, πως είμαι γαμιάς: «αυτός κάνει τον άντρα, αλλά καμιά γυναίκα δε θέλει να πάει μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: καθόσουνα στον καφενέ και έκανες τον άντρα κι η γκόμενά σου τριγυρνά τώρα με άλλον μάγκα
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, α. υποτιμητική έκφραση σε κάποιον άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος. β. υποτιμητική παρατήρηση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος·
- κοιμάμαι με άντρα, (για γυναίκες) συνουσιάζομαι: «είναι απελευθερωμένη γυναίκα και κοιμάται μ’ όποιον άντρα της κάνει κέφι»· 
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, βλ. λ. κόρη·
- κόψε άντρα! βλ. φρ. για κόψε έναν άντρα(!)·
- ξαπλώνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. φρ. κοιμάμαι με άντρα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο άντρας του σπιτιού, α. ο σύζυγος, ο νοικοκύρης: «αν είναι μέσα ο άντρας του σπιτιού, θέλω να του πω κάτι». β. ο άντρας (ανεξαρτήτου ηλικίας) ως προστάτης της οικογένειας μετά το χαμό του συζύγου: «τώρα, που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού»·
- ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, ο άντρας εκείνος που έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, διαμορφώνει κακό χαρακτήρα: «επειδή είναι ομορφόπαιδο, δεν πάει να πει πως είναι και καλός, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως, ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας». Από το ότι ένας όμορφος και πετυχημένος εραστής, από τη στιγμή που οι γυναίκες του κάνουν όλα τα χατίρια, αντανακλά αυτό στο χαρακτήρα του, που σταδιακά γίνεται απαιτητικός και αυταρχικός· 
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, λέγεται για τις γυναίκες εκείνες που είναι ειλικρινείς με τους άντρες τους και τους αποδίδουν την κάθε επιτυχία και το κάθε αγαθό που απολαμβάνουν: «εγώ δεν είμαι αυτές τις αχάριστες γυναίκες γιατί εγώ, ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- παίρνω (για) άντρα, (για γυναίκες) παντρεύομαι: «παντρεύεται η κόρη του και παίρνει για άντρα τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου δώσει η μάνα σου σπίτι στην Αλεξάντρα, και αυτοκίνητο κλειστό, δε θα με πάρεις άντρα
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκα) συνουσιάζομαι: «αυτή η ζωντοχήρα έχει πάει μ’ όλους τους άντρες της γειτονιάς»·
- στάθηκε άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) ξελόγιασε τον άντρα κάποιας άλλης γυναίκας και σύναψε μαζί του ερωτική σχέση ή τον παντρεύτηκε: «αυτή που βλέπεις, της έφαγε τον άντρα η καλύτερή της φίλη»·  
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, βλ. λ. τιμή·
- τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε, η γυναίκα που έχει άξιο και πετυχημένο άντρα, υπολογίζεται από το περιβάλλον της: «ας μην ήταν ο άντρας μου εφοπλιστής και σας έλεγα εγώ πώς θα με φέρονταν, γιατί τώρα τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε»·  
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) είμαι η πρώτη που του μαθαίνω τα μυστικά του έρωτα: «δεν μπορεί να την ξεχάσει αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι η πρώτη που τον έκανε άντρα»·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) τον παντρεύομαι: «μόνο αν θ’ αγαπήσω κάποιον, θα τον κάνω άντρα μου»·
- φάνηκε άντρας, έδειξε ανδρεία, θάρρος ή υπευθυνότητα: «όλοι τους αποδείχτηκαν φοβιτσιάρηδες, γιατί όταν κινδύνεψα, μόνο ο τάδε φάνηκε άντρας || στις δύσκολες στιγμές, όταν οι άλλοι τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο τάδε φάνηκε άντρας, γιατί μπόρεσε και τους οργάνωσε»·
- φέρθηκε σαν άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας· 
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

αύριο

αύριο, το, ουσ. [<αρχ. αὔριον], το αύριο. 1α. το μέλλον: «κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει το αύριο». β. σε θέση επίρρ., στο προσεχές μέλλον: «μέχρις εδώ καλά πάνε τα πράγματα, αλλά να δούμε τι θα γίνει αύριο». 2. ως επιφών. αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει να τον βοηθήσουμε ή να του δώσουμε κάτι και που εμείς, βέβαια, δεν είμαστε διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία του: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις λίγο στη μετακόμιση; -Αύριο! || θα μου δώσεις εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα; -Αύριο!». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αμ πότε, αύριο! ή εμ πότε, αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν πρέπει να κάνει ή αν πρέπει να γίνει κάτι τώρα, ενώ αυτό είναι προφανές ότι πρέπει να γίνει άμεσα: «σήμερα πρέπει να πληρώσουμε την επιταγή που λήγει; -Αμ πότε, αύριο!»·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, έκφραση αισιοδοξίας, που απευθύνεται σε απελπισμένο άτομο, με την έννοια πως με την κάθε καινούρια μέρα υπάρχει η δυνατότητα για μια νέα ελπιδοφόρα αρχή: «μην απελπίζεσαι, φίλε μου, με τις δυσκολίες που σου έχουν τύχει, γιατί αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα»·
- αύριο κιόλας! σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα(!): «τα δανεικά που μου ’δωσες θα στα επιστρέψω αύριο. -Αύριο κιόλας!»·
- αύριο κιόλας, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αφού επιμένεις τόσο πολύ, αύριο κιόλας θα ’ρθω να το κουβεντιάσουμε»·
- αύριο κλαίνε, (απειλητικά) λέγεται σε κάποιον με την έννοια πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σύντομα ή πως οι άστοχες ενέργειές του θα έχουν πολύ σύντομα τις επιπτώσεις τους: «τώρα λέγε και κάνε ότι θες, όμως να ξέρεις αύριο κλαίνε»·
- αύριο κληρώνει! βλ. λ. κληρώνω·
- αύριο μεθαύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «απ’ ό,τι μου είπε, αύριο μεθαύριο θα σου επιστρέψει τα δανεικά που σου πήρε»·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, δηλώνει αισιοδοξία για το μέλλον: «κοίτα πως θα την περάσουμε σήμερα, γι’ αύριο έχει ο Θεός»·
- δεν έχει αύριο, δεν έχει κάποιος προοπτική, μέλλον: «έπεσε τόσο πολύ έξω στη δουλειά του που δεν έχει αύριο ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω αύριο κανένα εσύ ’σουν το τέλος κι η αρχή. Περάσαν, φύγαν χάθηκαν τα τρένα κι αφήσαν τον καπνό τους στην ψυχή
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, δηλώνει πως το μέλλον είναι άδηλο: «έχει πάψει να προγραμματίζει στη ζωή του, γιατί, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο». Συνών. κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο· βλ. και φρ. κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, λ. ξημερώνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, η οικονομική, ιδίως η πολιτική κατάσταση είναι πολύ αβέβαιη, πολύ ρευστή: «δεν είναι καιρός για ανοίγματα και για επεκτάσεις στη δουλειά σου, γιατί, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στον τόπο μας, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο»·
- δίχως αύριο, (για ενέργειες ή προσπάθειες) χωρίς τη δυνατότητα επανάληψης σε περίπτωση αποτυχίας, ώστε να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αποτελεί μονόδρομο: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι δίχως αύριο για την ομάδα μας, γιατί, αν χάσουμε, βγαίνουμε έξω απ’ το κυνήγι της κατάκτησης του κυπέλλου»·
- εις αύριον τα σπουδαία, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον. Απάντηση που έδωσε ο Θηβαίος Αρχίας, όταν κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου κάποιος του έφερε μια επιστολή την οποία δεν άνοιξε και η οποία τον προειδοποιούσε πως οι δημοκρατικοί Θηβαίοι θα τον δολοφονούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της αναβλητικότητάς του ήταν να χάσει τη ζωή του· βλ. και φρ. κι αύριο μέρα είναι·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κάθε μέρα είναι αύριο, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία σε άτομο που μεταθέτει για την επαύριον κάτι, με τη δικαιολογία πως σήμερα είναι απασχολημένο ή δεν έχει όρεξη ή βαριέται να το πραγματοποιήσει, και η έννοια είναι πως και αύριο θα μπορούσε να επαναλάβει την ίδια δικαιολογία: «άσε, ρε παιδάκι μου, αυτό το σήμερα δεν μπορώ και θα το κάνω αύριο, γιατί για σένα κάθε μέρα είναι αύριο»·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- καλημέρα γι’ αύριο! βλ. λ. καλημέρα·
- κι αύριο μέρα είναι, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον: «δε βιάζομαι να τελειώσω τη δουλειά, γιατί κι αύριο μέρα είναι». Συνών. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / σπεύδε βραδέως (β). Αντίθ. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει·
- μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο, αναβάλλει συνεχώς για την επομένη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μ’ έχει σπάσει τα νεύρα, γιατί μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο για να μου δώσει εκείνα τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με πάει από αύριο σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπά·
- ούτε αύριο, πάρα πολύ αργά, αργοπορημένα: «άνοιξε το βήμα σου, γιατί έτσι όπως πάμε δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τι σήμερα, τι αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο.

αυτός

αυτός, -ή, -ό, αντων. προς., δεικτ. και οριστ. γεν. αυτουνού, αυτηνής, γεν. πλ. αυτωνών, αιτιατ. αυτουνούς [<αρχ. αὐτός], αυτός. (Λαϊκό τραγούδι: παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι).1. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «ήρθε πάλι αυτός και σ’ έψαχνε, κατάλαβες εσύ τώρα για ποιον σου λέω». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλο κλείσιμο του ματιού και για να είμαστε σίγουροι πως ο συνομιλητής μας θα καταλάβει για ποιον ακριβώς του λέμε, κάνουμε και ενδεικτική χειρονομία με κάποιο φυσικό γνώρισμα του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, σέρνουμε τα δάχτυλά μας πάνω στη μύτη μας υπονοώντας το μέγεθος, αν έχει μεγάλα αφτιά, σπρώχνουμε προς τα έξω με τις παλάμες μας τα αφτιά μας κ.λπ. 2α. το αρσ. ως ουσ. ο αυτός, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, της κ.λπ. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «πέρασε η τάδε με τον αυτό της». β. ο κώλος: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας κλοτσιά στον αυτό σου». 3. το θηλ. ως ουσ. η αυτή, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.  η ερωμένη, η γκόμενα: «πέρασε ο τάδε με την αυτή του». Είναι και φορές που ακούγεται: «πέρασε ο αυτός με την αυτή του». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα αυτά (βλ. λ.). 5. σε κλητ. αυτέ, λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αυτέ, που βρίσκεται η τάδε διεύθυνση;». 6α. ως επιφών. αμηχανίας αυτά! όταν πάψει πια η κουβέντα να έχει ενδιαφέρον ή όταν η κουβέντα δε λέει να εξελιχθεί προς τον επιθυμητό στόχο. (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή περνά) β. εκφράζει δυσαρέσκεια από τη συνεχιζόμενη επίσκεψη κάποιου, με την πρόθεση να του δώσουμε να καταλάβει ότι πέρασε η ώρα. (Ακολουθούν 286 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ.άλλος·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός  πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. άλλος·
- αλλού αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- αμάν αυτό το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- άρον άρον, σταύρωσον αυτόν, βλ. λ. σταυρώνω·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αυτά, μη μου δικαιολογείσαι, μη προσπαθείς να δικαιολογηθείς: «άργησα να έρθω, γιατί είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. -Άσ’ τ’ αυτά»·
- άσ’ τον αυτόν, (υποτιμητικά) αγνόησέ τον, μην τον υπολογίζεις: «στην περίπτωση που θα χρειαστούμε βοήθεια, θα μπορέσουμε ν’ αποταθούμε στον τάδε. -Άσ’ τον αυτόν, γιατί είναι βουτηγμένος στα χρέη»·
- άσε αυτά που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- άσχετα μ’ αυτό, βλ. λ. άσχετος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμάς·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δε περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Αυτά δεν περνάνε σε μας»· έκφραση με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μα ς επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε: «μη μου βάζεις τις φωνές, γιατί αυτά σε μας δεν περνάνε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται ειρωνικά το άσε. (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί σου). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- αυτά είναι λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά λοιπόν, καταληκτική φρ. με την οποία ανακεφαλαιώνουμε όλα όσα είπαμε ή διηγηθήκαμε προηγουμένως. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας
- αυτά να σου λείπουν! βλ. φρ. να σου λείπουν αυτά(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- ατά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που λες! καταληκτική έκφραση ύστερα από διήγηση διάφορων γεγονότων και που έχει και μια διάθεση κρίσης·
- αυτά που ξέρεις (που ήξερες) να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αυτή είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- αυτή (αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! βλ. λ. μπόμπα·
- αυτή τη δόση, βλ. λ. δόση·
- αυτό δεν πληρώνεται, είναι ανώτερο κάθε ανταπόδοσης: «αυτό που μου ’κανες, δεν πληρώνεται όσο και να προσπαθήσω», δηλ. δεν ξεπληρώνεται·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, δεν έχει σχέση με αυτό που κουβεντιάζεται αυτή τη στιγμή, είναι διαφορετικό: «πρόσεχε τι λες, γιατί αυτό είν’ άλλο απ’ αυτό που είπα»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ όλο! περίμενα κάτι περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είν’ όλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είναι, α. έκφραση επιδοκιμασίας για την πράξη ή τα λόγια κάποιου: «μόλις τον δω θα τον σπάσω στο ξύλο. -Αυτό είναι». β. δηλώνει και έμφαση για την εμπνευσμένη λύση που δίνουμε ή δίνει κάποιος σε κάποια δυσκολία, σε κάποιο πρόβλημα, ιδίως κατασκευαστικό· 
- αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα, είναι πρωτάκουστο: «χωρίς να τον γνωρίζεις του ζήτησες ένα εκατομμύριο! Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα»· βλ. και λ. άγραφος·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- αυτό είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι κι άλλο δεν είναι, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι τελειότατο: «τέτοιο αυτοκίνητο μάλιστα. Αυτό είναι κι άλλο δεν είναι». β. έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή τη χρησιμότητα κάποιου πράγματος. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτό είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, δηλώνει την αποδοκιμασία μας για την αγνώμονα στάση κάποιου απέναντί μας: «κάθε φορά που είχε ανάγκη τον βοηθούσα κι αυτός πήγε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου. Αυτό είναι το ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για σένα έμεινα γυμνός και πεινασμένος, μα συ με πούλησες κι αυτό ήταν το φχαριστώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. για το ευχαριστώ, λ. ευχαριστώ·
- αυτό είναι το λιγότερο, βλ. λ. λίγος·
- αυτό είναι το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- αυτό θα πει ατυχία, βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη, βλ. λ. τύχη·
- αυτό θα το δούμε, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι όπως θέλει ή όπως επιδιώκει: «εγώ θα μεταφέρω το φράχτη ένα μέτρο πιο μέσα. -Αυτό θα το δούμε»·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό κι αν δεν είναι! ή αυτό κι αν είναι!  είναι κραυγαλέο: «αυτό κι αν δεν είναι λάθος! || αυτό κι αν είναι βλακεία!»·
- αυτό κι αυτό, για υπαινικτική αναφορά σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά από την προηγούμενη κουβέντα με το συνομιλητή μας: «θα γίνει αυτό και αυτό, μου λέει, και δε μ’ άφησε περιθώρια να σκεφτώ». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο συνομιλητής με κάθε αυτό που λέει ανεβοκατεβάζει σπασμωδικά το χέρι του·
- αυτό μάλιστα, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι απόλυτα παραδεκτό για καλό ή για κακό: «αυτό μάλιστα, μπορώ να πω πως είναι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || αυτό μάλιστα, είναι μεγάλη απατεωνιά»·
- αυτό μας έλειπε! ή αυτό μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν κοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε προκύπτει και κάποια άλλη. Συνήθως μετά το αυτό ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό μας έλειπε(!)·
- αυτό μετράει, αυτό έχει ουσία, σημασία, αυτό είναι υπολογίσιμο: «μόνο αυτό που μας είπες τώρα μετράει για την υπόθεση, γιατί όλα τ’ άλλα ήταν μπαρούφες»·
- αυτό να λέγεται, α. είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «θα ’ρθει μαζί με τη γυναίκα του; -Αυτό να λέγεται». β. έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε τα λόγια κάποιου: «να δεις πως, αν τον κοντράρει, θα τον σπάσει ο άλλος στο ξύλο έτσι γίγαντας που είναι. -Αυτό να λέγεται»·
- αυτό να μου πεις! αυτό που μου λες είναι πέρα για πέρα σωστό, έχεις απόλυτο δίκαιο: «σήμερα όλοι ενδιαφέρονται μόνο για το τομάρι τους. -Αυτό να μου πεις!»·
- αυτό ξαναπές το, βλ. λ. ξαναλέω·
- αυτό πάει πολύ! λέγεται για λόγο, ενέργεια ή πράξη, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο, γιατί ξεπερνάει τα όρια: «να βρίζεις εμένα, πάει στο διάβολο, αλλά να βρίζεις και τη μάνα μου, αυτό πάει πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται απειλητικά το ε ή το α·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; α. έκφραση απορίας, όταν κοντά στα τόσα κακά που ακούμε για κάποιον προστίθεται και ένα καινούργιο, που το επικροτούμε, ή όταν κοντά στις τόσες δυσκολίες, που μας αναφέρει κάποιος για κάτι, προστίθεται και κάποια καινούρια, που την αναγνωρίζουμε, που την υπολογίζουμε: «δεν είναι μόνο αλήτης, μπεκρής και χαρτοπαίχτης, αλλά και μεγάλος απατεώνας. -Αυτό πάλι που το βάζεις; || έξω απ’ όλες τις άλλες δυσκολίες για το σήκωμα της οικοδομής, έχω και την απεργία των εργατών. -Αυτό πάλι που το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. β. δηλώνει και την εξάντληση κάθε ορίου υπομονής, γιατί κοντά στα τόσα κακά ή στις τόσες δυσκολίες που υπάρχουν προστίθεται και ακόμα μία: «δε φτάνει που είχα πυρετό κι έκανα και κάθε τόσο εμετό, όπως πήγαινα στην τουαλέτα στραμπούλισα και το πόδι μου. -Αυτό πάλι πού το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό παραπάει! βλ. φρ. αυτό πάει πολύ(!)·
- αυτό που ακούς! βλ. φρ. αυτό που σου λέω(!)·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- αυτό πού κολλάει; (για λόγια ή πράξεις) ποιανού λόγου ή πράξης αποτελεί συνέχεια αυτό που λες ή κάνεις: «αυτό που λες (κάνεις) δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πού κολλάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος, βλ. λ. βάθος·
- αυτό που μετράει, αυτό που έχει ουσία, σημασία, αυτό που λαμβάνεται υπόψη, υπολογίζεται, που πρέπει να ληφθεί υπόψη: «αυτό που μετράει στη δίκη είναι η κατάθεση του τάδε»·
- αυτό πού πάει; (για λόγια ή πράξεις), βλ. συνηθέστ. αυτό πού κολλάει(;)·
- αυτό που σου λέω! κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον που αντιλέγει σε αυτό που του λέμε: «μόλις έρθει το φορτηγό, θα πάρεις άλλους δυο εργάτες και θα το ξεφορτώσετε. -Μα εγώ σχόλασα. -Αυτό που σου λέω!·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. λ. έργο· 
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αυτός είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. φρ. αυτός είναι κι άλλος δεν είναι·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, α. είναι μοναδικός σε κάποια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα: «θα πας στον τάδε μηχανικό να επισκευάσεις τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». β. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, έχει την εντύπωση πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». γ. ειρωνική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή την ικανότητα κάποιου σε κάτι, με την έννοια ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι ίσοι ή και ανώτεροι από αυτόν. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- αυτός είσαι! α. θαυμαστική έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος. β. λέγεται και ειρωνικά για τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, ιδίως όμως στη δεύτερη, μετά τη φρ. ακολουθεί το μεγάλε ή το παίδαρε·
- αυτός κι αν δεν είναι! ή αυτός κι αν είναι! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ξεπερνάει τα όρια για κάτι καλό ή κακό: «αυτός κι αν δεν είναι τίμιος! || αυτός κι αν είναι απατεώνας!»·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- αυτός μάλιστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι απόλυτα παραδεκτό για κάτι καλό ή κακό: «αυτός μάλιστα, είναι καλός μηχανικός || αυτός μάλιστα, είναι μεγάλος αλήτης»·
- αυτός μας έλειπε! ή αυτός μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν σε κάποια δύσκολη ή φορτισμένη στιγμή που περνάμε έρχεται και κάποιος ανεπιθύμητος. Συνήθως μετά το αυτός ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός μας έλειπε(!)·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, βλ. λ. λύκος·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, βλ. λ. χτίζω·
- αυτός το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- γι’ αυτό, α. εισάγει ή επαναλαμβάνει αιτία ή σκοπό: «κάνεις συνέχεια κοπάνες, γι’ αυτό θ’ απολυθείς || γι’ αυτό ήρθες, για να με συγχύσεις!». β. έκφραση με την οποία αποφεύγουμε να επεξηγήσουμε ή να λύσουμε την απορία κάποιου που μας ρωτάει για κάτι με το γιατί: «γιατί το κάνεις έτσι; -Γι’ αυτό»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γούστα είν’ αυτά, βλ. λ. γούστο·
- δε μας τα ’πες αυτά! βλ. λ. είπα·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. λ. τροπάρι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) η δουλειά σου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι ζωή αυτή! ή δεν είναι αυτή ζωή! βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! ή δεν είναι αυτή κατάσταση! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά! ή δεν είναι αυτά σόι πράγματα ή είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. λ. τρόπος·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα σηκώνω αυτά ή δεν τα σηκώνουμε αυτά, βλ. λ. σηκώνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δουλειά είν’ αυτή! ή είναι δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της, βλ. λ. κόσμος·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι απ’ αυτές, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πόρνη: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε μέσα στη γειτονιά πως είναι απ’ αυτές, δε θέλει καμιά να της κάνει παρέα»·
- είναι απ’ αυτούς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγους είναι πούστης: «δεν μπορώ να το πιστέψω πως ένα τόσο ωραίο παλικάρι είναι απ’ αυτούς»·
- είναι ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι κάτι κι αυτό ή κάτι είναι κι αυτό, αν και δεν είναι μεγάλο και σπουδαίο, εντούτοις είναι υπολογίσιμο: «θα μου πεις πως έχει μόνο μερικά λεφτουδάκια στην άκρη, όμως είναι κάτι κι αυτό για να ξεκινήσει τη δουλειά του || την τελευταία στιγμή κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγνώμη. -Κάτι είναι κι αυτό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι μία αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκολώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- εκτός αυτού, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε || εκτός αυτού, πρέπει να ελέγχουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο»·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, α. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο συνομιλητή του πως δε βγήκε καθόλου από το σπίτι του: «πού πήγα το Σαββατοκύριακο; Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, φίλε μου». β. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση της δουλειάς και γενικά της ζωής μας·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- εσύ το λες αυτό! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο, όμως εσύ το λες αυτό, που τον έκλεισες στη φυλακή για ένα ψωροεκατομμύριο!»·
- εσύ το λες αυτό, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «να δεις που στο τέλος θα ’ρθει και θα μας ζητήσει συγνώμη. -Εσύ το λες αυτό, γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη»·  
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. λ. ζωή·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ζωή κι αυτή! βλ. λ. ζωή·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- … και χαρά σ’ αυτόν που…, βλ. λ. χαρά·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και μ’ αυτά, τονίζει τις ανόητες, τις απαράδεκτες ενέργειες ή πράξεις κάποιων που μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια ενέργεια: «κάθε τόσο μαλώματα, φασαρίες, κατηγόριες ο ένας εναντίον του άλλου, και μ’ αυτά, πήρα την απόφαση να ξεκόψω απ’ την παρέα τους»· βλ. και φρ. κι αυτά κι αυτά· 
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «με ειδοποίησε ο τάδε πως δε θα ’ρθει το βράδυ στη συγκέντρωση. -Και τι μ’ αυτό;». β. τι σημασία έχει αυτό(;): «και τι μ’ αυτό που είναι ανεψιός του διευθυντή; Εδώ όλοι δουλεύουν κανονικά»· βλ. και φρ. τι μ’ αυτό(;)· 
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλό κι αυτό! βλ. λ. καλός·
- καλός κι αυτός! βλ. λ. καλός·
- κατ’ αυτή την έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·
- κι αυτά κι αυτά, τονίζει συνήθως τις ανόητες ενέργειες κάποιου, που στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του: «γλέντια, ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, κι αυτά κι αυτά τον έστειλαν μια ώρα αρχύτερα»· βλ. και φρ. και μ’ αυτά·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κι αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- κι αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- μ’ αυτά και μ’ αυτά, α. με την επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων που έχουν ήδη εκτεθεί προηγουμένως στο συνομιλητή μας: «ήμουν συνέχεια κοντά του και τον συμβούλευα και μ’ αυτά και μ’ αυτά νοικοκυρεύτηκε ο άνθρωπος || του πήρες τα μυαλά με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου και μ’ αυτά και μ’ αυτά τον κατάστρεψες τον άνθρωπο». β. με τα ίδια γνωστά και συνηθισμένα, που επαναλαμβάνονται διαρκώς: «βαρέθηκα ν’ ασχολούμαι συνέχεια μ’ αυτά και μ’ αυτά»·
- μ’ αυτά και με κείνα, με την κουβέντα, με τη συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα και μ’ αυτά και με κείνα πέρασε η ώρα»·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- μ’ αυτό τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! βλ. λ. κάνω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, βλ. λ. καλός·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να σου λείπουν αυτά! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική ή απειλητική διάθεση να σταματήσει να λέει ή να κάνει πράγματα που έχουμε καταλάβει πως κύριος σκοπός του είναι μας ξεγελάσει ή να μας πείσει για κάτι για το οποίο όμως έχουμε διαφορετική γνώμη ή άποψη. β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική διάθεση να πάψει να δικαιολογείται για κάτι, γιατί δεν πιστεύουμε στις δικαιολογίες του·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, α. λέγεται για άτομο που από ανάγκη προσκολλάται συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια παρέα ή σε ένα σύνολο ανθρώπων ιδίως όταν αυτοί πηγαίνουν για δουλειά: «όταν βλέπει τους άλλους να πηγαίνουν στο γιαπί για δουλειά, τρέχει κι αυτός μαζί τους κι όπου δυο κι αυτός τρεις μήπως και τον προσλάβουν». β. λέγεται για άτομο που μπορούμε να το βρούμε σε όλες τις παρέες ή για άτομο που μπορεί να κάνει με όλες τις παρέες: «είναι γνωστός σ’ όλη την πόλη, κι όπου δυο κι αυτός τρεις || είναι γνωστός σ’ όλους τους κοσμικούς κύκλους, κι όπου δυο κι αυτός τρεις»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, άλλαξε η κατάσταση, άλλαξαν οι συνθήκες: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε νέος διευθυντής, σ’ αυτό το εργοστάσιο πέφτει σκληρή δουλειά και πάνε αυτά που ήξερες || τώρα με την αλλαγή της κυβέρνησης, θα είστε κι εσείς όπως όλοι οι άλλοι, και πάνε αυτά που ξέρατε». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. φρ. ποιος το ’πε αυτό;
- ποιος το ’πε αυτό; λέγεται για γνώμη ή εντολή που την αποκρούομε, γιατί τη θεωρούμε λανθασμένη ή έξω από τη δικαιοδοσία κάποιου: «μετά τη λήξη της απεργίας όλα θ’ αρχίσουν να δουλεύουν ρολόι στο εργοστάσιο. -Ποιος το ’πε αυτό; Εδώ ετοιμάζονται για νέα απεργία || απαγορεύεται ν’ απομακρυνθείς απ’ τη θέση σου. -Ποιος το ’πε αυτό; Εγώ πήρα άδεια απ’ το διευθυντή»·
- πού ακούστηκε αυτό! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για παράλογη, ανήκουστη πράξη ή ενέργεια: «πού ακούστηκε αυτό να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις! || είσαι τρελός, που θέλεις να γίνεις συνέταιρος σε μια τόσο μεγάλη δουλειά, χωρίς να βάλεις ούτε δραχμή; Πού ακούστηκε αυτό!». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πώς αυτό; βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) ήταν αυτό και…; βλ. λ. πώς·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- (ρε) τ’ είν’ αυτά! α. επιφωνηματική έκφραση απορίας, αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη στάση κάποιου ατόμου που δε μας συμφέρει, δε μας εξυπηρετεί ή μας προσβάλλει, και πιο σπάνια επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού: «ρε τ’ είν’ αυτά που μου λες! || ρε τ’ είν’ αυτά που κάνεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το ρε. β. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δε συμπεριφέρεται σωστά, που συμπεριφέρεται ανάγωγα ή παράλογα: «θα πάψεις, επιτέλους, να μεθοκοπάς οικογενειάρχης άνθρωπος; Τ’ είν’ αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις)· 
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, βλ. λ. μάθημα·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε ποιόν τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στ’ αυτά μας! ή στ’ αυτά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι(ο)·
- συμβαίνουν (κι) αυτά, βλ. λ. συμβαίνω·
- τα αυτά του αυτού (της αυτής), οι ίδιες δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε βάρος κάποιου: «τι κάνει ο τάδε; -Όπως πάντα, τα αυτά του αυτού»·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τι άνθρωπος κι αυτός! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! βλ. λ. βιόλα1·
- τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! βλ. λ. βιολί·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει αυτό; δεν έχει καμιά σχέση, δεν εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τι έχει να κάνει αυτό με το συγκεκριμένο πρόβλημα;»·
- τι έχει να κάνει αυτός; το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά σχέση, είναι άσχετο με κάποια υπόθεση: «τι έχει να κάνει αυτός με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε;»·
- τι καμώματα είν’ αυτά; βλ. λ. καμώματα·
- τι κατάσταση είναι αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος: «θα ’ρθει και ο τάδε μαζί μας. -Τι μ’ αυτό;». (Τραγούδι: έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει τι μ’ αυτό κι ας παίζουν τ’ άστρα με τα σύννεφα κρυφτό). β. δεν έχει καμιά σημασία: «τι μ’ αυτό που είναι ο γιος του τάδε; Εδώ δεν κάνουμε χατίρια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε· βλ. και φρ. και τι μ’ αυτό(;)·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ αυτά; βλ. φρ. τι ’ν’ αυτά που λες(;)·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; κάνεις απαράδεκτα πράγματα: «κάθε βράδυ γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι, τι ’ν’ αυτά που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στις τρεις επήγες χθες να κοιμηθείς, τρελό κορίτσι, τι είν’ αυτά που κάνεις; Για κάτσε φρόνιμα και να συγκεντρωθείς, γιατί αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις
- τι ’ν’ αυτά που λες; λες απαράδεκτα πράγματα: «υποστηρίζεις πως έβαλε χέρι στο ταμείο σου, τι ’ν’ αυτά που λες;». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε τ’ είν’ αυτά που λες; Μη μου ζαλίζεις το μυαλό, εσένα μόνο αγαπώ
- τι να σου κάνει κι αυτός! βλ. λ. κάνω·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! βλ. λ. παιδί·
- τι πράγματα είν’ αυτά; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είν’ αυτός! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι ρεζιλίκια είν’ αυτά! βλ. λ. ρεζιλίκι·
- τι σκατά είν’ αυτό; βλ. λ. σκατά·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. λ. χαβάς·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, τους ανθρώπους τους χαρακτηρίζουν τα έργα και όχι τα λόγια: «εσύ μπορείς να λες ό,τι θέλεις πως είσαι, αλλά το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι»· βλ. και φρ. στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, λ. Ελλάδα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό το χέρι ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

βόδι

βόδι, το, ουσ. [<μσν. βόιδιν <αρχ. βοΐδιον, υποκορ. του ουσ. βοῦς], το βόδι. 1. ο πολύ χοντρός, ο παχύσαρκος: «πω πω, για δες απέναντι ένα βόδι, θα βουλιάζει το πεζοδρόμιο!». 2. (υποτιμητικά) ο αργόστροφος, ο ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο βόδι, που πρέπει να του πεις χίλιες φορές κάτι για να καταλάβει» 3. (υποτιμητικά) ο άξεστος, ο αγροίκος, ο αναίσθητος: «είναι τόσο βόδι, που δεν ξέρει τι πάει να πει συγνώμη». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά: «δε βλέπεις, ρε βόδι, πού πατάς;». Υποκορ. βοδάκι, το· βλ. και λ. βόιδι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, α. υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία μεταξύ τους: «δεν υπάρχει περίπτωση να πάει μπροστά αυτή η επιχείρηση, γιατί άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς». β. λέγεται και σε περιπτώσεις που υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ πολλών και του ενός και το υπονοούμενο είναι πως θα γίνεται εκείνο που υποστηρίζει ο ένας λόγω θέσης ή ισχύος: «οι μαθητές, είδαν τον καιρό καλό κι έχουν ξεσηκωθεί για εκδρομή, όμως άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, γιατί ο διευθυντής έχει διαφορετική γνώμη»·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, είναι πολύ ανόητος, πολύ κουτός, πολύ βλάκας: «ο αδερφός του είναι πανέξυπνο παιδί, αλλά αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια»·
- έγινα σαν βόδι, πάχυνα υπερβολικά: «τον τελευταίο καιρό τρώω σαν λύκος κι έγινα σαν βόδι». Συνών. έγινα σαν βαρέλι / έγινα σαν ντουλάπα / έγινα τόφαλος·
- είναι σαν βόδι, είναι πολύ χοντρός, παχύσαρκος: «αυτή είναι σαν μπιμπελό, αλλά έχει έναν άντρα που είναι σαν βόδι»·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, όχι μόνο δεν επανορθώθηκε μια αδικία που έγινε σε βάρος μας αλλά κοντά σε αυτή προστέθηκε και μια δεύτερη: «ενώ αυτός βγήκε αντικανονικά απ’ τη στροφή κι έπεσε πάνω μου, όχι μόνο δεν το παραδέχεται, αλλά θέλει να του φτιάξω και τ’ αυτοκίνητό του. Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κατάλαβες δηλαδή(;)·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, δεν υπάρχει μέρος που θα μπορέσεις να κρυφτείς, χωρίς να σε βρω: «τον έχει τόσο άχτι, που θα τον βρει, και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτεί»·
- κοιμάται σαν βόδι ή κοιμάται σαν το βόδι, κοιμάται πάρα πολύ, κοιμάται βαθιά: «όταν πέσει στο κρεβάτι δε σηκώνεται με τίποτα, γιατί κοιμάται σαν βόδι»·
- λέει το βόδι ψάρι, τερατολογεί: «μη ζητήσεις απ’ τον τάδε να σου πει πώς έγιναν τα πράγματα, γιατί λέει το βόδι ψάρι»·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- πάω για βόδι, έχω τάσεις πάχους, παχαίνω: «έτσι όπως άνοιξε η όρεξή μου, πάω για βόδι»·
- πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, ασχολείται με τα επουσιώδη προβλήματα μιας υπόθεσης και παραβλέπει τα σοβαρά και μεγάλα: «δε θα μπορέσει να βρει λύση στο πρόβλημά του, γιατί πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι»·
- σαν το βόδι στο παχνί, λέγεται για άβουλο άτομο, για άτομο χωρίς κρίση, που άγεται και φέρεται: «δε γράφτηκα ποτέ σε καμιά κομματική οργάνωση, γιατί δε θέλω να είμαι σαν το βόδι στο παχνί»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, τρώει υπερβολικά, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει στο φαγητό, γιατί τρώει ένα βόδι στην καθισιά»·
- τρώει σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, τρώει με μεγάλη λαιμαργία και σε ποσότητα, είναι πολύ αχόρταγος: «πώς να μην είναι τόσο χοντρός, αφού τρώει σαν βόδι». Συνών. τρώει σαν δράκος / τρώει σαν λύκος / τρώει σαν φίδι·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;), θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις, που φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρυμένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά.

γάλα

γάλα, το, ουσ. [<γάλα], το γάλα. 1. χυμός φυτού με γαλακτώδες χρώμα: «το γάλα της συκιάς». 2. ως επιφών. γάλα! βλ. συνηθέστ. τη φρ. εδώ το καλό το γάλα! Υποκορ. γαλατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, λέγεται ειρωνικά για πράγματα ανόμοια, που επιδέχονται  σύγκριση μεταξύ τους ή για τις ανοησίες, τις ασυναρτησίες, για τα λόγια κάποιου που δεν ευσταθούν: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο  της Παρασκευής το γάλα ο κύριος». Από το ότι την Παρασκευή οι καλοί χριστιανοί νηστεύουν και, ως εκ τούτου, δεν πίνουν γάλα· (βλ. και Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται, υπάρχουν ζημιές, σφάλματα που δεν επιδέχονται διόρθωση: «την είδα να φιλιέται με το φίλο μου γι’ αυτό θα τη χωρίσω, γιατί άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται»·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, όταν πάθει κανείς κάποια ζημιά, υφίσταται και τις συνέπειες: «πω πω, ρε γαμώτο, επένδυσα σε λάθος εταιρεία κι έχασα ένα σωρό λεφτά. -Άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- αρνάκι του γάλακτος, βλ. λ. αρνάκι·
- άντε πιες το γάλα σου! βλ. φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! λ. γαλατάκι· 
- βαφτίζω το γάλα, (ειρωνικά) το νερώνω: «του ’κανε μήνυση η αστιατρική επιθεώρηση, γιατί τον έπιασε να βαφτίζει το γάλα». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό μέσα στο γάλα με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- γάλα θα μοιράσουμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «γιατί να συναντηθούμε τόσο πρωί, ρε παιδάκι μου, γάλα θα μοιράσουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Αναφορά στους γαλατάδες που, παλιότερα, ξυπνούσαν από τα χαράματα και μοίραζαν το γάλα από πόρτα σε πόρτα, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Συνών. για κυνήγι θα πάμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- δε χύθηκε το γάλα, δεν έγινε κάτι σοβαρό που να δικαιολογεί στενοχώρια, ανησυχία ή αναστάτωση: «μη στενοχωριέσαι που έσπασε το βάζο ο μικρός, δε χύθηκε το γάλα για να κάνεις έτσι!». Από το ότι, όταν παλιότερα στα φτωχικά σπίτια χυνόταν το γάλα, δημιουργούνταν μεγάλη στενοχώρια κι εκνευρισμός, γιατί δε θα έτρωγε η οικογένεια πρωινό·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, αντιπαρέρχομαι με ψυχραιμία κάποια ζημιά, κάποια καταστροφή: «ο σκοπός είναι να προσέχουμε και, όταν γίνει το κακό, δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα ή είναι όλα μέλι γάλα ή όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- εδώ το καλό το γάλα! λέγεται ειρωνικά ή θαυμαστικά, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα που έχει μεγάλο στήθος·
- είμαστε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι άσπρος σαν το γάλα, έχει πολύ λευκή επιδερμίδα: «δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον ήλιο κι ακόμη και το καλοκαίρι είναι άσπρος σαν το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κάψανε κι ένα σχολείο που ’ταν παρθεναγωγείο, κάψανε και τη δασκάλα που ’ταν άσπρη σαν το γάλα
- έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η σύνθεσή του, χάλασε: «πέρασε η ημερομηνία λήξης κι έκοψε το γάλα»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- κατεβάζω γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) αποκτώ την ικανότητα, μετά από εγκυμοσύνη να παράγω γάλα για να θηλάσω: «παλιότερα, όταν οι γυναίκες τύχαινε να μην μπορούν να κατεβάσουν γάλα, έδιναν τα νεογνά τους σε ειδικές βυζάχτρες». Πρβλ.: η καλή μας αγελάδα τρώει κάτω στη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, να το κάνουμε τυράκι, να το βάλουμε στο πιάτο, να σου πούμε ορίστε φάτο (Παιδικό ποίημα)·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. φρ. με το πρώτο μου το γάλα·
- με το πρώτο μου το γάλα, από τη γέννησή μου, από τα γεννοφάσκια μου: «με το πρώτο μου το γάλα έμαθα τι θα πει στη ζωή προδοσία κι αδικία». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) έχασα την ικανότητα να παράγω γάλα για να θηλάσω: «από έναν ξαφνικό τρόμο που ένιωσα μου κόπηκε το γάλα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής από φόβο ή προνοητικότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες καταστάσεις ή υποθέσεις. Συνών. κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, μεγάλος όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στης μάνας μου το γάλα στ’ ορκίζομαι, φως μου, εσύ ’σαι ο άνθρωπός μου. Πονάω και μ’ αρέσει, γιατί σ’ αγαπάω κι αγάπη σου ζητάω
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, βλ. λ. γελάδα·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- το πρώτο γάλα, το γάλα του θηλασμού και, κατ’ επέκταση, η βρεφική ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα )·    
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τώρα τελείωσα με αυτό που είχα καταπιαστεί και είμαι ελεύθερος, έχω λεύτερο χρόνο να κάνω κάτι: «άργησες, ρε παιδάκι μου! -Τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τι να σου κάνω».

γαμησιάτικα

γαμησιάτικα, τα, ουσ. [<γαμήσι + κατάλ. -ιάτικα], τα επακόλουθα μιας πράξης της οποίας τις συνέπειες αναγκαζόμαστε ή υποχρεωνόμαστε να υποστούμε, είτε είμαστε μέτοχοι είτε αμέτοχοι: «όλο το βράδυ γλεντούσαμε και το πρωί που μας έφεραν τα γαμησιάτικα, τραβούσαμε τα μαλλιά μας || έκαναν το μαγαζί γυαλιά καρφιά και, όταν έφτασε η ώρα για τα γαμησιάτικα, φώναξε τον αδερφό του για να καθαρίσει·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, άλλος απολαμβάνει και άλλος καλείται να υποστεί τις συνέπειες γι’ αυτή του την απόλαυση·
- πληρώνει ξένα γαμησιάτικα, βλ. φρ. άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα·
- πληρώνω γαμησιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «έχασα όλο το εμπόρευμα στις πλημμύρες και τώρα πληρώνω γαμησιάτικα». Συνών. πληρώνω κερατιάτικα / πληρώνω σπασμένα·
- πληρώνω τα γαμησιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «ξανά, όταν θα κάνεις τις ζημιές εσύ, δε θα πηγαίνω να πληρώνω τα γαμησιάτικα». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «αυτή ήταν η τελευταία φορά που πληρώνω τα γαμησιάτικα τα δικά σου». Συνών. πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

γένια

γένια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. γένι], η γενειάδα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή σε μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτόν: «ακόμη δεν έβγαλε γένια, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε ακόμη γένια παραπέμπει σε παιδική ή εφηβική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. συνηθέστ. άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λ. άλλος·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του, βλ. λ. παπάς·
- άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, βλ. λ. πούτσα·
- άσπρισαν τα γένια μου, βλ. φρ. βγήκαν τα γένια μου·
- αφήνει γένι ή αφήνει γένια, δεν τα ξυρίζω σκόπιμα για να μεγαλώσουν: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, άφησε γένια». Ο πλ. ίσως από το πλήθος των τριχών·
- βγάζω γένια, γίνομαι παλικάρι: «μόλις έβγαλε γένια, άρχισε να γκομενιάζει»·
- βγήκαν τα γένια μου, έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που άργησε πολύ να έρθει στο ραντεβού μας: «άντε, ρε παιδάκι μου, βγήκαν τα γένια μου να σε περιμένω». Από το ότι, αυτός που πηγαίνει σε κάποιο ραντεβού, υποτίθεται πως ξυρίζεται για να είναι ευπρεπής και εμφανίσιμος· 
- έβγαλα γένια, περίμενα κάποιον στο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, έβγαλα γένια να σε περιμένω», ενν. πως, ενώ πήγα στο ραντεβού μου ξυρισμένος, αργοπόρησε τόσο πολύ ο άλλος, που τα γένια μου ξαναφύτρωσαν·
- είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- ευλογάει τα γένια του, βλ. φρ. ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει· 
- ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, έμεινα ή περίμενα σε ένα χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «πέρασα απ’ το γραφείο του να του πω μια καλημέρα, κι ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια || πήγα στην τράπεζα να πάρω τη σύνταξή μου, αλλά είχε τόσο κόσμο, που ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια»·
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- μα τα γένια του σπανού! βλ. λ. σπανός·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. σπανός·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, βλ. λ. παπάς·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, α. εκείνος που επιχειρεί κάτι δύσκολο, έχει και τον τρόπο να το αντιμετωπίσει: «πώς θα ξεμπερδέψεις τώρα απ’ αυτή την υπόθεση; -Μην ανησυχείς, αγόρι μου, γιατί, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια». β. εκείνος που έχει χρήματα, έχει και τις απολαύσεις: «και βέβαια θ’ αρχίσω να κάνω ταξίδια, γιατί, όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια»·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός.

γεννημένος

γεννημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. γεννώ], γεννημένος·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. συνηθέστ. είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, λ. πλασμένος·
- είναι γεννημένος…, είναι από τη φύση του, έχει την προδιάθεση για κάτι από τη μέρα που γεννήθηκε: «είναι γεννημένος μουσικός || είναι γεννημένος έμπορος || είναι γεννημένος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι γεννημένη της γυναίκας η καρδιά, πάψε μόνος να τα πίνεις μόνος, να πονάς κάθε βραδιά).

γη

γη κ. γης, η, ουσ. [<αρχ. γῆ], η γη. 1. το έδαφος, το χώμα: «με τον τρόπο που μου πέταξε το δέμα, δεν μπόρεσα να το πιάσω και μου ’πεσε στη γη». 2α. (ιδίως για ναυτικούς) η ξηρά, στεριά: «μόλις πατήσαμε στη γη μετά την άγρια τρικυμία, νιώσαμε ευτυχισμένοι». β.  ως επιφών. γη! επιφών. ανακούφισης των ναυτικών των προηγούμενων αιώνων, όταν μετά από μεγάλη περιπλάνηση στις θάλασσες, ο παρατηρητής που βρισκόταν στο ψηλότερο μέρος του καταρτιού έβλεπε στεριά. Συνήθως επαναλαμβανόμενο. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, έχει εξαφανιστεί με ανεξήγητο τρόπο και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «άνοιξε η γη και τον κατάπιε, ρε παιδιά, και δεν μπορεί να επικοινωνήσει κανείς μαζί του!»·
- απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, βλ. λ. ουρανός·
- βάζω στη γη (κάτι), κρύβω κάτι μέσα στη γη: «έσκαψε μια τρύπα κι έβαλε στη γη τα κλοπιμαία»· βλ. και φρ. τον έβαλαν στη γη·
- γη της επαγγελίας, τόπος πολύ πλούσιος, πολύ εύφορος, που θεωρείται επίγειος παράδεισος: «η Ελλάδα για πολλούς μετανάστες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού είναι η γη της επαγγελίας». Κατά την Παλαιά Διαθήκη ήταν η γη Χαναάν των Εβραίων, όπου έτρεχε μέλι και γάλα·
- γίνομαι ένα με τη γη, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που στο τέλος γίναμε ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, βλ. λ. μάτι·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι το πρωτότυπο: «μα και βέβαια, κύριε, τα ναρκωτικά σκοτώνουν τη νεολαία μας, δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό·
- δεν πατάει στη γη, α. είναι πολύ χαρούμενος, πετάει από τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που καλοπάντρεψε την κόρη του, δεν πατάει στη γη». β. είναι πολύ ακατάδεκτος, πολύ υπερήφανος: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, δεν πατάει στη γη». γ. δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ονειροβατεί: «απ’ τη στιγμή που έχει την εντύπωση πως μπορεί να κάνει μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς δεκάρα, δεν πατάει στη γη ο άνθρωπος!»·
- δίνει στη γη βάρος ή δίνει βάρος στη γη, είναι εντελώς ασήμαντος, άχρηστος, ανίκανος, τιποτένιος: «τι του βρίσκεις αυτού του ανθρώπου και του κάνεις παρέα! Δίνει στη γη βάρος κι εσύ τον έχεις μη βρέξει και μη στάξει, θα με τρελάνεις δηλαδή!». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κορμιά βασανισμένα πιάστ’ απόψε τα στενά, αχ, να μας βρει και μας ο χάρος που της γης δίνουμε βάρος να σωθούμε απ’ το βραχνά
- δίνω γη και ύδωρ, α. δίνω τα πάντα, ιδίως για να γλιτώσω από μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση: «έδωσε γη και ύδωρ στον εφοριακό, που του βρήκε τα κρυφά βιβλία, για να μην το αναφέρει στην έκθεσή του». β. παραδίνομαι, συμφωνώ με κάποιον για κάτι άνευ όρων: «προκειμένου να παντρέψει την κόρη του, που την είχαν πάρει τα χρόνια, έδωσε γη και ύδωρ στο γαμπρό του». Αναφορά στην αρχαιότητα, όπου η γη και το ύδωρ ήταν σύμβολα πλήρους υποταγής·
- δουλεύω τη γη, την καλλιεργώ, είμαι αγρότης: «από μικρό παιδί δουλεύω τη γη και την αγάπησα σαν τη μάνα μου»·
- είμαι ένα με τη γη, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «σερνόταν πάλι μέσ’ στο δρόμο, γιατί ήταν ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και γη, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός: «δεν μπόρεσα να τον δω μέσα σε τόσο κόσμο, αφού είναι ένα και γη ο άνθρωπος!». Συνών. είναι ένα και τίποτα, είναι ένα και χώμα·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί ο τύπος είναι σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη»·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, όσο και να τον ψάξει κανείς, δεν μπορεί να τον βρει: «χρωστάει τόσα πολλά ο καημένος, που εξαφανίστηκε από προσώπου γης»·
- έφαγα τη γη (ενν. ψάχνοντας για να  βρω κάποιον), έψαξα συστηματικά σε όλα τα μέρη για να βρω κάποιον: «εγώ έφαγα τη γη για να τον βρω, κι αυτός ήταν αραχτός στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: έφαγα τη γη να σ’ αναζητάω, ψάχνω στα βουνά και παντού ρωτάω ποιος είδε τα μάτια που αγαπάω
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, α. ένιωσα ξαφνική ζαλάδα, ξαφνική σκοτοδίνη: «εκεί που κουβεντιάζαμε όμορφα κι ωραία, προς στιγμήν έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου και κινδύνεψα να πέσω». β. ένιωσα τρομερή έκπληξη, ιδίως για κάτι κακό που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να φιλάει τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου»·
- η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
- η γη των πατέρων μας, ο τόπος μας, η πατρίδα μας: «θα πολεμήσουμε σκληρά κάθε εχθρό που θα τολμήσει να επιβουλευτεί τη γη των πατέρων μας»·
- η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Συνών. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- η μαύρη γη, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει κάποια μέρα η μαύρη γη». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ρε ντουνιά, πώς σ’ έχασα προτού να σε γλεντήσω, και να ’ρθω μες στη μαύρη γη για πάντα πια να ζήσω). Συνών. το μαύρο (το) σκοτάδι / το μαύρο (το) χώμα·
- η ξένη γη, η αλλοδαπή, τα ξένα: «χρόνια στην ξένη γη δούλεψε σκληρά, για να φτιάξει την περιουσία που έχει». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή, δεν ζει κανένας στην ξένη γη γλυκιά μου αγάπη, καλή μου μάνα, δεν έχω άλλη υπομονή
- θα γίνω γη να με πατήσεις, δε θα σου χαλάσω κανένα χατίρι, δε θα σου αρνηθώ τίποτα. Λέγεται στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον να μας κάνει μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση, ή σε κάποιον που μας έκανε ήδη μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση: «αν με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι, θα γίνω γη να με πατήσεις || μόνο εσύ μ’ έβγαλες απ’ τη δύσκολη θέση που βρισκόμουν, γι’ αυτό κι εγώ θα γίνω γη να με πατήσεις». Συνών. θα γίνω χαλί να με πατήσεις·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, α. (απειλητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο ή θα χρησιμοποιήσω τέτοια μέσα εναντίον σου, που θα σε φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης και θα πάψεις να κυκλοφορείς στον κόσμο, θα εξαφανιστείς: «αν με κατηγορήσεις ξανά στο συνεταίρο μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης». β. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά τη γυναίκα μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης»·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο, που θα σε εξαφανίσω, θα σε λιώσω: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε κάνω ένα με τη γη»·
- καμένη γη, μεγάλη καταστροφή, ιδίως οικονομική: «παραλάβαμε καμένη γη», συνηθισμένη δικαιολογία από τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία και που είναι συνήθως προοίμιο φορομπηχτικής πολιτικής. (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα δεν άφησες. Μόνο γη καμένη κι έναν ανεξήγητο σκοπό από φυσαρμόνικα φάλτσα, ρημαγμένη που όλο τραγουδάει σ’ αγαπώ). Συνήθως σε χρήση από τους πολιτικούς·
- κίνησε γη και ουρανό, χρησιμοποίησε συστηματικά κάθε μέσο, εξάντλησε στο έπακρο κάθε δυνατότητα για να ανακαλύψει ή για να πετύχει κάτι: «κίνησε γη και ουρανό για να βάλει το γιο του στην τράπεζα»·
- λες και τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. (Λαϊκό τραγούδι: όλες οι γειτόνισσές σου στα παράθυρα έχουν βγει, μόνο εσένανε δε βλέπω λες και σε κατάπιε η γη)·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, εξαφανίστηκε ανεξήγητα από τα γνωστά στέκια και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Εξαφανίστηκε λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε»· 
- μέχρι να σταματήσει η γη, για πάντα, αιώνια: «αν δε μου ζητήσεις συγνώμη, θα σε κυνηγώ μέχρι να σταματήσει η γη». (Λαϊκό τραγούδι: κι έλεγες, η αγάπη μας θα ζήσει κι έλεγες, μέχρι η γη να σταματήσει κι έλεγες, δε θα σ’ αρνηθώ ποτέ μου κι έλεγες, τι δεν έλεγες, Χριστέ μου)· 
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα), λέγεται για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιο άτομο: «τα πράγματα έγιναν έτσι όπως στα λέω, κι αν σου λέω ψέματα, ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί»·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, λέγεται σε περίπτωση που, τη στιγμή που αποκαλύπτεται κάποια κακή πράξη μας, ντρεπόμαστε να αντικρίσουμε τον κόσμο, νιώθουμε τόσο μεγάλη ντροπή, που θα ήταν προτιμότερο για μας να είχαμε εξαφανιστεί: «την ώρα που αποκάλυψε ο άλλος πως κάποτε είχα δικαστεί για κατάχρηση, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη τη στιγμή»·
- οι όπου γης, οι σε οποιοδήποτε μέρος της γης ευρισκόμενοι: «οι όπου γης Έλληνες έχουν πάντα το βλέμμα τους στραμμένο στη Μητέρα πατρίδα»·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της συγκέντρωσης πλούτου: «κάνει το σκατό του παξιμάδι κι ό,τι βγάζει τα καταθέτει στην τράπεζα, σαν να μην ξέρει ο βλάκας πως στο τέλος όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα τη ζωή. Όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη. Τα λεφτά είναι δανεικά, χέρια αλλάζουν τακτικά. Να τα κάψεις. Τι τα θες; Μήπως τα ’χες κι από χτες;   
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που υπομένουν καρτερικά όλες τις δυσκολίες που τους προκύπτουν: «έχει έναν άντρα που είναι μεγάλο στραβόξυλο αλλά τι να κάνει η καημένη! Όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει || είναι χρόνια στη δούλεψή του και του φέρεται σαν σκουπίδι αλλά κάνει κουράγιο και όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει»·
- όπου γης, σε οποιοδήποτε μέρος της γης: «όταν είσαι κυνηγημένος, όπου γης μπορεί να γίνει κρυψώνας σου»·
- όπου γης και πατρίς, λέγεται για εκπατρισμένους, που κάνουν τη χώρα που ζουν νέα τους πατρίδα: «λείπω χρόνια απ’ την πατρίδα μου κι αγάπησα αυτή τη χώρα που ζω, γιατί, όπου γης και πατρίς». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- πατώ γερά (πάνω) στη γη, α. είμαι ρεαλιστής, είμαι απόλυτα προσγειωμένος: «δεν είμαι απ’ αυτούς που παίρνουν εύκολα τα μυαλά τους αέρα, γιατί πατώ γερά πάνω στη γη». β. έχω ισχυροποιημένη τη θέση μου στη ζωή, στην κοινωνία, και δεν έχω την ανάγκη κανενός: «αλίμονο από εμάς, γιατί, αυτός που λες, βρήκε τέτοια περιουσία απ’ τον πατέρα του, που πατάει γερά πάνω στη γη»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. φρ. πατώ γερά (πάνω) στη γη·  
- πετώ κατά γης, ρίχνω αυτό που κρατώ στα χέρια μου με δύναμη κάτω: «πάνω στα νεύρα του πέταξε κατά γης το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του»·
- σ’ άλλη γη, βλ. φρ. σ’ άλλα μέρη, λ. μέρος.(Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει
- σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
- σαν να τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες και τον κατάπιε η γη·
- στα πέρατα της γης ή ως τα πέρατα της γης, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. λ. άκρη·
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα, βλ. λ. ουρανός·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ (= χώρα των Μαδιανιτών), καταστρέφω βίαια τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκαν αγριεμένοι στο μαγαζί και τα ’καναν όλα γης Μαδιάμ». Η χώρα των Μαδιανιτών βρισκόταν στην Παλαιστίνη, νοτιοανατολικά της Ερυθράς Θάλασσας με κέντρο την ανατολική ακτή του κόλπου της Άκαμπα. Καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοί της, που ήλεγχαν τα βοσκοτόπια του Σινά, κατασφάγηκαν από τους Εβραίους που μετά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και οδηγούμενοι από τον Μωυσή πορεύονταν προς τη Γη της Επαγγελίας·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαριάμ, βλ. φρ. τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ·
- τα σωθικά της γης, βλ. λ. σωθικά·
- της γης οι κολασμένοι, βλ. λ. κολασμένος·
- το άλας της γης, βλ. λ. αλάτι·
- τον βίδωσα στη γη, βλ. φρ. τον βίδωσα στο χώμα, λ. χώμα·
- τον έβαλαν στη γη, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε, τα δυο σου χέρια τα παχιά με βάλανε στη γη βαθιά)· βλ. και φρ. βάζω στη γη (κάτι)·
- τον έκανε ένα με τη γη, τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα από το πολύ ξύλο που του έδωσα και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησα: «επειδή ενοχλούσε συνεχώς τη γυναίκα του, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε ένα με τη γη». Συνών. τον έκανε ένα με το χώμα· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με τη γη·
- τον έφαγε η μαύρη γη, τον πήρε ο θάνατος, πέθανε: «κρίμα, τέτοιον λεβέντη άνθρωπο να τον φάει η μαύρη γη»·
- τον κάνω ένα με τη γη, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «δεν έρχεται πια να πιει μαζί μου, γιατί κάθε φορά τον κάνω ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με τη γη·
- τον ξάπλωσα στη γη, τον χτύπησα και τον έριξα κάτω ή τον τραυμάτισα θανάσιμα, τον σκότωσα: «του ’δωσα μια γροθιά και τον ξάπλωσα στη γη || του ’ριξε δυο πιστολιές και τον ξάπλωσε στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο άγριος ο ταύρος τον καρφώνει και στη γη τον εξαπλώνει
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. συνηθέστ. εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

γκαϊλές

γκαϊλές, ο, ουσ. [<τουρκ. gaile]. α. η στενοχώρια, ο καημός, το βάσανο: «μην τον ενοχλείς, γιατί έχει γκαϊλέ, που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο». β. ο ερωτικός καημός: «έχει γκαϊλέ μ’ αυτή τη γυναίκα».
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν πως είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «άλλον γκαϊλέ δεν είχα να τρέχω για δικές σου υποθέσεις, ενώ εγώ πνίγομαι στα προβλήματα! || αύριο έχουμε να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε να τρέχω σ’ ένα γάμο που δε γνωρίζω το γαμπρό!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «έλα, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλον γκαϊλέ δεν είχα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένον γκαϊλέ τραβάς, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να μην ανακατεύεται, να μην ενδιαφέρεται για τις προσωπικές υποθέσεις των άλλων: «τι σε νοιάζει εσένα, αν χωρίσει ή δε χωρίσει ο τάδε με τη γυναίκα του! Δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς»·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν μαζευτούν πολλοί στο σπίτι του τάδε, εγώ θα φύγω. -Κι είχα έναν γκαϊλέ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα.

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δρόμος

δρόμος, ο, ουσ. [<αρχ. δρόμος (= τρέξιμο) <δραμεῖν, απαρέμφ. αόρ. β΄ του ρ. τρέχω], ο δρόμος. 1. η διάρκεια μιας πορείας: «στο δρόμο για το σπίτι του είπε όλα τα καθέκαστα». 2. η διαδρομή ανάμεσα σε δυο σημεία, η μετάβαση και η επιστροφή: «έκανα πολλούς δρόμους μέχρι να ολοκληρώσω τη μετακόμιση || μου ’μειναν ακόμη δυο δρόμοι για να μεταφέρω όλο το εμπόρευμα». 3. η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: «μπέρδεψα το δρόμο κι άργησα να ’ρθω || δεν μπορώ να βρω το δρόμο για να ’ρθω στο σπίτι σου». 4. το τρέξιμο: «θέλησα να ’ρθω γρήγορα και λαχάνιασα απ’ το δρόμο». 5. ως επιφών. δρόμο! φύγε, φύγετε αμέσως, φύγε, φύγετε γρήγορα. 6. (για μουσική) μελωδικός τρόπος πάνω στον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι.. Συνών. μακάμι. 7. (στη ναυτική γλώσσα) η ταχύτητα του πλοίου: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για μισό δρόμο», δηλ. για ελάττωση της ταχύτητας. 8. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που διακινεί τα λαθραία: «είχα ένα κάρο πράμα στην καβάτζα, αλλά δεν πέρασε ο δρόμος να τα πάρει». Υποκορ. δρομάκος, ο κ. δρομάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 199 φρ.)·
- αγώνας δρόμου, βλ. λ. αγώνας·
- αλλάζουν οι δρόμοι μας, α. παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις: «μέχρι εδώ ήρθαμε μαζί, από δω και πέρα όμως αλλάζουν οι δρόμοι μας». β. χωρίζουμε, διαλύουμε τον ερωτικό ή το φιλικό δεσμό μας, ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας: «μια και δεν μπορέσαμε να κάνουμε χωριό, αλλάζουν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς, δεν ήταν η χαρά για μας. Δάκρυ τα τέλια στάζουνε, οι δρόμοι μας αλλάζουνε
- αλλάζω δρόμο, α. ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά απ’ ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αν δεν αλλάξεις δρόμο, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική. β.ενώ βαδίζω πάνω σε μια οδό, ξαφνικά, αλλάζω κατεύθυνση, επειδή είδα κάποιον, και, κατ’ επέκταση, αποφεύγω συστηματικά να συναντήσω κάποιο άτομο: «μόλις τον βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί του χρωστάει ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. αλλάζω το δρόμο μου·
- αλλάζω το δρόμο μου, παρεκτρέπομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες, άλλαξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, δεν ασχολείται με κάτι, αν δεν έχει οικονομικά κίνητρα, οικονομικά οφέλη: «τις μεγάλες ιδέες τις αφήνει για τους ιδεολόγους, γιατί αυτός, αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που δεν κινείται, όταν δεν πνέει αέρας· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, αν αποτύχεις σε μια δουλειά, ή ζήτα τη συνδρομή κάποιου έμπειρου ή παράτησέ την για να έχεις λιγότερη ζημιά: «στις δουλειές σου πρέπει να είσαι αποφασιστικός κι αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω»·
- αν με φέρει ο δρόμος (μου), αν περάσω συμπτωματικά από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «αν με φέρει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, θα ’ρθω απ’ το σπίτι σου να σε δω»· 
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. φρ. ο μέσος δρόμος·
- άνθρωπος του δρόμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω δρόμο, α. παραμερίζω δεξιά αριστερά το πλήθος, τα εμπόδια με τα χέρια μου και προχωρώ: «άνοιγε δρόμο μέσα στο συνωστισμό και προχωρούσε με κόπο || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ την πυκνή βλάστηση || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ τους εχθρούς και προχωρούσε». (Επαναστατικό τραγούδι: με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις, κάμπους και βουνά, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, της στρώνω βάγια και περνά).β. δημιουργώ πέρασμα σε δύσβατη περιοχή: «μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση». γ. αναπτύσσω ταχύτητα, ιδίως με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα μου: «έξω απ’ την Κατερίνη άνοιξα δρόμο και σε λίγο ήμουν στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. ανοίγω το δρόμο και του ανοίγω το δρόμο·
- ανοίγω νέους δρόμους, α. πρωτοτυπώ, πρωτοπορώ: «στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι, που άνοιξαν νέους δρόμους στην Παιδεία». β. δημιουργώ νέες προοπτικές για πολλούς: «η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δυο κράτη άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο»·
- ανοίγω το δρόμο, α. καθαρίζω το δρόμο από τα εμπόδια που είχε και τον παραδίδω πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα άνοιξαν το δρόμο απ’ τα χιόνια και η συγκοινωνία διεξάγεται ομαλά». β. (για πρόσωπα) είμαι πρωτοπόρος σε έναν τομέα, συμβάλλω στην πρόοδο, στην εξέλιξη, εγκαινιάζω μια νέα συμπεριφορά ή ανακαλύπτω πρώτος κάτι: «πολλοί άξιοι επιστήμονες άνοιξαν το δρόμο στο χώρο της ιατρικής επ’ ωφελεία του ανθρώπου». γ. ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση νωρίτερα από κάποιον άλλον, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί αργότερα και αυτός: «ευτυχώς είχα μια μεγαλύτερη αδερφή, που έβγαινε τα βράδια μέχρι αργά, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο να ξενυχτώ κι εγώ || η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, να κρατούν ανοιχτά τα μαγαζιά τους μέχρι τις πρωινές ώρες»·
- άνοιξε ο δρόμος, α. ελευθερώθηκε από την κυκλοφορία των οχημάτων, παρατηρείται αισθητά ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων: «το πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, στο δρόμο υπήρχε μποτιλιάρισμα, αλλά κατά τις δέκα, όπως μου είπαν, άνοιξε ο δρόμος». β. καθαρίστηκε από τα εμπόδια που είχαν προκύψει και παραδόθηκε πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τους βράχους που έπεσαν απ’ τη διπλανή πλαγιά κι έτσι άνοιξε ο δρόμος»·
- απόμεινε στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. έμεινε στους πέντε δρόμους·
- απομένω στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- αφήνω δρόμο, παραμερίζω: «τον είδα που ερχόταν βιαστικά, γι’ αυτό άφησα δρόμο να περάσει»·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο στο δρόμο: «άφησε στο δρόμο χτυπημένο άνθρωπο κι έφυγε»· βλ. και φρ. πετώ στο δρόμο·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, εγκαταλείπω κάποιον, ιδίως την οικογένειά μου, χωρίς να έχει οικονομικούς πόρους, στέγη και προστασία: «άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόμους κι εξαφανίστηκε με μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες και με άφησες οχ, μέσα στους πέντε δρόμους· μάρτυρες έχω τους γειτόνους
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία: «είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος κι από μικρός βαδίζει το δρόμο του Θεού»·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βαδίζω στον καλό δρόμο·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «όποιος βαδίζει στο δρόμο τον κακό, δεν έχει καλό τέλος»·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βαδίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, ζω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, είμαι νομοταγής: «ποτέ κανένας δε μ’ ενόχλησε, γιατί βαδίζω στο δρόμο τον καλό»·
- βγάζω στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω στο κλαρί, λ. κλαρί·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς) εκτρέπομαι από την ομαλή πορεία μου: «κάποια στιγμή αφαιρέθηκα έτσι όπως οδηγούσα, και βγήκα απ’ το δρόμο»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, εκτρέπομαι από το πρόγραμμά μου: «απ’ τη μέρα που βγήκες απ’ το δρόμο σου, αντιμετωπίζεις συνέχεια προβλήματα»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. φρ. φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι ηθικά ή παύω να είμαι νομοταγής: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι αλήτες, βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- βγαίνω στο δρόμο ή βγαίνω στους δρόμους, διαδηλώνω δυναμικά για κάποιο αίτημά μου ή διαδηλώνω την αντίθεσή μου σε κάτι: «η σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έβγαλε στο δρόμο τους συνταξιούχους, που ζητούν αύξηση των συντάξεών τους || οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί του Ν.Α.Τ.Ο. εναντίον των αμάχων στη Σερβία έβγαλαν στους δρόμους τον κόσμο, αξιώνοντας την κατάπαυση των αεροπορικών επιδρομών». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
- βγαίνω στους δρόμους, περιπλανιέμαι στην πόλη. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· βλ. και φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, α. ακολουθεί σωστή τακτική, προκειμένου να δώσει λύση σε κάτι, να ανακαλύψει κάτι ή να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «ο ανακριτής βρίσκεται σε σωστό δρόμο, όσον αφορά την εξιχνίαση του εγκλήματος || ο αρχιτέκτονας με διαβεβαίωσε πως τα σχέδια βρίσκονται στο σωστό δρόμο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «οι εργασίες βρίσκονται σε σωστό δρόμο»·
- βρίσκεται στο δρόμο, βλ. φρ. είναι στο δρόμο·
- βρίσκεται στο δρόμο για…, βλ. φρ. είναι στο δρόμο για(…)·
- βρίσκω δρόμο, βρίσκω διέξοδο: «αν δεν έβρισκα δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, θα περιπλανιόμασταν ακόμα μέσα στο δάσος»·
- βρίσκω το δρόμο, προσανατολίζομαι, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση: «δεν μπορούσα να βρω το δρόμο μέσα στη νύχτα»·
- βρίσκω το δρόμο μου, α. μετά από ένα διάστημα στην αλητεία ή στην παρανομία, επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, ομαλοποιώ τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε από κείνη την παρέα, βρήκε πάλι το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό, μη νοιάζεσαι τι κάνω. Εκεί που έφτασες δε φτάνω Κλειδώσου πίσω από την πόρτα κι εγώ το δρόμο μου θα βρω). β. κατασταλάζω επαγγελματικά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, νέος είναι ακόμα, θα βρει το δρόμο του»· βλ. και φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- για το δρόμο, οτιδήποτε παίρνει κάποιος για να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια μιας διαδρομής, μιας πορείας: «η μητέρα του του ετοίμασε κάνα δυο σάντουιτς για το δρόμο». (Τραγούδι: το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο). Για τους ανθρώπους της νύχτας και ειδικά για τους μπαρόβιους, είναι γνωστό πως την ώρα που έφευγαν από τα μπαρ έπαιρναν μαζί τους και ένα ποτήρι με ουίσκι για να το πιουν κατά την πορεία τους για κάπου, ιδίως για το σπίτι τους·
- γυναίκα του δρόμου, βλ. λ. γυναίκα·
- γυρίζω στους δρόμους, περιπλανιέμαι άσκοπα εδώ κι εκεί και, κατ’ επέκταση, αλητεύω: «αντί να γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους, στρώσε τον κώλο σου κάτω να περάσεις κανένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα φύγε από δω, με πλήγωσες και σου ζητώ ελεημοσύνη, ζητιάνος τώρα αληθινός γυρνώ στους δρόμους σαν τρελός και σαν χαμίνι
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους, είμαι πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον ξέχασαν όλοι και γυρίζει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις, βάσανα να νιώσω και στερήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου να ’μαι πάντα μοναχός μου, μέσ’ στους πέντε δρόμους να γυρνώ
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. λ. χρήματα·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), α. πληροφορώ, κατατοπίζω κάποιον ποια διεύθυνση να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του: «με σταμάτησε κάποιος άγνωστος και με παρακάλεσε να του δείξω το δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό». β. επιχειρώ πρώτος κάτι καλό και δίνω το παράδειγμα σε άλλους που ακολουθούν να το επαναλάβουν: «η εθνική νέων με τη νίκη της, έδειξε το δρόμο στην εθνική ανδρών»· βλ. και φρ. χαράζω το δρόμο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «πρέπει να καταλάβετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα σας ή μονοιάζετε και μοιράζεστε την περιουσία του ή, αν δε γίνει αυτό, την αφήνει σε κάποιο ίδρυμα. Διαλέγετε και παίρνετε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος). Συνών. δεν υπάρχει άλλος τρόπος·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δουλεύει ο δρόμος, βρίσκεται στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τις πέτρες από τις κατολισθήσεις κι απ’ το μεσημέρι δουλεύει πάλι ο δρόμος»·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, λέγεται για άτομο που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, σε συνεχή πορεία. (Λαϊκό τραγούδι: δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό. Κι όμως ζω και τυραννιέμαι στον δικό της τον καημό). Συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη διήγηση παραμυθιού, και μάλιστα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, προσπάθεια ή επιδίωξη που αντιμετωπίζει ή που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, αλλά ήταν για μένα δρόμος μετ’ εμποδίων». Από το ομώνυμο άθλημα, κατά το οποίο οι δρομείς διατρέχουν μια απόσταση υπερπηδώντας παράλληλα και κάποια εμπόδια·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, κατάσταση που οδηγεί στη σίγουρη καταστροφή: «ο δρόμος των ναρκωτικών είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή»·
- δρόμος χωρίς τέλος, κατάσταση που διαιωνίζεται αρνητικά: «η χαρτοπαιξία είναι ένας δρόμος χωρίς τέλος»·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα) πέταξέ το, αχρήστευσέ το: «δώσ’ το δρόμο αυτό το ρολόι, που είναι απ’ τον καιρό του Νώε!»·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα) διώξ’ τον, διώξ’ την: «αφού είναι μεθύστακας, δώσ’ τον δρόμο! || αφού δεν ταιριάζετε δώσ’ την δρόμο!»·
- δώσ’ του δρόμο! φύγε, απομακρύνσου γρήγορα: «δώσ’ του δρόμο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
- είμαι στο δρόμο, α. βρίσκομαι σε κίνηση, σε πορεία, βαδίζω σε κάποιον δρόμο, και, κατ’ επέκταση, έρχομαι, πηγαίνω: «δεν μπορούσα να σε ειδοποιήσω, γιατί ήμουν στο δρόμο || θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι στο δρόμο για τη δουλειά». β. δεν έχω δουλειά, δεν έχω θέση εργασίας: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο, είμαι στο δρόμο». γ. δεν έχω σπίτι να μείνω μόνιμα: «μετά απ’ τους σεισμούς είμαι στο δρόμο, γιατί το σπίτι μου κρίθηκε κόκκινο και κοιμάμαι πότε στον έναν και πότε στον άλλον»·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βρίσκομαι στη σωστή πορεία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά τώρα είμαι στο σωστό δρόμο και η υπόθεσή μου εξελίσσεται κανονικά»·
- είμαι στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους και πάμφτωχος, είμαι χωρίς στέγη και προστασία: «έπεσαν έξω οι δουλειές μου, με χώρισε η γυναίκα μου, με ξέχασαν οι φίλοι μου και τώρα είμαι στους πέντε δρόμους»·
- είναι ανοιχτός ο δρόμος, α. δεν έχει εμπόδια, μπορεί κανείς να τον περάσει ελεύθερα, μπορεί κανείς να τον διαβεί άφοβα: «μόλις έστριψαν τη γωνία, το ’βαλαν στα πόδια, γιατί ήταν ανοιχτός ο δρόμος || τ’ αυτοκίνητα κινούνται ομαλά, γιατί είναι ανοιχτός ο δρόμος». β. υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προβλέπεται καλή εξέλιξη: «τέλειωσε εσύ τις σπουδές και μην ανησυχείς, γιατί μετά είναι ανοιχτός ο δρόμος»·
- είναι από δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μόλις έχει επιστρέψει από κάπου μακριά, από κάποιο ταξίδι: «αφήστε τον άνθρωπο λίγο να ξεκουραστεί, γιατί είναι από δρόμο»·
- είναι για δρόμο, α.(για πρόσωπα) είναι έτοιμος να αναχωρήσει για κάπου: «είναι στο δωμάτιό του κι ετοιμάζει τη βαλίτσα του, γιατί είναι για δρόμο». β. έχω την πρόθεση να διώξω από κοντά μου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ όλη την παρέα μας είναι για δρόμο ο τάδε, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. το ’χω για δρόμο·
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι ένας του δρόμου, (για άντρες) δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, του αρέσει να γυρίζει μέσα στους δρόμους, και, κατ’ επέκταση, είναι αλήτης: «τον τελευταίο καιρό τον βλέπω σπάνια, γιατί κάνει παρέα με τον τάδε, που είναι ένας του δρόμου»·
- είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι μια του δρόμου, (για γυναίκες) είναι πόρνη: «άφησε την τάδε, που είναι κορίτσι, από σπίτι και τα ’φτιαξε με κείνη την άλλη, που είναι μια του δρόμου»·
- είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενέργειας για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αποτελεί μονόδρομο: «απεργία είναι ο μόνος δρόμος για την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας». Πρβλ.: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα)·
- είναι στο δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έρχεται ή πηγαίνει κάπου: «θ’ αργήσει να ’ρθει ο τάδε; -Είναι στο δρόμο || θα πρέπει να φτάσει όπου να ’ναι, γιατί είναι στο δρόμο»·
- είναι στο δρόμο για…, πηγαίνει, κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «έφυγε πριν από ώρα απ’ το σπίτι και τώρα σίγουρα θα είναι στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη»·
- είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έμεινα στο δρόμο, (για οδηγούς αυτοκινήτων) σταμάτησα την πορεία μου υποχρεωτικά από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου μου ή από άλλη αιτία: «όπως ερχόμουνα απ’ τα Μουδανιά, έμεινα στο δρόμο από σαζμάν || έμεινα στο δρόμο από βενζίνα»·
- έμεινε στο δρόμο, (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε: «μετά την πρώτη στροφή των Μουδανιών τ’ αμάξι μου έμεινε στο δρόμο από διαφορικό»·
- έμεινε στους πέντε δρόμους, έμεινε ολομόναχος, πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «κάποτε είχε λεφτά με ουρά, αλλά τα ’χασε όλα στα χαρτιά κι έμεινε στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται! Από φίλους παρανόμους, έμεινε στους πέντε δρόμους!)· βλ. και φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- ένα τσιγάρο δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια, και που διαρκεί όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι μακριά, μπορώ να σου πω ότι είναι ένα τσιγάρο δρόμος»·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, κατοικούμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε γείτονες, τα σπίτια μας είναι αντικριστά: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μας χωρίζει ένας δρόμος»·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βρίσκομαι ακόμα πολύ μακριά από τον προορισμό μου, χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια ακόμα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη || μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να πάρω το πτυχίο μου»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- και πάρε και δρόμο! επιτείνει την έκφραση πάρε δρόμο! (βλ. φρ.). (Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο,και τράβα στο καλό
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), (συμβουλευτικά) δεν πρέπει να φεύγεις χωρίς να μετρήσεις μπροστά του τα χρήματα που σου έδωσε κάποιος από κάποια συναλλαγή σας, γιατί, ως γνωστό, εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· βλ. και λ. ταμείο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- καινούριος δρόμος, το νέο ξεκίνημα, η νέα αρχή, ο νέος προσανατολισμός: «κατάλαβε πως με τις αλητείες δεν είχε προκοπή, γι’ αυτό ξεκίνησε έναν καινούριο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: το παρελθόν το πονηρό το βλέπω με τρόμο, θέλω να ζήσω να χαρώ σ’ έναν καινούριο δρόμο
- καλό δρόμο! ευχή σε κάποιον που αποχωρεί από κάπου για να πάει στο σπίτι του ή ευχή σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε ή άντε και·
- κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδιο ή παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στο δρόμο που βαδίζει κάποιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον διαβεί: «με τις κατολισθήσεις έπεσαν πολλά βράχια κι έκλεισαν το δρόμο για τρεις μέρες || έχουν κλείσει οι αστυνόμοι τους κεντρικούς δρόμους, γιατί περιμένουν επισήμους || οι στρατιώτες μας έκλεισαν το δρόμο στον εχθρό και σταμάτησαν την προέλασή του»· βλ. και φρ. του κλείνω το δρόμο·
- κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη πορεία για να φτάσω στον προορισμό μου: «άφησε τη δημοσιά κι έκοψε δρόμο μεσ’ απ’ το δάσος»·
- κόβω το δρόμο, βλ. φρ. κλείνω το δρόμο·
- μ’ άφησε δρόμους, με προσπέρασε και προηγείται κατά πολύ: «με τέτοια αυτοκινητάρα που έχει, πώς να μη μ’ αφήσει δρόμους!»·
- μ’ άφησε στο δρόμο, α. (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη, ακινητοποιήθηκε: «θα πάω τ’ αυτοκίνητο για σέρβις, γιατί προχτές, όπως γυρνούσα απ’ τα Μουδανιά, μ’ άφησε στο δρόμο». β. (για πρόσωπα) με εγκατέλειψε αβοήθητο: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με την πρώτη δυσκολία μ’ άφησε στο δρόμο»· βλ. και φρ. αφήνω στο δρόμο (κάποιον)·
- μ’ έριξε στο δρόμο, με εγκατέλειψε και με άφησε αβοήθητο και άστεγο: «μόλις μου ’φαγε τα λεφτά μ’ έριξε στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κι αν καταστράφηκα, θα ξαναγίνω πάλι. Κι αν τη ζωή μου χάλασα και μ’ έριξες στο δρόμο, σαν παλικάρι θα σταθώ στου χωρισμού τον πόνο
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, κουράστηκα υπερβολικά περπατώντας, ιδίως ψάχνοντας, να βρω κάποιον ή κάτι: «μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να σε βρω || μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να βρω τη διεύθυνσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθα προχτές με το Μηνά για να σ’ αλλάξω γνώμη, μα δεν σε βρήκα πουθενά και μ’ έφαγαν οι δρόμοι)· βλ. και φρ. με τρώνε οι δρόμοι·
- μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, επιτείνει της έννοια της παραπάνω φρ.: «μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα λάθος και σου ζήτησα συγνώμη. Έκανα λάθος και μετάνιωσα πολύ. Γιατί μ’ αφήνεις να με φάν’ οι πέντε δρόμοι μη με κρατάς μακριά απ’ το φιλί
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), α. παρέχω σε κάποιον προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του απ’ το δρόμο, όταν χρεοκόπησε, θα πέθαινε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». (για γονείς) βρίσκω το παιδί μου που παίζει στο δρόμο και το φέρνω στο σπίτι: «επειδή βράδιασε, βγήκε να μαζέψει απ’ το δρόμο το γιο της». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις, είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα).β. βρίσκω τυχαία κάτι στο δρόμο και το παίρνω: «όπως ερχόμουν, μάζεψα απ’ το δρόμο έναν αναπτήρα»·
- με πέταξαν στο δρόμο, με έδιωξαν απροκάλυπτα από τη δουλειά μου, από τη θέση εργασίας που κατείχα: «επειδή δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του εργοστασίου, με πέταξαν στο δρόμο μαζί με δέκα άλλους»·
- με πέταξε στο δρόμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ή του καταστήματος που είχα με ενοίκιο, με έκανε εκβιαστικά έξωση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα να του δώσω την αύξηση που μου ζητούσε στο νοίκι, με πέταξε στο δρόμο»·
- με τρώνε οι δρόμοι, χάνω πολύτιμο χρόνο από κάτι, επειδή αναγκάζομαι να διανύω μεγάλες αποστάσεις: «η δουλειά μου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση απ’ το σπίτι μου και, κάθε μέρα δουλειά σπίτι, με τρώνε οι δρόμοι»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- με φέρνει ο δρόμος, περνώ συμπτωματικά, τυχαία από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «δε θέλω να ’χεις παράπονο, γιατί κάθε φορά που με φέρνει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, έρχομαι και σε βλέπω»·
- μεγαλώνω στους δρόμους, ζω χωρίς οικογενειακή φροντίδα και προστασία: «από μικρό παιδί μεγάλωσε στους δρόμους κι όμως έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μένω στο δρόμο, α. βρίσκομαι χωρίς εργασία, χωρίς δουλειά: «πολύ θα μείνουν στο δρόμο με την οικονομική κρίση που έρχεται». β. δεν έχω μόνιμη κατοικία, μόνιμη στέγη: «μετά απ’ τους σεισμούς, μένω στο δρόμο, γιατί γκρεμίστηκε το σπίτι μου και κοιμάμαι πότε στη μάνα μου και πότε στον αδερφό μου»· βλ. και φρ. μ’ άφησε στο δρόμο·
- μένω στους δρόμους, βλ. φρ. μένω στους πέντε δρόμους·
- μένω στους πέντε δρόμους, μένω πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, μένει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: στους πέντε δρόμους έμεινα και σπίτι δε γνωρίζω. Μάνα μου που σε πίκρανα και σ’ είχα φαρμακώσει, τ’ ήσουν για μένα στη ζωή αργά το έχω νιώσει
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. συνηθέστ. ένα τσιγάρο δρόμος·
- μπαίνω στο δρόμου μου, βλ. φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- μπαμπάκι ο δρόμος σου! βλ. λ. μπαμπάκι·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. φρ. βρίσκεται σε σωστό δρόμο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) μετά από ένα διάστημα δυσκολιών εξελίσσεται κανονικά, εξελίσσεται ομαλά: «στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τη δουλειά μου, αλλά τώρα μπήκε στο δρόμο της»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από τον τόπο ή από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι, μας είναι αδιάφορη η φυγή σου, η αποχώρησή σου·
- ο δρόμος που γελάει, χαρακτηρισμός παγωμένου δρόμου: «να φοβάσαι το δρόμο που γελάει και οδηγείς με μεγάλη προσοχή»·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού·
- ο δρόμος της αμαρτίας, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή που δε συμβαδίζει με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος της αμαρτίας οδηγεί στο πυρ το εξώτερο»·
- ο δρόμος της απωλείας, βλ. φρ. ο δρόμος της αμαρτίας·
- ο δρόμος της αρετής, η ηθική ως επιλογή ζωής: «πολλοί τον αναφέρουν, αλλά λίγοι είναι αυτοί που περπατούν το δρόμο της αρετής»·
- ο δρόμος της αρετής και της κακίας, ο δρόμος της ηθικής και της διαφθοράς ως δίλημμα στη ζωή του ανθρώπου. Από την ελληνική μυθολογία. Πρβλ.: μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο δρόμος της ζωής, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή: «ο δρόμος της ζωής έχει πολλές δυσκολίες». (Λαϊκό τραγούδι: χαράματα γεννήθηκα, χαράματα πεθαίνω. Εδώ τελειώνει φαίνεται ο δρόμος της ζωής μου, ο στεναγμός, τα δάκρυα, το δράμα της ψυχής μου
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, στη ζωή του κανείς δε γνωρίζει μόνο επιτυχίες: «πρέπει να φιλοσοφήσεις αυτή την αποτυχία σου, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, στη ζωή του αντιμετωπίζει κανείς δυσκολίες, στενοχώριες: «πρέπει να ’σαι συγκεντρωμένος κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τα χειρότερα, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα»·
- ο δρόμος της κακίας, η ανηθικότητα ως επιλογή ζωής: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της κακίας, δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος της καμήλας, βλ. λ. καμήλα·
- ο δρόμος της παρανομίας, η παρεκτροπή από τη νομιμότητα: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της παρανομίας συνήθως δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος του Θεού, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος του Θεού, οδηγεί στην αιώνια ζωή»·
- ο δρόμος του κακού, η κακία ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του κακού είναι η κόλαση της επίγειας ζωής»·
- ο δρόμος του καλού, η καλοσύνη ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του καλού προσφέρει ευτυχία και γαλήνη σ’ αυτόν που τον ακολουθεί»·
- ο δύσκολος δρόμος, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή με προβλήματα, με δυσχέρειες: «όταν βρισκόμουν στο δύσκολο δρόμο, κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα
- ο ίσιος δρόμος, ο τίμιος δρόμος της ζωής: «άφησε τις κακές παρέες του και ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι της μάνας τ’ όνομα αγάπη και λατρεία, ο ίσιος δρόμος στη ζωή, η ζεστασιά στα κρύα
- ο κακός δρόμος, η πορεία του ανθρώπου μέσα στην αλητεία, την παρανομία: «ο κακός δρόμος έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- ο καλός δρόμος, βλ. φρ. ο ίσιος δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό)·
- ο μεγάλος δρόμος, η κεντρική λεωφόρος ή η εθνική οδός: «στο τρίτο στενό, όπως πας, θα στρίψεις αριστερά και θα βγεις στο μεγάλο δρόμο || στο μεγάλο δρόμο τ’ αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω τις κούρσες να περνούν απ’ το μεγάλο δρόμο και συ το ξέρω πως γελάς με το δικό μου πόνο
- ο μέσος δρόμος, τακτική, δράση που αποφεύγει τις ακραίες καταστάσεις: «για να μην έχουμε συγκρούσεις, ενδείκνυται ο μέσος δρόμος»·
- ο παράνομος δρόμος, βλ. φρ. ο δρόμος της παρανομίας. (Λαϊκό τραγούδι: στους δρόμους τους παράνομους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- ο στραβός δρόμος, α. η παρεκτροπή από τη νομιμότητα, η παρανομία, η αλητεία ως επιλογή ζωής: «στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι στο στραβό δρόμο, αργότερα θα χτυπάει το κεφάλι του». β. ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, η λανθασμένη στάση: «ξανασκέψου το θέμα κι άφησε το στραβό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν μ’ έκανε το πείσμα σου να κλάψω, μα το στραβό το δρόμο σου δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω
- ο τίμιος δρόμος, ο ενστερνισμός της τιμιότητας και της δικαιοσύνης στην πορεία της ζωής: «ο τίμιος δρόμος ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου»·
- ο τρίτος δρόμος, α. (ιδίως στην πολιτική) η εναλλακτική λύση, μια άλλη πολιτική επιλογή προς το σοσιαλισμό: «ο τρίτος δρόμος είναι η πιο σωστή επιλογή για την ομαλή μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». β. (γενικά) η εναλλακτική λύση: «σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος για να λύσετε τις διαφορές σας»·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), λέγεται στην περίπτωση που, όποια διαδικασία και αν χρησιμοποιήσει κάποιος, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: «επειδή δυσκόλεψαν τα πράγματα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην περικοπή των εξόδων || δεν έχουμε επιλογή ενέργειας, γιατί όπως βλέπετε, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». (Λαϊκό τραγούδι: πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα π’ αγαπάω). Αναφορά στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του τότε γνωστού κόσμου·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- παιδί του δρόμου, το αλητόπαιδο: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου»·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. συνηθέστ. παίρνω κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο)·
- παίρνω δρόμο, φεύγω, α. αποχωρώ από ένα χώρο ή από μια συντροφιά: «παιδιά, εγώ παίρνω δρόμο, γιατί άργησα». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω δρόμο και δρομάκι κλαίγοντας στο γυρισμό κι έγινε πικρό φαρμάκι το κρασί τ’ αποψινό). β. φεύγω γρήγορα, το βάζω στα πόδια: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, πήρε δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ -της λέω- και γελά, παίρνει δρόμο και δε μου μιλά).γ. απολύομαι, εκδιώκομαι από την εργασία μου: «σε προειδοποιώ πως, αν ξανακάνεις κοπάνα, θα πάρεις δρόμο». δ. (για ερωτική σχέση) διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, φεύγω ή με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου αντιμιλάει, πήρα δρόμο || ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και πήρα δρόμο»·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. φρ. παίρνω καλό δρόμο·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, καταλήγω να ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «έμπλεξε με τους αλήτες και πήρε τον κακό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζητάς να φύγω χωρίς να το σκεφτώ, γιατί μπορεί να πάρω το δρόμο τον κακό
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, επιλέγω να ζήσω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, να είμαι νομοταγής: «όποιος παίρνει τον καλό δρόμο, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- παίρνω το δρόμο, κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο δε σταματώ δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω και η καρέκλα ζητάει λεφτά). Πολλές φορές, ιδίως σε διηγήσεις παραμυθιών, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη πορεία που ξεκινάει ο ήρωας για να φτάσει κάπου, υπάρχει και ο εξής τύπος; Παίρνω το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι·
- παίρνω το δρόμο μου, κατασταλάζω σε αυτό με το οποίο θέλω πραγματικά να ασχοληθώ επαγγελματικά στη ζωή μου και το θέτω σε ενέργεια: «τώρα που έμαθε τη δουλειά και πήρε το δρόμο του, είμαι ήσυχος γι’ αυτό το παιδί»·
- παίρνω το δρόμο πίσω, επιστρέφω: «μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, πήρε το δρόμο πίσω για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: στο τζάκι της αγάπης μας, σκάλισε πριν να σβήσω, κι αν βρεις μια σπίθα μόνο μια, να καίει για μένα στη γωνιά, πάρε το δρόμο πίσω
- παίρνω τους δρόμους, α. περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους, ιδίως για να βρω κάποιον: «μόλις έφτασε στην πόλη του, πήρε τους δρόμους να βρει τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τους δρόμους μια βραδιά και τους γνωστούς ρωτούσα για το κορίτσι μου που αγαπούσα στην Ελευσίνα μια φορά ). β. ξεκινώ μια περιπλάνηση, μια αναζήτηση χωρίς να ξέρω πού πάω ή τι ψάχνω, φεύγω από κάπου: «το δήλωσα καθαρά, θα πάρω τους δρόμους κι όπου με βγάλει η τύχη μου». γ. τρελαίνομαι: «μόλις έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερού του φίλου, πήρε τους δρόμους»·
- πάνω στο δρόμο, εντελώς στην άκρη, πλάι στο δρόμο, πολύ κοντά στο δρόμο: «το σπίτι του βρίσκεται πάνω στο δρόμο και δεν μπορεί να κοιμηθεί απ’ τη φασαρία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακριβώς και παρατηρείται χειρονομία με την οποία, η παλάμη, κινείται με την κόψη της προς τα κάτω, δείχνοντας, υποτίθεται, το ακριβές σημείο·
- παράλληλοι δρόμοι, επαγγελματική, πολιτική ή άλλη πορεία που συμβαδίζει με τα ενδιαφέροντα κάποιου άλλου: « εμείς οι δυο πρέπει να συνεννοούμαστε και να υποστηριζόμαστε, γιατί βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους»· 
- πάρε δρόμο! (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάρε δρόμο, γιατί θα φας μπάτσες!»·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, από όπου περνάει προκαλεί το δέος, γιατί είναι πολύ γενναίος: «αυτός, αγόρι μου, να φοβηθεί! Αυτός πατάει και τρέμει ο δρόμος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τα Βουρλά κατσιρματζής, αντάμης και κοντραμπατζής και της Τουρκιάς ο τρόμος, καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θολό βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
- περαστικός δρόμος, δρόμος πολυσύχναστος: «το σπίτι μου είναι σ’ έναν περαστικό δρόμο και δεν μπορώ να βρω ησυχία»·
- πετώ στο δρόμο (κάποιον), α. κάνω σε κάποιον εκβιαστικά έξωση: «είναι τόσο σκληρός άνθρωπος, που, αν του καθυστερήσεις ένα μήνα το νοίκι, δεν το ’χει σε τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο». β. αφήνω κάποιον χωρίς στέγη και οικονομική βοήθεια: «για μια πεταλουδίτσα της νύχτας, πέταξε στο δρόμο γυναίκα και παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα κουρέλι πια σωστό, αφού με έχεις κάνει, στους πέντε δρόμους με πετάς κι άλλης κοιτάς φουστάνι).γ. (για χρήματα) τα κατασπαταλώ: «βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του και τα πετάει στο δρόμο». δ. (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω: «πέταξα στο δρόμο το ψυγείο μας κι αγόρασα καινούριο»·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ.λ. σκυλί·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, α. λέγεται για άνθρωπο που μπήκε στην παρανομία, που ζει στην αλητεία, στη διαφθορά: «από τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, πήρε το στραβό δρόμο». β. (για υποθέσεις, δουλειές, επιχειρήσεις) πήρε δυσάρεστη τροπή, εξελίχθηκε άσχημα χωρίς να το περιμένουμε: «η υπόθεση ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά πήρε στραβό δρόμο και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας στα δικαστήρια || απ’ την αρχή φάνηκε πως η δουλειά πήρε το στραβό δρόμο και τώρα που ξυπνήσαμε δε γίνεται τίποτα»·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω κάποιον ή κάτι: «άργησε να γυρίσει η κόρη του στο σπίτι κι έπιασε τους δρόμους να τη βρει || έπιασα τους δρόμους να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά δεν το βρήκα πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγε έφυγε, έφυγε την έχω χάσει και γυρνώ και ρωτώ και τους δρόμους έχω πιάσει
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «μωρέ, φουκαρά μου, ποιος δρόμος σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα με τις οικονομικές συμβουλές μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δρόμος σ’ έφερε στην αγκαλιά μου να κλάψεις και να πληγωθείς, μέσα στην άπονη, σκληρή καρδιά μου μονάχα δάκρυα θα βρεις).Συνών. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)· 
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιο λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ(;)·    
- σέρνομαι στους δρόμους, κυκλοφορώ εξαθλιωμένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σέρνεται στους δρόμους σαν τον τελευταίο αλήτη || κάθε βράδυ γίνεται τύφλα και σέρνεται στους δρόμους, μέχρι να βρει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλή βροχή, ψιλή βροχή κι εσύ κοιμάσαι μοναχή κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι κι από τ’ αγιάζει δέρνομαι
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, στη μέση μιας διαδρομής ή μιας προσπάθειας: «ξεκίνησα για τη Χαλκιδική, αλλά στα μισά του δρόμου έμεινα από βενζίνη || η δουλειά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αλλά στα μισά του δρόμου άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- στη μέση του δρόμου, σε ανοιχτό, σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο: «τον έπιασε στη μέση του δρόμου και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- στο δρόμο, καθώς πηγαίνω ή έρχομαι από κάπου: «γύρισα στο σπίτι, γιατί στο δρόμο για το γραφείο μου αντιλήφθηκα πως δεν είχα πάρει μαζί μου το πορτοφόλι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί, κι αν μου κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. χρήματα·
- την (τον) δίνω δρόμο, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της (του), την (τον) διώχνω: «αφού δεν έλεγε ν’ αφήσει την γκρίνια της, την έδωσα δρόμο κι ησύχασα || αφού δεν εννοούσε να κόψει το ποτό, τον έδωσα δρόμο και βρήκα την υγειά μου»·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική, της δίνω δρόμο»·
- το δίνω δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω, το πετώ, το πουλώ: «ήταν παλιό το ψυγείο μας και το ’δωσα δρόμο || ήταν τόσο παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, που το ’δωσα δρόμο»·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) περνάει από αυτό η χάραξη κάποιου νέου δρόμου οπότε απαλλοτριώνεται: «είχα ένα σπιτάκι σε κείνη την περιοχή, αλλά το πήρε ο δρόμος». (Τραγούδι: τρεις φωνές στο σύρμα μου κι ένας τροχονόμος, κι ό,τι είχα κτήμα μου μου το παίρνει ο δρόμος)· 
- το ’χω για δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) έχω την πρόθεση να το αχρηστεύσω, να το πετάξω ή να το πουλήσω: «αν θες μπορείς να πάρεις αυτό το κομοδίνο, γιατί το ’χω για δρόμο»·
- τον αφήνω δρόμους, τον ξεπερνώ κατά πολύ σε μια αναμέτρηση ταχύτητας είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο: «θέλησε να παραβγούμε στο τρέξιμο και τον άφησα δρόμους || παραβγήκαμε με τ’ αυτοκίνητά μας και τον άφησα δρόμους»·
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, τον οδηγώ στον ηθικό, στον τίμιο δρόμο της ζωής, τον βγάζω από την παρανομία όπου ζει: «εσένα σε υπολογίζει, γι’ αυτό είσαι ο μόνος που μπορείς να τον τραβήξεις απ’ την αλητεία και να τον βάλεις στον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, τον οδηγώ στην παρανομία: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και τον έβγαλαν απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω στο δρόμο, του κάνω έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «επειδή ήταν κακοπληρωτής, τον έβγαλα στο δρόμο»·
- τον βρήκες το δρόμο; ειρωνική έκφραση σε άτομο, που μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι του·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, καταστράφηκε, ιδίως από την άστατη ζωή που έκανε: «έμπλεξε στην αλητεία και τον έφαγαν οι δρόμοι». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγεις πριν καταστραφείς, είναι νωρίς ακόμη, προτού να γίνεις θύμα μου, προτού σε φαν’ οι δρόμοι)· βλ. και φρ. τον τρώνε οι δρόμοι·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πετώ στο δρόμο, α. τον διώχνω, τον απολύω από την επιχείρησή μου, από τη δουλειά μου: «μόλις δει πως κάποιος εργάτης δεν του κάνει, τον πετάει στο δρόμο». β. του κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «δεν του έδινε την αύξηση που του ζητούσε και τον πέταξε στο δρόμο»·
- τον τρώνε οι δρόμοι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μετακινείται συνεχώς για λόγους δουλειάς, πράγμα που τον καταπονεί: «είναι πλασιέ και όλη τη μέρα τον τρώνε οι δρόμοι, για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, τον βγάζω από την παρανομία και τον οδηγώ στον τίμιο δρόμο της ζωής: «χάλασε πολύ αυτό το παιδί και κανείς δεν μπορεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πονάς και βασανίζεσαι, κουτή, και προσπαθείς στον ίσιο δρόμο να με φέρεις,της αμαρτίας έχω πάρει το στρατί, γι’ αυτό για μένα άδικα μην υποφέρεις
- του ανοίγω το δρόμο, α. του προετοιμάζω το έδαφος για να επιτύχει κάτι: «ο πεθερός του του ανοίγει το δρόμο για να γίνει βουλευτής» β. τον βοηθάω να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, τον βγάζω από τις δυσκολίες του: «αν δεν του άνοιγα εγώ το δρόμο να ξεφύγει, θα ήταν ακόμα στην πρέζα»·
- του αφήνω (το) δρόμο, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη για να περάσει αυτός που με ακολουθεί, ιδίως με το αυτοκίνητό του: «μου αναβόσβηνε συνέχεια τα φώτα του για να περάσει, γι’ αυτό κι εγώ του άφησα το δρόμο»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω δρόμο (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική του δίνω δρόμο»·
- του δίνω δρόμο, φεύγω από κάπου με ταχύτητα: «μόλις είδα να ’ρχονται οι αστυνομικοί, του ’δωσα δρόμο»· - του κάνω δρόμο, παραμερίζω το πλήθος δεξιά αριστερά με τα χέρια μου για να περάσει κάποιος: «μπήκε μπροστά και του άνοιγε το δρόμο μέσ’ στο συνωστισμό»· βλ. και φρ. του αφήνω (το) δρόμο·
- του κλείνω το δρόμο, α. τον εμποδίζω, διακόπτω με το σώμα μου ή με κάποιο άλλο μέσο την πορεία του: «όταν οι αστυνομικοί έμαθαν πως ο δραπέτης κινούνταν με κλεμμένο αυτοκίνητο προς τη Θεσσαλονίκη, τοποθέτησαν μια νταλίκα πάνω στο οδόστρωμα και του ’κλεισαν το δρόμο || οι αγρότες, μόλις πληροφορήθηκαν πως κατέφθαναν οι αστυνομικοί με τις κλούβες, τοποθέτησαν πάνω στο οδόστρωμα κορμούς δέντρων και τους έκλεισαν το δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως θίξανε και στραπατσαριστήκαν). β. ενεργώ, επεμβαίνω ανασταλτικά στην εξέλιξη κάποιου, τον μπλοκάρω: «αυτό το πάθος του για τα χαρτιά, θα του κλείσει το δρόμο για το βουλευτιλίκι»·
- του κόβω το δρόμο, βλ. φρ. του κλείνω το δρόμο·
- τους βγάζω στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω υποχρεωτικά έξωση:  «επειδή χρειαζόμουν το διαμέρισμα για την κόρη μου που παντρεύτηκε, τους έβγαλα στο δρόμο»·
- τους πετώ στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα που τους νοικιάζω: «επειδή είχαν δυο σκυλιά μέσ’ στο διαμέρισμα και ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους, τους πέταξα στο δρόμο»·
- τραβώ το δρόμο μου, α. ακολουθώ το δικό μου τρόπο ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ το δρόμο μου τραβώ μ’ ένα παράπονο πικρό και λέω δεν πειράζει ). β. φεύγω από κάπου ή από κάποιον, διακόπτω μια σχέση, αρχίζω νέα ζωή: «διαρκώς την απειλούσε πως θα τραβήξει το δρόμο του || χώρισαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει· την προσβολή σου δε θα τη δεχτώ· δεν αντέχω, κυρά μου, δε βαστώ και το δρόμο μου τραβώ). γ. ασχολούμαι με την πρόοδο της δουλειάς μου ή των διάφορων υποθέσεών μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε απ’ τις παλιοπαρέες, τραβάει το δρόμο του και προκόβει μια χαρά»·
- τρέχω στους δρόμους, βρίσκομαι σε διαρκές τρέξιμο αναζητώντας κάποιον ή κάτι: «απ’ το πρωί τρέχει ο καημένος στους δρόμους να βρει λεφτά για να καλύψει την επιταγή του || μόλις έμαθε πως ήρθε ο φίλος του στην πόλη μας, τρέχει στους δρόμους να τον βρει». (Λαϊκό τραγούδι: με πνίγει απόψε η μοναξιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά· τρέχω στους δρόμους, εδώ κι εκεί, κανείς δεν ξέρει πού να ’σαι εσύ
- τριγυρνώ στους δρόμους, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους: «επειδή δεν έχει δουλειά, όλη τη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ,μπρος στου παραθύρου σου τη γρίλια τις θλιμμένες ώρες μου περνώ
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «απ’ τη στιγμή που δεν τα συμφωνήσαμε, υπάρχει κι άλλος δρόμος να βρω το δίκιο μου». β. πολλές φορές, λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, σου λέω να φυλάγεσαι, γιατί υπάρχει κι άλλος δρόμος». Συνών. υπάρχει κι άλλος τρόπος·
- φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. φρ. βγαίνω απ’ το δρόμο·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, απομακρύνομαι από τη χριστιανική διδασκαλία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ εκείνον τον αλήτη, έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: ξέφυγα, ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο,σου ’δωσα μανούλα μου τον πιο μεγάλο πόνο)·
- χάνω το δρόμο (μου), α. αποπροσανατολίζομαι: «μπλέχτηκα μέσα σε κάτι στενάκια κι έχασα το δρόμο μου». β. βγαίνω από τη σωστή πορεία της ζωής μου: «με τόσα προβλήματα που είχε, πώς να μη χάσει το δρόμο του ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα το χάσεις,καρδιά μου μοναχή
- χαράζω νέους δρόμους, βλ. φρ. ανοίγω νέους δρόμους·
- χαράζω το δρόμο, επιχειρώ πρώτος κάτι νέο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο ή ριζοσπαστικό και με μιμούνται οι άλλοι, πρωτοπορώ: «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»·
- χαράζω το δρόμο μου, προδιαγράφω ή αποφασίζω κάποια πορεία μου, ιδίως επαγγελματική: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στην ιατρική σχολή, χάραξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μα η βαριά μου η ειρκτή πολλά μ’ έχει διδάξει, έμαθα πώς να συγχωρώ, γι’ αυτό και δεν την τιμωρώ, ας φύγει και το δρόμο της μονάχη ας χαράξει
- χωρίζουν οι δρόμοι μας, α. ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας, χωρίζουμε: «ένα διάστημα ζούσαμε χωρίς προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισαν οι γκρίνιες χώρισαν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: με πλήγωσε ο χωρισμός κι ο πόνος έγινε καημός, οι δρόμοι μας χωρίσαν, τα μάτια μου δακρύσαν). β.διακόπτουμε αναγκαστικά μια φιλία ή μια συνεργασία: «κάποτε κάναμε πολλή παρέα, αλλά απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκε σ’ άλλη πόλη, χώρισαν οι δρόμοι μας». γ. ακολουθούμε ξεχωριστή οδική πορεία, γιατί έχουμε διαφορετικό προορισμό: «εγώ θέλω να πάω στη Νομαρχία, αλλά, αφού εσύ θέλεις να πας στο Δημαρχείο που είναι στην αντίθετη πλευρά χωρίζουν οι δρόμοι μας»·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! α. ευχή που δίνουμε σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι ή που ξεκινάει κάποια δουλειά, με την έννοια να μη συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πορεία του, να του έρθουν όλα εύκολα, όλα ευνοϊκά: «την Κυριακή λέω να πάω μέχρι το χωριό να δω τους συγγενείς μου. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! || τον άλλο μήνα ξεκινάω μια καινούρια δουλειά. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας απειλεί πως θα αποχωρήσει από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε ή από κάποια κοινή προσπάθεια, όταν μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του. Από το ότι το γυαλί έχει λεία επιφάνεια και δε συναντά κανένα εμπόδιο ή καμιά δυσκολία το άτομο που πορεύεται σε παρόμοιο δρόμο. Συνών. μπαμπάκι ο δρόμος σου!   

εαυτός

εαυτός, ο, αυτοπαθ. αντων. [<μσν. ἑαυτός <αρχ. ἑαυτοῦ], ο εαυτός· στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού δηλώνει πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και πάσχει ταυτόχρονα: «δεν κάνει άλλο από το να τιμωρεί τον εαυτό του». Υποκορ. εαυτούλης, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αφ’ εαυτού μου (σου, του κ.λπ.), με δική μου (σου, του κ.λπ.) πρωτοβουλία, χωρίς να μου υποδείξει ή να με πιέσει κανένας: «ό,τι έκανα, το ’κανα αφ’ εαυτού μου || το ευχάριστο είναι ότι ήρθε αφ’ εαυτού του να μου ζητήσει συγνώμη»· 
- αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου ή αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, συμπεριφέρομαι αυθόρμητα και φυσικά: «οι πιο πολλοί άνθρωποι πάνω στο γλέντι αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο και παρουσιάζουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα»· 
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. φρ. γίνομαι εκτός εαυτού·
- βιάζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου για να πετύχω ή για να τελειώσω κάτι, βάζω τα δυνατά μου, κάνω τ’ αδύνατα δυνατά: «επειδή δε μ’ έπαιρναν οι προθεσμίες που είχα, βίασα τον εαυτό μου για να τελειώσω τη δουλειά στην ώρα της». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν βίασα τον εαυτό μου για να τον πείσω πως μαζί δεν θα ταιριάζαμε, να κάνουμε χωριό, που λες, άκου τα τώρα και μην κλαις, γιατί χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε
- βρίσκω τον εαυτό μου, επανέρχομαι σε καλή σωματική ή ψυχολογική κατάσταση, ξαναβρίσκω την ευεξία μου, την ψυχική μου ηρεμία, συνέρχομαι ύστερα από σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: «με τη γυμναστική και την καλή διατροφή βρήκα τον εαυτό μου || μόνο όταν κατάφερα να τον ξεχρεώσω, βρήκα τον εαυτό του || μόνο ύστερα από πολλά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, βρήκα τον εαυτό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έδιωξα να βρω τον εαυτό μου κι είπα το μαρτύριο πως τέλειωσε εδώ). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι· βλ. και φρ. έρχομαι στον εαυτό μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: «μόλις έκοψα τα ποτά και τα ξενύχτια, βρήκα τον παλιό καλό μου εαυτό». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·  
- γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, νευριάζω πάρα πολύ: «όταν τον ακούω να λέει τέτοιες βλακείες, γίνομαι εκτός εαυτού»·
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- δείχνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, εντείνω τις προσπάθειές μου για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «επειδή ήθελα να μπω στον κύκλο τους, έδειξα τον καλό μου εαυτό»·   
- δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, αποδίδω τα μέγιστα για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόνο όταν έδειξα τον καλύτερό μου εαυτό, μπόρεσα και μπήκα στην παρέα τους»·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, εκθέτω, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μέχρι να τους δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, ήταν όλοι κουμπωμένοι μαζί μου || στην αρχή μας ήταν πολύ ευχάριστος, αλλά, μόλις μας έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, τον διώξαμε απ’ την παρέα μας». Συνών. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δεν επιτρέπω τον εαυτό μου ή δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου (να πει ή να κάνει κάτι), αρνούμαι, δε δέχομαι, δεν τον αφήνω να κάνει ή να προβεί σε κάτι: «δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να συμπεριφέρεται με αγένεια || δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να λέει βλακείες και να γελάνε οι άλλοι || δεν επιτρέπω τον εαυτό μου να κάνει λάθη»·
- δίνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι κάπου ή σε κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη γυναίκα || έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη δουλειά και στο τέλος πέτυχε»·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- είμαι εκτός εαυτού, είμαι πολύ εκνευρισμένος, πολύ νευριασμένος: «μην του μιλάς, γιατί είναι εκτός εαυτού»·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, δεν έχω την ανάγκη ή δεν υπάγομαι στην εξουσία κανενός, είμαι αυτεξούσιος: «όσο είμαι κύριος του εαυτού μου, δε φοβάμαι κανέναν»·
- είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είναι εκδηλωτικός, είναι αποξενωμένος από τον κόσμο, είναι εσωστρεφές άτομο: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι κλεισμένος στον εαυτό του»·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι πάντα ο εαυτός του, συμπεριφέρεται πάντα απλά, φυσικά, δεν προσποιείται: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο είσαι εντελώς σίγουρος, γιατί είναι πάντα ο εαυτός του κι ξέρεις πώς να του συμπεριφερθείς»·
- έρχομαι στον εαυτό μου, α. συνέρχομαι, ηρεμώ, βρίσκω τον εαυτό μου: «μόνο όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, ήρθα πάλι στον εαυτό μου». β. ξαναβρίσκω την πνευματική διαύγεια που είχα πρώτα: «όταν μπόρεσα να έρθω στον εαυτό μου, τότε μόνο κατάλαβα τι μεγάλο λάθος είχα κάνει!»·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εμπιστεύομαι τις δυνάμεις μου, τις ικανότητές μου: «ποτέ δεν κωλώνω στη ζωή μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου»·
- καταδικάζω τον εαυτό μου, με πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις μου οδηγούμαι στην καταστροφή, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να καταδικάζω τον εαυτό μου»·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- κλείνομαι στον εαυτό μου, α. δε λέω, δεν εξωτερικεύω τις σκέψεις μου: «απ’ τη μέρα που κλείστηκε στον εαυτό του, δε λέει ποτέ τη γνώμη του». β. μένω οικειοθελώς περιορισμένος σε κάποιο χώρο, δε βγαίνω έξω, αποξενώνομαι από τον κόσμο: «έχει αηδιάσει με όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του»·
- κρύβω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα μου, καλό ή κακό: «όλο το χρονικό διάστημα που βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, έκρυβα τον πραγματικό μου εαυτό». Συνών. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, να μιλάς λίγο και να σκέφτεσαι πολύ, αν θέλεις να βγαίνεις κερδισμένος: «τώρα που θα πας στην ξενιτιά, αν θέλεις να προκόψεις, λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου»·
- λέω στον εαυτό μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «κάθε τόσο λέω στον εαυτό μου να κόψω το τσιγάρο, αλλά το βλέπω κάπως δύσκολο»·
- μιλάει με τον εαυτό του, παραμιλάει, είτε γιατί έχει πολλά προβλήματα είτε γιατί είναι ελαφρόμυαλος: «αφού τον βλέπεις να μιλάει με τον εαυτό του, παναπεί πώς κάτι δεν πάει καλά με τη δουλειά του ή με το σπίτι του || μη του δίνεις σημασία αυτουνού, γιατί μιλάει με τον εαυτό του»·
- να είσαι ο εαυτός σου, (συμβουλευτικά) να συμπεριφέρεσαι απλά και φυσικά, να μην προσποιείσαι: «εκεί που θα πας, να είσαι ο εαυτός σου και να δεις πως θα σε συμπαθήσουν αμέσως, γιατί είσαι καλό παιδί»·
- ξαναβρίσκω το χαμένο μου εαυτό, ξαναβρίσκω την ψυχική μου ισορροπία, την ψυχική μου γαλήνη: «για ένα διάστημα, μετά το θάνατο του πατέρα μου, κόντευα να τρελαθώ, αλλά με τον καιρό ξαναβρήκα τον χαμένο μου εαυτό»·
- ξεπέρασε τον εαυτό του ή ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, υπερέβαλε τις δυνάμεις του για να πετύχει κάτι: «δεν το περίμενε κανείς πως θα περνούσε στο πανεπιστήμιο, αλλά υπερέβαλε τον ίδιο του τον εαυτό και πέρασε απ’ τους πρώτους»·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έγινε ο άλλος μου εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός 
- ο δεύτερος εαυτός μου ή ο δεύτερός μου εαυτός, λέγεται συνήθως για έξη, καλή ή κακή, που δεν μπορούμε να την αποβάλουμε: «η χαρτοπαιξία έγινε δυστυχώς ο δεύτερος εαυτός μου || απ’ τη μέρα που αγόρασα κομπιούτερ στο γιο μου, μπήκε στο διαδίκτυο και του έγινε ο δεύτερός του εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: κι ας μην της το ’πα κι ας μην το ’μαθε ποτέ, εγωισμέ μου, πόσο μίσος σε κρατάω, εγωισμέ μου δεύτερέ μου εαυτέ)·   
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. φρ. ο καθένας για την πάρτη του, λ. πάρτη·
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λέγεται σε περίπτωση γενικού κινδύνου (ναυάγιο), όπου ο καθένας δικαιούται, αν μπορεί, να σωθεί, χωρίς να ενδιαφερθεί για τη σωτηρία των άλλων: «μέσα στο γενικό πανικό, ακούστηκε η ταραγμένη φωνή του καπετάνιου: ο σώζων εαυτόν σωθήτω»·
- όπως σε φέρει το φέρον φέρσου και φέρε, μην αδημονείς, και τον εαυτόν σου λυπείς και το φέρον σε φέρει, βλ. λ. φέρνω·
- περιποιούμαι τον εαυτό μου, φροντίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, καλλωπίζομαι: «πριν βγει έξω, περιποιείται πάντα τον εαυτό της»·
- πιέζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου, βάζω όλα τα δυνατά μου προκειμένου να πετύχω κάτι: «έχω αποφασίσει να πιέσω τον εαυτό μου, για να πάρω τη χρονιά αυτή το πτυχίο μου»·
- πιστεύω στον εαυτό μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; πώς είσαι; πώς είναι η υγεία σου(;): «σε βλέπω κάπως χλομό, πώς νιώθεις τον εαυτό σου;»·
- τρώγεται με τον εαυτό του, γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τον εαυτό του και μας έσπασε τα νεύρα»·
- φανερώνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φάνηκε ο αληθινός μου εαυτός, βλ. φρ. φάνηκε ο πραγματικός μου εαυτός·
- φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός μου χαρακτήρας, καλός ή κακός: «με την πρώτη δυσκολία που μας έτυχε φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, γιατί μας εγκατέλειψε χωρίς βοήθεια». Συνών. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- χάνω τον εαυτό μου, α. χάνω την ψυχική μου ηρεμία: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, έχασε τον εαυτό του». β. εκνευρίζομαι, νευριάζω πολύ: «όταν χάνει τον εαυτό του, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει». γ. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, έχασε τον εαυτό του και σωριάστηκε στο χώμα»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, δεν μπορώ να κυριαρχήσω στα νεύρα μου και ξεσπώ βίαια: «κάθε φορά που χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, γίνεται επικίνδυνος».

έγνοια

έγνοια κ. έννοια, η, ουσ. [<αρχ. ἔννοια] η έγνοια· ο μπελάς, η σκοτούρα: «σήμερα οι ζωή μας είναι όλο έγνοιες»· βλ. και λ. έννοια·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα πας στην αποθήκη να καταμετρήσεις το εμπόρευμα που έχει απομείνει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε! Εδώ δεν προλαβαίνω να στείλω τις παραγγελίες || το βράδυ πρέπει να πάμε στον τάδε που γιορτάζει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «αν χρειαστώ τίποτα λεφτά, θα ’ρθω να μου τα δώσεις, έτσι; -Άλλη έγνοια δεν είχα! || μην ξεχάσεις, καθώς θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη έγνοια δεν έχω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
- βάζω έγνοια, βασανίζω τη σκέψη μου, στενοχωριέμαι: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που βάζει έγνοια για τον καθένα»·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, φορτώνομαι με σκοτούρες, με στενοχώριες: «δε θα βάζω εγώ συνέχεια έγνοιες στο κεφάλι μου για δικές σας ανοησίες»·
- έχω την έγνοια του, είμαι επιφορτισμένος με τη φροντίδα του: «είναι μόνο του το παιδί στο σπίτι κι έχω την έγνοια του»·
- κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «ο τάδε είναι πολύ απελπισμένος. -Κι είχα μια έγνοια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με γονάτισαν οι έγνοιες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «έχω μεγάλη οικογένεια και με γονάτισαν οι έγνοιες, γιατί ο καθένας μας έχει και το δικό του πρόβλημα»·
- με τρώνε οι έγνοιες, έχω πολλές σκοτούρες, πολλές στενοχώριες: «έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου, γι’ αυτό με τρώνε οι έγνοιες»·
- με τσάκισαν οι έγνοιες, βλ. φρ. με γονάτισαν οι έγνοιες·
- την έγνοια σου είχα! ή την έγνοια σου έχω! ή την έγνοια σου είχαμε! βλ. φρ. άλλη έγνοια δεν είχα(!)·
- το ’χω έγνοια, ανησυχώ για κάτι, για την έκβαση που θα έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πάρκαρα τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα απόμερο στενό και το ’χω έγνοια || αύριο βγαίνει η απόφαση του δικαστηρίου και το ’χω έγνοια»· 
- τον έχω έγνοια, ανησυχώ για το τι θα κάνει στη ζωή του, ανησυχώ για την τύχη του: «ένα γιο έχω γι’ αυτό τον έχω μεγάλη έγνοια».

εγώ

εγώ, αντων. [<αρχ. ἐγώ], αυτός που μιλάει. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος)· ως άκλ. ουσ. το εγώ, συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, ο εγωισμός: «ό,τι και να κάνω, θα το κάνω μόνο και μόνο για το εγώ μου». (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- άλλο τόσο κι εγώ, βλ. λ. άλλος·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, βλ. λ. νύφη·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, έκφραση με την οποία θέλουμε να διαβεβαιώσουμε το συνομιλητή μας πως σίγουρα θα κάνουμε αυτό που του υποσχεθήκαμε ή πως αυτό που θα κάνουμε θα είναι μόνο και μόνο για να αποδείξουμε την αξία μας, την ισχύ μας: «αφού στο υποσχέθηκα, θα σε πάρω στη δουλειά μου, για να δεις ποιος είμ’ εγώ || αν τον συναντήσω θα τον σπάσω στο ξύλο, για να δεις ποιος είμ’ εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ
- γιατί, εγώ νηστεύω; βλ. λ. νηστεύω·
- δε φουμάρω εγώ τέτοια, βλ. λ. φουμάρω·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- δεύτερο εγώ μου ή δεύτερό μου εγώ, βλ. φρ. το άλλο εγώ μου·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), βλ. λ. άνθρωπος·
- εγώ από κώλο βγήκα; βλ. λ. κώλος
- εγώ γελώ τους δώδεκα και δεκατρείς με μένα, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε, βλ. λ. γελώ·
- εγώ γιατί είμ’ εδώ! λέγεται ενθαρρυντικά σε άτομο που διστάζει να προχωρήσει σε μια ενέργεια και έχει την έννοια πως εγώ είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να το βοηθήσω, αν χρειαστεί: «θέλω να κάνω επέκταση στη δουλειά μου, αλλά μου λείπουν κάτι χρήματα κι έτσι αναβάλλω συνεχώς. -Εγώ γιατί είμ’ εδώ». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; βλ. λ. ψυχή·
- εγώ είμ’ εγώ, είμαι εγώ και κανένας άλλος, είμαι ξεχωριστός, μοναδικός: «εγώ είμ’ εγώ και θα μπω μέσα με το έτσι θέλω». (Τραγούδι: εγώ είμ’ εγώ, ευζωνάκι γοργό μέσα στον κόσμο τιμημένο
- εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ, είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι: «οπωσδήποτε έχουμε δυο διαφορετικές γνώμες, γιατί εγώ είμ’ εγώ κι εσύ είσ’ εσύ». Λέγεται και με την έννοια πως, στη σύγκριση ανάμεσα σε μας τους δυο, εγώ είμαι ανώτερος·
- εγώ είμ’ εδώ, βλ. φρ. εδώ είμ’ εγώ·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εγώ τ’ ακούω, βλ. συνηθέστ. εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, δεν προσέχεις αυτά που λέω, δε μου δίνεις σημασία, όταν μιλώ, και, κατ’ επέκταση, με περιφρονείς, δε με υπολογίζεις: «εγώ σου μιλώ κι εσύ κλάνεις, γιατί δε μου το λες καθαρά να σηκωθώ να φύγω;»·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν προσέχεις αυτά που σου λέω, δεν τα υπολογίζεις, τα αγνοείς, είτε γιατί δε σε ενδιαφέρουν είτε γιατί έχεις αλλού το νου σου: «προσπαθώ μια ώρα να σου δώσω να καταλάβεις το πρόβλημά μου, αλλά εγώ σου μιλώ κι εσύ με γράφεις»·
- εγώ να δεις! βλ. λ. είδα·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά που… ή να ’μαι καλά εγώ που…, βλ. λ. καλός·
- εγώ σ’ έχτισα φούρνε μου, εγώ θα σε χαλάσω, βλ. λ. φούρνος·
- εγώ στη θέση σου θα…, βλ. λ. θέση·
- εγώ στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, βλ. λ. ξίδι·
- εγώ στο πηγάδι κατούρησα; βλ. λ. πηγάδι·
- εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, δεν έχω επικοινωνία με την ομήγυρη, με το ακροατήριο, με τον κόσμο, δεν έχω απήχηση, δεν εισακούομαι, δε με ακούει κανείς, δεν προσέχει κανείς αυτά που λέω: «έπαψα πλέον να τους δίνω συμβουλές, γιατί εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω». Είναι και φορές που ακούγεται στον τύπο εγώ τα λέω κι εγώ τ’ ακούω·
- εγώ τι καπνό φουμάρω! βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι καπνό φουμάρω; βλ. λ. καπνός2·
- εγώ τι ρόλο παίζω! βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- εγώ το ξέρω (μόνο), βλ. λ. ξέρω·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
 - εδώ είμ’ εγώ, κατηγορηματική διαβεβαίωση σε κάποιον να ενεργήσει άφοβα, γιατί βρίσκομαι πίσω του έτοιμος να τον βοηθήσω ανά πάσα στιγμή ή να τον καλύψω οικονομικά, όποτε χρειαστεί: «προχώρα εσύ τη δουλειά και μη φοβάσαι, εδώ είμ’ εγώ»·
- είπα κι εγώ! βλ. λ. είπα·
- ένα εσύ, ένα εγώ, στερεότυπη έκφραση, όταν γίνεται μοιρασιά από το σύνολο ενός ομοειδούς συνήθως είδους: «ο μεγαλύτερος έβαλε κάτω τα λαθραία πακέτα κι άρχισε τη μοιρασιά με το συνέταιρό του: ένα εσύ, ένα εγώ…». Μερικές φορές, χάριν αστεϊσμού η μοιρασιά γίνεται ως εξής. Αυτός που μοιράζει λέει: ένα εσύ, ένα εγώ και αφήνει το αντικείμενο πρώτα μπροστά στο συνέταιρό του και ύστερα μπροστά του και συνεχίζει: δύο εσύ, αφήνει πάλι ένα αντικείμενο μπροστά στο συνέταιρό του, αλλά, όταν είναι αφήσει με τη σειρά του μπροστά του ένα αντικείμενο για δεύτερη φορά, λέγοντας δύο εγώ, δεν αφήνει ένα αλλά δύο και πάει λέγοντας· 
- έχω κώλο εγώ! βλ. λ. κώλος·
- έχω μύτη εγώ! βλ. λ. μύτη·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ. γίνομαι·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, δε θέλω να στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. φρ. για να δεις ποιος είμ’ εγώ·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα ν’ αναλάβεις τον τάδε, όσο για το φίλο του θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν τον φοβάσαι, κάνε πίσω και θα τον κάνω καλά εγώ»·
- κι εγώ στα παλαμάκια, βλ. λ. παλαμάκι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μια εσύ και μια εγώ, πότε ο ένας πότε ο άλλος, διαδοχικά: «πρέπει ν’ αφήσουμε τα πείσματα, γιατί μια εσύ και μια εγώ, θα το διαλύσουμε το σπιτικό μας». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε ξαναρχίσαμε το ίδιο καβγαδάκι, το ίδιο καβγαδάκι. Πες εσύ και πες εγώ, μια εσύ και μια εγώ, κόντρα εσύ και κόντρα εγώ, και δώσ’ του χαβαδάκι
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), βλ. λ. ξέρω·
- ο αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
- όπως όλοι κι εγώ, βλ. λ. όλος·
- όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, βλ. λ. βλέπω·
- όσο τον ξέρεις εσύ, τον ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ξέρω·
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα, βλ. λ. πηγαίνω·
- ό,τι ξέρεις εσύ ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- σαν άνθρωπος κι εγώ, βλ. λ. άνθρωπος·
- σαν παιδί κι εγώ, βλ. λ. παιδί·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- την πληρώνω εγώ, βλ. λ. πληρώνω·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. λ. δουλειά·
- τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου; βλ. λ. φιλόπτωχος·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; βλ. λ. κάνω·
- τι θα γίνω εγώ με σένα, έκφραση απελπισίας για την κακή διαγωγή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: τι θα γίνω εγώ με σένα, Παναγιώτη μου, μου ’χεις φάει τη ζωή μου και τη νιότη μου
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. φρ. τι θα γίνω εγώ με σένα·
- τι να σου κάνω κι εγώ, βλ. λ. κάνω·
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. φρ. το δεύτερο εγώ μου·  
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το δεύτερο εγώ μου ή το δεύτερό μου εγώ, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, έγινε το δεύτερο εγώ μου». (Λαϊκό τραγούδι: τον αγαπούσα, το παραδέχομαι ήταν το δεύτερο εγώ μου
- φταίω εγώ που μιλώ με τον πισινό μου, βλ. λ. πισινός·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! βλ. λ. φωτιά.

είδος

είδος, το, ουσ. [<αρχ. εἶδος], το είδος. 1. η όψη ενός αντικειμένου, η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση ή ποιότητα και, κατ’ επέκταση, ό,τι το χαρακτηρίζει, η ταυτότητά του: «τι είδους αυτοκίνητο θέλεις ν’ αγοράσεις;». 2. ό,τι κατατάσσεται σε μια ομάδα λόγω κάποιου κοινού χαρακτηριστικού: «υπάρχουν πολλά είδη συμπεριφοράς». 3. στον πληθ. τα είδη, τα αντικείμενα, τα προϊόντα για κάποια χρήση ή προορισμό: «είδη καπνιστού || είδη οικιακής χρήσης || εποχιακά είδη»·
- είδος πρώτης ανάγκης, οτιδήποτε είναι απόλυτα χρειαζούμενο ή απόλυτα απαραίτητο στη ζωή του ανθρώπου, ιδίως καταναλωτικά αγαθά ή υπηρεσίες που προσφέρονται από το κράτος στον πολίτη: «δεν έχει προσβληθεί απ’ το μικρόβιο του καταναλωτισμού και αγοράζει μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης || ο ηλεκτρισμός σήμερα είναι είδος πρώτης ανάγκης»·
- ειδών ειδών, α. πολλών και διαφόρων ειδών, λογιών λογιών: «υπάρχουν ειδών ειδών άνθρωποι». β. σε μεγάλη ποικιλία: «σ’ αυτό το μαγαζί μπορείς να βρεις ειδών ειδών ποτά»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, α. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη συγκίνηση, μεγάλη ικανοποίηση, ιδίως πανέμορφη γυναίκα: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που είναι άλλου είδους ταραχή || η γυναίκα του τάδε είναι άλλου είδους ταραχή». β. οτιδήποτε μας δημιουργεί μεγάλα προβλήματα: «έχει τέτοια γκρίνια η γυναίκα του, που είναι άλλου είδους ταραχή || μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, που είναι άλλου είδους ταραχή»·
- έκαστος στο είδος του, ο καθένας ασχολείται ευχάριστα και με μεράκι με αυτό που μπορεί να αποδώσει. Πρβλ. έκαστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες·
- εν είδει, με τη μορφή, σαν…: «μου ’δωσε ένα χρηματικό ποσό εν είδει δανείου». Πρβλ.: καὶ τὸ πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- κάθε είδους, από όλα τα είδη, από κάθε κατηγορία: «μια κάβα έχει κάθε είδους ποτά || μέσα στη νύχτα κυκλοφορούν κάθε είδους άνθρωποι»·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. φρ. έκαστος στο είδος του·
- μόνος στο είδος του, (για επαγγέλματα ή τέχνες) μοναδικός, αξεπέραστος ακόμη και σε σχέση με τους ομοτέχνους του: «δεν αφήνω εγώ το μηχανικό μου, γιατί είναι μόνος στο είδος του»·
- πληρώνει σε είδος, (για γυναίκες) δεν πληρώνει με χρήματα για κάποια εξυπηρέτηση που της έγινε ή για κάποιο προϊόν που αγόρασε, αλλά το ανταλλάσσει με το σεξ που προσφέρει: «όλοι θέλουν να την εξυπηρετούν, γιατί πληρώνει σε είδος»· βλ. και φρ. πληρώνω σε είδος·
- πληρώνω σε είδος, αγοράζω ένα προϊόν και αντί χρημάτων δίνω άλλο προϊόν ίσης αξίας ή, αντί να πληρώσω χρήματα, προσφέρω κάποια υπηρεσία μου: «έχω βιομηχανία ενδυμάτων και πολλές φορές, όταν αγοράζω κάτι από κάπου, πληρώνω σε είδος || είμαι ελαιοχρωματιστής κι ό,τι αγοράζω απ’ το μπακάλη της γειτονιάς μου, το πληρώνω σε είδος με διάφορα μερεμέτια που του κάνω»· βλ. και φρ. πληρώνει σε είδος·
- τι είδους άνθρωπος είναι; τι χαρακτήρας είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «τι είδους άνθρωπος είναι ο τάδε;».

είπα

είπα, ρ. [αόρ. του ρ. λέγω], είπα. 1. σκέφτηκα, αποφάσισα. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω // κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώμα τον άγιο). 2. στην προστακτ. πες, υπόθεσε. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πες πως πέρασε, χάδια και φιλιά σε κέρασε). 3. ως επιφών. είπα! τραγουδιστικό επιφών. της Μαρίκας Νίνου· βλ. και λ. λέω. (Ακολουθούν 251 φρ.)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! βλ. λ. ακούω·
- άλλο να σου πω κι άλλο να ακούσεις, βλ. λ. άλλος·
- απ’ το πες πες, βλ. φρ. απ’ το λέγε λέγε, λ. λέω·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- αρκεί που το ’πες, βλ. λ. αρκεί·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- ας πούμε, α. ας υποθέσουμε: «ας πούμε πως έρχεται αυτή τη στιγμή και σου ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός της γκόμενάς σου. Τι θα κάνεις;». β. λέγεται στην περίπτωση που προτείνουμε κάτι σε κάποιον: «πού να τρέχουμε βραδιάτικα; -Ας πούμε στα μπουζούκια». γ. παραδείγματος χάρη: «παίρνουμε τρία ποτά και τα αναμειγνύουμε, ας πούμε, ούζο, ουίσκι και βότκα. Ξέρετε τι θα προκύψει; Χειροβομβίδα!». δ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον σε μια διήγησή του: «όπως ερχόμουν, ήρθα ας πούμε φάτσα κάρτα με τον ανταγωνιστή μου και ας πούμε συμφωνήσαμε να πουλάμε στην ίδια τιμή τα εμπορεύματά μας, γιατί ας πούμε συμφέρει και στους δυο μας»·
- ας πούμε πως… ή ας πούμε ότι…, βλ. φρ. πες πως(…)·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή για να μας πείσει για κάτι, που θα αποβεί προς όφελός του: «εμένα μη μου λες πως άργησες, επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, όταν αργούσαν στη δουλειά τους || είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω όλα όσα μ’ αραδιάζεις για επιτυχίες και κέρδη, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, που ήθελαν μα με βάλουν στο χέρι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·
- αυτό θα πει ατυχία! βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη! βλ. λ. τύχη·
- αυτό να μου πεις! βλ. λ. αυτός·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- για να πω τη μαύρη αλήθεια ή για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αλήθεια ή για να πούμε την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πάσα αλήθεια ή για να πούμε την πάσα αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πικρή αλήθεια ή για να πούμε την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να σου πω! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να σου πω, δε σταματάς, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Το για τονισμένο. Συνών. για να δεις(!)·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε θα πεις λέξη, βλ. λ. λέξη· 
- δε μας τα ’πες αυτά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας στην πρόταση κάποιου η οποία κλείνει μια συζήτηση που, ανάλογα, τη θεωρούμε συμφέρουσα, εποικοδομητική ή απαράδεκτη: «μόλις τελειώσει η δουλειά, ο καθένας απ’ τους εργάτες θα πάρει πριμ κι από ένα σεβαστό ποσό. -Δε μας τα ’πες αυτά! || μόλις τελειώσει η δουλειά, όλοι οι εργάτες θ’ απολυθούν. -Δε μας τα ’πες αυτά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- δε σ’ είπαμε και καμπούρη! βλ. λ. καμπούρης·
- δε χρειάζεται να πω πως… ή δε χρειάζεται να πω ότι…, βλ. λ. χρειάζομαι·
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα σε κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο σε κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, δε θέλησες, δεν αποφάσισες: «δεν είπες να περάσεις μια φορά απ’ το γραφείο μου, να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. δε λέω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, α. έχει άγνοια για κάτι, δεν έχει εμπειρία αναφορικά με κάτι, στερείται τη σημασία του: «είναι τόσο αγράμματος, που δεν ξέρει τι θα πει βιβλίο || ζει απομονωμένος σ’ ένα καλύβι και δεν ξέρει τι θα πει ηλεκτρισμός || όποιος δεν πόνεσε όσο πόνεσα εγώ, δεν ξέρει τι πάει να πει πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε γνώριζε την πραγματική αξία που είχε κάποιος ή κάτι: «ήρθε να με δείρει ο τάδε, αλλά δεν ήξερε τι θα πει άντρας με καρδιά || ήθελε να κάνουμε μια κόντρα με τ’ αυτοκίνητά μας, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει Πόρσε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα 
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρω τι να πω! αδυνατώ να εκφέρω γνώμη, αδυνατώ να πω το παραμικρό για κάτι που μου αναφέρουν, και που με εκπλήσσει αρνητικά: «έπιασαν το γιο του τάδε με ναρκωτικά. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί είχα την εντύπωση πως αυτό το παιδί ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά || ο τάδε με την τάδε χώρισαν. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτοί ήταν τόσο ερωτευμένοι!»· 
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- εδώ θα τα πούμε όλα, επιθετική ή προκλητική έκφραση σε κάποιον για ξεκαθάρισμα της στάσης ή της θέσης μας πάνω σε κάποιο θέμα με τη διεξοδική συζήτηση που θα ακολουθήσει: «δε θέλω υπεκφυγές και μασημένα λόγια, γιατί, μια και βρεθήκαμε, εδώ θα τα πούμε όλα»·
- είπα και ελάλησα, μίλησα κατηγορηματικά: «είπα και ελάλησα και δε θέλω αντιρρήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και το δικό μου το κρασί σταλιά νερό δεν παίρνει· το είπα και το λάλησα: ό,τι απαιτώ θα γένει!
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- είπα κι εγώ! α. έκφραση που επιβεβαιώνει θετικά ή αρνητικά την υποψία μας για την απόφαση κάποιου να έρθει να μας συναντήσει: «ήρθα να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μη μου τα έφερνες) || ήρθα να σου πω, πως δεν έχω να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μου τα επιστρέψεις)». β. έκφραση που επικροτεί την απόφαση του συνομιλητή μας να πράξει σύμφωνα με την κοινή λογική: «μπορεί να μ’ έριξε στη δουλειά, αλλά, επειδή είναι αδερφός μου, δε θα του κάνω μήνυση. -Είπα κι εγώ!». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που μας αναφέρεται, γιατί είναι ανάρμοστο, αταίριαστο, απαράδεκτο: «κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον πατέρα του, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθε και το κατέβασε ντροπιασμένος. -Είπα κι εγώ!», δηλ. αν ήταν ποτέ δυνατό να χτυπήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι·
- είπα, ξείπα, αναιρώ όσα είπα ή όσα υποσχέθηκα: «μου είχες υποσχεθεί πως θα μου ’δινες εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα. -Είπα, ξείπα»·
- είπα ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- είπα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, βλ. λ. λέξη·
- είπες τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- έννοια σου και θα τα πούμε! βλ. λ. έννοια1·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχω να πω (κάτι), α. (για πνευματικούς δημιουργούς) λέγεται στην περίπτωση που έχω σημαντικά πράγματα να εκφράσω: «δε θα τον δεις να βγαίνει κάθε τόσο στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά, όταν έχει να πει κάτι, γράφει ένα βιβλίο || όταν έχει να πει κάτι αυτός ο ζωγράφος, κάνει μια έκθεση ζωγραφικής». β. λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε ή να εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι: «δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι για το άτομό του, αν όμως ρωτήσεις εμένα, έχω να πω ότι είναι καλός άνθρωπος»·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θα πει, σημαίνει, δηλώνει: «αυτό που σου λέω θα πει πως δε θα κάνουμε μαζί τη δουλειά, κατάλαβες;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός μποέμης και ντερβίσης και πάντα κοσμικός, μποέμης και ντερβίσης και Θεσσαλονικιός)· βλ. και φρ. τι θα πει·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα τα πούμε, α. (απειλητικά) θα έρθει ο καιρός που θα δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα εξηγηθούμε, που θα λογαριαστούμε: «τώρα που με βρήκες στις δυσκολίες μου, μου κάνεις το μάγκα, αλλά θα τα πούμε». β. θα μαλώσουμε, θα έρθουμε στα χέρια: «όποτε θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου και τότε θα τα πούμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ποτέ συναντηθούμε, τότε θα τα ξαναπούμε, τότε θα λογαριαστούμε, τότε οι δυο μας θα τα πούμε). Πολλές φορές, ακολουθεί το ένα χεράκι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, (ειρωνικά) αναφορά σε υποτιθέμενο πρόσωπο, από το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να πάρουμε την άδεια, όταν μας ζητάει κάποιος οικονομική ή άλλη εξυπηρέτηση και δε θέλουμε ή δεν έχουμε σκοπό να τον εξυπηρετήσουμε: «δάνεισέ μου σε παρακαλώ εκατό χιλιάρικα. -Θα του το πούμε κι άμα θέλει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θέλω να πω, βλ. λ. θέλω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- και πες πες ή κι απ’ το πες πες, βλ. φρ. και λέγε λέγε, λ. λέω·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- κάτι πάει να πει, βλ. λ. κάτι·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε στο συνομιλητή μας αυτό που του είπαμε ή του υποσχεθήκαμε προηγουμένως, με σκοπό να τον ενθαρρύνουμε: «εσύ ξεκίνα τη δουλειά, κι όπως σου είπα. Εδώ είμ’ εγώ || πήγαινε να τη ζητήσεις απ’ τον πατέρα της, κι όπως είπαμε. Θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα»·
- μας τα ’παν άλλοι (ενν. τα κάλαντα), α. δηλώνει την άρνηση κάποιου, όταν τα παιδιά του ζητούν την άδεια να του ψάλλουν τα κάλαντα, με το στερεότυπο να τα πούμε; Η άρνηση αυτή έγκειται στο ότι άλλα παιδιά προηγουμένως του έψαλαν τα κάλαντα. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι που δεν είμαστε διαθετειμένος να του το δώσουμε. γ. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναγγέλλει κάτι που μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή· βλ. και φρ. μας τα ’παν κι άλλοι·
- μας τα ’παν κι άλλοι, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας απειλεί φραστικά, με την έννοια πως και άλλοι μας απείλησαν, αλλά βρέθηκαν εκτεθειμένοι: «αν πεις ξανά κακό για μένα, θα σε σπάσω στο ξύλο. -Μας τα ’παν κι άλλοι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·  
- με το πες πες, βλ. φρ. με το λέγε λέγε, λ. λέω·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- μέχρι να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. λ. τρία·
- μη μου (το) πεις! έκφραση με την οποία αρνούμαστε προσωρινά σε κάποιον να μας πει κάτι που υποπτευόμαστε πως είναι κακό ή δυσάρεστο. (Τραγούδι: μη μου το πεις, οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι· βλ. και φρ. μη μου (το) λες! λ. λέω·
- μην πεις για να μη σου πούνε, βλ. φρ. μη λες για να μη σου λένε, λ. λέω·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. λ. λέξη·  
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μην το πεις πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- μην το πεις σε κανέναν, βλ. λ. κανένας·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μόλις είπα να..., μόλις αποφάσισα, τη στιγμή που αποφάσισα να…: «μόλις είπα να σου τηλεφωνήσω, μου τηλεφώνησες εσύ»·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. φρ. τα μου ’πες σου ’πα·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ.πουλάκι·
- μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- να πούμε ή να ’ούμ’ ή να ’ούμε, έκφραση που αναφέρεται συχνά πυκνά στην κουβέντα κάποιου χωρίς λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «ήταν, να πούμε, αυτή με την αδερφή της και τη στιγμή, να πούμε, που μ’ είδε, έκανε να ’ούμ’ σαν τρελή απ’ τη χαρά της»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. λ. παπάς·
- να τα πούμε; (ενν. τα κάλαντα), στερεότυπη έκφραση των παιδιών, όταν ζητούν την άδεια από κάποιον νοικοκύρη, νοικοκυρά ή καταστηματάρχη να του ψάλλουν τα κάλαντα·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει , βλ. φρ. θα του το πούμε κι άμα θέλει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε την εμπειρία μας για κάτι δυσάρεστο, κακό ή επίπονο, ξέρω τι σημαίνει: «εμένα μη μου μιλάς για φτώχεια, γιατί ξέρω τι πάει να πει φτώχεια || εμένα μη μου μιλάς για κούραση, γιατί στις οικοδομές που δουλεύω ξέρω τι θα πει κούραση»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός· 
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όπως σου είπα, βλ. λ. όπως·
- όσο να πεις, βλ. λ. όσος·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να σου πω είναι ψέμα ή ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ.ψέμα·
- ό,τι και να του πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ούτε αχ δε θα πω, βλ. λ. ούτε·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πες αλεύρι! βλ. λ. αλεύρι·
- πες για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες μας κι άλλα γούμενε, βλ. λ. γούμενος·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, (ιδίως με αρνητική διάθεση) κατά τη διάρκεια της κουβέντας, με σταδιακή ανταλλαγή λόγων: «πες ο ένας, πες ο άλλος σε λίγο ήρθε η στιγμή που πιάστηκαν στα χέρια». Πρβλ.: κάτι μου ’πε, κάτι είπα το αγόρι μου κι εγώ, κάναμε καβγά μεγάλο, φτάσαμε στο χωρισμό! (Λαϊκό τραγούδι)·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πες πως… ή πες ότι…, υπόθεσε ή πάρ’ το ως δεδομένο: «πες πως έρχεται τώρα αυτός που σε κυνηγάει, τι θα κάνεις; || πες ότι σου πέφτει το λαχείο, τι θα κάνεις;»·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πες τα (ενν. τα κάλαντα), θετική απάντηση σε παιδί που με τη φρ. να τα πούμε; μας ζητάει την άδεια να μας πει τα κάλαντα· 
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες τα χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το! προτροπή σε κάποιον που βλέπουμε πως διστάζει να μας πει αυτό που θέλει·
- πες το καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- πες το κι έγινε, έκφραση που δηλώνει πως είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αμέσως  την επιθυμία κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: πες το κι έγινε, πες το κι έγινε μωρό μου
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες το χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! βλ. λ. ψέμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες του κανένα λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες του χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ποιος το ’πε; δηλώνει έντονη ή ειρωνική άρνηση να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις κάποιου: «απαγορεύεται να μπεις μέσα. -Ποιος το ’πε;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; βλ. λ. πώς·
- σ’ είπαμε γριά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! βλ. λ. πολύς·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στάσου να σου πω, βλ. λ. στέκομαι·
- στο ’πα, σε προειδοποίησα. (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- συ είπας, ειρωνική έκφραση, με την οποία επιβεβαιώνουμε τα λόγια του συνομιλητή μας, μόνο και μόνο για να τον μειώσουμε: «πιστεύεις πως εγώ έκλεψα τον αναπτήρα σου; -Συ είπας». Απάντηση που έδωσε ο Χριστός στον Ιούδα, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν τον ρώτησε αν ήταν αυτός που θα τον παρέδιδε στους διώκτες του, καθώς και στον Καϊάφα, όταν τον ρώτησε αν ήταν ο Υιός του Θεού. Πρβλ: ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ· σύ εἶπας (Ματθ. κς΄ 25) || σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας (Ματθ. κς΄ 64)·
- τα είπαμε, κουβεντιάσαμε το επίμαχο θέμα: «αφού τα είπαμε, γιατί επανέρχεσαι στα ίδια;». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπα με φίλε, χτύπα με, πάρε μαχαίρι, τρύπα με, είμαι τρελή, τα είπαμε, χτύπα και ξαναχτύπα με
- τα είπαμε απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τα μου ’πες σου ’πα, οι συνεχείς υπεκφυγές, οι δικαιολογίες, οι συνεχείς υπαναχωρήσεις: «θέλω ν’ αφήσεις τα μου ’πες σου ’πα και να μου μιλήσεις καθαρά και ξάστερα || άσε τα μου ’πες σου ’πα και πες μου πότε θα μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ’πε νεράκι, βλ. λ. νεράκι·
- τα ’πε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- τα σου ’πα μου ’πες, α. οι δικαιολογίες, οι υπεκφυγές: «άσε τα σου ’πα μου ’πες και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». β. οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «νομίζω πως δε συμφώνησαν, γιατί είναι ακόμα στα σου ’πα μου ’πες»·
- την είπε! (ενν. την ανοησία του, την κοτσάνα του), βλ. φρ. την πέταξε! λ. πετώ·
- τι είπαμε! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον, τη στιγμή που ετοιμάζεται να ενεργήσει αντίθετα με την υπόδειξη ή τη συμβουλή μας που προηγήθηκε, πως υποσχέθηκε ότι θα την τηρήσει· βλ. και φρ. τι λέγαμε! λ. λέω·
- τι είπε; δηλώνει έκπληξη ή δυσφορία για αυτά που είπε κάποιος αναφορικά με μας: «είπε πως του χρωστάς ένα εκατομμύριο. -Τι είπε; || είπε πως άμα σε συναντήσει θα σε σπάσει στο ξύλο. -Τι είπε;»·
- τι είπε τώρα! δηλώνει κατάπληξη στα λεγόμενα κάποιου: «αν θες να μάθεις, ο τάδε χώρισε. -Τι είπε τώρα! Αυτός μόλις προχτές παντρεύτηκε!». Ο ομιλών στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται ο συνομιλητής του, σαν να απευθύνεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο·  
- τι ήθελα και το ’πα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα πει, α. τι σημαίνει, ποια είναι η ερμηνεία του: «τι θα πει λιμοκοντόρος;». β. δηλώνει αντίρρηση ή αποδοκιμασία: «τι θα πει έφυγες επειδή έφυγαν κι οι άλλοι!». γ. δεν έχει την παραμικρή σημασία, δε σημαίνει τίποτε: «τι θα πει πως είναι φτωχός! Έχει κι αυτός δικαιώματα στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τι θα πει που είμαι πενηντάρης, λίγα θα δώσεις πολλά θα πάρεις)· βλ. και φρ. θα πει·
- τι θες να πεις, βλ. λ. θέλω·
- τι να πει! έκφραση ειρωνείας σε άτομο που, παρ’ όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύουμε εναντίον του, δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «είναι ξενύχτης, μέθυσος, χαρτοπαίχτης, παραμελεί το σπίτι του, αλλά και άλλα τόσα να του καταμαρτυρήσω, τι να πει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τι να πεις! έκφραση αδιαφορίας για κάτι δυσάρεστο, που επαναλαμβάνεται συχνά: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μαλώνουν σαν τα κοπρόσκυλα. -Τι να πεις!»·
- τι να πούμε τι! βλ. συνηθέστ. τι να λέμε τώρα! λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε
- τι να πω; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε καμιά δικαιολογία για κάποια άδικη, παράλογη ή παράνομη πράξη μας: «γιατί χτύπησες μικρό παιδί, ρε; -Τι να πω; || γιατί έβρισες γέρο άνθρωπο; -Τι να πω; || γιατί έφυγες χωρίς άδεια απ’ τη δουλειά σου; -Τι να πω;». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). β. λέγεται και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα μια γνώμη για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Τι να πω; || μπορείς να με διαφωτίσεις σχετικά με τις προδιαγραφές του τάδε αυτοκινήτου; -Τι να πω;»· 
- τι να πω και τι ν’ αφήσω! δηλώνει έντονη πίκρα και απογοήτευση για τις πολλές και δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του και που δεν ξέρει ποια να αναφέρει για να παραπονεθεί: «πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου; -Τι να πω και τι ν’ αφήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω,ποια φωτιά να πρωτοσβήσω
- τι να σου πω τώρα! α. έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για την παράλογη συμπεριφορά, ιδίως απαίτηση κάποιου. β. έκφραση αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας σε άτομο που ενήργησε λανθασμένα, που ενήργησε διαφορετικά από ό,τι του υποδείξαμε, ή που επιμένει σε κάτι που είναι λανθασμένο·
- τι πάει να πει, βλ. φρ. τι παναπεί, λ. παναπεί·
- το είπε έτσι, βλ. λ. έτσι·
- το ’πε και το ’κανε, πραγματοποίησε την επιθυμία που είχε εκφράσει ή την απειλή, που είχε εκτοξεύσει εναντίον κάποιου: «ήθελε ν’ αγοράσει το πιο καλό αυτοκίνητο μέσ’ στην πόλη· ε, το ’πε και το ’κανε || είχε υποσχεθεί πως, όπου τον δει θα τον δείρει και το ’πε και το ’κανε γιατί, μόλις τον συνάντησε, τον έσπασε στο ξύλο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ’πε νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ’πε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα· 
- τον (την) είπαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν, τον (την) ονόμασαν: «την προηγούμενη Κυριακή βάφτισε το γιο του και τον είπαν Αλέξανδρο». Συνών. τον (την) έβγαλαν·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, βλ. λ. χρόνος·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του τα ’πα μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- του τα ’πα μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- ώσπου να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- ώσπου να πεις ένα, βλ. λ. ένα·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- ώσπου να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- ώσπου να πεις τρία, βλ. λ. τρία.

εκεί

εκεί, επίρρ. [<αρχ. ἐκεῖ], στο σημείο εκείνο που αναφέρει ή δείχνει κάποιος. (Ακολουθούν 86 φρ.)·
- άκου εκεί!  έκφραση αγανάκτησης, αμφισβήτησης, απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού: «άκου εκεί, να μου βγάλει γλώσσα το τσογλάνι! || άκου εκεί, ν’ αγοράσει αυτοκίνητο είκοσι εκατομμυρίων! || άκου εκεί, μέχρι τι μπορεί να καταφέρει το μυαλό του ανθρώπου!»· βλ. και φρ. για δες, λ. είδα·
- ακούς εκεί! έκφραση αγανάκτησης, οργής ή αποδοκιμασίας, με την οποία θέλουμε να προετοιμάσουμε το συνομιλητή μας για κάτι πολύ σοβαρό, που ετοιμαζόμαστε να του πούμε: «ακούς εκεί, να μου βρίσει τη μάνα ο παλιοαλήτης! || ακούς εκεί, τι κάθισε και είπε για μένα, που μια ζωή τον βοηθούσα και τον συμπαραστεκόμουνα!»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, βλ. λ. πόδι·
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, βλ. λ. χέρι·
- από δω ίσαμ’ εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- από δω κι από κει, βλ. λ. εδώ·
- από δω τον είχα, από κει τον είχα, βλ. λ. εδώ·
- από κει, από εκείνη την πλευρά, την κατεύθυνση, από εκείνο το σημείο: «έφυγε από κει». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία ή νεύμα του κεφαλιού που δείχνει την πλευρά, την κατεύθυνση, το σημείο·
- από κει και κάτω, βλ. συνηθέστ. από κει και πέρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες, θα με γνωρίσεις από κει και κάτω από αγάπη θ’ αρρωστήσεις να το θυμηθείς
- από κει και μπρος, βλ. συνηθέστ. από κει και πέρα·
- από κει και πέρα, α. στο εξής, στο μέλλον: «αντάλλαξαν βαριές κουβέντες κι από κει και πέρα δεν ξαναμίλησαν». β. δηλώνει κάποιο τοπικό όριο: «μέχρι εδώ είναι δικό μου κι από κει και πέρα είναι δικό σου»·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, βλ. λ. γάιδαρος·
- (για) δες εκεί! βλ. φρ. άκου εκεί(!)·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε γλείφω εκεί που φτύνω, βλ. λ. γλείφω·
- δε φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; βλ. λ. βρακί·
- εδώ κι εκεί, βλ. λ. εδώ·
- εδώ παπάς, εκεί παπάς, βλ. λ. παπάς·
- εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί·
- είδες εκεί! βλ. λ. ακούς εκεί(!)·
- εκεί, εκεί, στη βήτα εθνική! βλ. λ. βήτα·
- εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- εκεί καταντήσαμε! βλ. φρ. εδώ καταντήσαμε! λ. εδώ·
- εκεί που ..., α. δηλώνει αντίθεση: «εκεί που έλεγε ότι ξελάσπωσε από την εφορία, του ’ρθε κι άλλο πρόστιμο και πάει να τρελαθεί ο άνθρωπος!». β. τη στιγμή που, την ώρα που, κατά τη διάρκεια, ενώ: «εκεί που περπατούσαμε κουβεντιάζοντας, του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι»·
- εκεί που βρίζει, σφυρίζει ή εκεί που σφυρίζει, βρίζει, βλ. λ. σφυρίζω
- εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, βλ. λ. άδικος·
- εκεί που θα… ή εκεί που να…, αντί, προκειμένου: «εκεί που θα χάσεις τα λεφτά σου παίζοντας χαρτιά μ’ αυτούς τους χαρτοκλέφτες, δεν τα δίνεις σε μένα να κάνω καμιά δουλειά! || εκεί που να γυρνάς άσκοπα στους δρόμους, δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να διαβάσεις κανένα βιβλίο!»·
- εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις, α. λέγεται από ηλικιωμένο, όταν κάποιος νέος τον ειρωνεύεται για την ηλικία του, και το νόημα είναι πως, όπως τώρα εσύ ειρωνεύεσαι εμένα, έτσι κι εσένα, όταν φτάσεις στην ηλικία μου, θα σε ειρωνεύεται κάποιος νεότερος. β. λέγεται από ηλικιωμένο σε νέο που παίρνει αψήφιστα τη ζωή πως, όταν φτάσει στην ηλικία του, θα καταλάβει τις αγωνίες και τις στεναχώριες που έχει η ζωή. Είναι και φορές που η φρ. εκφέρεται ερωτηματικά: εκεί που ήσουν ήμουνα, εδώ που είμαι θα ’ρθεις; και λέγεται από ηλικιωμένο, όταν κάποιος νέος τον ειρωνεύεται για την ηλικία του και το νόημα είναι πως εγώ πρόλαβα κι έφτασα σ’ αυτή την ηλικία που τώρα εσύ ειρωνεύεσαι, εσύ όμως θα έχεις την τύχη να φτάσεις(;)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- εκεί που καθόμουν…, βλ. λ. κάθομαι·
- εκεί που καταντήσαμε, βλ. φρ. εδώ που καταντήσαμε, λ. εδώ·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε τις κολοκύθες, βλ. λ. κολοκύθα·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- εκεί που πονάει ή εκεί που τον πονάει, αναφέρεται ειρωνικά ή επιθετικά ακριβώς στο σημείο στο οποίο είναι ευάλωτος, που είναι οδυνηρό γι’ αυτόν: «κάθε τόσο έφερνε τη συζήτηση εκεί που τον πονάει, δηλ. στο πώς νιώθουν όλοι μέσα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, γιατί ο συνομιλητής του είχε διαλύσει το σπίτι του για μια παλιογυναίκα, που, μόλις του τα ’φαγε, τον παράτησε». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με χτυπάτε εκεί που πονώ, γιατί με κερνάτε φαρμάκι να πιω
- εκεί που φτάσαμε, βλ. φρ. εδώ που φτάσαμε, λ. εδώ·
- εκεί φτάσαμε! βλ. φρ. εδώ φτάσαμε! βλ. λ. εδώ·
- έφυγ’ από κει που ’ρθε, α. έφυγε αστραπιαία, εξαφανίστηκε: «μόλις τον πληροφόρησαν πως έρχονταν οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν, έφυγ’ από κει που ’ρθε». β. εκδιώχθηκε από κάπου βίαια: «κάποια στιγμή δεν άντεξα την γκρίνια του κι έφυγ’ από κει που ’ρθε». γ. έφυγε από κάπου άπρακτος: «μόλις μου ζήτησε πάλι δανεικά, έφυγ’ από κει που ’ρθε»·
- θα σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·   
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις, βλ. λ. μασούρι·
- κατά κει, δηλώνει κατεύθυνση και συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία ή από νεύμα του κεφαλιού που δείχνει το σημείο προς το οποίο κατευθύνθηκε κάποιος ή κάτι: «τον είδα που έφυγε κατά κει || τ’ αυτοκίνητο έφυγε κατά κει»·
- κοίτα εκεί! βλ. φρ. άκου εκεί(!)·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, με έφερε σε οριακό σημείο, με έφερε στο απροχώρητο: «δεν την αντέχω αυτή την γκρίνια της, γιατί μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο»·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. φρ. μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο·
- με χτυπάει εκεί που πονώ, βλ. λ. χτυπώ·
- μέχρις εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μια εδώ και μια εκεί, βλ. λ. εδώ·
- μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα! βλ. λ. περιμένω·
- να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- να πάει από κει που ήρθε! (απειλητικά ή υβριστικά) να φύγει, να ξεκουμπιστεί, να εξαφανιστεί: «αν έρθει και με ζητήσει ο τάδε, να του πεις να πάει από κει που ήρθε!»·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί, α. είναι πολύ γρήγορος, σβέλτος, αεικίνητος: «παρόλο που είναι πολύ χοντρός, εντούτοις πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί». β. λέγεται και για άνθρωπο με αβέβαιο βάδισμα, ιδίως μεθυσμένου ή που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι μεθυσμένος, γιατί πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί»·
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, βλ. λ. βασιλιάς·
- πήγε από κει που ’ρθε, βλ. φρ. έφυγε από κει που ’ρθε·
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, βλ. λ. πηδώ·
- πιο κει, πιο μακριά από μένα: «βάλε πιο κει την καρέκλα σου, γιατί μ’ εμποδίζει»·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν ιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα ’φερε από δω, τα ’φερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- την έφερε από δω, την έφερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έστειλα από κει που ’ρθε, τον έδιωξα βίαια, τον εξεδίωξα, τον ξαπέστειλα: «ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά και τον έστειλα από κει που ’ρθε»·
- τον έφερε από δω, τον έφερε από κει, βλ. λ. εδώ·
- τριγυρνώ (τριγυρίζω) εδώ κι εκεί, βλ. λ. εδώ·
- φεύγ’ από κει! ή φύγ’ από κει! βλ. φρ. φεύγ’ από δω, λ. εδώ· 
- φεύγ’ από κει ή φύγ’ από κει, φύγε, απομακρύνσου από το σημείο που βρίσκεσαι: «φεύγ’ από κει, γιατί πέφτουν σοβάδες απ’ την οικοδομή»·
- φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, βλ. λ. φυτρώνω·
- ως εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- ως εκεί πάει το μυαλό του ή ως εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι.

εκείνος

εκείνος, -η, -ο κ. κείνος, -η, -ο, αντων. [<αρχ. ἐκείνος], εκείνος. 1. αναφορά σε άγνωστο άτομο: «ποιος είναι εκείνος που στέκεται στη γωνία;». 2. λέγεται και αντί ονόματος που για διάφορους λόγους δε θέλουμε να αναφέρουμε: «πέρασε και σε ζητούσε εκείνος, ξέρεις εσύ». 3. λέγεται, πολλές φορές, πάνω στην προσπάθειά μας να θυμηθούμε κάτι που μας διαφεύγει προσωρινά: «δώσε μου εκείνο, να δεις μωρέ πώς το λένε… -Τι το θέλεις; -Να ξεκαρφώσω αυτό το καρφί. -Την πένσα. -Αυτή, που να πάρ’ η ευχή!». 4. λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα γνωστά ή σπουδαία που ανήκουν στο παρελθόν: «θυμάσαι εκείνον τον σπουδαίο καθηγητή! || τι έχεις να πεις για κείνη την περίπτωση που λίγο έλειψε να σκοτωθούμε!». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι, βλ. λ. δεντράκι·
- από τούτα κι από κείνα, βλ. λ. τούτος·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ.ξέρω·
- άσε εκείνα που ήξερες! βλ. λ. ξέρω·
- εκείνη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βλ. λ. παπάς·
- εκείνος που…, όποιος: «εκείνος που θα μου βρει το σκυλάκι που έχασα, θα αμειφθεί γενναία»·
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, πρέπει ο καθένας να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις αν θέλει να είναι ανεξάρτητος: «πρέπει να προσπαθήσεις να είσαι οικονομικά ισχυρός, γιατί, εκείνος που περιμένει από άλλονε, πολύ αργά δειπνάει»·
- και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος, βλ. λ. σύντεκνος·
- μ’ αυτά και με κείνα, βλ. λ. αυτός·
- με τούτα και με κείνα, βλ. λ. τούτος·
- ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- να και τούτη να και κείνη, βλ. λ. τούτος·
- να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τον καιρό εκείνο, βλ. λ. καιρός.

ένας

ένας κ. ένα, αριθμητ. [από το ένα, αιτιατ. του αρχ. εἷς], ένας. 1. συναντιέται και ως αόρ. αντων. κάποιος, κάποιο: «ήρθε ένας και σε ζητούσε || πιάσε μου ένα αναψυκτικό, ένα όποιο να ’ναι». 2. το αρσ. με άρθρο ο ένας, ο μοναδικός, ο αξεπέραστος. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς, κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι εμένα)· βλ. και λ. μια κ. μία. (Ακολουθούν 533 φρ.)·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, βλ. λ. άλλος·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- αμολάω έναν (ενν. πόρδο), βλ. λ. αμολάω·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αξίζει ένα βασίλειο ή αξίζει όσο ένα βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ. αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, διαδοχικά από άτομο σε άτομο: «η είδηση απ’ τον έναν στον άλλον μαθεύτηκε γρήγορα μέσα στη γειτονιά»·
- από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν, βλ. λ. πρόβατο·
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- αφήνω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάλε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- (βάλε) μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- (βάλε) μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- βρίσκω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- για ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- για ένα όνειρο ζούμε, βλ. λ. ζούμε·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. λ. πιάτο·
- για ένα πιάτο φακή, βλ. λ. φακή·
- για ένα τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- για ένα φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- για ένα φιλότιμο ζούμε, βλ. λ. φιλότιμο·
- γίναμε ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- γίνεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
- γίνεται ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι), συμφωνώ απόλυτα με κάποιον, συμμαχώ, παίρνω πάντα το μέρος του, ταυτίζομαι μαζί του ή με κάτι: «ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει ο τάδε, αυτός γίνεται ένα μαζί του || έπεσε μέσα στο σωρό κι έγινε ένα με το μπαμπάκι, που το είχαν για επεξεργασία». (Λαϊκό τραγούδι: μην τους προσέχεις και γίνεσαι ένα μ’ αυτά τα φίδια τα φαρμακερά // αργά, είναι πια αργά να τη λησμονήσω, να φύγω, να κάνω πίσω, αργά, είναι πια αργά, έχω γίνει ένα με τη φωτιά
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. φρ. γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι)·
- γίνομαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- δε δίνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δε δίνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- δε λέει έναν καλό λόγο για κανένα, βλ. λ. λόγος·
- δεν αξίζει (κάνει, κοστίζει, πιάνει) έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν παρέλειψε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πρόσθεσε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- δίνω ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- δίνω ένα σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- δίνω ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- δίνω (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, βλ. λ. μάτι·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, βλ. λ. πόδι·
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, βλ. λ. χέρι·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- έγινε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- έγινε ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), όνειρο·
- έγινε ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- είμαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είμαι ένα πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι ένα πτώμα και μισό, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, βλ. λ. τίποτα·
- είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι διαλεγμένα ένα κι ένα, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι ένα δράμα για να…, βλ. λ. δράμα·
- είναι ένα ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- είναι ένα ζώο και μισό, βλ. λ. ζώο·
- είναι ένα και γη, βλ. λ. γη·
- είναι ένα και τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι ένα και το αυτό, α. το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν παρουσιάζει κανέναν ενδιαφέρον για κάποιον ή κάποιους, είναι εντελώς αδιάφορος: «είτε βρίσκεται είτε δε βρίσκεται στην παρέα μας, είναι ένα και το αυτό || είτε έχω αυτοκίνητο είτε δεν έχω, είναι ένα και το αυτό, γιατί δεν το έχω καθόλου ανάγκη». β. δεν είναι διαφορετικό πράγμα, είναι το ίδιο πράγμα: «αυτό που μου λες είναι ένα και το αυτό μ’ αυτό που σου λέω τόση ώρα»·
- είναι ένα και χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι ένα κέρατο αυτός! βλ. λ. κέρατο·
- είναι ένα κομμάτι μάλαμα, βλ. λ. μάλαμα·
- είναι ένα κομπολόι από…, βλ. λ. κομπολόι·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι ένα μάτσο κόκαλα, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι ένα μάτσο κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- είναι ένα πανί, βλ. λ. πανί·
- είναι ένα στόμα! βλ. λ. στόμα·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι ένα τακίμι, (για δυο ή και περισσότερα άτομα) βλ. λ. τακίμι·
- είναι ένα τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι ένας βλάκας και μισός, βλ. λ. βλάκας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! α. είναι αμφίβολης ηθικής, έχει πολύ κακή φήμη, είναι ξακουστός για την κακή του δράση: «πρόσεχε τον πάρα πολύ, γιατί είναι ένας  αυτός!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ο Θεός να σε φυλάει. β. είναι πολυμήχανος, πανέξυπνος, δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα μαζί του: «σου είναι ένας αυτός, που, ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, το καταφέρνει στη στιγμή!»·
- είναι ένας μαλάκας και μισός, βλ. λ. μαλάκας·
- είναι ένας του δρόμου, βλ. λ. δρόμος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι ο καπετάν ένας, βλ. λ. καπετάν·
- είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, λέγεται σε περίπτωση παρέας ή ομάδας δυο ή περισσότερων ατόμων που συναγωνίζονται μεταξύ τους στις κακές επιδόσεις, που έχουν πολλά κουσούρια σε βαθμό που να μην μπορεί να ξεχωρίσει ούτε στο ελάχιστο κάποιος καλύτερος: «έχει δυο γιους ο φουκαράς, που είναι πάρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον || η παρέα τους είναι πάρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον». Συνών. είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. φρ. είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι στο παρά ένα, α. βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής του καταστροφής: «μετά το αποτυχημένο άνοιγμα που έκανε στη δουλειά του, είναι στο παρά ένα». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί γνωμάτευσαν πως ο άρρωστος είναι στο παρά ένα»·
- είσαι ’συ ένας! κολακευτική έκφραση σε αγαπημένο ή οικείο άτομο που έκανε κάποια πονηριά, κάποια σκανταλιά ή έφερε σε πέρας κάτι που πιστεύαμε πως δε θα μπορέσει να φέρει. Συνοδεύεται σχεδόν πάντα με κούνημα του κεφαλιού αριστερά δεξιά και με πλατύ χαμόγελο και είναι και φορές που λέγεται εν είδει ταχταρίσματος· 
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έμεινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- ένα αλλά τι ένα, βλ. φρ. ένα τι(;)·
- ένα - δύο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η γρήγορη εναλλαγή της μπάλας μεταξύ δυο επιθετικών συμπαιχτών με σκοπό να υπερφαλαγγιστεί η αντίπαλη άμυνα: «αυτοί οι δυο παίχτες έχουν μάθει να παίζουν τέλεια το ένα - δύο»·
- ένα βήμα από…, βλ. λ. βήμα·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) βλ. λ.καπέλο·
- ένα δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- ένα δράμι, βλ. λ. δράμι·
- ένα δύο ή ένα δύο, εν δυό, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα, επαναλαμβανόμενο, για το συγχρονισμό του βηματισμού των αθλητών ή των στρατιωτών. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ αύριο μ’ ένα-δυο στητός, στην Κως θα περπατάω κι αντίς για τις γλυκειές πενιές, ύμνους θα τραγουδάω
- ένα, δύο, τρία! βλ. φρ. με το ένα, με το δύο, με το τρία! (Τραγούδι: ένα, δύο, τρία  οπ το ’ριξα στο σορολόπ)·
- ένα δύο τρία, γαμιέται η διαιτησία, βλ. λ. γαμιέμαι·
- ένα είναι το κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- ένα ένα, α. το ένα μετά το άλλο στη σειρά: «πες τα ένα ένα, γιατί έτσι που τα λες μαζωμένα, δεν καταλαβαίνω τίποτα». β. το καθένα χωριστά: «επειδή τα κουτιά είναι βαριά, θα τα παίρνεις ένα ένα για να τα κατεβάσεις στο υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βασανιστήρια μου έκανες πολλά και η αγάπη που σου είχα πήγε στράφι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και ένα ένα στο δεφτέρι του τα γράφει). γ. διαδοχικά: «ένα ένα κλείνουν τα ξενυχτάδικα»·
- ένα επί δύο (ενν. μέτρο), (για χώρους) βλ. λ. δυο·
- ένα εσύ, ένα εγώ, βλ. λ. εγώ·
- ένα έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
- ένα και να καίει, α. λέγεται για πράξη που έγινε για μια και μοναδική φορά και που μας άφησε έντονες εντυπώσεις, ιδίως κακές ή, αν οι εντυπώσεις ήταν καλές, δεν επαναλήφθηκε. β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ειρωνική έκφραση των φιλάθλων, που κέρδισε η ομάδα τους, προς τους φιλάθλους της ομάδας που ηττήθηκε με ένα γκολ, που όμως ήταν αρκετό για να χάσει το παιχνίδι·
- ένα και να τσούζει, βλ. φρ. ένα και να καίει·
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- ένα κάρο φορές, βλ. λ. κάρο·
- ένα κι ένα, ό,τι πιο ταιριαστό, ό,τι πιο κατάλληλο για την περίπτωση ή την περίσταση, ό,τι πιο αποτελεσματικό: «αυτό που μου ’πες, είναι ένα κι ένα για να τον ξεμπροστιάσω τον αληταρά! || αυτό που μου ’φερες, είναι ένα κι ένα για τη γωνία του σαλονιού μου || αυτό το φάρμακο είναι ένα κι ένα για τη διάρροια»·
- ένα κι ένα κάνουν δύο ή ένα κι ένα ίσον δύο, κατηγορηματική δήλωση για καλό ή για κακό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «δε θα το κουνήσεις απ’ τη θέση σου, αν δε σου δώσω την άδεια, ένα κι ένα κάνουν δύο || αν σε πιάσω να κάνεις πάλι κοπάνα, θα σε απολύσω, ένα κι ένα κάνουν δύο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μες το καφενείο
- ένα κλικ, βλ. λ. κλικ·
- ένα κομμάτι απ’ την πίτα, βλ. λ. πίτα·
- ένα κομμάτι απ’ την τούρτα, βλ. λ. τούρτα·
- ένα κόσμο…, βλ. λ. κόσμος·
- ένα λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. λ. μυαλό·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! βλ. λ. μυαλό·
- ένα νερό, βλ. λ. νερό·
- ένα όπα είναι, βλ. λ. όπα·
- ένα παραπάνω, ένα επιπλέον: «σου ζήτησα δέκα χιλιάρικα και μου ’δωσες ένα παραπάνω». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω
- ένα παραπάνω που…, ένας λόγος περισσότερο, κυρίως γιατί: «πρέπει να ντυθείς καλά πριν βγεις έξω, ένα παραπάνω που είσαι κρυωμένος»·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- ένα προς ένα, με προσοχή, ένα ένα και λεπτομερειακά: «για ν’ αγοράσει ένα κιλό, εξέτασε ένα προς ένα όλα τα μήλα». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πάλι σούρωσα, στη γειτονιά σου τα ’πια, με πνίξαν τα παράπονα κι ένα προς ένα τα ’πα!
- ένα σου και ένα μου, α. λέγεται για κάποιον που δεν υποχωρεί στις συστάσεις που του γίνονται και αντιλέγει με τον ίδιο επιθετικό τρόπο που του μιλούν, ή αντιπαραθέτει επιχειρήματα που αντικρούουν εκείνα του συνομιλητή του: «σ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης με το διευθυντή του ήταν ένα σου και ένα μου». β. δηλώνει δίκαια μοιρασιά ανάμεσα σε δύο άτομα: «δεν πρέπει να είναι κανείς στενοχωρημένος μεταξύ μας, γιατί η μοιρασιά έγινε ένα σου και ένα μου»· βλ. και φρ. μία σου και μία μου, λ. μία·
- ένα στην παγωνιέρα, βλ. λ. παγωνιέρα·
- ένα στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- ένα σωρό, μεγάλο πλήθος: «στη συγκέντρωση υπήρχε ένα σωρό κόσμος || στη γενική συνέλευση ακούστηκαν ένα σωρό γνώμες»·
- ένα σωρό φορές, βλ. λ. φορά·
- ένα τι, δηλώνει κάτι ελάχιστο, ασήμαντο ως προς την ποιότητα ή την ποσότητα: «βάλε μου ένα τι ζάχαρη στον καφέ || ήθελα ένα τι ακόμα για να τρακάρω || το θέλω ένα τι μικρότερο || το θέλω ένα τι μεγαλύτερο»·
- ένα τι; δηλώνει έκπληξη στην περίπτωση που μας αναφέρεται κάτι ως ελάχιστο, ενώ εμείς έχουμε εντελώς διαφορετική γνώμη: «μετά τη δουλειά μου ’δωσε κι ένα τι περισσότερο απ’ ό,τι μου είχε υποσχεθεί. -Ένα τι; Αυτός, αγόρι μου, σου ’δωσε τα διπλάσια κι εσύ το λες ένα τι;». Συνών. ένα αλλά τι ένα·  
- ένα το κρατούμενο, βλ. λ. κρατούμενο·
- ένα τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ.τριαντάφυλλο·
- ένα τρίτο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- ένα τσιγάρο δρόμος, βλ. λ. τσιγάρο·
- ένα φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. χελιδόνι·
- ένα ψίχουλο, βλ. λ. ψίχουλο·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι ύστερα έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
- έναν καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έναν προς έναν, τον καθένα ξεχωριστά και με μεγάλη προσοχή: «διάλεξε όλους τους υπαλλήλους του έναν προς έναν || τους αποχαιρέτησε όλους έναν προς έναν»·
- ένας αλλά λέων, βλ. λ. λέων·
- ένας αλλά τι ένας, βλ. φρ. ένας αλλά λέων·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ένας δυο ή ένας δύο, πάρα πολύ λίγοι, ελάχιστοι: «ήταν ένας δυο και φώναζαν δυνατά, για να φανεί πως είχε επιτυχία η συγκέντρωση». (Λαϊκό τραγούδι: στο ζεϊμπέκικο Γρηγόρη, ένας δύο οι μαστόροι
- ένας είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, δηλώνει πως όταν εμπιστευόμαστε σε κάποιον ένα μυστικό, αυτό διαδίδεται από τον έναν στον άλλον με μεγάλη ταχύτητα, με γεωμετρική πρόοδο·
- ένας ένας, α. ο ένας μετά τον άλλον στη σειρά, ιδίως σε περίπτωση διανομής: «ένας ένας παιδιά, όλοι θα πάρετε». β. ο καθένας χωριστά: «συνεννοηθείτε τι ακριβώς ζητάτε και βγάλτε μια κοινή απόφαση, για να μην έρχεται ένας ένας να λέει το κοντό του και το μακρύ του». γ. διαδοχικά: «ένας ένας καθαρίζουν οι επιχειρηματίες»·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, βλ. λ.Θεός·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., βλ. λ. Θεός·
- ένας ίσον ένας, δύο ίσον έντεκα, έντεκα ίσον εκατόν έντεκα, βλ. φρ. χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, λ. χείλι·
- ένας κάποιος…, βλ. λ. κάποιος·
- ένας κι ένας, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια συνάθροιση ή ομάδα βρίσκονται μαζεμένα εκλεκτά πρόσωπα, ή ειρωνικά μεγάλοι κακοποιοί διάφορων ειδικοτήτων: «στη δεξίωση του τάδε ήταν όλοι ένας κι ένας, γιατροί, δικηγόροι, καλλιτέχνες || θέλησε να κάνει μια μεγάλη κομπίνα κι όσους διάλεξε για να πάρουν μέρος, ήταν όλοι ένας κι ένας». (Λαϊκό τραγούδι: στου Λινάρδου την ταβέρνα βλέπεις πρόσωπα μοντέρνα· πάνε όλοι, ένας κι ένας, οι αστέρες της ταβέρνας
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. κούκος·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- ένας λόγος είναι να..., βλ. λ. λόγος·
- ένας προς ένας, αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο άτομα: «αν θέλεις να λογαριαστούμε, έλα ένας προς ένας και μην κουβαλήσεις πάλι όλη την παρέα σου»· βλ. και φρ. έναν προς έναν·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ. σεισμός·
- ένας τοίχος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας τοίχος, βλ. λ. τοίχος·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- ενός κακού μύρια έπονται, βλ. λ. κακός·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ.δουλειά·
- ενός λεπτού σιγή, βλ. λ. σιγή·
- έριξε ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έφαγα ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- έφαγα ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- έφαγα ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- έφαγα ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγ’ ένα βάρος από πάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- έχει ένα σκάλωμα, βλ. λ. σκάλωμα·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- έχει έναν κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχουμε ένα γεια, βλ. λ. γεια·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω έν’ αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω έν’ αγκάθι στο μυαλό, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος
- έχω ένα ζόρι! βλ. λ. ζόρι·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, βλ. λ. καρφί·
- έχω ένα σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- έχω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω έναν άσο στο μανίκι μου, βλ. λ. άσος·
- ζω ένα παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ήταν ένα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ.χέρι·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θέλει έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- … και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. μάτι·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνε ένα όπα, βλ. λ. όπα·
- κάνε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω ένα ριπλέι, βλ. λ. ριπλέι·
- κάνω έναν αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! βλ. λ. σεβντάς·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! βλ. λ. γκαϊλές·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! βλ. λ. καημός·
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! βλ. λ. νταλκάς·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, βλ. λ. μάτι·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ.μάτι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κρύβω έναν άσο στο μανίκι μου, βλ. λ. άσος·
- λένε ένα σωρό (για κάποιον), βλ. λ. σωρός·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·   
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μ’ ένα λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μ’ ένα πόνο, βλ. λ. πόνος·
- μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, βλ. λ. σμπάρο·
- μ’ ένα στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- μ’ έναν αέρα διαφορά, βλ. λ. αέρας·
- μ’ έναν όρο, βλ. λ. όρος·
- μ’ έριξε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- με το ’να και με τ’ άλλο, α. με διάφορα κόλπα, τερτίπια, νάζια, καμώματα, με διάφορα σκέρτσα: «με το ’να και με τ’ άλλο τον κατάφερε να της αγοράσει τη γούνα που ήθελε». β. με διάφορες ευκαιρίες, με διάφορες ευκαιριακές δουλειές: «από μικρός ήταν στην πιάτσα και με το ’να και με τ’ άλλο τον είδαμε μια μέρα μεγαλέμπορο». γ. με διάφορες άστοχες ενέργειες ή ατυχίες: «κάποτε είχε μεγάλη περιουσία, αλλά με το ’να και με τ’ άλλο έμεινε χωρίς φράγκο»·
- με το ένα, αμέσως, ταχύτατα: «μόλις της ζήτησε δαχτυλίδι, με το ένα πήγε και της το αγόρασε». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα με το ένα ρε θα σου πάρω καναπέ, χάρη θέλω από σένα, αμάν, αμάν, ωχ, πες πουλάκι μου το ναι
- με το ένα, με το άλλο, α. κάνοντας διαφορετικά πράγματα, διαφορετικές εργασίες: «στην αρχή ήταν πλανόδιος μανάβης, αλλά με το ένα, με το άλλο, πρόκοψε στη ζωή του και δημιούργησε αλυσίδα από σούπερ μάρκετ». β. κάνοντας συνεχείς προσπάθειες, ιδίως προς νουθεσία κάποιου: «στην αρχή δεν έπαιρνε από λόγια, αλλά με το ένα, με το άλλο, μπόρεσα και τον απομάκρυνα απ’ τις παλιοπαρέες του»·
- με το ένα, με το δύο, με το τρία! παράγγελμα για συγχρονισμό δυο ή μιας ομάδας ανθρώπων να ενεργήσουν ταυτόχρονα, ιδίως στην προσπάθειά τους να σηκώσουν ή να τραβήξουν κάποιο βαρύ αντικείμενο, προσπάθεια που γίνεται μόλις ειπωθεί το τρία. Το με το ένα, με το δύο, προετοιμάζει την ομάδα για το τελικό με το τρία· βλ. και φρ. αλά ούνα, αλά ντούε, αλά τρε, λ. αλά·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ή μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. φρ. ώσπου να πεις ένα·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρις ενός, μέχρι και τον τελευταίο: «προκειμένου να μη παραδοθούν, σκοτώθηκαν μέχρις ενός»·
- μέχρις ενός βαθμού, βλ. λ. βαθμός·
- μέχρις ενός ορίου, βλ. λ. όριο·
- μέχρις ενός σημείου, βλ. λ. σημείο·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. μια·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου βγήκε έν’ αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- μου πάει έξι κι ένα, βλ. έξι κι ένα·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου πέταξε ένα κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου το ’πε ένα πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- μου ’φυγ’ ένα βάρος, βλ. λ. βάρος·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- να χάψουμ’ έναν ποντικόν! βλ. λ. ποντικός·
- νούμερο ένα, βλ. λ. νούμερο·
- ξεκλέβω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- ξηγιέμαι ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- ξηγιέμαι ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- ξηγιέμαι ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- ξηγιέμαι ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο ένας κι ο άλλος, α. άνθρωποι της σειράς, ανάξιοι λόγου, αφερέγγυοι, που κανείς δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί, να πάρει στα σοβαρά αυτά που λένε ή αυτά που υπόσχονται: «ήταν μαζεμένοι ο ένας κι ο άλλος, σε μια εταιρεία της συμφοράς κι είχαν την εντύπωση πως θα ’βρισκαν χρηματοδότη, αλλά πού τέτοιο πράγμα!». β. ο καθένας, ο οποιοσδήποτε, άνθρωποι τυχαίοι: «κάθεται κι ακούει τον έναν και τον άλλον και παρασύρεται». γ. διάφοροι μη επώνυμοι άνθρωποι: «δε στενοχωριέμαι καθόλου για το τι λέει ο ένας κι ο άλλος»·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος· 
- ο ένας με τον άλλον, α. αυτά τα δυο άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, μεταξύ τους: «συνεννοήθηκαν ο ένας με τον άλλον και μου ’φαγαν τη δουλειά». β. από άτομο σε άτομο διαδοχικά: «δεν ήθελε πολύ, γιατί ο ένας με τον άλλον μαθεύτηκε το μυστικό του σ’ όλη τη γειτονιά»
- ο ένας, ο άλλος, περιλαμβάνονται σε αυτή τη φρ. διάφοροι άντρες που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με τα ονόματά τους: «ήταν ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο ένας, ο άλλος»·
- ο ένας πάνω στον άλλον, α. δηλώνει μεγάλο συνωστισμό, ιδίως σε μεταφορικό μέσο: «μέσα στο λεωφορείο, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον». β. απανωτά, διαδοχικά και χωρίς παύση: «έρχονταν ο ένας πάνω στον άλλον και δεν προλάβαινα να τους εξυπηρετήσω»·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, λέγεται σε περιπτώσεις που δυο άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι όχι μόνο τοπικά, αλλά και ως στάση ζωής, ως κοσμοθεωρία: «έμειναν κούκοι στη ζωή τους, γιατί τα δυο παιδιά τους βρίσκονται ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή || μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε, ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, σου λέω»·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο πάσα ένας, ο καθένας, ο τυχαίος: «δεν μπορεί να ’ρχεται ο πάσα ένας και να μου ζητάει βοήθεια»·
- ο υπ’ αριθμόν ένα, βλ. λ. αριθμός·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, βλ. λ. κίνδυνος·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, ένα απ’ τα δυο θε να σπάσει, βλ. λ. σταμνί·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παίζεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μπίστο, βλ. λ. μπίστο·
- παίρνω ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- παίρνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- παίρνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- πάρ’ ένα αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρ’ ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- παράσταση για έναν ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- πας για ένα, α. προς το παρόν είσαι καλύτερος από μένα και το παραδέχομαι. Λέγεται συνήθως κατά το παιχνίδι του ταβλιού και σημαίνει: κέρδισες ένα παιχνίδι και εγώ κανένα ή έχεις ένα παιχνίδι περισσότερο από μένα. β. σου χρωστώ ένα: «δώσε μου ένα χιλιάρικο και πας για ένα». γ. υπολείπεται να σου δώσω ακόμα ένα: «σου πήρα δέκα χιλιάρικα, πάρε πίσω τα εννιά και πας για ένα»·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάτησε ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πάω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- περνώ ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πετώ ένα υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- πετώ έναν λόγο, βλ. λ. λόγος·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα ένα τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- πήρα έναν ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- πήρα έναν φόβο! βλ. λ. φόβος·
- πιάνω ένα θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω έναν χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, βαρέλι·
- πίνουμε ένα ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πνέει (ένας) άνεμος…, βλ. λ. άνεμος·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- ρίχνω ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, βλ. λ. βλέφαρο·
- ρίχνω ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- ρίχνω ένα σουτ, βλ. λ. σουτ·
- ρίχνω ένα τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- ρίχνω ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- ρίχνω ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- ρίχνω ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- ρίχνω έναν πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- ρίχνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει ένα όριο, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- σαν ένας άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- σκάω ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- στέλνω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
- στο παρά ένα, λίγο πριν γίνει κάτι οριστικά και αμετάκλητα, την τελευταία στιγμή: «βρήκα κίνηση στο δρόμο κι έφτασα στο παρά ένα, λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες || έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση και πρόλαβα το αεροπλάνο στο παρά ένα»·
- στρώνω ένα καρέ, βλ. λ. καρέ·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ρίχνω (όλα) έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τα ρίχνω (όλα) έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσο·
- τα φέρνω έξι κι ένα, βλ. λ. έξι κι ένα·
- της δίνω ένα σάνφιστικ, βλ. λ. σάνφιστικ·
- της δίνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- της έριξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της έριξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πάτησα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- της περνώ ένα χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της τράβηξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, βλ. λ. άνθρωπος·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο σου μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, λέγεται για διαδοχική εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: «δεν ξέρουμε ακόμα πώς θα εξελιχθεί η οικονομική κρίση, γιατί το ένα φέρνει τ’ άλλο και δεν έχει κατασταλάξει τίποτα || στην αρχή αντάλλαξαν δυο σκληρές κουβέντες κι ύστερα από λίγο το ένα έφερε τ’ άλλο και πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: το ένα φέρνει τ’ άλλο κι αφού σ’ αγάπησα απ’ το δικό μου δρόμο για σε ξεστράτισα
- το ένα, το άλλο, δηλώνει διαφορετικά πράγματα, που συνοδεύουν εκείνα που ήδη έχουμε κατονομάσει: «κάτω στο υπόγειο έχω τα εργαλεία της κηπουρικής, διάφορα ανταλλακτικά του αυτοκινήτου, παλιά έπιπλα, το ένα, το άλλο || δεν κάθεται ποτέ ήσυχος και πάντα θέλει το ένα, το άλλο». (Τραγούδι: έλεγα πως θα περάσεις, είναι πέρασμα μεγάλο, από δω περνούνε όλοι και για τόνα και για τάλλο
- το κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- το ’να και τ’ άλλο, α. διάφορα αντικείμενα χωρίς ιδιαίτερη αξία: «μαζεύει το ’να και τ’ άλλο και δεν έχει πια μέρος για να τα βάλει». β. διάφορες υποθέσεις συνήθως όχι σημαντικές: «μπερδεύεται με το ’να και τ’ άλλο κι αποσπάται απ’ τη δουλειά του»·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, α. διαδοχικά, απανωτά, μαζεμένα: «τα κακά μου ’ρχονται το ’να πάνω στ’ άλλο και δεν ξέρω τι να κάνω». β. (για πράγματα) στοιβαγμένα: «τα κασόνια ήταν στη γωνία το ’να πάνω στ’ άλλο με τάξη»·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον έκανε ένα ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- τον έκανε ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον έκανε ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έκανε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον έχω στο ένα πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- τον πέταξε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον ρίχνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τον φέρνω σ’ ένα λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- του άστραψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του άστραψα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του άστραψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του άστραψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ) ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του βγάζω τα δόντια ένα ένα, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. λ. νύχι·
- του δίνω ένα (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- του δίνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του δίνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του ’δωσα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’δωσα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’δωσα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’δωσα ένα τσάφκο, βλ. λ. τσάφκο·
- του ’δωσα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’δωσα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του κάθισα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του κάθισα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του κάθισα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του κάθισα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκο·
- του κάθισα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του κάνω ένα πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του ’κοψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’κοψα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του πατώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του πατώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του πατώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του πατώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του περνώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του περνώ ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ.χέρι·
- του ’ριξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’ριξα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’ριξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’ριξα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’ριξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ρίχνω ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του ρίχνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του ρίχνω ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του ρίχνω ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του ρίχνω ένα μπουκέτο, βλ. λ. μπουκέτο·
- του ρίχνω ένα φάσκελο, βλ. λ. φάσκελο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του ρίχνω ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του ρίχνω ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του ’σκασα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’σκασα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’σκασα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’σκασα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του (της) σκάω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·  
- του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’ψάλλα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του τράβηξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του τράβηξα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του τράβηξα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τραβώ ένα ζόρι! βλ. λ. ζόρι·
- τραβώ ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τραβώ ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- τραβώ ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- τραβώ ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- τραβώ έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- τραβώ έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τρώει εν’ αρνί στην καθισιά, βλ. λ. αρνί·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, βλ. λ. βόδι·
- τρώω ένα βιράρισμα, βλ. λ. βιράρισμα·
- τρώω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο.
- υπό έναν όρο, βλ. λ. όρος·
- υποχωρώ ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους, βλ. λ. τοίχος·
- φέρνω σ’ ένα λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- φυσάει (ένας) άνεμος… ή φύσηξ’ (ένας) άνεμος…, βλ. λ. άνεμος·
- χάρισέ μου ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- χάρισέ μου ένα φιλί (φιλάκι), βλ. λ. φιλί·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- χάρισέ μου μια ματιά, βλ. λ. ματιά·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ.εχθρός·
- ως ένα βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- ως ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- ως ένα σημείο, βλ. λ. σημείο·
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- ώσπου να πεις ένα, πάρα πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «πήγε στο σπίτι του να πάρει λεφτά κι ώσπου να πεις ένα, ήταν πάλι πίσω». Συνών. ώσπου να πεις άλφα / ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις κρεμμύδι / ώσπου να πεις κύμινο / ώσπου να πεις τρία·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

επιθυμία

επιθυμία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιθυμία], η επιθυμία·
- η επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή, βλ. λ. διαταγή·
- η τελευταία επιθυμία του ή η τελευταία του επιθυμία, αυτό που ζητάει κανείς ή παραγγέλνει λίγο πριν πεθάνει: «η τελευταία του επιθυμία ήταν να μονοιάσουν οι δυο γιοι του || λίγο πριν τον εκτελέσουν, η τελευταία επιθυμία του ήταν να καπνίσει ένα τσιγάρο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, ο άνθρωπος ποτέ δεν ικανοποιείται με αυτά που έχει και οι επιθυμίες του είναι τόσο πολλές, που συνεχώς εναλλάσσονται: «ό,τι και να του δώσεις, δε χορταίνει, γιατί οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται».

επόμενος

επόμενος, επόμενη κ. επομένη, -ο, επίθ. [<αρχ. ἑπόμενος], επόμενος· το θηλ. η επόμενη και η επομένη (ενν. ημέρα), η μέρα που ακολουθεί αμέσως μετά από αυτή που διανύουμε ή που ακολουθεί αμέσως μετά από κάποιο συμβάν: «σήμερα έχω πολλή δουλειά, γι’ αυτό έλα την επομένη || ήταν Παρασκευή θυμάμαι που τον κατηγόρησε, αλλά την επομένη πήγε και του ζήτησε συγγνώμη»·

εποχή

εποχή, η, ουσ. [<μτγν. ἐποχή <αρχ. ἐπέχω], η εποχή· συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είτε επαναλαμβάνεται μια σειρά γεγονότων με σταθερά κοινά γνωρίσματα (οι  τέσσερις εποχές του χρόνου, η εποχή του θερισμού) είτε έχουν συμβεί ιδιαίτερα σημαντικά ιστορικά γεγονότα (η εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ακολουθώ το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- άλλες εποχές, (αόριστα) κάποτε, τότε: «μην γκρινιάζεις, γιατί άλλες εποχές ήταν χειρότερα». Συνών. άλλα χρόνια / άλλες χρονιές·
- άλλες εποχές τότε! αναφορά σε κάτι καλό ή κακό που συνέβη σε παλιότερο χρονικό διάστημα: «τότε αφήναμε πόρτες και παράθυρα ανοιχτά και κοιμόμασταν με ασφάλεια. -Άλλες εποχές τότε! || στον εμφύλιο σκοτωνόμασταν όλοι σαν τα σκυλιά μέσ’ στους δρόμους. -Άλλες εποχές τότε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. άλλα χρόνια τότε! / άλλες χρονιές τότε(!)·
- άνθρωπος της εποχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. φρ. απ’ την εποχή του Νώε ·
- απ’ την εποχή του Νώε, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε, λ. καιρός·
- απ’ την παλαιολιθική εποχή, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε, λ. καιρός·
- αφήνω εποχή, (για πρόσωπα ή γεγονότα) μνημονεύομαι για την καλή ή την κακή δράση μου, μνημονεύομαι για τη μεγάλη επιτυχία που είχα: «η παρέα του άφησε εποχή για τα ολονύχτια γλέντια της || το κινηματογραφικό έργο “Όσα παίρνει ο άνεμος”, άφησε εποχή»·
- είναι εκτός εποχής, (για πρόσωπα ή πράγματα) δε συμβαδίζει με την εποχή του, δεν είναι επίκαιρος, δεν είναι μοντέρνος: «οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τους νέους, γιατί είναι εκτός εποχής || άλλαξε, επιτέλους, ρούχα, γιατί αυτά που φοράς είναι εκτός εποχής»·
- είναι μπροστά απ’ την εποχή του, προηγείται της εποχής του λόγω πολύ προοδευτικών ιδεών: «πώς να καταλάβουν οι ανίδεοι τι εννοεί ο άνθρωπος, αφού είναι μπροστά απ’ την εποχή του!»·
- είναι της παλιάς εποχής, έχει απόψεις ή συνήθειες που δε συμβαδίζουν με τη σύγχρονη εποχή, είναι παλαιών αρχών, είναι συντηρητικός: «οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν τους νέους, γιατί είναι της παλιάς εποχής». (Λαϊκό τραγούδι: να μου βάλεις χαλινάρι άδικα μην προσπαθείς, εγώ είμαι παλικάρι της παλιάς της εποχής // ανώφελα είναι τα μπιζού και στα μαλλιά κομμώσεις· εγώ ’μαι της παλιάς σχολής, κρατώ τις παραδόσεις
- είναι φρούτο της εποχής, βλ. λ. φρούτο·
- εποχή ισχνών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- εποχή παχιών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- έργο εποχής, βλ. λ. έργο·
- έρχονται άλλες εποχές, αισιόδοξη έκφραση πως τα πράγματα αρχίζουν να καλυτερεύουν: «τώρα που ανέλαβε άλλη κυβέρνηση, έρχονται άλλες εποχές». (Τραγούδι: είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές). Συνών. έρχονται άλλα χρόνια / έρχονται άλλες χρονιές·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. φρ. ζει σε άλλον αιώνα, λ. αιώνας·
- η εποχή μας, αυτό το χρονικό διάστημα που ζούμε: «η εποχή μας είναι γεμάτη από πράξεις βίας»·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες! λ. μέρα·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. φρ. ήρθαν άλλοι καιροί, λ. καιρός·
- μπαίνω στο πνεύμα της εποχής, βλ. λ. πνεύμα·
- νεκρή εποχή, βλ. συνηθέστ. νεκρή περίοδος, λ. περίοδος·
- πάω αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- πάω με το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- ρούχα εποχής, βλ. λ. ρούχο·
- στην εποχή μου, βλ. συνηθέστ. στον καιρό μου, λ. καιρός·
- τέλος εποχής, λέγεται σε περίπτωση που κάτι τελειώνει τη λειτουργία του, παραγκωνίζεται, χάνει την αξία του, δεν έχει απήχηση: «αυτός ο πατέρας μου έχει κάτι ιδέες, όλες τέλος εποχής, βρε παιδί μου!». Από την έκφραση που χρησιμοποιούν τα καταστήματα, ιδίως ρούχων και γενικά ειδών μόδας, με την έννοια ότι ξεπουλάνε όσα τους έχουν μείνει σε χαμηλές τιμές, όταν τελειώνει μια περίοδος που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο είδος μόδας·
- την παλιά εποχή ή την παλιά την εποχή, τα παλιότερα χρόνια, στο παρελθόν: «την παλιά εποχή υπήρχε άλλη ηθική || την παλιά την εποχή οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν με μεγαλύτερη αλληλεγγύη». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή,σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή ψυχή
- της παλιάς εποχής ή της παλιάς της εποχής, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε πως κάποιος ή κάτι ήταν αξιότερος, καλύτερος κατά το παρελθόν: «οι άνθρωποι της παλιάς εποχής είχαν μπέσα || τα σπίτια της παλιάς της εποχής ήταν πιο ευρύχωρα και ψηλοτάβανα». (Λαϊκό τραγούδι: να μου βάλεις χαλινάρι άδικα μην προσπαθείς, εγώ είμαι παλικάρι της παλιάς της εποχής
- το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- χρυσή εποχή, περίοδος μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ακμής: «η χρυσή εποχή του Περικλέους».

έτσι

έτσι, επίρρ. [<μσν. ἔτσι <αρχ. οὑτωσί]. 1. με αυτόν τον τρόπο. (Λαϊκό τραγούδι: χτύπησε τα πόδια σου πάνω στον ασίκικο χορό, έτσι μου αρέσεις έτσι σ’ αγαπώ). 2. χωρίς λόγο: «γιατί του πέταξες την πέτρα του ανθρώπου; -Έτσι». 3α. το αρσ. και θηλ. ως άκλ. ουσ. ο έτσι, η έτσι, με της κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα αγκαλιά με τον έτσι της || τον είδα με την έτσι του να κάνει βόλτα στην παραλία || πήραν τις έτσι τους και πήγαν στη θάλασσα». β. (γενικά) ο τάδε, η τάδε: «ποιος ήταν ο έτσι που σε ζητούσε;». γ. λέγεται και αντί ονόματος, όταν δε γνωρίζουμε ή όταν δε θέλουμε να πούμε το όνομα κάποιου: «ήρθε ο έτσι και σε ζητούσε». Συνήθως, αν βρίσκεται το άτομο αυτό στην ομήγυρη, το δείχνουμε στον ενδιαφερόμενο με ένα διακριτικό νεύμα του κεφαλιού και, αν λείπει, κάνουμε κάποια ιδιαίτερη χειρονομία για να καταλάβει ο άλλος περί τίνος πρόκειται. Αν δηλ. έχει μεγάλα αφτιά, πιέζουμε από πίσω τ’ αφτιά μας για να πάρουν μεγαλύτερο μέγεθος, αν έχει μεγάλη μύτη σέρνουμε τα δάχτυλα της παλάμης μας σε όλο το μήκος της μύτης μας προχωρώντας ακόμη πιο πολύ προς τα έξω, αν έχει γαμψή μύτη φέρνουμε το δείκτη μας σε γαμψή στάση επάνω από τη μύτη μας κ.λπ. 4. σε ερωτηματικό τύπο έτσι; επαναλαμβάνεται χωρίς λόγο συχνά πυκνά σε μια συνομιλία: «ο φίλος σου ήρθε από κείνο το δρόμο, έτσι; Εγώ ερχόμουν από τον άλλον, έτσι; Ποιος σου είπε ότι ερχόμασταν μαζί; Αν ερχόμασταν μαζί, θα μας έβλεπε όλος ο κόσμος, έτσι;». (Ακολουθούν 89 φρ.)·    
- βγαίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- για το έτσι μου, για την ιδιοτροπία μου ή για το πείσμα μου: «αν θα τον κυνηγήσω, θα τον κυνηγήσω μόνο και μόνο για το έτσι μου»·
- γιατί είσαι έτσι; τι έχεις, τι σε απασχολεί, τι σε προβληματίζει·
- γιατί έτσι; δηλώνει απορία: «θα χωρίσω με τη γυναίκα μου. -Γιατί έτσι; Εσείς φαινόσασταν τόσο ευτυχισμένοι!»·
- γίνεται έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- δε θα περάσει έτσι ή δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι, απειλητική έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον που μας έβλαψε ή που ενήργησε με δόλο σε βάρος μας πως εν καιρώ θα ενεργήσουμε κατάλληλα για να τον εκδικηθούμε ή για να τον τιμωρήσουμε: «η πουστιά που μου ’κανες δε θα περάσει έτσι»·
- δεν είναι έτσι, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος σε κάποιον ή κάποιους ένα γεγονός: «έχεις δικαίωμα να πεις τη γνώμη σου, αλλά δεν είναι έτσι»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, βλ. λ. Θεός·
- δίνω έτσι ή δίνω στο έτσι, δίνω δωρεάν, δωρίζω, χαρίζω: «όταν του περισσεύει κάτι, το δίνει έτσι || μ’ αρέσει να δίνω στο έτσι ό,τι μου περισσεύει»·
- έμεινα έτσι! έμεινα εμβρόντητος, κατάπληκτος: «είναι τόσο ωραία γυναίκα που, μόλις την είδα, έμεινα έτσι! || μόλις τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, έμεινα έτσι!»·
- ένα έτσι να κάνω… ή μια έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- έστω κι αν είναι έτσι, παραδοχή των λεγόμενων κάποιου, ακόμη και αν δεν τα πιστεύουμε ή δεν τα υιοθετούμε αλλά μόνο και μόνο για να εκφράσουμε και τη δική μας άποψη: «έστω κι αν είναι έτσι όπως μου τα λες, πάλι δε θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: έστω κι αν είναι έτσι, έξω κι αν έχω πέσει, εσύ που μου ’λεγες πως μ’ αγαπάς τώρα πού πας, τώρα πού πας)· 
- έτσι αλλιώς, βλ. φρ. έτσι κι αλλιώς·
- έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, όχι πολύ καλά, όχι σύμφωνα με το αναμενόμενο: «πώς τα πας με την καινούρια σου δουλειά; -Έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα». Πολλές φορές, χωρίς λόγο αλλά περισσότερο για τη ρίμα, η φρ. έκλεινε με το και Πασαλιμανιώτικα ή τη λ. αυτή την έλεγε αμέσως μετά ο συνομιλητής, μόλις ο άλλος έλεγε τη λ. αλλιώτικα ·
- έτσι γουστάρω ή έτσι μου γουστάρει, βλ. λ. γουστάρω·
- έτσι δεν είναι; ή δεν είναι έτσι; α. έκφραση με την οποία θέλουμε να μας επιβεβαιώσει ο συνομιλητής μας αν θα ενεργήσει σύμφωνα με αυτό που τον ρωτήσαμε προηγουμένως: «θα ’ρθεις κι εσύ στην εκδρομή μας, έτσι δεν είναι;». β. έκφραση με την οποία θέλει ο συνομιλητής μας επιβεβαίωση σε αυτά που μόλις μας είπε: «θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας, δεν είναι έτσι;». γ. έκφραση με την οποία θέλουμε να μας επιβεβαιώσει ο συνομιλητής μας πως σωστά ενεργήσαμε με τον τρόπο που του αναφέραμε προηγουμένως: «κι επειδή μ’ έβριζε συνέχεια χωρίς λόγο, τον πλάκωσα στο ξύλο, έτσι δεν είναι;»·
- έτσι ε! συμπερασματική έκφραση από τα λεγόμενα ή τη στάση του συνομιλητή μας, που δηλώνει αγανάκτηση, λύπη, παράπονο ή και επιθετική διάθεση: «εσύ μπορεί να με βοήθησες στο παρελθόν, εγώ όμως δε θέλω να σε βοηθήσω. -Έτσι ε!». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι ε, έτσι ε, τώρα να δεις τι θα σου κάνω
- έτσι είναι η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έτσι έχει η υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- έτσι έχει το ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έτσι έχει το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έτσι ή αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο: «μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι ή αλλιώς θα τακτοποιηθεί η υπόθεσή σου»·
- έτσι θα πάρουμε την Πόλη; βλ. λ. Πόλη·
- έτσι θέλω, βλ. λ. φρ. έτσι γουστάρω. (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω,και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο)·
- έτσι και..., α. στην περίπτωση που ..., αν τυχόν…, όταν…: «έτσι κι  αποφασίσει να κάνει κάτι, δεν τον σταματάει τίποτα || έτσι και σε δει, σ’ αρχίζει αμέσως στην πάρλα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι και σε δει η νοικοκυρά μου και ρωτήσει τι θες στην κάμαρά μου, πες της καθαρά πως είσαι η κυρά μου). β. δηλώνει και απειλή: «έτσι και σε πιάσω, θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- έτσι και κάνεις ότι… ή έτσι και κάνεις πως…, με την παραμικρή σου αντίδραση, με την παραμικρή σου ενέργεια: «έτσι και κάνεις ότι βήχεις την ώρα που μιλάει, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε || έτσι και κάνεις πως αργείς λίγο το πρωί, σε διώχνει αμέσως απ’ τη δουλειά του»·
- έτσι και κάνω ότι… ή έτσι και κάνω πως…, από τη στιγμή που εκδηλώνομαι, που προβαίνω σε κάποια ενέργεια: «έτσι και κάνω ότι φεύγω, όλοι μ’ ακολουθούν || έτσι και κάνω πως αγριεύω, όλοι κάθονται στ’ αβγά τους»·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; βλ. λ. χωριό·
- έτσι κι αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, πάντως, οπωσδήποτε: «μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει || αφού έτσι κι αλλιώς θα ’ρθει, γιατί λοιπόν στενοχωριέσαι;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να ’ρθω μα φοβάμαι, φοβάμαι, έτσι κι αλλιώς πάλι μόνος μου θα ’μαι
- έτσι κι έτσι, ούτε καλά ούτε άσχημα, μέτρια. Τις πιο πολλές φορές, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς είσαι ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε οι δουλειές ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. μέτζο μέτζο·
- έτσι κι έτσι θα... (αναφέρεται αμέσως ο λόγος που επαναλαμβάνεται) αφού: «έτσι κι έτσι θα πας που θα πας στο σπίτι, φέρε μου κι εκείνο το βιβλίο που μου χρειάζεται»·
- έτσι λες; αυτή είναι γνώμη σου(;): «να δεις που θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη. -Έτσι λες;»·
- έτσι λες ε! βλ. φρ. έτσι λες(;)·
- έτσι μου βγαίνει, συμπεριφέρομαι με ένα συγκεκριμένο τρόπο αυθόρμητα: «δεν ξέρω γιατί αντιδρώ απότομα, όταν ακούω κουβέντα για πολιτικά, αλλά έτσι μου βγαίνει»·
- έτσι μου κάπνισε, ενήργησα όπως ενήργησα ή είπα ό,τι είπα, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, αλλά από παρόρμηση ή από επιπολαιότητα: «τι μου ζητάς τώρα να σου πω γιατί έκανα αυτό που έκανα. Έτσι μου κάπνισε»·
- έτσι μου κατέβηκε, βλ. συνηθέστ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου ’ρθε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου ’ρχεται να..., νιώθω τη διάθεση να προβώ σε κάποια παρορμητική ενέργεια, αρνητική ή θετική, που θα είναι ή οδυνηρή για κάποιον ή που θα τον ξαφνιάσει: «έτσι μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο || έτσι μου ’ρχεται να πάρω το τρένο και να πάω να τη βρω || έτσι μου ’ρχεται να την αρχίσω στα φιλιά»·
- έτσι μου σηκώθηκε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου τη βίδωσε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου την έδωσε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι μου φαίνεται να…, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι μπράβο! βλ. λ. μπράβο·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, βλ. λ. σούφρα·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- έτσι νομίζεις; βλ. λ. νομίζω·
- έτσι ντε! βλ. λ. ντε·
- έτσι που…, αφού, επειδή, με τον τρόπο που…: «έτσι που μου μιλάς, καταλαβαίνω πως δε θέλεις να ξανακάνουμε παρέα || έτσι που τρέχεις, θα σκοτωθούμε»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έτσι που λες, καταληκτική φρ. μιας διήγησης, μιας εξιστόρησης συμβάντος ή συμβάντων, με την έννοια ακριβώς αυτό συνέβη, ακριβώς αυτά συνέβησαν· βλ. και φρ. που λες, λ. λέω·
- έτσι που πας ή έτσι που το πας, με τον τρόπο που ενεργείς, με τη στάση που κρατάς, ιδίως απέναντί μου: «έτσι που το πάς, δεν τις γλιτώνεις τις φάπες σου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, θες να με βάλεις σε μπελά, έχει κι η τόση περηφάνια τα όριά της και μην κορδώνεσαι, πως σ’ αγαπώ τρελά, γιατί η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της //  έτσι που το πας θα μας πεις σε λίγο και πως μας αγαπάς
- έτσι σ’ έμαθαν να λες; βλ. φρ. έτσι σου είπαν να λες(;)·
- έτσι σε θέλω, έκφραση επιδοκιμασίας σε άτομο που είπε ή έκανε κάτι: «έτσι σε θέλω, μη φοβάσαι κανέναν, όταν πρόκειται για το δίκιο σου»·
- έτσι σου είπαν να λες; έκφραση έντονης αμφισβήτησης ή διαμαρτυρίας στα λεγόμενα κάποιου που είναι εντελώς αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή από αυτό που πιστεύουμε: «μόλις τελειώσετε τη δουλειά, θα ’ρθείτε να πληρωθείτε μετά από ένα μήνα. -Έτσι σου είπαν να λες;»· 
- έτσι σου φαίνεται! βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι σου φάνηκε, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι το ’χετ’ εδώ; ή έτσι το ’χετ’ εσείς; ή έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; ειρωνική έκφραση σε κάποιον ή κάποιους, που δε μας συμπεριφέρονται καθώς πρέπει ή που ενεργούν απροκάλυπτα σε βάρος μας, χωρίς να νοιάζονται για τυχόν συνέπειες: «έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; Προσκαλείτε κάποιον στο σπίτι σας και μετά από λίγο κάνετε πως νυστάζετε για να τον αναγκάσετε να φύγει; || έτσι το ’χετ’ εδώ;  Παίρνετε πρώτα τα λεφτά του κόσμου και δεν τους στέλνετε στη συνέχεια αυτά που σας παρήγγειλαν;»·   
- έτσι το ’χουμ’ εδώ ή έτσι το ’χουμ’ εμείς ή έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ, με αυτόν τον τρόπο συνηθίζουμε να συμπεριφερόμαστε, είναι μέρος από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας: «όταν δούμε κάποιον περαστικό που έχει την ανάγκη μας, τον φιλοξενούμε στο σπίτι μας, γιατί έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- έτσι φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, έκφραση με την οποία εννοούμε όλα όσα προηγουμένως έχουμε εξιστορήσει με λεπτομέρειες και χωρίς φόβο για την εξελικτική πορεία μιας υπόθεσης: «μας τα ’πε όλα απ’ την αρχή με το νυ και με το σίγμα, κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, μπορέσαμε κι εμείς να βγάλουμε μια άκρη». Πολλές φορές, χωρίς λόγο, αλλά περισσότερο για τη ρίμα, η φρ. κλείνει με το και Πασαλιμανιώτικα ή τη λ. αυτή την έλεγε αμέσως μετά ο συνομιλητής, μόλις ο άλλος έλεγε τη λ. αλλιώτικα·
- λες να ’ν’ έτσι; μήπως αληθεύει(;): «εγώ πιστεύω πως είναι αθώος. -Λες να ’ν’ έτσι, κι άδικα κατηγορήσαμε τον άνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε·
- με το έτσι θέλω, αυθαίρετα, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «με το έτσι θέλω δεν κάνεις τίποτα || αυτές οι δουλειές δε γίνονται με το έτσι θέλω, αλλά χρειάζεται πολιτική»·
- μην κάνεις έτσι, βλ. φρ. πώς κάνεις έτσι(!)·
- μια έτσι, μια αλλιώς, με συνεχείς διαφοροποιήσεις, με συνεχείς μεταβολές: «μια έτσι, μια αλλιώς, δε λέει ακόμη να σταθεροποιηθεί η υγεία του»·
- μου βγήκε στο έτσι ή  μου τη βγήκε στο έτσι, ενήργησε, μου συμπεριφέρθηκε με προκλητικό τρόπο: «κι εκεί που καθόμασταν ήσυχα και κουβεντιάζαμε με την παρέα μου, ήρθε ο δικός σου και μου τη βγήκε στο έτσι». Από την αναστάτωση που νιώθει κανείς, όταν κάποιος του συμπεριφερθεί προκλητικά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Για συνών. βλ. φρ. μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- μου τη βάρεσε στο έτσι, ενήργησα ή συμπεριφέρθηκα με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο: «κι εκεί που καθόμασταν, μου τη βάρεσε στο έτσι κι έφυγα || μόλις τον είδα, μου τη βάρεσε στο έτσι και του άστραψα ένα μπάτσο»·
- μου την έδωσε στο έτσι, βλ. φρ. μου τη βάρεσε στο έτσι·
- μπορεί να βγει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- όχι κι έτσι! εκφράζει έντονη αποδοκιμασία ή δυσαρέσκεια για κάτι, που θεωρούμε πως έγινε με υπερβολικό τρόπο: «είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά όχι κι έτσι!»·
- παίρνω έτσι ή παίρνω στο έτσι, παίρνω δωρεάν: «μόλις είναι να πάρει κάτι στο έτσι, μπορεί να περιμένει με τις ώρες»·
- παίρνω τα πράγματα έτσι όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τη ζωή έτσι όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- πώς κάνεις έτσι! βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) έτσι και…; βλ. λ. πώς·
- στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με την περίπτωση: «τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς καταφέρνω και ξεπερνώ τα προβλήματά μου»·
- το είπε έτσι, το είπε χωρίς να το εννοεί, αλλά, περισσότερο, χάριν αστεϊσμού: «μην παρεξηγιέσαι, αφού ξέρεις πως αυτό που είπε, το είπε έτσι κι όχι για να σε προσβάλλει»·
- το παίζει στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- του βγαίνω στο έτσι ή του τη βγαίνω στο έτσι, ενεργώ, συμπεριφέρομαι εναντίον του με προκλητικό: «κάθε φορά που τον βλέπω, κάτι με σπρώχνει από μέσα μου και του τη βγαίνω στο έτσι». Για συνών. βλ. φρ. του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- ώστε έτσι ε! βλ. λ. ώστε.

ζωνάρι

ζωνάρι κ. ζουνάρι, το, ουσ. [<μσν. ζωνάριν <μτγν. ζωνάριον, υποκορ. του ουσ. ζώνη], το ζωνάρι. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), ελαττώνω περισσότερο τις βιοτικές μου ανάγκες, οι οποίες ήδη βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων: «οι εργαζόμενοι λόγω σφιχτής εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης, πρέπει ν’ ανοίξουν κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι τους». Από την εικόνα του ατόμου, που, ενώ έχει ήδη σφιγμένο το ζωνάρι του λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων, υποχρεώνεται να ανοίξει και άλλη τρύπα σε αυτό για να το σφίξει περισσότερο λόγω περαιτέρω επιδείνωσης των οικονομικών του μέσων·  
- απλώνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. φρ. κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά·
- έχει λυμένο το ζωνάρι του για καβγά, βλ. φρ. κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά. (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε το πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι)·
- κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά, είναι πολύ οξύθυμος, επιδιώκει να βρει αφορμή για να καβγαδίσει, τσακώνεται για το παραμικρό: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά». (Λαϊκό τραγούδι: έχω λεβέντη και φόρτσα μπελαλή, που το ζουνάρι του για καβγά κρεμάει κι από τα κείνονε θα φας το μπουγιουρντί). Από την παλιά συνήθεια των νταήδων να αφήνουν το ζωνάρι τους (που ήταν λουρίδα από ύφασμα τυλιγμένο δυο και τρεις φορές γύρω από τη μέση τους) να κρέμεται, μήπως και το πατήσει κάποιος κι έτσι βρουν αφορμή να κάνουν καβγά·
- λύνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. φρ. κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά·
- σέρνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. φρ. κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά·
- σφίγγω το ζωνάρι (μου), ελαττώνω στο ελάχιστο τις βιοτικές μου ανάγκες λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων: «η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς δεν έχει χρήματα να αγοράσει τα απαραίτητα τρόφιμα, αδυνατίζει και σφίγγει το ζωνάρι του για να μην του πέσει το παντελόνι του·
- τις άρπαξε με το ζωνάρι, έφαγε ξύλο, ιδίως από τον πατέρα του: «όταν η μητέρα εξιστόρησε στον πατέρα τις αταξίες του γιους τους, τις άρπαξε με το ζωνάρι». Από το ότι, παλιότερα, ο πατέρας  τιμωρούσε τα παιδιά του με ξυλοδαρμό για τις διάφορες αταξίες τους χρησιμοποιώντας τη ζώνη του παντελονιού του. Συνών. τις άρπαξε με τη βέργα / τις άρπαξε με τη βίτσα / τις άρπαξε με την παντόφλα / τις άρπαξε με τη ζωστήρα / τις άρπαξε με το λουρί·  
- τις έφαγε με το ζωνάρι, βλ. φρ. τις άρπαξε με το ζωνάρι·
- το ζωνάρι τ’ ουρανού, βλ. συνηθέστ. το ζωνάρι της Παναγιάς·
- το ζωνάρι της καλογριάς, ο Γαλαξίας, όπως είναι ορατός από τη Γη: «τα καλοκαιριάτικα βράδια αγναντεύουμε στον έναστρο ουρανό το ζωνάρι της καλογριάς»·
- το ζωνάρι της κυράς, βλ. φρ. το ζωνάρι της Παναγιάς·
- το ζωνάρι της Παναγιάς, το ουράνιο τόξο: «μόλις σταμάτησε η βροχή και βγήκε ο ήλιος, ψηλά στον ουρανό σχηματίστηκε πολύχρωμο το ζωνάρι της Παναγιάς»·

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

καημός

καημός, ο, ουσ. [<μσν. καημός, από τον αόρ. κάηκα του ρ. καίγομαι + κατάλ. -μος], ο καημός. 1. μεγάλος ερωτικός πόθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, έχει καημό για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε). 2. στενοχώρια, λύπη, παράπονο που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία: «έχει μεγάλο καημό, γιατί ο γιος του δεν πέρασε πάλι στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν θα γυρνάμε στο σπίτι την αυγή, να μ’ αγκαλιάζεις με αγάπη, με στοργή, μες τα φιλιά σου ο καημός μου να πνιγεί και όπου βγει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, έλα να σε στείλω κάπου. -Άλλον καημό δεν είχα! Το ξέρεις πω μόλις τελειώσω τη δουλειά που κάνω, πρέπει να μεταφέρω στο υπόγειο το εμπόρευμα που ξεφόρτωσε το φορτηγό πάνω στο πεζοδρόμιο; || πρέπει να πάμε κι εμείς στη γιορτή του τάδε. -Άλλον καημό δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι να τακτοποιήσω το υπόγειο; -Άλλο καημό δεν είχαμε! Έχω τόσες δουλειές, που δεν αδειάζω || μην ξεχάσεις να μου φέρεις την αθλητική φόρμα που σου ζήτησα. -Άλλο καημό δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στη φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα· 
- βάζω καημό, στενοχωριέμαι, λυπούμαι, παραπονιέμαι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία μου: «έβαλε καημό, επειδή δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι || μόλις του πάει κάτι λίγο στραβά, βάζει καημό ο βλάκας». (Λαϊκό τραγούδι: αγόρι μου γλυκό σε πονώ, μην αμφιβάλεις και καημό μη βάλεις στον κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ 
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- καημό το ’χω, α. έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «καημό το ’χω αυτό το ταξίδι». β. νιώθω έντονη λύπη, έντονο παράπονο, που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία μου: «καημό το ’χω να μου ’ρθουν κι εμένα μια φορά τα πράγματα ευνοϊκά»·
- καθένας με τον καημό του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είναι ανθρώπινο ν’ ασχολείται ο καθένας με τον καημό του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του έτσ’ είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). Συνών. καθένας με τον πόνο του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθεις ακριβώς στην ώρα του ραντεβού μας, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα έναν καημό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- λέω τον καημό μου, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που με απασχολεί έντονα και μου δημιουργεί ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που λέω τον καημό μου στο φίλο μου, νιώθω καλύτερα»·
- μ’ αυτόν τον καημό πήγε, βλ. φρ. πήγε με τον καημό·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, υποφέρω από κάποιον ψυχικό ή ερωτικό πόνο: «με δέρνει ο καημός, επειδή για τρίτη χρονιά δεν πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο || με δέρνει ο καημός γι’ αυτή τη γυναίκα κι ούτε που τη νοιάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μικρή νησιωτοπούλα, σαν κύμα του γιαλού με δέρνει ο καημός σου και έχασα το νου). Στον τύπο με δέρνει ένας καημός! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι καημός(!)·
- με τρώει ο καημός, με φθείρει ψυχικά: «με τρώει ο καημός απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι
- πήγε με τον καημό, πέθανε χωρίς να προλάβει να ζήσει κάτι που επιθυμούσε πολύ ή χωρίς να διευθετήσει μια στενόχωρη κατάσταση, χωρίς να απαλλαγεί από μια πηγή δυστυχίας: «πήγε με τον καημό να δει κάποτε το γιο του στον ίσιο δρόμο! || πήγε με τον καημό να δει την κόρη του αποκαταστημένη»· βλ. και φρ. τον έφαγε ο καημός·
- πνίγω τον καημό μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί κάποιος ψυχικός ή ερωτικός μου πόνος: «παρόλο το θάνατο του πατέρα μου πνίγω τον καημό μου, για να μη στενοχωρώ την οικογένειά μου || κάθε φορά που τη βλέπω πνίγω τον καημό μου, για να μην της δίνω χαρά που μ’ απέρριψε»· 
- το ’χω καημό, βλ. φρ. καημό το ’χω·
- τον έφαγε ο καημός, πέθανε από έντονη λύπη, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμούσε: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει την επιχείρησή του απ’ τη χρεοκοπία και τον έφαγε ο καημός»· βλ. και φρ. πήγε με τον καημό·
- του ’φυγε ο καημός, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του: «επιτέλους, αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και του ’φυγε ο καημός».
 καθαρίζομαι, ρ. [<καθαρίζω], καθαρίζομαι. 1. σκοτώνομαι: «μέχρι τώρα καθαρίστηκαν κι απ’ τις δυο συμμορίες πέντε άτομα». 2. πεθαίνω: «στην Κατοχή καθαρίστηκε ένα σωρό κόσμος από την πείνα». 3. απαλλάσσομαι από κάτι που είναι βλαβερό, επιζήμιο ή άχρηστο, επανέρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, ξεκαθαρίζομαι: «πρέπει να καθαριστεί απ’ τους ημέτερους η διοίκηση για να μπορέσουν να μπουν οι σωστές βάσεις για την ανάπτυξη || τώρα που καθαρίστηκε η θέση σου, μπορείς να ξανακυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα». 4. χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «κάθισα να παίξω μ’ ένα σωρό λεφτά και καθαρίστηκα εντελώς». (Λαϊκό τραγούδι: και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, ωσότου να καθαριστούν, τον αργιλέ να θυμηθούν).

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

καλύβα

καλύβα, η, ουσ. [<αρχ. καλύβη], η καλύβα· πρόχειρο, φτωχικό σπιτάκι: «δεν τολμάει να καλέσει κανέναν στο σπίτι του, γιατί ζουν σε μια καλύβα». (Λαϊκό τραγούδι: η καρδιά μου είναι μεγάλη η καλύβα μου μικρή, από σένα κι από μένα άλλος δε χωράει να μπει). Υποκορ. καλυβάκι, το κ. καλυβούλα, η κ. καλυβίτσα, η·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, λέγεται στην περίπτωση, που ενώ νομίζουμε πως είμαστε οι κυρίαρχοι μιας κατάστασης στην πραγματικότητα είναι άλλος που ενεργεί μυστικά σε βάρος μας: «μην έχεις την εντύπωση πως κινείσαι καλά μέσ’ στην αγορά, γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εγώ κρατώ την κλείδα μου και άλλος την καλύβα μου»·
- η καλύβα του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- καλύβα του μπάρμπα-Θωμά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. συνηθέστ. παράγκα (2). Αναφορά στο κλασικό μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Χάριετ Στόου Μπίτσερ·
- σαν του γύφτου την καλύβα, λέγεται ειρωνικά για πολύ φτωχό και ακατάστατο σπίτι: «με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι του αλλά δεν πάω, γιατί είναι σαν του γύφτου την καλύβα».

καμωμένος

καμωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. κάμω], καμωμένος. 1. που είναι πλασμένος, γεννημένος για κάτι: «έχει την εντύπωση πως είναι καμωμένος μόνο για τη μεγάλη ζωή || αυτός ο άνθρωπος είναι καμωμένος για να κυβερνήσει μια μέρα τον τόπο μας». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καμωμένα (βλ. λ.)·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. φρ. είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, λ. πλασμένος
- ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, βλ. λ. μόνος.

κάνω

κάνω κ. κάμω, ρ. [<αρχ. κάμνω], κάνω. 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω: «έχει ένα εργοστάσιο και κάνει είδη υγιεινής || το αγόρασε ερείπιο και μέσα σ’ ένα χρόνο το ’κανε με τα χέρια του σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, και να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε). 2. μαγειρεύω: «ουμ! Μοσχομυρίζει το σπίτι. Τι φαγητό κάνεις;». 3. εκτελώ, ενεργώ: «θα μου κάνεις έναν καφέ; || κάνε ό,τι σου λένε». 4. αποκτώ, δημιουργώ: «έκανε περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: μποέμικα θα ζήσω τη ζωή μου, θα πίνω, θα γλεντώ και θα γελώ, γιατί δεν παίρνω τίποτα μαζί μου ό,τι κι αν έκανα θα μείνουν όλα εδώ). 5. απαντώ: «δε θα ’ρθω μαζί σου, έκανε ο Γιώργος και κάθισε στη θέση του». 6. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ: «αύριο θα κάνουμε το υπόγειο, γιατί είναι άνω κάτω || βοηθάω τη μητέρα μου να κάνει το σπίτι». 7. κοστίζω: «πόσο κάνει ο καφές;». 8. τεκνοποιώ: «παντρεύτηκαν πριν από δέκα χρόνια κι έχουν κάνει τρία παιδιά». 9. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με κάποιον τρόπο: «μην κάνεις σαν να ’σαι χαζός || είναι σωστό αυτό που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: στο γράμμα σου δεν έπρεπε έτσι να με πικράνεις, είναι για μένα θάνατος, μικρό μου, αυτό που κάνεις). 10. διατελώ, χρηματίζω: «έκανε δυο χρόνια πρόεδρος του σωματείου μας». 11. ασκώ περιστασιακά κάποιο επάγγελμα: «κάποτε έκανα τον ταξιτζή». 12. επιχειρώ: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα τη συμβουλή του πατέρα του». 13. ασχολούμαι επαγγελματικά με κάτι: «κάνω μεταφορές || κάνω το μεσίτη». 14. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω: «μας κάνει τον σπουδαίο || μην κάνεις τον τρελό για να τη γλιτώσεις!». (Δημοτικό τραγούδι: έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου). 15. ζω: «πώς μπορείς και κάνεις με τόση φτώχεια!». 16. διαμένω περιστασιακά σε κάποιον τόπο: «αν το απαιτήσουν οι ανάγκες της εταιρείας, θα κάνεις για ένα διάστημα και στην επαρχία». 17. διανύω: «την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα την κάνω με το καινούριο μου αυτοκίνητο μέσα σε τέσσερις ώρες». 18. (για ηθοποιούς) υποδύομαι: «παίζω στο τάδε έργο και κάνω έναν αστυνομικό». (Ακολουθούν 2222)·
- ακόμη τα κάνει απάνω του ή τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… , βλ. φρ. δεν κάνει άλλο απ’ το να(…)·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν θες (θέλεις), κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάνει και… ή αν κάνει να… ή αν κάνει πως…, αν προσπαθήσει, αν επιχειρήσει να κάνει κάτι: «αν κάνει πως πάει να μπει μέσα, κάλεσε την αστυνομία || αν κάνει πως έρχεται, διώξ’ τον αμέσως». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το κι. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε στην ταβέρνα πω, πω, πω τι έχει να γίνει κι αν κάνει να χορέψεις ποτήρι δε θα μείνει
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- από γλώσσα τι κάνεις; βλ. λ. γλώσσα·
- ας κάνει καλά μόνος του, βλ. λ. καλός·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας κάνουμε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ.λ. γάτα·
- βλέποντας και κάνοντας, βλ. λ. βλέπω·
- βρίσκει και τα κάνει, βλ. λ. βρίσκω·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- για να κάνω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- δε μου κάνει, α. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) δεν εφαρμόζει σωστά επάνω μου, δεν είναι στα μέτρα μου: «δε μου κάνει αυτό το σακάκι, γιατί μου είναι στενό στους ώμους || δε μου κάνουν τα παπούτσια, γιατί με χτυπούν στις φτέρνες». β. (για πρόσωπα) δεν είναι του γούστου μου, της αρεσκείας μου, της τάξης μου: «δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πολυλογάς || δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι αντιπαθητικός». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε σ’ αρέσω, μίλα μου, αν δε σου κάνω,σφύρα, θα ’χω μεγάλη πέραση, αν μείνω ζωντοχήρα).γ. δεν είναι κατάλληλος ή επαρκής για τη θέση που θέλω να τον χρησιμοποιήσω: «φιλότιμο παιδί, δε λέω, αλλά δε μου κάνει, γιατί στη ρεσεψιόν που θέλω να τον τοποθετήσω πρέπει να ξέρει τουλάχιστον δυο γλώσσες, κι αυτός δεν ξέρει καμιά». δ. (για πράγματα) δεν είναι κατάλληλο για το λόγο που το θέλω: «δε μου κάνει αυτό το πολύφωτο, γιατί είναι μεγάλο, κι εγώ χρειάζομαι ένα για το δωμάτιο του παιδιού»·
- δε μου κάνει αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·
- δε μου κάνει καρδιά να…, βλ. λ. καρδιά·
- δε μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δε μου κάνει όρεξη να…, βλ. λ. όρεξη·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύος·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έκανε αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έκανε γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έκανε κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έκανε τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, α. δεν αναμείχθηκα, δε συμμετείχα, δεν πήρα μέρος στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «δεν έχω να κάνω εγώ με τον καβγά που έγινε, γιατί έλειπα». β. δεν είναι της αρμοδιότητάς μου κάτι: «δεν έχω να κάνω εγώ με τις προμήθειες του εργοστασίου, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος»·
- δεν έχω τι να κάνω, πλήττω, επειδή δεν έχω να ασχοληθώ με κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, νιώθω πολύ άσχημα, γιατί δεν έχω τι να κάνω»·
- δεν κάνει, α. δεν επιτρέπεται, δεν είναι επιτρεπτό, απαγορεύεται: «δεν κάνει να μπει ούτε ένας μέσα». β. δεν είναι σωστό, δεν αρμόζει: «δεν κάνει να συμπεριφέρεσαι σε ηλικιωμένο άνθρωπο με τέτοιο τρόπο». γ. (για τροφές, φαγώσιμα) δεν πρέπει να καταναλωθεί, να φαγωθεί, είναι ακατάλληλο: «δεν κάνει να φάτε απ’ αυτό το φαγητό, γιατί είναι χαλασμένο || δεν κάνει να το φας, γιατί ξεπέρασε την ημερομηνία λήξης του». δ. (για πράγματα) δεν προσαρμόζει κάπου: «φέρε μου άλλη βίδα, γιατί αυτή που μου ’φερες δεν κάνει». ε. δεν είναι κατάλληλο για μια ορισμένη χρήση: «δεν κάνει το σφυρί που μου ’δωσες, γιατί εγώ θέλω πριόνι για να κόψω αυτό το ξύλο» στ. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) βλ. φρ. δε μου κάνει·
- δεν κάνει άλλο απ’ το να…, ασχολείται επίμονα με ανώφελα ή επιζήμια γι’ αυτόν πράγματα: «όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να τριγυρίζει στους δρόμους || όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να μπεκροπίνει στα διάφορα μπαράκια»· 
- δεν κάνει για…, (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλος για κάποιο συγκεκριμένο έργο, για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, είτε γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες είτε γιατί του λείπουν οι κατάλληλες γνώσεις: «δεν κάνει για μπασκετμπολίστας, γιατί είναι κοντός || δεν κάνει για τη θέση του ξεναγού, γιατί δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα»·
- δεν κάνει για σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κάνει δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δεν κάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν κάνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν κάνει να…, απαγορεύεται, δεν επιτρέπεται: «δεν κάνει να μπεις μέσα || ο γιατρός μου είπε πως δεν κάνει να καπνίζω»·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν κάνει πάσο, βλ. λ. πάσο·
- δεν κάνει σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τσεντσέσιμο, βλ. λ. τσεντσέσιμο·
- δεν κάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν κάνει χωρίς…, βλ. λ. χωρίς·
- δεν κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν κάνω, α. είμαι ακατάλληλος για μια θέση εργασίας, δεν έχω τα κατάλληλα προσόντα: «δεν κάνω γι’ αυτή τη θέση, γιατί δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα». β. δεν μπορώ, δεν αντέχω: «δεν κάνω χωρίς ποτό || δεν κάνω χωρίς τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: μακριά σου στιγμή δεν κάνω, αν μ’ αφήσεις μονάχο, τι θα κάνω
- δεν κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν κάνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω βήμα πίσω, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- δεν κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- δεν κάνω ρούπι (πίσω), βλ. λ. ρούπι·
- δεν κάνω συμβόλαιο (για κάτι), βλ. λ. συμβόλαιο·
- δεν κάνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν ξέρει τι κάνει, ενεργεί απερίσκεπτα, παράλογα: «όταν μεθύσει, δεν ξέρει τι κάνει»·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που αμφισβητεί τις δυνατότητες, τις ικανότητες του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, με την έννοια πως μπορεί να κάνει τα πιο απίθανα, παράτολμα, εκπληκτικά πράγματα: «δεν τον έχω ικανό για σπουδαία πράγματα. -Μην το λες αυτό, μια και δε γνωρίζεις τον άνθρωπο, γιατί είναι τόσο ικανός, που δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α και άλλοτε μετά το ξέρεις ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το αυτός·  βλ. και φρ. δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνω·   
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, α. απειλητική έκφραση εκνευρισμένου ατόμου εναντίον κάποιου που με έναν οποιονδήποτε τρόπο τον ταλαιπωρεί, κι έχει την έννοια πως μπορεί να του συμπεριφερθεί με τον πιο άσχημο τρόπο, πως μπορεί να κάνει τα πάντα εναντίον του, να φτάσει και μέχρι τα άκρα: «μ’ έχεις φέρει μέχρι εδώ, γι’ αυτό πάψε ν’ ασχολείσαι μαζί μου, γιατί δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ. β.έκφραση απελπισμένου ή πιεσμένου ατόμου: «είμαι τόσο χάλια, που δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Συνών. δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω·  
- δεν ξέρω τι κάνω, α. ενεργώ χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, είμαι αποδιοργανωμένος: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που δεν ξέρω τι κάνω». β. συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα, παράλογα, βίαια, είμαι εκτός εαυτού: «πίνω με ρέγουλα, γιατί, όταν μεθώ, δεν ξέρω τι κάνω»·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις μαζεμένες αυτό το μήνα και δεν ξέρω τι να κάνω για να τα φέρω βόλτα»·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! έκφραση απεγνωσμένου ατόμου που βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο: «μου ’ρχονται όλα τόσο στραβά τον τελευταίο καιρό που, δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω!»·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν πα(ς) να κάνεις μπλούμ! βλ. λ. μπλουμ·
- δεν πρόλαβε να κάνει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν πρόλαβε να κάνει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν πρόλαβε να κάνει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν το κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν το κάνω χαλάλι, (για πράγματα), βλ. λ. χαλάλι·
- δεν τον αφήνω να κάνει βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν τον (την) κάνω χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- έι, τι κάνεις! έκφραση έκπληξης, απορίας ή δυσφορίας σχετική με κάποιο πρόσωπο: «έι, τι κάνεις, ρε Κώστα, έχω καιρό να σε δω! || έι, τι κάνεις, θα σκοτωθείς! || έι, τι κάνεις, θα φύγουμε επιτέλους! || έι, τι κάνεις, πρόσεχε πού πατάς, με ξενύχιασες!»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- είναι (για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! βλ. λ. εμετός·
- είναι (για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό του! βλ. λ. σταυρός·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- έκανα κοιλιά ή έκανα κοιλιές, βλ. λ. κοιλιά·
- έκανα κώλο (λάσπη, μαϊμού, μαμούκαλα, μαντάρα, μουνί, μουνί καλλιγραφίας, μουνί καπέλο, μπάχαλο, μπουρδέλο, μύλο, νιανιά, σαν τα μούτρα μου, σαν τον κώλο μου, σκατά, σούπα, τουρλού, τουρσί) τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα ό,τι το καλύτερο, βλ. λ. καλύτερος·
- έκανα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- έκανα το καλύτερο δυνατό, βλ. λ. δυνατός·
- έκαναν βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έκανε αλλαγή ρουλεμάν, βλ. λ. ρουλεμάν·
- έκανε ανώμαλη προσγείωση, βλ. λ. προσγείωση·
- έκανε βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκανε γόνατα, (για παντελόνια), βλ. λ. γόνατο·
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, βλ. λ. μύγα·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο, κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε μαγαζάκι του (κάτι), βλ. λ. μαγαζάκι·
- έκανε ο Θεός και…, βλ. λ. Θεός·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, βλ. λ. κώλος·
- έκανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έκανε την καλή του, βλ. λ. καλός·
- έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- έκανε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- έκανε τον κύκλο του, βλ. λ. κύκλος·
- έκανε φτερά, (για αντικείμενα), βλ. λ. φτερό·
- έκανε φωλιά (κάτι κάπου), βλ. λ. φωλιά·
- έκανε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- έκανες την τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε, βλ. λ. μαζί·
- εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; ή εμείς τι κάνουμε, γκαζόζες πατλαντίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε; ή εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, περμανάντ σε σκαντζόχοιρους; ή εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τα) κότσια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τζιτζίκια πεταλώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; βλ. λ. μάνα·
- ένα έτσι να κάνω… λέγεται για κάτι που θεωρούμε πως μας είναι πολύ εύκολο να το κάνουμε, να το πραγματοποιήσουμε: «κανείς σας δεν μπορεί να στήσει τέτοια δουλειά σαν τη δική μου. -Σπουδαία τα λάχανα, γιατί ένα έτσι να κάνω, την έχω κιόλας στήσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ, και παρατηρείται ελαφρό χτύπημα του αντίχειρα με το μεσαίο δάχτυλο· 
- ένα κι ένα κάνουν δύο, βλ. λ. ένα·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου, βλ. λ. κοιλιά·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, βλ. λ. πορδή·
- εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, βλ. λ. όλος·
- έτσι και κάνεις ότι… ή έτσι και κάνεις πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι και κάνω ότι… ή έτσι και κάνω πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; βλ. λ. χωριό·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, βλ. λ. σούφρα·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- έχει κάνει καν και καν, βλ. λ. καν·
- έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχω να κάνω ή έχω να το κάνω, βλ. λ. έχω·
- έχω να κάνω με…, βλ. λ. έχω·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, βλ. λ. καρδιά·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; βλ. λ. κότα·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, βλ. λ. κότα·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, βλ. λ. σκύλα·
- θα δεις τι θα σου κάνω! βλ. λ. είδα·
- θα κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα κάνω καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, βλ. λ. μούρη·
- θα κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. μούτρο·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ.τιμή·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. αέρας·
- θα σε κάνω άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- θα σε κάνω εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- θα σε κάνω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε κάνω κάδρο, βλ. λ. κάδρο·
- θα σε κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- θα σε κάνω κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, βλ. λ. όνομα·
- θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις, βλ. λ. αναστενάζω·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σε κάνω να στενάξεις, βλ. λ. στενάζω·
- θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, βλ. λ. διαθήκη·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, βλ. λ. καταδίκη·
- θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, βλ. λ. Αλλάχ·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σε κάνω να χεστείς, βλ. λ. χέζομαι·
- θα σε κάνω ντα ή θα σε κάνω ντα ντα, βλ. λ. ντα·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα τα κάνω (όλα) Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- θα τα κάνω σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα·
- θα τον κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα τον κάνω να κάνει τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. μπουσουλώ·
- θα τον κάνω να χορέψει, βλ. λ. χορεύω·
- θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- θα τον κάνω να χοροπηδήσει, βλ. λ. χοροπηδώ·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) κάνε να…, Θεός·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, βλ. λ. Θεός·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι δεν κάνω για να…, κάνω οτιδήποτε, κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: και τι δεν κάνω για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, τι δεν κάνω, κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω για πληρωμή
- καλά θα κάνεις να…, βλ. λ. καλός·
- καλά κάνω, βλ. λ. καλός·
- καλά του ’κανες! βλ. λ. καλός·
- καλαμπούρι μου κάνεις; βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάν’ τα και φάτα, έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω·
- κάν’ τα λιανά ή κάν’ το λιανά, βλ. λ. λιανός·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα ψιλά ή κάν’ το ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάν’ τε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τη ή κάν’ την ή κάν’ τηνε, φύγε, απομακρύνσου: «κάν’ την τώρα που είναι νωρίς, γιατί αργότερα οι δρόμοι θα ’ναι πήχτρα απ’ τ’ αυτοκίνητα || κάν’ τηνε τώρα που δε σε βλέπουν». Όταν η φρ. κλείνει με το ντε, λέγεται απειλητικά σε κάποιον για να φύγει, να απομακρυνθεί από κοντά μας: «κάν’ την ντε μη σε πλακώσω στο ξύλο!»·
- κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ το κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- κάν’ τον ή κάν’ τονα, απομάκρυνέ τον, διώξ’ τον: «αφού κάθε τόσο σου δημιουργεί προβλήματα, κάν’ τονα τον αλήτη να ησυχάσεις!»·
- κάν’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ του κόλλυβα, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάναμε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάναμε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- κάναμε συνεννόηση μπουζούκι, βλ. λ. μπουζούκι·
- κάναμε χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- κάνανε μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- κάνε αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- κάνε γούστο! βλ. λ. γούστο·
- κάνε γούστο να...! βλ. λ. γούστο·
- κάνε δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- κάνε ένα όπα, βλ. λ. όπα·
- κάνε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- κάνε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάνε καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνε κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- κάνε (ένα, δυο, τρία) κλικ (αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω), βλ. λ. κλικ·
- κάνε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μας) βλ. λ. αέρας·
- κάνε μας ένα τάλιρο κουνήματα, βλ. λ. τάλιρο·
- κάνε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- κάνε μας τέτοια! ή κάνε μου τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. μάντης·
- κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. προφήτης·
- κάνε μια ευχή, βλ. λ. ευχή·
- κάνε μου τη χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνε μου το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- κάνε μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- κάνε μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνε μπιντέ! βλ. λ. μπιντές·
- κάνε νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- κάνε ό,τι νομίζεις, βλ. λ. νομίζω·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνε ρόκα σου! βλ. λ. ρόκα1·
- κάνε σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνε στάση, βλ. λ. στάση·
- κάνε στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνε στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνε σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνε την παλικαριά, βλ. λ. παλικαριά·
- κάνε το θαύμα σου! βλ. λ. θαύμα·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνε το σταυρό σου και προχώρησε, βλ. λ. σταυρός·
- κάνε χάζι να..., βλ. λ. χάζι·
- κάνει άγριο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει άγριο χτύπημα, (για ποτά) βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- κάνει αρκούδες, βλ. λ. αρκούδα·
- κάνει αρλούμπες, βλ. λ. αρλούμπα·
- κάνει αστειάκια, βλ. λ. αστειάκι·
- κάνει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει βαρβάτο γαμήσι, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. γαμήσι·
- κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες, βλ. λ. γαργάρα2·
- κάνει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- κάνει για δικηγόρος, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνει γλυκό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει δεν κάνει, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι αμφίβολο αν είναι κατάλληλος, χρήσιμος, αν ταιριάζει: «φέρε μου κάποιον άλλον, γιατί αυτός κάνει δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά || κάνει δεν κάνει αυτό το μαδέρι για τη δουλειά που το θέλω»·
- κάνει; δεν κάνει; (ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο) δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν είναι σωστό, δεν επιτρέπεται: «κοτζάμ επιστήμονας να συναναστρέφεσαι μ’ αυτούς τους αλήτες, κάνει; δεν κάνει;»·
- κάνει δεύτερη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει δήθεν ότι… ή κάνει δήθεν πως…, βλ. λ. δήθεν·
- κάνει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- κάνει ζήλιες, βλ. λ. ζήλια·
- κάνει ζουρλαμάρες, βλ. λ. ζουρλαμάρα·
- κάνει ζούρλες, βλ. λ. ζούρλα·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πούτσα·
- κάνει θαύματα, βλ. λ. θαύμα·
- κάνει και χωρίς…, μπορεί να συνεχίσει να ζει και χωρίς την παρουσία κάποιου ατόμου ή μπορεί να δραστηριοποιείται και χωρίς να έχει στην κατοχή του κάτι: «μπορεί να χώρισε, αλλά κάνει και χωρίς τη γυναίκα του || και τι έγινε που πούλησε τ’ αυτοκίνητό του! Κάνει και χωρίς αυτοκίνητο ο άνθρωπος»·
- κάνει κακή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει κακό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- κάνει κλειστή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνει κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνει κρα για μεγαλεία, βλ. λ. μεγαλείο·
- κάνει κρα η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. λ. κώλος·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, βλ. λ. κλάνω·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, βλ. λ. ώρα·
- κάνει μισές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει μπρος πίσω, βλ. λ. μπρος·
- κάνει μύτη, βλ. λ. μύτη·
- κάνει να…; είναι σωστό, επιτρέπεται να…(;): «κάνει ν’ αντιμιλάς σε ηλικιωμένο άνθρωπο; || κάνει να παρκάρω εδώ τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- κάνει νερά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- κάνει πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- κάνει παπάδες, βλ. λ. παπάς·
- κάνει πεζοδρόμιο, (για γυναίκες), βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- κάνει πολλούς παράδες, βλ. λ. παράς·
- κάνει πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει πρώτη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- κάνει ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του, βλ. λ. πατέρας·
- κάνει σαν…, συμπεριφέρεται σαν…: «όταν πιει παραπάνω, κάνει σαν τρελός || όταν καταλάβει πως τον κοροϊδεύει κάποιος, κάνει σαν μανιακός || έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό και κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά του»·
- κάνει σαν γάτα στο σακί, βλ. λ. γάτα·
- κάνει σαν γυναικούλα, βλ. λ. γυναικούλα·
- κάνει σαν κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- κάνει σαν λεχώνα ή κάνει σαν τη λεχώνα, βλ. λ. λεχώνα·
- κάνει σαν παγώνι ή κάνει σαν το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει σκυλίσια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει σόου, βλ. λ. σόου·
- κάνει στράτα, (για νήπια) βλ. λ. στράτα·
- κάνει σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνει τα γνωστά του, βλ. λ. γνωστός·
- κάνει τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για απορρυπαντικά), βλ. λ. πιάτο·
- κάνει τα πρώτα του βήματα, (για νήπια), βλ. λ. βήμα·
- κάνει τα τζάμια να τρίζουν, βλ. λ. τζάμι·
- κάνει τέρατα ή κάνει τα τέρατα, βλ. λ. τέρας·
- κάνει τζιζ! βλ. λ. τζιζ·
- κάνει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- κάνει τη διαφορά (κάτι), βλ. λ. διαφορά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δύσκολη, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνει τη μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- κάνει τη μέρα νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύστα·
- κάνει την επανάστασή του, (για έφηβους), επανάσταση·
- κάνει την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνει την μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- κάνει την ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- κάνει την τρίχα τριχιά, βλ. λ. τρίχα·
- κάνει την τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- κάνει το άσπρο μαύρο ή κάνει το μαύρο άσπρο, βλ. λ. άσπρος·
- κάνει το δάσκαλο, βλ. λ. δάσκαλος·
- κάνει το δέντρο, βλ. λ. δέντρο·
- κάνει το μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- κάνει το σκατό του παξιμάδι, βλ. λ. σκατό·
- κάνει το στητό καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- κάνει το τόσο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- κάνει το τοσοδουλάκι τόσο, βλ. λ. τοσοδουλάκι·
- κάνει τον άνεμο κουβάρι, βλ. λ. άνεμος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, συμπεριφέρεται σαν να είναι πολύ σπουδαίος: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι»·
- κάνει τον έξυπνο, βλ. λ. έξυπνος·
- κάνει τον καμπόσο, βλ. λ. καμπόσος·
- κάνει τον κάποιο, βλ. λ. κάποιος·
- κάνει τον κυριλέ, βλ. λ. κυριλές·
- κάνει τον μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον μεγάλο και τρανό, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- κάνει τον σπουδαίο, βλ. λ. σπουδαίος·
- κάνει τον τρανό, βλ. λ. τρανός·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. λ. καμήλα·
- κάνει τον ωραίο, βλ. λ. ωραίος·
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει του  κόσμου…, βλ. λ. κόσμος·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει φιλολογία, βλ. λ. φιλολογία·
- κάνει χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνει χλιμιτζουριές, βλ. λ. χλιμιτζουριά·
- κάνει ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- κάνει ψόφο, βλ. λ. ψόφος·
- κάνει ψυχικά, (για γυναίκες), βλ. λ. ψυχικό·
- κάνεις άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- κάνεις τον κόπο να…, βλ. λ. κόπος·
- κάνουμε παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουμε πηγαδάκι, βλ. λ. πηγαδάκι·
- κάνουμε πιένες, βλ. λ. πιένα·
- κάνουμε πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνουμε τρενάκι, βλ. λ. τρενάκι·
- κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνουν αλλαξοκωλιά ή κάνουν αλλαξοκωλιές, βλ. λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνουν ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου! ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου! βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
- κάνω αβάντα (σε κάποιον), βλ. λ. αβάντα·
- κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- κάνω αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω αγάντα, βλ. λ. αγάντα·
- κάνω αγάπες, βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγιασμό, βλ. λ. αγιασμός·
- κάνω αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω αγριάδα ή κάνω αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα1·
- κάνω αδικία ή κάνω αδικίες, βλ. λ. αδικία·
- κάνω αέρα, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·   
- κάνω ακουστήρι, βλ. λ. ακουστήρι·
- κάνω ακρόαση, βλ. λ. ακρόαση·
- κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- κάνω αλεπουδιά, βλ. λ. αλεπουδιά·
- κάνω αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- κάνω αλητείες, βλ. λ. αλητεία·
- κάνω αλισβερίσι, βλ. λ. αλισβερίσι·
- κάνω άλλα κι άλλα, βλ. λ. άλλος·
- κάνω αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- κάνω αλλαξιά, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνω αλχημείες, βλ. λ. αλχημεία·
- κάνω αμάκα, βλ. λ. αμάκα·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν, βλ. λ. αμάν·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αμαρτία ή κάνω αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- κάνω αναγνώριση, βλ. λ. αναγνώριση·
- κάνω αναγνώριση εδάφους, αναγνώριση·
- κάνω αναποδιές, βλ. λ. αναποδιά·
- κάνω Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- κάνω αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- κάνω άνοιγμα, βλ. λ. άνοιγμα·
- κάνω αντικάμαρα, βλ. λ. αντικάμαρα·
- κάνω άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. άνω·
- κάνω ανωμαλίες, βλ. λ. ανωμαλία·
- κάνω απεργία, βλ. λ. απεργία·
- κάνω Αποκριά ή κάνω Αποκριές, βλ. λ. Αποκριά·
- κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- κάνω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- κάνω αρχή ή κάνω την αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω άστατη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- κάνω άσχημες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω βαβά, βλ. λ. βαβά·
- κάνω βαβούρα, βλ. λ. βαβούρα·
- κάνω βαράκια, βλ. λ. βαράκια·
- κάνω βατσίνα, βλ. λ. βατσίνα·
- κάνω βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- κάνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- κάνω βλακεία ή κάνω βλακείες, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω βολή, βλ. λ. βολή2·
- κάνω βόλτα ή κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω γαλιφιές, βλ. λ. γαλιφιά·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάνω γέμισμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. γέμισμα·
- κάνω γιάλα, βλ. λ. γιάλα·
- κάνω γινάτια, βλ. λ. γινάτι·
- κάνω γιορτές, βλ. λ. γιορτή·
- κάνω γιούργια, βλ. λ. γιούργια·
- κάνω γιουρούσι, βλ. λ. γιουρούσι·
- κάνω γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- κάνω γκεζί, βλ. λ. γκεζί·
- κάνω γκελ, βλ. λ. γκελ·
- κάνω γκέλα, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκέλες, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- κάνω γλειφιτζούρι, βλ. λ. γλειφιτζούρι·
- κάνω γλειφοκώλι, βλ. λ. γλειφοκώλι·
- κάνω γλειφομούνι, βλ. λ. γλειφομούνι·
- κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- κάνω γνωριμία ή κάνω γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- κάνω γνωστό (κάτι), βλ. λ. γνωστός·
- κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- κάνω γρήγορα, βλ. λ. γρήγορος·
- κάνω δέσιμο, βλ. λ. δέσιμο·
- κάνω δεσμό, βλ. λ. δεσμός·
- κάνω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- κάνω δοκιμή (κάτι), βλ. λ. δοκιμή·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω εγχείρηση, βλ. λ. εγχείρηση·
- κάνω είσοδο, βλ. λ. είσοδος·
- κάνω εκπομπή, βλ. λ. εκπομπή·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κάνω έλεγχο, βλ. λ. έλεγχος·
- κάνω ελεημοσύνη, βλ. λ. ελεημοσύνη·
- κάνω εμπόριο, βλ. λ. εμπόριο·
- κάνω εμφάνα ή κάνω την εμφάνα μου, βλ. λ. εμφάνα·
- κάνω εμφανισάρα ή κάνω την εμφανισάρα μου, βλ. λ. εμφανισάρα·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- κάνω (ένα) πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω (ένα) ριπλέι, βλ. λ. ριπλέι·
- κάνω (ένα) σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω έναν αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- κάνω εντς, βλ. λ. εντς·
- κάνω εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- κάνω εξ επαγγέλματος (κάτι), βλ. λ. επάγγελμα·
- κάνω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- κάνω εξήγα, βλ. λ. εξήγα·
- κάνω έξοδο, βλ. λ. έξοδος·
- κάνω επανάσταση, βλ. λ. επανάσταση·
- κάνω επαφή (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- κάνω επεισόδιο ή κάνω επεισόδια, βλ. λ. επεισόδιο·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, βλ. λ. τόπος·
- κάνω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- κάνω επιχείρηση (κάτι), βλ. λ. επιχείρηση·
- κάνω έρωτα, (και για τα δυο φύλλα), βλ. λ. έρωτα·
- κάνω ευκαιρία, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. ευκαιρία·
- κάνω ευκολίες, βλ. λ. ευκολία·
- κάνω ευχέλαιο, βλ. λ. ευχέλαιο·
- κάνω εφοδεία, (για αξιωματικούς) βλ. λ. εφοδεία·
- κάνω ζαβολιές, βλ. λ. ζαβολιά·
- κάνω ζάπινγκ, βλ. λ. ζάπινγκ·
- κάνω ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω ζημιά ή κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζημιές, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- κάνω ζιγκ ζαγκ, βλ. λ. ζιγκ ζαγκ·
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνω ήττα, βλ. λ. ήττα·
- κάνω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- κάνω θελήματα, βλ. λ. θέλημα·
- κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- κάνω θόρυβο, βλ. λ. θόρυβος·
- κάνω θραύση, βλ. λ. θραύση·
- κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- κάνω ιατρείο, βλ. λ. ιατρείο·
- κάνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- κάνω ιππασία, βλ. λ. ιππασία·
- κάνω ισορροπία, βλ. λ. ισορροπία·
- κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- κάνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- κάνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- κάνω καβάτζα, βλ. λ. καβάτζα·
- κάνω καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- κάνω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- κάνω Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, βλ. λ. μαγαζί·
- κάνω κακά ή κάνω κακά μου ή κάνω τα κακά μου, βλ. λ. κακός·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω κακή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω κακή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλαμπούρια, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλντερίμι, βλ. λ. καλντερίμι·
- κάνω καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω καλό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω καλοσύνες, βλ. λ. καλοσύνη·
- κάνω κάλτσα, βλ. λ. κάλτσα·
- κάνω καμάκι, βλ. λ. καμάκι·
- κάνω καμάτζο, βλ. λ. καμάτζο·
- κάνω καντάδα, βλ. λ. καντάδα·
- κάνω καπούλια, βλ. λ. καπούλι·
- κάνω καπρίτσια ή κάνω τα καπρίτσια μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω καραγκιοζιλίκια, βλ. λ. καραγκιοζιλίκι·
- κάνω κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάνω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- κάνω καρέ, βλ. λ. καρέ·
- κάνω κάσα ή κάνω την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- κάνω κασκαρίκα ή κάνω κασκαρίκες, βλ. λ. κασκαρίκα·
- κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω κατά μέρος (κάποιον), βλ. λ. μέρος·
- κάνω καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- κάνω κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- κάνω κατσιρμά, βλ. λ. κατσιρμάς·
- κάνω κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- κάνω κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- κάνω κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- κάνω κιχ μιχ, βλ. λ. κιχ μιχ·
- κάνω κλάμπινγκ, βλ. λ. κλάμπινγκ·
- κάνω κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- κάνω κοζερί, βλ. λ. κοζερί·
- κάνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- κάνω κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνω κοιλίτσα, βλ. λ. κοιλίτσα·
- κάνω κοκούνινγκ, βλ. λ. κοκούνινγκ·
- κάνω κολεγιά, βλ. λ. κολεγιά·
- κάνω κολλητήρι, βλ. λ. κολλητήρι·
- κάνω κόλπα, βλ. λ. κόλπα·
- κάνω κολπάκια, βλ. λ. κολπάκι·
- κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- κάνω κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω κομπίνα ή κάνω κομπίνες, βλ. λ. κομπίνα1·
- κάνω κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
- κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- κάνω κονέ, βλ. λ. κονέ·
- κάνω κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνω κονσομασιόν, βλ. λ. κονσομασιόν·
- κάνω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- κάνω κοπλιμέντο ή κάνω κοπλιμέντα, βλ. λ. κοπλιμέντο·
- κάνω κορδελάκια, βλ. λ. κορδελάκι·
- κάνω κορνέτα, βλ. λ. κορνέτα·
- κάνω κόρτε, βλ. λ. κόρτε·
- κάνω κοτσάνα, βλ. λ. κοτσάνα·
- κάνω κότσο ή τα κάνω κότσο (ενν. τα μαλλιά μου), βλ. λ. κότσος·
- κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- κάνω κούκλα (κάτι), βλ. λ. κούκλα·
- κάνω κούλουμα, βλ. λ. κούλουμα·
- κάνω κουλουτούμπες, βλ. λ. κουλουτούμπες·
- κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω κουμπαριά ή κάνω κουμπαριό, βλ. λ. κουμπαριά·
- κάνω κουνήματα, βλ. λ. κούνημα·
- κάνω κούνια ή κάνω κούνια μπέλα, βλ. λ. κούνια·
- κάνω κουπί, βλ. λ. κουπί·
- κάνω κούρα, βλ. λ. κούρα·
- κάνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- κάνω κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- κάνω κουτουράδες, βλ. λ. κουτουράδες·
- κάνω κουτσουκέλες, βλ. λ. κουτσουκέλα·
- κάνω κρα, βλ. λ. κρα·
- κάνω κρα για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κράτει, βλ. λ. κράτει·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω κρότο, βλ. λ. κρότος·
- κάνω κρούση, βλ. λ. κρούση·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κύκλο ή κάνω τον κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κύκλους, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- κάνω κωλομάγουλα, βλ. λ. κωλομάγουλο·
- κάνω κωλομέρια, βλ. λ. κωλομέρι·
- κάνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπες·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, κωλοτούμπα·
- κάνω λάθος κίνηση, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λακριντί ή κάνω λακιρντί, βλ. λ. λακριντί·
- κάνω λαχτάρα ή κάνω λαχτάρες (σε κάποιον), βλ. λ. λαχτάρα·
- κάνω λέζα, βλ. λ. λέζα2·
- κάνω λεζάντα, βλ. λ. λεζάντα·
- κάνω λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω λημέρι, βλ. λ. λημέρι·
- κάνω ληστεία, βλ. λ. ληστεία·
- κάνω λιάδα (κάτι), βλ. λ. λιάδα·
- κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- κάνω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- κάνω λούσα, βλ. λ. λούσο·
- κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- κάνω λουφ, βλ. λ. λουφ·
- κάνω λούφα, βλ. λ. λούφα·
- κάνω μα, βλ. λ. μα· 
- κάνω μαγγανεία ή κάνω μαγγανείες, βλ. λ. μαγγανεία·
- κάνω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- κάνω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- κάνω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- κάνω μάγουλα, βλ. λ. μάγουλο·
- κάνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω μάκια, βλ. λ. μάκια·
- κάνω μακροβούτι, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μαλακίες, βλ. λ. μαλακία·
- κάνω μαμ, βλ. λ. μαμ·
- κάνω μαμουνιές, βλ. λ. μαμουνιά·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- κάνω μανούβρα, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούβρες, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- κάνω μαξούζ, βλ. λ. μαξούζ·
- κάνω μασονίες, βλ. λ. μασονία·
- κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω ματσακόνι, βλ. λ. ματσακόνι·
- κάνω ματσακονιές, βλ. λ. ματσακονιά·
- κάνω ματσαράγκες, βλ. λ. ματσαράγκα·
- κάνω μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω μαύρη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάνω με ρέγουλα (κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- κάνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω μετάνοιες, βλ. λ. μετάνοιες·
- κάνω μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- κάνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- κάνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω μια νέα αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω (μια) περασιά, βλ. λ. περασιά·
- κάνω (μια) περατζάδα, βλ. λ. περατζάδα·
- κάνω μια πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω μια πρόταση ή κάνω την πρόταση, βλ. λ. πρόταση·
- κάνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω μια φούρλα, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μινέτο, βλ. λ. μινέτο·
- κάνω μνημόσυνο, βλ. λ. μνημόσυνο·
- κάνω μόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόκο κατσαμπρόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μουρμού, βλ. λ. μουρμού·
- κάνω μούσκεμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μούσκεμα·
- κάνω μουσκίδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μουσκίδι·
- κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- κάνω μουτσούνες, βλ. λ. μουτσούνα·
- κάνω μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- κάνω μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- κάνω μπαγαποντιές, βλ. λ. μπαγαποντιά·
- κάνω μπάκα, βλ. λ. μπάκα·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπαμ από μακριά, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπάνια, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπάνιο, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπανιστήρι, βλ. λ. μπανιστήρι·
- κάνω μπάνκα ή κάνω την μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- κάνω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάνω μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- κάνω μπάστα, βλ. λ. μπάστα·
- κάνω μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνω μπιμπερό, βλ. λ. μπιμπερό·
- κάνω μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- κάνω μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλουμ μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- κάνω μπου, βλ. λ. μπου2·
- κάνω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- κάνω μπούγιο, βλ. λ. μπούγιο·
- κάνω μπούκα, βλ. λ. μπούκα·
- κάνω μπουμ, βλ. λ. μπουμ1·
- κάνω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
- κάνω μπρακ, βλ. λ. μπρακ·
- κάνω μπράτσα, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπράτσο, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπραφ, βλ. λ. μπραφ·
- κάνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- κάνω μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- κάνω να, επιθυμώ, α. επιδιώκω συστηματικά να αποκτήσω ή να απολαύσω κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να για να τη βγάλω γκόμενα || απ’ τη μέρα που είδα αυτό τ’ αυτοκίνητο, κάνω να να τ’ αγοράσω». Συνοδεύεται από χειρονομία, με το δείκτη να έρχεται και να διπλώνει στη ρίζα του αντίχειρα και να κάνει ελαφρές συσπάσεις, υπονοώντας τον πρωκτό, που βρίσκεται σε σεξουαλική υπερδιέγερση. β. επιθυμώ, επιδιώκω συστηματικά, ιδίως να ξαναδώ κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να να την ξαναδώ || ψάχνω σ’ όλες τις μάντρες, γιατί κάνω να να ξαναδώ εκείνο τ’ αυτοκίνητο αντίκα». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να ενώνεται σε κύκλο με τον αντίχειρα υπονοώντας το μάτι που ανοίγει διάπλατα ψάχνοντας να δει κάτι. Συνών. κάνω κρα·
- κάνω να για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω νάζι ή κάνω νάζια, βλ. λ. νάζι·
- κάνω νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνω νάνι, βλ. λ. νάνι·
- κάνω νερά, βλ. λ. νερό·
- κάνω νερό, βλ. λ. νερό·
- κάνω νισάφι, βλ. λ. νισάφι·
- κάνω νόημα, βλ. λ. νόημα·
- κάνω νοικοκυρά (κάποια), βλ. λ. νοικοκυρά·
- κάνω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- κάνω νούλα, βλ. λ. νούλα·
- κάνω νούμερα ή κάνω τα νούμερά μου, βλ. λ. νούμερο·
- κάνω νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- κάνω νταβαντούρι, βλ. λ. νταβαντούρι·
- κάνω νταμπλ, βλ. λ. νταμπλ·
- κάνω νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- κάνω ντεμπούτο, βλ. λ. ντεμπούτο·
- κάνω ντιλίτ, βλ. λ. ντιλίτ·
- κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- κάνω ντου! βλ. λ. ντου·
- κάνω ντουέτο (με κάποιον), βλ. λ. ντουέτο·
- κάνω ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- κάνω ξεμπούκο, βλ. λ. ξεμπούκο·
- κάνω ξερή, βλ. λ. ξερή·
- κάνω οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- κάνω οικονομία, (για τάβλι), βλ. λ. οικονομία·
- κάνω οικονομία δυνάμεων, βλ. λ. οικονομία·
- κάνω ό,τι κι ό,τι, βλ. φρ. κάνω ό,τι λάχει·
- κάνω ό,τι λάχει, α. κάνω οποιαδήποτε δουλειά, γιατί έχω μεγάλη ανάγκη ή πολύ σοβαρό οικονομικό πρόβλημα: «έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, εγώ τώρα κάνω ό,τι λάχει για να τα βγάλω πέρα». β. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δε θα σε ξαναπάρω μαζί μου, γιατί κάνεις ό,τι λάχει, και κοντά σε σένα γίνομαι κι εγώ ρεζίλι». γ. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «αφού κάνεις ό,τι λάχει, πώς θέλεις να πάει μπροστά η δουλειά;»·
- κάνω ό,τι μου καπνίσει, α. ενεργώ σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν: «έχω πάψει να τον συμβουλεύω, γιατί πάντα κάνει ό,τι του καπνίσει || κάνε ό,τι σου καπνίσει και μη νοιαστείς για κανένα, γιατί είναι μικρή η ζωή». β. ενεργώ επιπόλαια, ασυλλόγιστα: «πέφτει συνέχεια από λάθος σε λάθος, γιατί κάνει ό,τι του καπνίσει»·
- κάνω ό,τι μου κατέβει ή κάνω ό,τι μου κατεβαίνει, βλ. συνηθέστ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. φρ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μπορώ, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή για να βοηθήσω κάποιον: «κάνω ό,τι μπορώ για να τελειώσω τη δουλειά || αφού βλέπεις ότι κάνω ό,τι μπορώ για να βάλω το γιο σου στην τράπεζα»·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κάνω ό,τι φτάσει, α. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δεν τον παίρνει κανείς μαζί του, γιατί κάνει ό,τι φτάσει». β. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «όταν κάνει κανείς ό,τι φτάσει στη ζωή του, δεν υπάρχει περίπτωση να προκόψει»·
- κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- κάνω όπισθεν, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όπισθεν ολοταχώς, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- κάνω ορίστε (σε κάποιον) ή κάνω το ορίστε (σε κάποιον), βλ. λ. ορίστε·
- κάνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- κάνω ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνω οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- κάνω παζάρι ή κάνω παζάρια, βλ. λ. παζάρι·
- κάνω παιχνιδάκια, βλ. λ. παιχνιδάκι·
- κάνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- κάνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- κάνω παπάρα ή κάνω παπάρες, βλ. λ. παπάρα·
- κάνω παπαριά ή κάνω παπαριές, βλ. λ. παπαριά·
- κάνω παρά πέρα, βλ. συνηθέστ. κάνω παραπέρα·
- κάνω παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- κάνω παράπονα, βλ. λ. παράπονο·
- κάνω παράσιτα, βλ. λ. παράσιτο·
- κάνω παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- κάνω πάσο, βλ. λ. πάσο·
- κάνω πάστρα, βλ. λ. πάστρα·
- κάνω Πάσχα, βλ. λ. Πάσχα·
- κάνω πάταγο, βλ. λ. πάταγος·
- κάνω πατάτα ή κάνω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κάνω πατατιά ή κάνω πατατιές, βλ. λ. πατατιά·
- κάνω πατινάδα, βλ. λ. πατινάδα2·
- κάνω πατσάδες, βλ. λ. πατσάς·
- κάνω παύλα, βλ. λ. παύλα·
- κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω περιουσία, βλ. λ. περιουσία·
- κάνω περίπατο ή κάνω τον περίπατό μου, βλ. λ. περίπατος·
- κάνω περιπολία, βλ. λ. περιπολία·
- κάνω περιφέρεια ή κάνω περιφέρειες, βλ. λ. περιφέρεια·
- κάνω πέτρα την καρδιά, βλ. λ. πέτρα·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. πήδος·
- κάνω πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- κάνω πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω πιπ, βλ. λ. πιπ·
- κάνω πίπα ή κάνω πίπες, βλ. λ. πίπα·
- κάνω πιπί, βλ. λ. πιπί·
- κάνω πίπιζα, βλ. λ. πίπιζα·
- κάνω πιπίλα, βλ. λ. πιπίλα·
- κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- κάνω πλιάτσικο, βλ. λ. πλιάτσικο·
- κάνω πλονζόν, βλ. λ. πλονζόν·
- κάνω πλούσιο (κάποιον), βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω πλούσιο γάμο, (και για τα δύο φύλα), βλ. λ. γάμος·
- κάνω πλουφ, βλ. λ. πλουφ·
- κάνω πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα·
- κάνω πνευστό, βλ. λ. πνευστό·
- κάνω ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνω ποντίκι, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω ποντίκια, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- κάνω πουγκί, βλ. λ. πουγκί·
- κάνω πουστιά ή κάνω πουστιές, βλ. λ. πουστιά·
- κάνω πράξη ή κάνω πράξεις, βλ. λ. πράξη·
- κάνω πρρρ, βλ. λ. πρρρ·
- κάνω πράσινη ή κάνω την πράσινη, βλ. λ. πράσινη·
- κάνω πριτ, βλ. λ. πριτ·
- κάνω πρόβα, βλ. λ. πρόβα·
- κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- κάνω προκοπή, βλ. λ. προκοπή·
- κάνω προξενιά ή κάνω προξενιό, βλ. λ. προξενιά·
- κάνω προπόνηση, βλ. λ. προπόνηση·
- κάνω προς τα πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω προσευχές ή κάνω προσευχή ή κάνω την προσευχή μου, βλ. λ.προσευχή·
- κάνω προσκλητήριο, βλ. λ. προσκλητήριο·
- κάνω πρωτοσέλιδο (ένα θέμα), βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- κάνω πυρετό, βλ. λ. πυρετός·
- κάνω ότι… ή κάνω πως…, προσποιούμαι: «κάνω ότι δε φοβάμαι, αλλά από μέσα μου τρέμω || κάνω πως τον συμπαθώ, αλλά στην πραγματικότητα τον σιχαίνομαι»·
- κάνω πως δε βλέπω, αφήνω κάτι δυσάρεστο, που έπεσε στην αντίληψή μου, να περάσει χωρίς να επέμβω ή να το σχολιάσω, παριστάνω τον αδιάφορο: «όταν βλέπω τους αλήτες να μαλώνουν, κάνω πως δε βλέπω || επειδή είναι ο γιος του προσωπάρχη μας, ό,τι βλακεία και να κάνει, κάνω πως δε βλέπω»· βλ. και φρ. κάνω πως δεν καταλαβαίνω·
- κάνω πως δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι πως δεν αντιλαμβάνομαι προσβολή ή αδικία που γίνεται σε βάρος κάποιου ή και σε βάρος μου: «ενοχλούσαν συνεχώς τη γυναίκα του κάνοντάς της διάφορα νοήματα, αλλά αυτός έκανε πως δεν έβλεπε για να μη γίνει φασαρία»· βλ. και φρ. κάνω πως δε βλέπω·
- κάνω ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνω ραχάτι, βλ. λ. ραχάτι·
- κάνω ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεκλάμα, βλ. λ. ρεκλάμα·
- κάνω ρεκόρ, βλ. λ. ρεκόρ·
- κάνω ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω ρεμούλα, βλ. λ. ρεμούλα·
- κάνω ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ριλάξ, βλ. λ. ριλάξ·
- κάνω ροντέο, βλ. λ. ροντέο·
- κάνω σάλο, βλ. λ. σάλος·
- κάνω σαλτανάτια, βλ. λ. σαλτανάτι·
- κάνω σάλτο μορτάλε, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω σαματά, βλ. λ. σαματάς·
- κάνω σαν γεροντοκόρη, βλ. λ. γεροντοκόρη·
- κάνω σαν έγκυος, βλ. λ. έγκυος·
- κάνω σαν μωρό, βλ. λ. μωρό·
- κάνω σαν παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κάνω σαν παλαβός, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω σαν τρελός, βλ. λ. τρελός·
- κάνω σαξόφωνο, βλ. λ. σαξόφωνο·
- κάνω σαρδάμ, βλ. λ. σαρδάμ·
- κάνω σαρμάκο, βλ. λ. σαρμάκο·
- κάνω σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- κάνω σαχλαμάρα ή κάνω σαχλαμάρες, βλ. λ. σαχλαμάρα·
- κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- κάνω σέρβις, βλ. λ. σέρβις·
- κάνω σεργιάνι, βλ. λ. σεργιάνι·
- κάνω σερμαγιά, βλ. λ. σερμαγιά·
- κάνω σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- κάνω σήμα, βλ. λ. σήμα·
- κάνω σημαία μου (κάτι), βλ. λ. σημαία·
- κάνω σημειωτόν, βλ. λ. σημειωτόν·
- κάνω σινιάλα, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σκαλοπάτια, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- κάνω σκαμνάκι, βλ. λ. σκαμνάκι·
- κάνω σκάντζα, βλ. λ. σκάντζα·
- κάνω σκασιαρχείο, βλ. λ. σκασιαρχείο·
- κάνω σκεμπέ ή κάνω σκεμπέδες ή κάνω σκεμπέδια, βλ. λ. σκεμπές·
- κάνω σκεμπεδάκια, βλ. λ. σκεμπεδάκι·
- κάνω σκέρτσα, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκέρτσο, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- κάνω σκηνοθεσία, βλ. λ. σκηνοθεσία·
- κάνω σκίσιμο, βλ. λ. σκίσιμο·
- κάνω σκοινάκι, βλ. λ. σκοινάκι·
- κάνω σκονάκι ή κάνω σκονάκια, βλ. λ. σκονάκι·
- κάνω σκόνη (κάτι), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόνη, (για λεφτά ή περιουσία), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνω σκοπό ή κάνω σκοπό μου (κάτι), βλ. λ. σκοπός·
- κάνω σκορ, βλ. λ. σκορ·
- κάνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- κάνω σκουπίδια, βλ. λ. σκουπίδι·
- κάνω σμπαράλια (κάτι), βλ. λ. σμπαράλια·
- κάνω σόπινγκ, βλ. λ. σόπινγκ·
- κάνω σούζα ή κάνω σούζες, βλ. λ. σούζα·
- κάνω σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- κάνω σούμα ή κάνω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
- κάνω σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- κάνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- κάνω σπάσιμο, (για τάβλι),βλ. λ. σπάσιμο·
- κάνω σπάτουλα, βλ. λ. σπάτουλα·
- κάνω σπικάρισμα, βλ. λ. σπικάρισμα·
- κάνω σπιουνιά ή κάνω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω σπορ, βλ. λ. σπορ·
- κάνω στασίδι, βλ. λ. στασίδι·
- κάνω στάχτη (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. στάχτη·
- κάνω στέκι, βλ. λ. στέκι·
- κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στην μπάντα (κάποιον), βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στουκ, βλ. λ. στουκ·
- κάνω στράκα ή κάνω στράκες, βλ. λ. στράκα·
- κάνω στριπτίζ, βλ. λ. στριπτίζ·
- κάνω στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 180 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 360 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κάνω σφήνα, βλ. λ. σφήνα·
- κάνω σχέδια, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέση ή κάνω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- κάνω σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνω τ’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κάνω τ’ αγιοπερίστερο, βλ. λ. αγιοπερίστερο·
- κάνω τ’ αδύνατα δυνατά, βλ. λ. αδύνατος·
- κάνω τ’ αντέτι μου, βλ. λ. αντέτι·
- κάνω τα γλυκά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τα γλυκά μου, βλ. λ. γλυκά·
- κάνω τα δέοντα, βλ. λ. δέον·
- κάνω τα λεφτά μου…, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω τα λόγια μου πράξη, βλ. λ. λόγος·
- κάνω τα μαθήματά μου, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- κάνω τα πάντα, βλ. λ. παν·
- κάνω τα παρδαλά μου, βλ. λ. παρδαλός·
- κάνω τα πικρά γλυκά, βλ. λ. πικρός·
- κάνω τα πρέποντα, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω τα πρώτα μου βήματα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω τα στραβά μάτια, βλ. λ. μάτι
- κάνω τα τρελά μου, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω τα χιλιόμετρά μου, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- κάνω ταινία, βλ. λ. ταινία·
- κάνω ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
- κάνω τακίμι, βλ. λ. τακίμι·
- κάνω τάκλιν, βλ. λ. τάκλιν·
- κάνω τακουνάκι, βλ. λ. τακουνάκι·
- κάνω τάμα, βλ. λ. τάμα·
- κάνω ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- κάνω ταξίδι ή κάνω ταξίδια, βλ. λ. ταξίδι·
- κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- κάνω ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- κάνω τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τείχος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. τείχος·
- κάνω τεμενά ή κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- κάνω τερτίπια, βλ. λ. τερτίπι·
- κάνω τζάχα, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζάχες, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- κάνω τζιβιτζιλίκι, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιβιτζιλίκια, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιλβέδες, βλ. λ. τζιλβές·
- κάνω τζιριτζάντζουλες ή κάνω τσιριτσάντσουλες, βλ. λ. τζιριτζάντζουλα·
- κάνω τζίρο, βλ. λ. τζίρος·
- κάνω τη βάρδια (κάποιου), βλ. λ. βάρδια·
- κάνω τη βλακεία, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. λ. περιστερά·
- κάνω (τη) μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω τη σιγανοπαπαδιά, βλ. λ. σιγανοπαπαδιά·
- κάνω τη σωματική μου ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω τη φραγκοπαναγιά, βλ. λ. φραγκοπαναγιά·
- κάνω την αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω την αθώα περιστερά, βλ. λ. αθώος·
- κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. λ. καλός·
- κάνω την κορόιδα, βλ. λ. κορόιδα·
- κάνω την κουτουράδα, βλ. λ. κουτουράδα·
- κάνω την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνω την μπάζα μου, βλ. λ. μπάζα·
- κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
- κάνω την παλαβή, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- κάνω την παπαδιά, βλ. λ. παπαδιά·
- κάνω την πάπια, βλ. λ. πάπια·
- κάνω την παρθένα, βλ. λ. παρθένα·
- κάνω την πλάκα μου, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω την πορτοκαλιά, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- κάνω την πρώτη κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- κάνω την τουαλέτα μου, βλ. λ. τουαλέτα·
- κάνω την τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- κάνω την τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- κάνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- κάνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- κάνω το αγροτικό μου, βλ. λ. αγροτικός·
- κάνω το βαποράκι, βλ. λ. βαποράκι·
- κάνω το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- κάνω το βγάλσιμό μου, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω το βλάκα, βλ. λ. βλάκας·
- κάνω το Γερμανό, βλ. λ. Γερμανός·
- κάνω το γόη, βλ. λ. γόης·
- κάνω το γούστο μου, βλ. λ. γούστο·
- κάνω το δέον, βλ. λ. δέον·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνω το δικό μου, βλ. λ. δικός·
- κάνω το δύσκολο, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνω το ζόρικο, βλ. λ. ζόρικος·
- κάνω το Ζορό, βλ. λ. Ζορό·
- κάνω το κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω το καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω το καπρίτσιο μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω το κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- κάνω το κομμάτι μου, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω το κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- κάνω το κουμάντο μου, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω το κουνέλι, βλ. λ. κουνέλι·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω το λεφτά, βλ. λ. λεφτάς·
- κάνω το λιοντάρι, βλ. λ. λιοντάρι·
- κάνω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λογαριασμό μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λόρδο, βλ. λ. λόρδος·
- κάνω το μάγκα, βλ. λ. μάγκας·
- κάνω το μαλάκα, βλ. λ. μαλάκας·
- κάνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το νερό μου, βλ. λ. νερό·
- κάνω το νυχτοπούλι, βλ. λ. νυχτοπούλι·
- κάνω το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνω το παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- κάνω το παν, βλ. λ. παν·
- κάνω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω το πρέπον, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω το πρώτο βήμα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω το σάλτο μου, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το σκίτσο του, βλ. λ. σκίτσο·
- κάνω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω το σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω το σωστό, βλ. λ. σωστό·
- κάνω το τζαρέ μου, βλ. λ. τζαρές·
- κάνω το τζόβενο, βλ. λ. τζόβενο·
- κάνω το τραπέζι (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ. τραπέζι·
- κάνω το χαζό, βλ. λ. χαζός·
- κάνω το χαμάλη, βλ. λ. χαμάλης·
- κάνω το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω το χρέος μου, βλ. λ. χρέος·
- κάνω το χωροφύλακα (σε κάποιον), βλ. λ. χωροφύλακας·
- κάνω το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- κάνω το ψώνιο μου, βλ. λ. ψώνιο·
- κάνω τόκα, βλ. λ. τόκα·
- κάνω τον άγιο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον άγιο Ονούφριο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- κάνω τον ανήξερο, βλ. λ. ανήξερος·
- κάνω τον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- κάνω τον γκιουλέκα, βλ. λ. γκιουλέκας·
- κάνω τον γκόμενο, βλ. λ. γκόμενος·
- κάνω τον ήρωα, βλ. λ. ήρωας·
- κάνω τον καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω τον καμπόη, βλ. λ. καμπόης·
- κάνω τον καπάνταη, βλ. λ. καπάνταης·
- κάνω τον καραγκιόζη, βλ. λ. καραγκιόζης·
- κάνω τον κάργα, βλ. λ. κάργας·
- κάνω τον κιμπάρη, βλ. λ. κιμπάρης·
- κάνω τον Κινέζο, βλ. λ. Κινέζος·
- κάνω τον κιουλάμπεη, βλ. λ. κιουλάμπεης·
- κάνω τον κλόουν, βλ. λ. κλόουν·
- κάνω τον κόκορα, βλ. λ. κόκορας·
- κάνω τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- κάνω τον κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- κάνω τον κουτό, βλ. λ. κουτός·
- κάνω τον κουφό, βλ. λ. κουφός·
- κάνω τον μπαμπούλα, βλ. λ. μπαμπούλας·
- κάνω τον μπιλμέμ, βλ. λ. μπιλμέμ·
- κάνω τον νταή, βλ. λ. νταής·
- κάνω τον όσιο (Δαβίδ), βλ. λ. όσιος·
- κάνω τον παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω τον παλιάτσο, βλ. λ. παλιάτσος·
- κάνω τον παλικαρά, βλ. λ. παλικαράς·
- κάνω τον πεχλιβάνη, βλ. λ. πεχλιβάνης·
- κάνω τον πλούσιο, βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω τον πυροσβέστη, βλ. λ. πυροσβέστης·
- κάνω τον σερίφη, βλ. λ. σερίφης·
- κάνω τον σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω τον στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω τον τάχα, βλ. λ. τάχα·
- κάνω τον τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τον τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- κάνω τον τρελό, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τον τσαγκό, βλ. λ. τσαγκός·
- κάνω τον φτωχό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τόπο, βλ. λ. τόπος·
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. λ. τόπος·
- κάνω του κεφαλιού μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω τούκα, βλ. λ. τούκα·
- κάνω τούμπα ή κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τουμπέκα, βλ. λ. τουμπέκα·
- κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο), βλ. λ. τουμπεκί·
- κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράκα ή κάνω τράκες, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράμπα, βλ. λ. τράμπα·
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τρελή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τρέλες, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρίλιζα, βλ. λ. τρίλιζα·
- κάνω τρίπλα ή κάνω τρίπλες, βλ. λ. τρίπλα·
- κάνω τρίτσα κάτσα, βλ. λ. τρίτσα κάτσα·
- κάνω τρομπέτα, βλ. λ. τρομπέτα·
- κάνω τσακίσματα, βλ. λ. τσάκισμα·
- κάνω τσακμάκι, βλ. λ. τσακμάκι·
- κάνω τσαλίμια (τσαλιμάκια), βλ. λ. τσαλίμι·
- κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- κάνω τσάρκα ή κάνω την τσάρκα μου, βλ. λ. τσάρκα·
- κάνω τσαχπινιές, βλ. λ. τσαχπινιά·
- κάνω τσιγάρο (τσιγαράκι, τσιγαρλίκι), βλ. λ. τσιγάρο·
- κάνω τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνω τσιριμόνιες, βλ. λ. τσιριμόνια·
- κάνω τσίσα ή κάνω τσίσα μου ή κάνω τα τσίσα μου, βλ. λ. τσίσα·
- κάνω τσουλήθρα, βλ. λ. τσουλήθρα·
- κάνω υδραυλικό, βλ. λ. υδραυλικό·
- κάνω υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
- κάνω υπουλίες, βλ. λ. υπουλία·
- κάνω φάβα, βλ. λ. φάβα·
- κάνω φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- κάνω φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- κάνω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
- κάνω φακιριλίκια, βλ. λ. φακιριλίκι·
- κάνω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- κάνω φαλτσοστεκιά, βλ. λ. φαλτσοστεκιά·
- κάνω φάουλ, βλ. λ. φάουλ·
- κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- κάνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- κάνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- κάνω φέτα ή κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- κάνω φιγούρα ή κάνω τη φιγούρα μου, βλ. λ. φιγούρα·
- κάνω φλερτ, βλ. λ. φλερτ·
- κάνω φλογέρα, βλ. λ. φλογέρα·
- κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- κάνω φουλ, βλ. λ. φουλ·
- κάνω φούρλες ή κάνω τις φούρλες μου, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλάς·
- κάνω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, βλ. λ. φυλακή·
- κάνω φύλλα, βλ. λ. φύλλο·
- κάνω χαβά (χαβαδάκι), βλ. λ. χαβάς·
- κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- κάνω χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- κάνω χαρά ή κάνω χαρές, βλ. λ. χαρά·
- κάνω χαρακίρι, βλ. λ. χαρακίρι·
- κάνω χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνω χάρες, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χαρούλες, βλ. λ. χαρούλα·
- κάνω χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω χατίρια (χατιράκια), βλ. λ. χατίρι·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. χέρι·
- κάνω χερικό, βλ. λ. χερικό·
- κάνω χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- κάνω χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω χοντράδες, βλ. λ. χοντράδα·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω χοντροκοπιές, βλ. λ. χοντροκοπιά·
- κάνω χουζούρι, βλ. λ. χουζούρι·
- κάνω χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- κάνω χουσμέτια, βλ. λ. χουσμέτι·
- κάνω χρέη..., βλ. λ. χρέος·
- κάνω Χριστούγεννα, βλ. λ. Χριστούγεννα·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- κάνω ψαχτήρι (κάποιον ή κάποιου), βλ. λ. ψαχτήρι·
- κάνω ψηστήρι, βλ. λ. ψηστήρι·
- κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάνω ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- κάνω ψυχικό, βλ. λ. ψυχικό·
- κάτι κάνουμε κι εμείς! έκφραση για να δηλώσουμε με κάποια μετριοφροσύνη πως, σε σύγκριση με κάποιον άλλον, παράγουμε κι εμείς κάποιο ικανοποιητικό έργο ή φέρνουμε κι εμείς κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα σε κάτι: «βλέπω πως έκανες καλή δουλειά. -Κάτι κάνουμε κι εμείς!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! βλ. λ. ώρα·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, βλ. λ. καρύδι·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·
- λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ. κοπέλι·
- λίγο να κάνεις ότι… ή λίγο να κάνεις πως…, βλ. λ. λίγος·
- λίγο να κάνω ότι… ή λίγο να κάνω πως…, βλ. λ. λίγος·
- μ’ έκανε κομμάτια ή μ’ έχει κάνει κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μ’ έκανε παλαβό ή μ’ έχει κάνει παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μάγια σε κάνανε! βλ. λ. μάγια·
- μαθαίνω να κάνω (κάτι), βλ. λ. μαθαίνω·
- μας κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- μας κάνει το βαρύ ή μου κάνει το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο ή μου κάνει το βαρύ κι ασήκωτο, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ πεπόνι ή μου κάνει το βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μας κάνει τον πολύ, βλ. λ. πολύς·
- μας κάνει τον προφέσορα ή μου κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- μας τα ’κανες καρπούζια ή μου τα ’κανες καρπούζια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. καρπούζι·
- μας τα ’κανες κουδούνια ή μου τα ’κανες κουδούνια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. κουδούνι·
- μας τα ’κανες μπαρντάκια ή μου τα ’κανες μπαρντάκια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ.
 μπαρντάκι·
- μας τα ’κανες τσουρέκια ή μου τα ’κανες τσουρέκια, (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. τσουρέκι·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας την κάνανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μαύρα μάτια κάναμε, βλ. λ. μάτι·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με κάνει σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- με κάνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με κάνουν ζουπηχτό, βλ. λ. ζουπηχτός·
- με κάνουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με την τρελίτσα μου κάνω τη δουλίτσα μου, βλ. λ. τρελίτσα·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, από την ομήγυρη από τη στιγμή που η απειλή του αυτή μας είναι αδιάφορη: «αν δεν πάμε στο τάδε μπαράκι, εγώ θα φύγω. -Μη μας το κάνεις αυτό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·   
- μη με κάνεις και κοκκινίζω ή μη με κάνεις να κοκκινίζω, βλ. λ. κοκκινίζω·
- μη με κάνεις κι αμαρτάνω! βλ. λ. αμαρταίνω·
- μην κάνεις έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μην κάνεις ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. λ. θέμα·
- μην κάνεις σαν μωρό! βλ. λ. μωρό·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. λ. παιδί·
- μην κάνεις σκουπίδια! βλ. λ. σκουπίδι·
- μην κάνεις τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μην το κάνεις (και) δράμα! βλ. λ. δράμα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην το κάνεις συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μια έτσι να κάνω…, βλ. φρ. ένα έτσι να κάνω·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μου ’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- μου ’καναν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μου ’κανε κλικ, βλ. λ. κλικ·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’κανε τα τρία δύο, βλ. λ. τρία· 
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. λ. καρδιά· 
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
- μου κάνει αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- μου κάνει αντίποινα, βλ. λ. αντίποινα·
- μου κάνει αντιπολίτευση, βλ. λ. αντιπολίτευση·
- μου κάνει αντίπραξη, βλ. λ. αντίπραξη·
- μου κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μου κάνει εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- μου κάνει κάπως, (στη νεοαργκό) βλ. λ. κάπως·
- μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- μου κάνει κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- μου κάνει κικιρίκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κικιρίκου·
- μου κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μου κάνει κούκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κούκου·
- μου κάνει κουράγιο (κάποιος), βλ. λ. κουράγιο·
- μου κάνει όρεξη (κάτι), βλ. λ. όρεξη·
- μου κάνει χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. αέρας·
- μου την έκανε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- να, κάνει η σούφρα σου! βλ. λ. σούφρα·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- να, κάνει το κωλαράκι σου! βλ. λ. κωλαράκι·
- να, κάνει το μάτι του! βλ. λ. μάτι·
- να, κάνει το μουνάκι σου! βλ. λ. μουνάκι·
- να, κάνει το μουνί σου! βλ. λ. μουνί·
- να, κάνει το πουλάκι σου! βλ. λ. πουλάκι·
- να κάνεις, να ράνεις, λέγεται στην περίπτωση που, εκτός από αυτά που μας ανέφερε κάποιος πως πρέπει να κάνει, υπάρχουν και άλλα πολλά: «αύριο έχω πολλά τρεχάματα, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να πάω να πληρώσω την κάρτα μου στην τράπεζα, να βγω στην αγορά, να κάνεις, να ράνεις, να δω τι θα πρωτοπρολάβω!»·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- να πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο γάιδαρος κάνει τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να το κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να τον κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όπως και να το κάνουμε, βλ. λ. όπως·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, βλ. λ. τρώγω·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, βλ. λ. αλεπού·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να του κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- πάω να κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- πολλά μου τα ’κανε ή πολλά μου τα ’χει κάνει, βλ. λ. πολύς·
- πόσο κάνει; πόσο κοστίζει; πόσο τιμάται; σε ποια τιμή πουλιέται(;): «πόσο κάνει αυτό το ρολόι;». Συνών. πόσο έχει; / πόσο πάει(;)·
- πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- πώς κάνεις έτσι! βλ. λ. πώς·
- πώς να το κάνουμε! βλ. λ. πώς·
- σαν πολλά μας τα ’κανες! ή σαν πολλά μου τα ’κανες! βλ. λ. πολύς·
- σε κάνει εχθρό του, βλ. λ. εχθρός·
- σε κάνει κοκορίκο; (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κοκορίκο(!)·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- συμβόλαιο κάναμε; βλ. λ. συμβόλαιο·
- τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, βλ. λ. λάχανο·
- τα ’κανα θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τα ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- τα ’κανα στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τα ’κανε ή τα ’χει κάνει, βλ. φρ. τα ’κανε απάνω του. (Τραγούδι: έπιασα και το δρεπάνι και ο Χάρος τα ’χει κάνει. Τι ψυχή θα παραδώστε; Όλα δω θα τα πληρώστε
- τα ’κανε απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- τα ’κανε ομελέτα, βλ. λ. ομελέτα·
- τα ’κανε παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- τα ’κανε στο σώβρακο ή τα ’κανε στα σώβρακά του, βλ. λ. σώβρακο·
- τα ’κανε φουρφούρι (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. φουρφούρι·
- τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω του·
- τα κάνει ακόμη στο βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- τα κάνει μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τα κάνω, αφοδεύω, ενεργούμαι: «πήγε γρήγορα στην τουαλέτα να τα κάνει, γιατί τον έπιασε κόψιμο»·
- τα κάνω αβγοτάραχο, βλ. λ. αβγοτάραχο·
- τα κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τα κάνω αλώνι, βλ. λ. αλώνι·
- τα κάνω ανάστα ή τα κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τα κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τα κάνω αρένα, βλ. λ. αρένα·
- τα κάνω άρτζι μπούρτζι (και λουλάς) βλ. λ. άρτζι μπούρτζι·
- τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τα κάνω γαργάρα (ενν. τα χρήματα), βλ. λ. γαργάρα2·
- τα κάνω γι’ άλλα, βλ. λ. άλλος·
- τα κάνω γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω γιάλλα, βλ. λ. γιάλλα·
- τα κάνω γιαπί, βλ. λ. γιαπί·
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, βλ. λ. γυαλί·
- τα κάνω Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- τα κάνω θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τα κάνω ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τα κάνω καπάκι ή τα κάνω καπάκια, βλ. λ. καπάκι·
- τα κάνω κοκορέτσι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. κοκορέτσι·
- τα κάνω κολυμπηθρόξυλο, βλ. λ. κολυμπηθρόξυλο·
- τα κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τα κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- τα κάνω κουκούλα, βλ. λ. κουκούλα·
- τα κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τα κάνω κώλο(ς), βλ. λ. κώλος·
- τα κάνω λαμπόγυαλο, βλ. λ. λαμπόγυαλο·
- τα κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τα κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- τα κάνω λίμπα, βλ. λ. λίμπα·
- τα κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω μαμούκαλα, βλ. λ. μαμούκαλα·
- τα κάνω μανέστρα, βλ. λ. μανέστρα·
- τα κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τα κάνω μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τα κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τα κάνω μούτι, βλ. λ. μούτι·
- τα κάνω μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- τα κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τα κάνω μπουρδέλο, βλ. λ. μπουρδέλο·
- τα κάνω μύλο(ς), βλ. λ. μύλος·
- τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
- τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. παντελόνι·
- τα κάνω παπάρα, βλ. λ. παπάρα·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. πιάτο·
- τα κάνω πλακάκια, βλ. λ. πλακάκι·
- τα κάνω ρημάδι ή τα κάνω ρημάδια, βλ. λ. ρημάδι· 
- τα κάνω ρόιδο, βλ. λ. ρόιδο·
- τα κάνω σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα·
- τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί ή τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί ή τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά κι απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά ολέ, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατέ ολέ, βλ. λ. σκατέ·
- τα κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τα κάνω σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- τα κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τα κάνω σουβλάκι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. σουβλάκι·
- τα κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τα κάνω σούρδου μπούρδου, βλ. λ. σούρδου μπούρδου·
- τα κάνω στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω στραπατσάδα, βλ. λ. στραπατσάδα·
- τα κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- τα κάνω συντρίμμια, βλ. λ. συντρίμμι·
- τα κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τα κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τα κάνω τάτση μήτση κώτση, βλ. λ. τάτση μήτση κώτση·
- τα κάνω το μουνί του μουνιού, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού Αγκόπ, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού μανιφατούρα, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τα κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα κάνω χάλια, βλ. λ. χάλια·
- τα κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. μάτι·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- τέτοιος είναι, τέτοια κάνει, βλ. λ. τέτοιος·
- την έκανα ή την κάναμε, πέτυχα απόλυτα, μου συνέβη κάτι πάρα πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα λαχείο και την έκανα», δηλ. κέρδισα συνήθως τον πρώτο αριθμό. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα (ενν. τη ζημιά, τη βλακεία, τη μαλακία, την κοτσάνα), διέπραξα σοβαρό λάθος ή σφάλμα: «όλα καλά, αλλά σ’ αυτό το σημείο την έκανες || δε φτάνει που την έκανες, ζητάς και τα ρέστα από πάνω!»· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα από κούπες, βλ. λ. κούπα·
- την έκανα δική μου, βλ. λ. δικός·
- την έκανα και βόγκηξε ή την έκανα να βογκήξει, βλ. λ. βογκώ·
- την έκανα κρίση, βλ. λ. κρίση·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- την έκανα λάμπα, βλ. λ. λάμπα·
- την έκανα λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- την έκανα λώλα, βλ. λ. λώλα·
- την έκανα νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- την έκανα τέζα (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. τέζα·
- την έκανα τζαζ, βλ. λ. τζαζ·
- την έκανα τζαζ μπαντ, βλ. λ. τζαζ μπαντ·
- την έκανα τη στραβή, βλ. λ. στραβός·
- την έκανα την κουτσή, βλ. λ. κουτσός·
- την έκανα τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια του, βλ. λ. παιχνίδι·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, βλ. λ. δουλειά·
- την κάνω, α. πετυχαίνω κοινωνικά ή οικονομικά, αποκτώ απρόσμενα πολλά χρήματα: «όταν κάποια στιγμή την κάνουν στη ζωή τους κάποιοι, τότε ξεχνούν από πού ξεκίνησαν! || την έκανε ο τυχεράκιας, γιατί ήταν ο μοναδικός τυχερός στο τζόκερ». β. αποχωρώ, φεύγω: «μάγκες, εγώ την κάνω για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλη ξεμυαλίστηκες γι’ αυτό και μου την κάνεις,μα προτιμώ το χωρισμό παρά να με πεθάνεις). γ. φεύγω απαρατήρητος, εξαφανίζομαι: «πρέπει να την κάνεις με τρόπο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν οι μπάτσοι»· βλ. και φρ. την έκανα·
- την κάνω αλεπουδόπουλος, βλ. λ. αλεπουδόπουλος·
- την κάνω γαργάρα (ενν. τη γλώσσα μου), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γαργάρα (ενν. την είδηση, την πληροφορία), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γούστο, (για άντρες) βλ. λ. γούστο·
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- την κάνω κατσαμάκι, βλ. λ. κατσαμάκι·
- την κάνω κατσίκα, βλ. λ. κατσίκα·
- την κάνω κέφι, (για άντρα) βλ. λ. κέφι·
- την κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- την κάνω κόσκινο, (για γυναίκες) βλ. λ. κόσκινο·
- την κάνω λαμόγια, βλ. λ. λαμόγια·
- την κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- την κάνω μητέρα, (για άντρες), βλ. λ. μητέρα·
- την κάνω μπαλόνι (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. μπαλόνι·
- την κάνω μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- την κάνω να πάει ραβάνι, (για γυναίκες) βλ. λ. ραβάνι·
- την κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- την κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- την κάνω νυφίτσα, βλ. λ. νυφίτσα·
- την κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- την κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- την κάνω πουλόπουλος, βλ. λ. πουλόπουλος·
- την κάνω πρασινάδα, βλ. λ. πρασινάδα·
- την κάνω σακούλα, βλ. λ. σακούλα·
- την κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- την κάνω σουβλάκι, βλ. λ. σουβλάκι·
- την κάνω σπαγάνι, βλ. λ. σπαγάνι·
- την κάνω ταράτσα, βλ. λ. ταράτσα·
- την κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- την κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- την κάνω τούρλα, βλ. λ. τούρλα·
- την κάνω τσίου, βλ. λ. τσίου·
- την κάνω χάπατις, βλ. λ. χάπατις·
- την κάνω ψώνιο, βλ. λ. ψώνιο·
- της έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- της έκανα το θήτα φι, βλ. λ. θήτα·
- της έκανε ανήθικες προτάσεις, (για άντρες) βλ. λ. πρόταση·
- της έκανε το χουνέρι ή της το ’κανε το χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- της κάνω διάγνωση, βλ. λ. διάγνωση·
- της κάνω κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- της (του) κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- της κάνω ματιά, βλ. λ. ματιά·
- της κάνω μπαντανά, βλ. λ. μπαντανάς·
- της κάνω νταχτιρντί ή της κάνω νταχτιρντί και νταχτιρντό, βλ. λ. νταχτιρντί·
- της κάνω πρόταση, (για άντρες)βλ. λ. πρόταση·
- της κάνω πρόταση γάμου, (για άντρες) βλ. λ. γάμος·
- της κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- της την έκανα μπαλόνι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπαλόνι·
- της την έκανα μπουμπάρι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπουμπάρι·
- της την έκανα νταούλι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. νταούλι·
- της την έκανα σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. σαμπρέλα·
- της την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- της την έκανα την πράξη, βλ. λ. πράξη·
- της την έκανα τούμπανο (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. τούμπανο·
- της το ’κανα, της επέβαλλα τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της το ’κανα»·
- της (του) τον έκανα χουνί, βλ. λ. χουνί·
- τι διαφορά κάνει; βλ. λ. διαφορά·
- τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο, βλ. λ. δουλειά·
- τι δουλειά κάνεις; βλ. λ. δουλειά·
- τι έκανε λέει; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος έκανε ή είπε κάτι, συνήθως σε βάρος μας, που δεν το περιμέναμε ή που μας δυσαρεστεί και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε ή να το επιτρέψουμε: «έμαθες πως ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο; -Τι έκανε λέει; Αυτός δεν είχε να φάει! || έμαθες πως ο τάδε σε κατηγόρησε; -Τι έκανε λέει; Μα αυτός είναι φίλος μου! || θα πεταχτώ για λίγο μέχρι το σπίτι μου. -Τι έκανε λέει; Ποιος σου ’δωσε την άδεια;». Συνών. τι έγινε λέει(;)·
- τι έχει να κάνει; βλ. λ. έχω·
- τι έχει να κάνει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει αυτός; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; δεν έχω καμιά σχέση εγώ με…, είμαι άσχετος εγώ με…: «απ’ ό,τι μάθαμε, πήρες κι εσύ μέρος στη ληστεία. -Τι έχω να κάνω εγώ μ’ αυτά που λέτε; Την εποχή αυτή έλειπα στο εξωτερικό»·  
- τι ήθελα και το ’κανα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. λ. εγώ·
- τι και τι δεν κάνω (για) να… βλ. φρ. και τι δεν κάνω (για) να(…)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- τι καιρό φυσάει; βλ. λ. καιρός·
- τι κάνει η αφεντιά σου; βλ. λ. αφεντιά·
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! βλ. λ. κεραμίδι·
- τι κάνει ο άλλος! βλ. λ. άλλος
- τι κάνει ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι κάνει ο δικός σου! βλ. λ. δικός·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- τι κάνει ο κόπος σου; βλ. λ. κόπος·
- τι κάνει το άτομο! βλ. λ. άτομο·
- τι κάνει το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- τι κάνεις; α. ποιο είναι το επάγγελμά σου(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι κάνεις;». β. με τι καταγίνεσαι, με τι είσαι αυτή τη στιγμή απασχολημένος(;): «τι κάνεις νυχτιάτικα στην αυλή;»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- τι κάνεις; ή τι κάνουμε; έκφραση χαιρετισμού με παράλληλη ένδειξη ενδιαφέροντος για την υγεία, την ψυχολογική διάθεση ή για την πορεία των πραγμάτων κάποιου. (Τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά). Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. έι, τι κάνεις(!)·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
- τι κάνεις, σκάβεις; βλ. λ. σκάβω·
- τι μου κάνεις! έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δώσουμε σε κάποιον να καταλάβει πως μας φέρνει σε δύσκολα θέση: «θα ’ρθεις αύριο να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Τι μου κάνεις! Σκόπευα να πάω εκδρομή με την οικογένειά μου || θα πάρετε ακόμα ένα φοντάν; -Τι μου κάνετε! Θα χαλάσω τη δίαιτά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουν πληροφορήσει πως άλλον αγαπάς· κακούργα, τι μου κάνεις;  με σφάζεις, με πονάς). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ και κλείνει με το τώρα·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; βλ. λ. αυτός·
- τι να κάνουμε, έκφραση που δηλώνει αποδοχή μιας δύσκολης περίπτωσης ή κατάστασης από τη στιγμή που αδυνατούμε να αλλάξουμε την κακή φορά που έχουν πάρει τα πράγματα, ή αδιαφορία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το ε και και κλείνει με το τώρα ή το δηλαδή. Είναι και φορές που συνεχίζουμε με υποτιθέμενη ενέργειά μας: «δεν έχουμε φέτος λεφτά για διακοπές. -Και τι να κάνουμε τώρα, κλέφτες να γίνουμε; || έφυγαν πέντε εργάτες απ’ τη δουλειά. -Ε και τι να κάνουμε δηλαδή, να τους φέρουμε με το ζόρι πίσω;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι να πά(με) να κάνουμε; δεν υπάρχει λόγος ή κάποιο ενδιαφέρον, για να πάμε στο μέρος που μας προτείνει κάποιος: «πάμε μια βόλτα απ’ το μπαράκι; -Τι να πα’ να κάνουμε; Όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι»·
- τι να σου κάνει κι αυτός, έκφραση συμπάθειας σε άτομο που, λόγω της θέσης του, της κατάστασής του ή των μειωμένων ικανοτήτων ή άλλων δυνατοτήτων του, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά σε κάτι: «αγωνίζεται να θρέψει εφταμελή οικογένεια, όμως ένας άνθρωπος τι να σου κάνει κι αυτός»·
- τι να σου κάνω κι εγώ, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν είχα τη δυνατότητα να ενεργήσω διαφορετικά: «ήθελα πάρα πολύ να τον βοηθήσω, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, αφού δεν είχα να του δώσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || τον χτυπούσαν αλύπητα, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, απ’ τη στιγμή που ήταν εφτά νοματαίοι κι εγώ ήμουν μονάχος». (Λαϊκό τραγούδι: με τις γυναίκες όλου του κόσμου κι αν τραβιέσαι, σε μένα όμως άσ’ τις φιγούρες και μην κουνιέσαι, γιατί το ξέρω στην αγκαλιά πως θα πέσω. Τι να σου κάνω,δε θα μπορέσω, δε θα μπορέσω
- τι να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. λ. βροχή·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! αντρική κυρίως έκφραση, που απευθύνεται επανειλημμένα σε γυναίκα κατά την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, για να τονίσει περισσότερο την κυριαρχία του αρσενικού πάνω στο θηλυκό. Συνήθως προτάσσεται το πες μου. Την τελευταία εικοσαετία ακούγεται και από τη γυναίκα· 
- τι στ’ ανάθεμα κάνεις! βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια κάνεις! βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή κάνεις! βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή κάνεις! βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα κάνεις! βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο κάνεις! βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό κάνεις! βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα κάνεις! βλ. λ. κόρακας·
- τι το κάναμε δηλαδή, έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που ξεπερνά κάθε τόσο τα επιτρεπτά όρια: «τον εξυπηρέτησα μια φορά και από τότε έρχεται κάθε τόσο για νέες εξυπηρετήσεις, τι το κάναμε δηλαδή»·
- τι το λες και δεν το κάνεις; βλ. λ. λέω·
- τι του κάνεις τώρα! βλ. λ. τώρα·
- τι ώρες κάνει; βλ. λ. ώρα·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- το ίδιο μου κάνει, βλ. λ. ίδιος·
- το ’κανα από αντίδραση, βλ. λ. αντίδραση·
- το ’κανα βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- το ’κανα ζούλα, βλ. λ. ζούλα·
- το ’κανα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’κανα κώλο(ς) βλ. λ. κώλος·
- το ’κανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- το ’κανα στέκι, βλ. λ. στέκι·
- το ’κανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- το ’κανα τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- το κάναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- το κάναμε αντάρτικο, βλ. λ. αντάρτικο·
- το κάναμε επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- το κάναμε καφενείο, βλ. λ. καφενείο·
- το κάναμε μόδα! βλ. λ. μόδα·
- το κάναμε Σικάγο, βλ. λ. Σικάγο·
- το κάναμε τσίρκο, βλ. λ. τσίρκο·
- το ’καναν ή το κάνανε, (για ερωτικά ζευγάρια) επιδόθηκαν στην ερωτική πράξη, συνουσιάστηκαν: «κλείστηκαν στο δωμάτιο, κλειδώθηκαν και το ’καναν με την ησυχία τους»·
- το ’κανε αεριωθούμενο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεριωθούμενο·
- το ’κανε αεροπλάνο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεροπλάνο·
- το ’κανε μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- το ’κανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- το ’κανε πίτα, βλ. λ. πίτα·
- το ’κανε σλόγκαν, βλ. λ. σλόγκαν·
- το ’κανε σύστημα, βλ. λ. σύστημα·
- το ’κανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- το κάνει, (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι λένε στη γειτονιά της, το κάνει από μικρή». Πρβλ.: Σαμιώτισσα Σαμιώτισσα, έμαθα πως το κάνεις, όχι από κει που κατουράς, Σαμιώτισσα, αλλ’ από κει που κλάνεις. (Τραγούδι που τραγουδούσαν στους δρόμους τα βράδια οι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, όταν επέστρεφαν ευδιάθετοι από κάποια ταβέρνα)· βλ. και φρ. το κάνω·
- το κάνει αλά τούρκα, βλ. λ. αλά·
- το κάνει απ’ τη ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- το κάνει απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- το κάνει απ’ τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- το κάνει από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- το κάνει αρκαντάν, βλ. λ. αρκαντάν·
- το κάνει για τα νεφρά του, βλ. λ. νεφρό·
- το κάνει για τη γαλαρία, βλ. λ. γαλαρία·
- το κάνει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- το κάνει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- το κάνει για τις αμυγδαλιές της, βλ. λ. αμυγδαλές·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει ιστορικό γεγονός, βλ. λ. γεγονός·
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα ή το κάνει κάθε τρεις και λίγο ή το κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το (τα) κάνει και το (τα) ξεκάνει, α. τροποποιεί συνεχώς κάτι: «δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτό το σαλόνι του σπιτιού του, γιατί το κάνει και το ξεκάνει συνεχώς || δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτά τα έπιπλα του σπιτιού του, γιατί τα κάνει και τα ξεκάνει απ’ τη μια μέρα στην άλλη». β. επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα: «όσο κι αν ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, το κάνει και το ξεκάνει»·  
- το κάνει κι από πίσω, (για γυναίκες) βλ. λ. πίσω·
- το κάνει με…, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζεται με… και, κατ’ επέκταση, έχει δεσμό με…: «ο τάδε το κάνει με την τάδε || μην την κολλάς, γιατί το κάνει με τον τάδε»·
- το κάνει μόνο από μπρος, βλ. λ. μπρος·
- το κάνω, α. είμαι άξιος, έχω τη δυνατότητα να αναλάβω κάτι και να το φέρω σε πέρας: «όταν δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν το αναλαμβάνω. β. διανύω μια απόσταση: «Θεσσαλονίκη - Αθήνα το κάνω τέσσερις ώρες με τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. το κάνει·
- το κάνω αγγαρεία, βλ. λ. αγγαρεία·
- το κάνω ανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω από ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- το κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- το κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- το κάνω βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το αντικείμενο), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το νέο, το ψέμα), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γι’ αστεία ή το κάνω γι’ αστείο ή το κάνω στ’ αστεία ή το κάνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το κάνω για γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω για καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- το κάνω (για) κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω (για) πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το κάνω για σπορ, βλ. λ. σπορ·
- το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- το κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- το κάνω θερινό, βλ. λ. θερινός·
- το κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- το κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- το κάνω και το παρακάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα να κάνω, να πραγματοποιήσω, να φέρω σε πέρας αυτό που μου αναθέτει κάποιος: «απ’ τη στιγμή που μπόρεσε να το κάνει ο τάδε, τότε κι εγώ το κάνω και το παρακάνω». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ουουου και παρατηρείται κίνηση, με την οποία το χέρι κάνει μπροστά στο στήθος αόριστους κύκλους·
- το κάνω καλοκαιρινό, βλ. λ. καλοκαιρινός·
- το κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- το κάνω κατάπλασμα, βλ. λ. κατάπλασμα·
- το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- το κάνω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- το κάνω κυπριακό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω κωλοσφούγγι, βλ. λ. κωλοσφούγγι·
- το κάνω λαμπίκος, βλ. λ. λαμπίκος·
- το κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- το κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- το κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- το κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- το κάνω ομηρικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το κάνω πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- το κάνω σημαία, βλ. λ. σημαία·
- το κάνω σικέ, βλ. λ. σικέ·
- το κάνω σίριαλ, βλ. λ. σίριαλ·
- το κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- το κάνω ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- το κάνω τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- το κάνω (ενν. κάποιο αντικείμενο) της Αναλήψεως, βλ. λ. Αναλήψεως·
- το κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- το κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- το κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- το κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- το κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλέ·
- το κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- το μυαλό του έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνη μην κάνεις, βλ. λ. σπίτι·
- το τόσο το κάνει τόσο ή το τόσο το κάνει τόοοοσο, βλ. λ. τόσος·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον έκανα αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον έκανα άγιο, βλ. λ. άγιος·
- τον έκανα αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- τον έκανα αρνί, βλ. λ. αρνί·
- τον έκανα αυτοκίνητο, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- τον (την) έκανα βασιλιά (βασίλισσα), βλ. λ. βασιλιάς·
- τον έκανα εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- τον έκανα εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- τον έκανα ζάντα, βλ. λ. ζάντα·
- τον έκανα Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον έκανα καλά, βλ. λ. καλός·
- τον έκανα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα καροτσάκι με ράδιο, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα κουρελόχαρτο, βλ. λ. κουρελόχαρτο·
- τον έκανα κουρούμπελο, βλ. λ. κουρούμπελο·
- τον έκανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τον έκανα Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- τον έκανα πιαστό, βλ. λ. πιαστός·
- τον έκανα πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- τον έκανα πύραυλο, βλ. λ. πύραυλος·
- τον έκανα ρόμπα, βλ. λ. ρόμπα·
- τον έκανα σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- τον έκανα σκύλο, βλ. λ. σκύλος·
- τον έκανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- τον (την, το) έκανα τσιλίκι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
- τον έκανα φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
- τον έκανα φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- τον έκανα Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- τον έκανα χρυσό, βλ. λ. χρυσός·
- τον έκαναν βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- τον έκαναν δαγκωτό, βλ. λ. δαγκωτός·
- τον έκαναν στριπτήζ, βλ. λ. στριπτήζ·
- τον έκαναν τσακωτό, βλ. λ. τσακωτός·
- τον έκαναν τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- τον έκανε αεριωθούμενο, βλ. λ. αεριωθούμενο·
- τον έκανε αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. άλογο·
- τον έκανε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον έκανε ελάφι, βλ. λ. ελάφι·
- τον έκανε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- τον έκανε ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον έκανε ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έκανε έναν παρά ή τον έκανε δυο παραδιών παράδες ή τον έκανε πέντε  παραδιών παράδες, βλ. λ. παράς·
- τον έκανε θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τον έκανε ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τον έκανε μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον (την) έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια  της (του), βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. μπαούλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε νοικοκύρη, βλ. λ. νοικοκύρης·
- τον έκανε οχτακόσιες οκάδες, βλ. λ. οκά·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. λ. πίτα·
- τον έκανε ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε σκλάβο του (της), βλ. λ. σκλάβος·
- τον έκανε τάρανδο, βλ. λ. τάρανδος·
- τον έκανε τόπι, βλ. λ. τόπι·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι, βλ. λ. τουλουμοτύρι·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε Τούρκο, βλ. λ. Τούρκος·
- τον έκανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- τον κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- τον κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- τον κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τον κάνω αλογάκι (αλογατάκι), βλ. λ. αλογάκι·
- τον κάνω άλογο, βλ. λ. άλογο·
- τον κάνω αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αλοιφή για τους κάλους, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- τον κάνω ανάστα ή τον κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τον κάνω άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τον κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- τον κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- τον κάνω αρνάκι σουβλιστό ή τον κάνω αρνάκι της σούβλας, βλ. λ. αρνάκι·
- τον κάνω βαπόρι, βλ. λ. βαπόρι·
- τον κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον κάνω γιαχνί, βλ. λ. γιαχνί·
- τον κάνω γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
- τον κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τον κάνω γκον, βλ. λ. γκον·
- τον κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- τον κάνω δέμα, βλ. λ. δέμα·
- τον κάνω δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
- τον κάνω δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- τον κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον κάνω ζάφτι, βλ. λ. ζάφτι·
- τον κάνω ζεύκι, βλ. λ. ζεύκι·
- τον κάνω θηρίο (ανήμερο), βλ. λ. θηρίο·
- τον κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον κάνω κατσί, βλ. λ. κατσί·
- τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- τον κάνω κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- τον κάνω κοκορέτσι, βλ. λ. κοκορέτσι·
- τον κάνω κομμάτια (κομματάκια), βλ. λ. κομμάτι·
- τον (την, το) κάνω κόμπο (ενν. τον πούτσο μου, τον ψώλο μου, την πούτσα μου, την ψωλή μου, το πέος μου, το καυλί μου), βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κόμπο, βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τον κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- τον κάνω κουβάρι, βλ. λ. κουβάρι·
- τον κάνω κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
- τον κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- τον κάνω κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον κάνω κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- τον κάνω κουρμπάνι, βλ. λ. κουρμπάνι·
- τον κάνω κροκόδειλο, βλ. λ. κροκόδειλος·
- τον κάνω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- τον κάνω λαστέξ, βλ. λ. λαστέξ·
- τον κάνω λέσι, βλ. λ. λέσι·
- τον κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τον κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- τον κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- τον κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τον κάνω μια δραξιά, βλ. λ. δραξιά·
- τον κάνω μια μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- τον κάνω μια ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- τον κάνω μια χαψιά, βλ. λ. χαψιά·
- τον κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τον κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τον κάνω μπαλάκι (του πιγκ πογκ), βλ. λ. μπαλάκι·
- τον κάνω μπαλόνι, βλ. λ. μπαλόνι·
- τον κάνω μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- τον κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τον κάνω μπιρ παρά, βλ. λ. παράς·
- τον κάνω μπλεμαρέ(ν), βλ. λ. μπλεμαρέ(ν)·
- τον κάνω μπλερουά, βλ. λ. μπλερουά·
- τον κάνω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τον κάνω να φωνάξει γιαγκίν βαρ, βλ. λ. γιαγκίν·
- τον κάνω νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- τον κάνω νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- τον κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- τον κάνω ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
- τον κάνω ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
- τον κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- τον κάνω ότι θέλω ή τον κάνω όπως θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου, τον εξουσιάζω: «τον τάδε τον κάνω ό,τι θέλω, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι ακάλυπτες επιταγές του». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει· αν δε μετανιώσει, πες τη, θα πεθάνει
- τον κάνω παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- τον κάνω πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- τον κάνω παπί, βλ. λ. παπί·
- τον κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- τον κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- τον κάνω παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τον κάνω πατάτα, βλ. λ. πατάτα·
- τον κάνω πατέρα, (για γυναίκες) βλ. λ. πατέρας·
- τον κάνω πατινάζ, βλ. λ. πατινάζ·
- τον κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τον κάνω περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
- τον κάνω περήφανο, βλ. λ. περήφανος·
- τον κάνω περίπατο, βλ. λ. περίπατο·
- τον κάνω πίτα, βλ. λ. πίτα·
- τον κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- τον κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- τον κάνω πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- τον κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- τον κάνω ράκος, βλ. λ. ράκος·
- τον κάνω ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
- τον κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- τον κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον κάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- τον κάνω σκαστό, βλ. λ. σκαστός·
- τον κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον κάνω σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
- τον κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τον κάνω σκουπίδι (σκουπιδάκι), βλ. λ. σκουπίδι·
- τον κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τον κάνω σόλοικο, βλ. λ. σόλοικος·
- τον κάνω σούβλα, βλ. λ. σούβλα·
- τον κάνω σουβλάκι, σουβλάκι·
- τον κάνω σουβλιστό, βλ. λ. σουβλιστός·
- τον κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τον κάνω σούργελο, βλ. λ. σούργελο·
- τον κάνω σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- τον κάνω σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
- τον κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον κάνω στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τον κάνω στουπί, βλ. λ. στουπί·
- τον κάνω τ’ αλατιού, βλ. λ. αλάτι·
- τον κάνω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- τον κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- τον κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τον κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τον κάνω τελατίνι, βλ. λ. τελατίνι·
- τον κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- τον κάνω τομ τιλέρ, βλ. λ. τομ τιλέρ·
- τον κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον κάνω τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
- τον κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τον κάνω τούρμπο, βλ. λ. τούρμπο·
- τον κάνω τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
- τον κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τον κάνω τρυπητό, βλ. λ. τρυπητό·
- τον κάνω τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τον κάνω τσιτσίρι, βλ. λ. τσιτσίρι·
- τον κάνω τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- τον κάνω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τον κάνω φέτα, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φιδέ, βλ. λ. φιδές·
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), βλ. λ. φίλος·
- τον κάνω φιόγκο, βλ. λ. φιόγκος·
- τον (την, το) κάνω φλογέρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. φλογέρα·
- τον κάνω φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φυσαρμόνικα, βλ. λ. φυσαρμόνικα·
- τον κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- τον κάνω χάλια, βλ. λ. χάλι·
- τον κάνω χότζα, βλ. λ. χότζας·
- τον κάνω χύμα, βλ. λ. χύμα·
- τον κάνω χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του ’κανα ζαράρι, βλ. λ. ζαράρι·
- του ’κανα ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- του ’κανα στεγνό καθάρισμα, βλ. λ. καθάρισμα·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του ’κανα τα μούτρα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τα μούτρα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τα μούτρα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τα μούτρα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’κανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη μάπα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μάπα κρέας, βλ. λ. μάπα·
- του ’κανα τη μάπα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μάπα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μάπα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μάπα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ. μούρη
- του ’κανα τη μούρη σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μούρη τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μούρη τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μούρη ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη σούφρα να! βλ. λ. σούφρα·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, βλ. λ. αίμα·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, βλ. λ. κώλος·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, βλ. λ. τιμή·
- του ’κανε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- του ’κανε βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- του ’κανε μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- του ’κανε την κλάνα να! βλ. λ. κλάνα·
- του κάνει καπρίτσια, (για γυναίκες) βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνουμε παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- του (της) κάνω, α. του (της) λέω: «τι θέλεις εσύ τέτοια ώρα εδώ, του κάνω». β. είμαι της αρεσκείας του, του γούστου του: «όταν του κάνει κάποιος άνθρωπος, δεν του χαλάει χατίρι || απ’ τη στιγμή που είδε πως της κάνει, τον παντρεύτηκε»·
- του κάνω ανάκριση, βλ. λ. ανάκριση·
- του κάνω γυμνάσια ή του κάνω ναυτικά γυμνάσια, βλ. λ. γυμνάσια·
- του κάνω γυμναστική ή του κάνω σουηδική γυμναστική, βλ. λ. γυμναστική·
- του κάνω γύρισμα, βλ. λ. γύρισμα·
- του κάνω δίπλωμα, βλ. λ. δίπλωμα·
- του κάνω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- του κάνω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- του κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- του κάνω κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- του κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- του κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- του κάνω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- του κάνω λαχτάρα ή του κάνω λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- του κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- του κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του κάνω ματιά, λ. λ. ματιά·
- του κάνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω μια τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του κάνω νούμερα, βλ. λ. νούμερο·
- του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα, βλ. λ. γούστο·
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
- του κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- του κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- του κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- του κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- του κάνω σκαλοπάτι (σκαλοπατάκι), βλ. λ. σκαλοπάτι·
- του (της) κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- του κάνω σπάσιμο, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- του κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- του κάνω τα ναύλα, βλ. λ. ναύλα·
- του κάνω τα χατίρια ή του κάνω το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- του κάνω τεμενά ή του κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- τον κάνω τον υποβολέα, βλ. λ. υποβολέας·
- του κάνω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- του κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- του κάνω φτύσιμο, βλ. λ. φτύσιμο·
- του κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- του κάνω χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- του κάνω χώσιμο, βλ. λ. χώσιμο·
- του την έκανα κουνουπάτα, βλ. λ. κουνουπάτα·
- του την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του την κάνω γυριστή, βλ. λ. γυριστή·
- του το ’κανα ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τους κάναμε νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα· 
- τους κάναμε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τους κάναμε σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τους κάναμε τρικολό, βλ. λ. τρικολό·
- τους κάναμε τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- τους κάναμε φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τους κάνανε τσακωτούς, βλ. λ. τσακωτός·
- τους κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τους κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τους κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τώρα πλάκα μας κάνεις; ή τώρα πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, βλ. λ. υπομονή·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χάρη σου κάνω, βλ. λ. χάρη·
- χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- ωραία τα ’κανες! βλ. λ. ωραίος·
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο.

καπέλο

καπέλο, το, ουσ. [<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν: «σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα· για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β. (για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα, αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και ποδοπατά το καπέλο του·  
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ.  έκφραση τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν ομοιοκαταληξίας·
- δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινα (σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, λ. καπελάκι·
- θα σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα, που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού»·
- μαγκιά μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ. καπελάκι·
- πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε κρέας με καπέλο»·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του ’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του ’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του ’βαλα φέσι·
- του βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του, αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους, όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω σεβασμού·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που εθέλω).

καρδιά

καρδιά, η, ουσ. [<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης: «βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα, η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα: «άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά
- άντεξε καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’ την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου
- άπιστη καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει
- από καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο φύλων·
- άπονη καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου
- δε βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος: «επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια || επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή
- δεν έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δεν το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω
- δίνω την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’ όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ: «έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία, καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία, απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς
- είναι κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
- είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο εκλεκτός της καρδιάς μου»·
- είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς μου η κλέφτρα
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί
- είναι χωρίς καρδιά, είναι άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε
- εκ βάθους καρδίας, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου, έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- ελαφρά τη καρδία, χωρίς σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω || πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’ ελαφριά καρδιά·
- έξω φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’ όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την καρδιά του·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της·
- έχει ανοιχτή καρδιά, είναι ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με το κέφι του»·
- έχει άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα ξεγελάσει
- έχει ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει ατσαλένια καρδιά»·
- έχει γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί έχει γενναία καρδιά»·
- έχει γερή καρδιά, είναι ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος: «πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
- έχει κακιά καρδιά, είναι κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα: «είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά
- έχει καρδιά, α. είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε, γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος, σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το ’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του είναι από μάρμαρο·  
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα·
- έχει καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
- έχει καρδιά περιβόλι, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου
- έχει μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου τραβώ κοντά σου
- έχει μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος: «αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχει παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική καρδιά
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις
- έχει πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και μπέσα
- έχω (ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου, είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα σε κλέψω μια βραδιά
- ζητά η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά μου·
- η γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του είναι από μάρμαρο»·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β. κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- η καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου· 
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ. καρδούλα·
- η καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι, αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το απειλούσε·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- καίω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά, τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)· βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής: «καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β. γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε μέρα!»·
- κάνω πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή
- καρδιά παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’ αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει: «όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’ τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου κλαίει
- κλέβω καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β. νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι, ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά, μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει, κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω
- λαχτάρησε η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του»·
- μ’ ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες: «απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά καρδιά»·
- μ’ έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου
- μαύρισε η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα δάκρυά μου
- μαχαιριά στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο
- με καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό, που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’ αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα, αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω». (Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω, φτάνει, δε σε θέλω πια
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»· βλ. και φρ. με καρδιά·
- με τι καρδιά; λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου ζητήσεις
- με τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·   
- με το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- μη μου χαλάς την καρδιά, (παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)·   
- μη χαλάς την καρδιά σου, μη στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας
- μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω, ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω, δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει
- μιλάει στην καρδιά μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου ’φερε!»· 
- μου άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα: «ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι· 
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α. με χαροποίησε υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και δε βρίσκω γιατρειά)· 
- μου κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της, κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η Σαλονικιά
- μου μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά: «τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά
- μου μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε την καρδιά»·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο: «μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον καταστρέψουν»·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά
- μου πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου πλήγωσε την καρδιά»·
- μου ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω, γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι είπε για μένα!»·     
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την καρδιά
- μου φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος
- ξεριζώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
- ξύπνησε η καρδιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν, ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε παιδιά
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- παίζει με δυο καρδιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα φερσίματά σου
- πέτρινη καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο μου μαντήλι
- πετά η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα, πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε απ’ την καρδιά του»·
- πήγε η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’ το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας στο ξύλο;»·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου
- ράγισε η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη, λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε στους πέντε δρόμους
- σκληρή καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ
- σπάραξε η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση: «μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του ψαριού·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά μου αίμα)·
- σταμάτησε η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα): «βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης: «σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- τα φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει»·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε, επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί»· 
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο, ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει η καρδιά σου
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τον πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί
- τον σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε, γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου
- τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα: «είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του άνοιξα την καρδιά»· 
- του άνοιξα  την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι  απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά μου»·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του ξερίζωσα την καρδιά»·
- του σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι πέφτω απ’ τη γη στον Άδη
- τσακίζει η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου
- χαλάσαμε τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα την καρδιά μου
- χάλασε η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια μου
- χαλώ την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- … χτυπά η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.

κάρο

κάρο, το, ουσ. [<ιταλ. carro <λατιν. carrum], το κάρο. 1. (υποτιμητικά) άσχημο, κακοφτιαγμένο άτομο, ιδίως γυναίκα: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά παντρεύτηκε ένα κάρο που δε βλέπεται». 2. (ειρωνικά) πράγμα που πάλιωσε από την πολυκαιρία ή την πολλή και συχνή χρήση του και πρέπει να αχρηστευτεί, ιδίως μηχάνημα ή παλιό αυτοκίνητο: «άντε επιτέλους, πέτα το αυτό το κάρο μη σκοτωθείς, και πήγαινε ν’ αγοράσεις κανένα αυτοκίνητο της προκοπής!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·   
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν: «κάθε φορά που επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι, ακούω όσα σέρνει το κάρο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- άλλο κάρο με πατάτες! ειρωνική έκφραση για ανάξιο, για τιποτένιο άτομο, που απουσιάζει από την ομήγυρη και αναφέρει κάποιος το όνομά του: «χτες βράδυ ήταν και ο τάδε στη συγκέντρωση. -Άλλο κάρο με πατάτες!»·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι στο παραμικρό, γιατί αυτός ο άνθρωπος βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο»·
- ένα κάρο λεφτά, πάρα πολλά χρήματα: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά για να της αγοράσει μια γούνα»·
- ένα κάρο φορές, πάρα πολλές φορές: «σου το ’χω πει ένα κάρο φορές να μην κάνεις φασαρία αλλά εσύ το δικό σου!»·
- έχει ένα κάρο λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «αυτόν τον ψηλό που βλέπεις, έχει ένα κάρο λεφτά και κάθε βράδυ γυρνάει στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάρο με πατάτες, έκφραση που αναφέρεται σε ανάξιο, σε τιποτένιο άτομο: «μη γελάς, γιατί κι εσύ ’σαι κάρο με πατάτες»·
- κάρο σκουπιδιάρικο, βλ. συνηθέστ. κάρο της Δημαρχίας. (Λαϊκό τραγούδι: σαν αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν την κηδεία
- κάρο της Δημαρχίας, α. η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο: «κάθε πρωί περνούσε το κάρο της Δημαρχίας και μάζευε τα σκουπίδια». Από το ότι προπολεμικά οι δήμοι χρησιμοποιούσαν ως απορριμματοφόρα κάρα που τα έσερναν άλογα. Πρβλ.: κι ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης· δε θα σου ζητιανεύω πια, στο κάρο θα με βάλεις (Λαϊκό τραγούδι). β. άτομο εντελώς ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο: «άντε, ρε κάρο της Δημαρχίας, πάρε δρόμο απ’ την παρέα μας!». Κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τις αρχές του 1960, αλλά και αργότερα, υπήρχε η μόδα ανάμεσα στα παιδιά και στους μαθητές να κρατούν Λεύκωμα, που ήταν ένα κομψό σημειωματάριο με τυπωμένες στερεότυπες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει γραπτά και να υπογράψει τις απαντήσεις του αυτός στον οποίο δινόταν το Λεύκωμα από τον κάτοχό του. Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις, ιδίως στο τέλος του Λευκώματος, ήταν: τι εστί Λεύκωμα; Η πιο συνηθισμένη απάντηση από ότι θυμάμαι ήταν: Λεύκωμα εστί κάρο της Δημαρχίας, όπου εκεί μαζεύονται τα χάλια της φιλίας·
- μηχανικός στα κάρα, βλ. λ. μηχανικός·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον έπιασε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα και του ’συρε όσα σέρνει το κάρο». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

κερατιάτικα

κερατιάτικα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. κερατιάτικος]·
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. φρ. πληρώνω τα κερατιάτικα·
- πληρώνω κερατιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «πλημμύρισε το μαγαζί μου με τις τελευταίες βροχές και τώρα πληρώνω κερατιάτικα». Συνών. πληρώνω γαμησιάτικα / πληρώνω σπασμένα· 
 - πληρώνω τα κερατιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «πάω να πληρώσω τα κερατιάτικα του γιου μου». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «άλλοι κάνουν τις λοβιτούρες μέσα στο εργοστάσιο κι εγώ πληρώνω τα κερατιάτικα». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

κεφάλαιο

κεφάλαιο, το, ουσ. [<αρχ. κεφάλαιον, ουδ. του επιθ. κεφάλαιος <κεφαλή], το κεφάλαιο. 1. μεγάλη επιφάνεια χρημάτων και, κατ’ επέκταση, η πλουτοκρατία: «αν δεν έχεις κεφάλαιο σήμερα, δεν πας μπροστά || το κεφάλαιο καταπιέζει την εργατική τάξη || κάτω το κεφάλαιο!». 2. οτιδήποτε είναι σημαντικό, πολύτιμο για το κοινωνικό σύνολο, για την κοινωνία: «οι συγγραφείς μας αποτελούν το πνευματικό κεφάλαιο του τόπου μας». 3. τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, ενός λαού, ενός έθνους: «η περίοδο της δικτατορίας αποτελεί ένα κεφάλαιο ντροπής για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας»·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, αρχίζω νέα χρονική περίοδο στη ζωή μου μετά από ένα διάστημα όχι ιδιαίτερα ευχάριστο: «μέχρι τώρα ό,τι έγινε έγινε κι από σήμερα ανοίγω νέο κεφάλαιο»·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «αυτό που μου λες δεν έχει καμιά σχέση με τη συζήτησή μας, γιατί αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είναι άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, αυτή η υπόθεση, αυτή η περίπτωση έχει τελειώσει. Συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο όχι ιδιαίτερα ευχάριστη: «πώς τα πας με το γάμο σου; -Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για μένα»·
- έχω ένα άλφα κεφάλαιο, βλ. λ. άλφα·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

κόλπο

κόλπο, το, ουσ. [<μσν. κόλπον <ιταλ. colpo]. 1. παράνομη δουλειά ή δραστηριότητα μικρής διάρκειας, που συνδυάζει την πονηριά με την τόλμη και αποσκοπεί στο κέρδος ή στην εκπλήρωση ενός στόχου, η απάτη, η κομπίνα: «ετοιμάζει ένα κόλπο, που, αν πιάσει, θα χεστεί στο τάλιρο». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και κομπίνες ο Αγαθοκλής, πότε λέει είμ’ επιστήμων, πότε ερευνητής). 2. τέχνασμα, νάζι, πονηριά, ελιγμός, στρατηγική: «αυτή τη γυναίκα μόνο με κόλπο μπορείς να τη ρίξεις». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει  και με κόλπο έξυπνο τονε χαιρετάει). 3. ο αντικειμενικός σκοπός, η αντικειμενική επιδίωξη: «αυτά που λέτε, εγώ τ’ ακούω βερεσέ, γιατί όλο το κόλπο είναι να τον πείσουμε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά». 4. η συμπαιγνία: «τι κόλπα είναι αυτά, δεν ντρέπεστε λίγο να μου φέρεστε μ’ αυτόν τον τρόπο!». 5. οργανωμένο σχέδιο που αποσκοπεί σε εξαπάτηση: «έμειναν έκπληκτοι με το κόλπο που χρησιμοποίησε για να τους φάει τα λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά που παίζεις δε θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα σαν θα ξυπνήσει, θα σου ζητάει λογαριασμό). 6. έξυπνο ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα ή επιδέξια ενέργεια, που γίνεται από κάποιον για να διασκεδάσει ή να εντυπωσιάσει την ομήγυρη: «ξέρει ένα κόλπο με την τράπουλα, που, κάθε φορά που θα πετάς εσύ φύλλο, αυτός θα κάνει ξερή || ξέρει ένα σωρό κόλπα, που μένεις με το στόμα ανοιχτό!». 7. (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωτικός δεσμός: «πάμε στην παραπάνω γειτονιά να δω ένα κόλπο που έχω κι ύστερα είμαι στη διάθεσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: από το παρελθόν σου τίποτα δεν ξεχνάς και στα παλιά σου κόλπα σ’ αρέσει να γυρνάς). 8. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η καθεμιά χαρτοπαικτική παρτίδα: «βρισκόμαστε στο τρίτο κόλπο». 9α. στον πλ. τα κόλπα, εκδηλώσεις χαράς: «μόλις με είδε τα σκυλάκι μου, άρχισε τα κόλπα». β. οι ερωτοτροπίες, τα καμώματα, τα νάζια: «τώρα είναι όλο κόλπα, αλλά πού θα μου πάει, θα πέσει!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψε η φούστα σου, τα κόλπα και τα γούστα σου).γ. το σύνολο των πραγμάτων που είναι απαραίτητα για μια δουλειά: «πήρες όλα τα κόλπα για το ψάρεμα;». Υποκορ. κολπάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·  
- άλλα κόλπα! δηλώνει με κάποια διάθεση ενθουσιασμού ευχάριστες καταστάσεις: «περάσατε καλά στο γλέντι; -Άλλα κόλπα! || θα περάσουμε καλά εκεί που θα πάμε; -Άλλα κόλπα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. φρ. καινούριο κόλπο αυτό(!)·
- άσ’ τα κόλπα, α. άφησε τις πονηριές και συμπεριφέρσου γνήσια, με ειλικρίνεια: «άσ’ τα κόλπα και πες μου ακριβώς τι θέλεις». β. μην κάνεις νάζια, καμώματα: «ας τα κόλπα, αφού ξέρω πως θέλεις να ’ρθεις». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το πίτσι πίτσι πίτσι, το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα κόλπα, βρε Βαγγέλα, κόφ’ το κάν’ την καραμέλα)· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα κόλπα(!)·
- βρίσκω το κόλπο, βλ. συνηθέστ. βρίσκω το κολάι, λ. κολάι·
- δεν αφήνεις τα κόλπα! προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον, που αντιληφθήκαμε πως θέλει να μας ξεγελάσει, να πάψει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, γιατί έγινε αντιληπτός: «δεν αφήνεις τα κόλπα, που νοιάζεσαι μόνο για το καλό μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε· 
- (δεν) έπιασε το κόλπο, (δεν) πέτυχε η κομπίνα, το τέχνασμα, ο ελιγμός: «τα σχεδίασε όλα τόσο καλά, αλλά δεν έπιασε το κόλπο || θέλησε να τον ξεγελάσει, αλλά δεν έπιασε το κόλπο || ευτυχώς έπιασε το κόλπο αι τη σκαπουλάραμε»·
- δεν πιάνουν τα κόλπα σου, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που με διάφορα καμώματα, πονηριές και νάζια, επιδιώκει να απαλύνει την άσχημη διάθεση που έχουμε γι’ αυτό ή να μας εξαπατήσει: «άσε τις μαλαγανιές, γιατί δεν πιάνουν τα κόλπα σου». (Λαϊκό τραγούδι: τα δάκρυα κι οι στεναγμοί εσένα θα μαράνουν, τίποτα δε με συγκινεί τα κόλπα σου δεν πιάνουν)· 
- είμαι στο κόλπο, συμμετέχω σε κάποια νόμιμη ή συνήθως παράνομη δουλειά ή δραστηριότητα: «απ’ τη στιγμή που υπάρχει τόσο πολύ χρήμα, είμαι στο κόλπο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ·
- καινούριο κόλπο αυτό! λέγεται ειρωνικά ή επιθετικά σε άτομο που ενεργεί με τρόπο που μας είναι άγνωστος και που ενδέχεται να αποβεί σε βάρος μας. Πολλές φορές, μετά το κόλπο ακολουθεί το πάλι. Συνών. καινούριο σχέδιο αυτό(!)·
- κάνω κόλπα, α. συμπεριφέρομαι σκληρά, ταλαιπωρώ κάποιον με τη συμπεριφορά μου: «όσα κόλπα και να μου κάνεις δε θα την κάνω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μη με βαράς κυρ δάσκαλε και μη μου κάνεις κόλπα, γω δε μαθαίνω γράμματα πόσες φορές σου το ’πα). β. προσποιούμαι κατάλληλα για να μπερδέψω τους γύρω μου προς όφελός μου: «όταν είμαι κι εγώ μπροστά, δε θέλω να κάνεις κόλπα, γιατί σε ξέρω». γ. δε φέρομαι εντάξει: «πρόσεχε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί συνέχεια κάνει κόλπα». δ. δεν είμαι πιστός στον ερωτικό μου σύντροφο: «άσε τα κόλπα, γυναίκα, γιατί δε σε βλέπω καλά». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου, εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). ε. ερωτοτροπώ, κάνω νάζια, καμώματα: «πάψε να μου κάνεις κόλπα και πες μου, επιτέλους, το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: το ’χεις πέντε ώρες στη γωνίτσα κι του κάνεις κόλπα και καπρίτσα). στ. εκδηλώνω με διάφορες ενέργειες τη χαρά μου: «μόλις τα παιδιά μου δουν τον παππού τους, αρχίζουν να κάνουν κόλπα, γιατί ξέρουν πως όλο και κάποια δωράκια θα τα ’χει φέρει»·
- κάνω κόλπο, α. επιχειρώ παράνομη δουλειά, κάποια κομπίνα: «θα κάνω ένα τελευταίο κόλπο κι ύστερα θ’ αποσυρθώ απ’ την πιάτσα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) αρχίζω νέα χαρτοπαιχτική παρτίδα: «θα κάνω το τελευταίο κόλπο, γιατί ξημέρωσε»· βλ. και φρ. το κάνω (για) κόλπο·
- κάνω χοντρό κόλπο, επιχειρώ μια μεγάλη, ιδίως παράνομη, δουλειά, επιχειρώ μια μεγάλη απάτη, μια μεγάλη κομπίνα: «αυτός είναι ή του ύψους ή του βάθους και κάνει πάντα χοντρά κόλπα»·
- κόλπο γκρόσο [<ιταλ. colpo grosso], αριστοτεχνική ενέργεια για το ξεγέλασμα κάποιου, μεγάλο κόλπο, μεγάλη δουλειά, νόμιμη ή παράνομη: «ετοιμάζει ένα κόλπο γκρόσο, κι όλοι θέλουν να συμμετέχουν σ’ αυτό»·
- κόλπο ντε φάβα, [<ιταλ. colpo de fava], (στη γλώσσα της αργκό) ελιγμός για να μη δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση σε ερώτηση που μας έγινε: «άσε το κόλπο ντε φάβα, γιατί θέλω να μου δώσεις μια σταράτη απάντηση»·
- με βάζουν στο κόλπο, δέχονται να συμμετάσχω κι εγώ στην παράνομη ιδίως δουλειά που ετοιμάζουν ή γενικότερα με μυούν σε κάτι, που μου είναι άγνωστο: «αν με βάλουν στο κόλπο, θα κονομήσω κι εγώ κανένα φράγκο || από μικρός είχε μια εικοσάρα γειτόνισσα, που, όταν είχε κάψες, τον ξεμονάχιαζε στο υπόγειο κι έτσι τον έβαλε στο κόλπο», δηλ. του έμαθε τα σχετικά με τον έρωτα·
- μπαίνω στο κόλπο, α. συμμετέχω σε κάποια παράνομη ιδίως δουλειά ή γενικότερα αρχίζω να μαθαίνω, μυούμαι σε μια άγνωστη δραστηριότητα ή διαδικασία: «αν μπω στο κόλπο, τι ποσοστό θα ’χω; || μην τον φοβάσαι, γιατί μπαίνει γρήγορα στο κόλπο και τα βγάζει πέρα άνετα». β. παίρνω μέρος σε χαρτοπαίγνιο: «βρες άλλους τρεις να μπω κι εγώ στο κόλπο να περάσει η ώρα»· βλ. και φρ. πιάνω το κόλπο·
- ξαναμπαίνω στο κόλπο του… (της…), επανέρχομαι και συμμετέχω πάλι με σοβαρές απαιτήσεις σε κάποια διαδικασία: «μετά τη νίκη της Κυριακής η ομάδα μας ξαναμπήκε στο κόλπο του πρωταθλήματος || μια και αποχώρησε ο ανταγωνιστής μου, ξαναμπαίνω στο κόλπο της μειοδοτικής προσφοράς»·
- παίρνω το κόλπο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κερδίζω την παρτίδα: «ποιος πήρε το τελευταίο κόλπο;»·
- πιάνω το κόλπο, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω: «ευτυχώς έπιασα νωρίς το κόλπο πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και τον διαβολόστειλα || όταν μου ’κανε λιανά όλη την υπόθεση, έπιασα το κόλπο»·
- παλιό κόλπο, α. τέχνασμα, στρατηγική, που είναι γνωστή, γιατί έχει επαναληφθεί πολλές φορές, και, ως εκ τούτου, είναι γνωστή και δε θα αποδώσει: «κοίτα να σκεφτείς κάτι άλλο να τον ξεγελάσεις, γιατί αυτό που σκέφτεσαι είναι παλιό κόλπο και θα το ξέρει». β. τέχνασμα, στρατηγική με σίγουρο το θετικό αποτέλεσμα, γιατί είναι δοκιμασμένη από παλαιότερη χρησιμοποίησή της: «αν θες να τον ρίξεις για να σε βοηθήσει, θα κάνεις αυτό που σου λέω. Παλιό κόλπο και σίγουρο»·
- παλιό το κόλπο! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που αντιληφθήκαμε πως θέλει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «δώσε μου τώρα χίλια ευρώ και μέσα σε μια ώρα θα σου φέρω δυο. -Παλιό το κόλπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσε και πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι μας τεντωμένο προς το μέρος του για να τον κρατήσουμε σε κάποια απόσταση από εμάς·  
- στήνω κόλπο, α. προετοιμάζω δουλειά, επιχείρηση, ιδίως παράνομη και μικρής συνήθως διάρκειας: «στήνει ένα κόλπο, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο χρήμα». β. επινοώ κάποιο τέχνασμα ή πλεκτάνη για να τη χρησιμοποιήσω σε βάρος κάποιου και να ωφεληθώ: «έστησε ένα κόλπο για να του φάει τα λεφτά». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) προετοιμάζω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «στήσε κανένα κόλπο να περάσει η ώρα μας!»·
- το κάνω (για) κόλπο, προσποιούμαι, υποκρίνομαι: «μην πιστεύεις πως πονάει τόσο πολύ, γιατί το κάνει κόλπο»· βλ. και φρ. του κάνω (ένα) κόλπο·
- του κάνω (ένα) κόλπο, κάνω κάποιον ελιγμό και τον ξεγελώ: «μόλις είδα πως πήγε να με στριμώξει, του ’κανα ένα κόλπο και την κοπάνησα»·
- το ’φαγα το κόλπο, ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «από δω μ’ είχε με τα λόγια, από κει μ’ είχε με τις γαλιφιές, στο τέλος το ’φαγα το κόλπο και μου πήρε τα λεφτά»·
- χοντρό κόλπο, μεγάλη δουλειά, ιδίως παράνομη και μικρής διάρκειας, μεγάλη απάτη, μεγάλη κομπίνα: «δεν ξέρω τι ακριβώς ετοιμάζει, αλλά θα πρέπει να ’ναι χοντρό κόλπο».

κοντά

κοντά, επίρρ. [<μσν. κοντά <επίθ. κοντός <αρχ. ουσ. κοντός]. 1. σε μικρή τοπική ή χρονική απόσταση: «δε θ’ αργήσει να γυρίσει, γιατί πήγε κάπου εδώ κοντά || είναι πολύ κοντά το καλοκαίρι». 2. σχεδόν, περίπου: «γύρισε κοντά στα μεσάνυχτα». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά στα ξημερώματα και πριν να βγει ο ήλιος την πόρτα μου εχτύπησε ένας παλιός μου φίλος). 3. μαζί, επιπλέον: «κοντά στις βλακείες που λέει ενεργεί και παράλογα». 4. σε σύγκριση με: «δεν είναι τίποτα τα λεφτά κοντά στην υγεία». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- από κοντά, α. από κοντινή απόσταση: «η φωνή που ακούστηκε, ερχόταν από κοντά». β. με παρόμοιο τρόπο, με παρόμοια ενέργεια: «ό,τι αγοράζει αυτός, από κοντά κι ο αδερφός του»· 
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους: «δεν μπορεί κανείς να τους βάλει να μαλώσουν, γιατί είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον»·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, έπειτα από ένα διάστημα συναναστροφής δέθηκαν περισσότερο, γνωρίστηκαν καλύτερα: «στην αρχή ήταν κάπως κουμπωμένοι, αλλά με τον καιρό και καθώς ήταν στην ίδια παρέα, ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον»·
- κι από κοντά, φιλοφρονητική πρόσκληση σε άτομο που μας συγχαίρει εν μέση οδό ή τηλεφωνικά για κάποια επιτυχία μας και δηλώνει με την έννοια, να περάσει και από το σπίτι μας για τα σχετικά κεράσματα. Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το πέρνα ή το περάστε·
- κοντά κοντά, δίπλα δίπλα, κολλητά, παραπλεύρως: «κάθισαν κοντά κοντά για να κουβεντιάσουν || τα σπίτια μας είναι κοντά κοντά»·
- κοντά στ’ άλλα, α. λέγεται ιδίως για κάτι κακό ή ανεπιθύμητο, που προστίθεται σε άλλα που προϋπάρχουν, επιπλέον, μαζί: «κοντά στ’ άλλα στραβά που είχε ο γαμπρός μας, μας βγήκε και χαρτοπαίχτης». β. σπάνια αναφέρεται και για καλές περιπτώσεις: «κοντά στ’ άλλα κέρδη που είχα, κέρδισα και το λαχείο»·
- κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά ή κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό, βλ. λ. ξερός·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, βλ. λ. γνώση·
- τον έχω από κοντά, α. τον παρακολουθώ κατά πόδας: «όλο το βράδυ τον είχα από κοντά κι έτσι ξέρουμε πού πήγε και τι έκανε». β. τον φροντίζω, τον προσέχω στενά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, γιατί θα τον έχω από κοντά»·
- τον ζω από κοντά, τον συναναστρέφομαι στενά: «εμένα δεν μπορεί να με ξεγελάσει, γιατί τον ζω από κοντά χρόνια ολόκληρα»·
- τον παίρνω από κοντά, τον καλοπιάνω: «αν τον πάρεις από κοντά, θα ξεχάσει όλες τις αταξίες σου»· βλ. κ. φρ. τον έχω από κοντά·
- του πέφτω από κοντά, τον πλευρίζω και τον ενοχλώ επίμονα για να πετύχω κάποιο σκοπό μου ή για να αποκομίσω κάποιο όφελος: «του ’πεσε από κοντά και δεν τον άφησε ήσυχο μέχρι να πετύχει το διορισμό του»·
- τους φέρνω κοντά, α. μονοιάζω, συμφιλιώνω δυο ανθρώπους που ήταν μαλωμένοι, ιδίως ερωτικό ζευγάρι: «όλοι χαρήκαμε στην παρέα, που μπόρεσε ο τάδε και τους έφερε πάλι κοντά». β. γνωρίζω έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλον, ιδίως για να συνάψουν ερωτικό δεσμό: «εγώ τους έφερα κοντά κι από κει και πέρα ας κάνουν ό,τι καταλαβαίνουν»·
- τώρα κοντά, πριν ή μετά από λίγη ώρα: «κάπου θα πετάχτηκε, γιατί τώρα κοντά ήταν εδώ || ήρθε τώρα κοντά στο γραφείο αλλά δεν ξέρω πού έχει πάει».

κοντός

κοντός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ουσ. κοντός (= κοντάρι)· η σημασία βραχύσωμος μτγν.], κοντός. 1. που έχει χαμηλό ανάστημα. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα). 2. που έχει μάκρος ή ύψος μικρό ή μικρότερο του κανονικού: «φορούσε τόσο κοντή φούστα, που φαινόταν το βρακάκι της || φορούσε ένα κοντό παντελονάκι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άμα είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, βλ. λ. χέρι·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! βλ. λ. χέρι·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- κοντός ψαλμός αλληλούια! βλ. λ. ψαλμός·
- Κυριακή κοντή γιορτή, βλ. λ. Κυριακή·
- ο ένας  το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια συνάθροιση ακούγονται ένα σωρό γνώμες που είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους: «κουβέντιαζαν όλο τ’ απόγευμα, κι επειδή έλεγαν ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, αποφάσισαν, όταν συγκεντρωθούν ξανά, να ’χει ο καθένας συγκεκριμένες προτάσεις»·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, δυο από τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν συνήθως τους κοντούς άντρες, γιατί, έχει παρατηρηθεί πως, οι κοντοί, επειδή υστερούν στο ύψος, μιλάνε δυνατά έχοντας την εντύπωση πως επιβάλλονται με αυτόν τον τρόπο στην ομήγυρη καθώς και ότι έχουν μεγάλος πέος·
- οι ψηλοί είναι οι υπηρέτες των κοντών, βλ. λ. υπηρέτης·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. λ. χέρι·
- της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, βλ. λ. ψέμα.

κόσμος

κόσμος, ο, ουσ. [<αρχ. κόσμος], ο κόσμος. 1. η οικουμένη, η ανθρωπότητα: «γύρισα όλο τον κόσμο». 2. κάθε οργανωμένο σύστημα ζωής και δραστηριότητας: «ο κόσμος των πιθήκων || ο κόσμος του χρηματιστηρίου». 3. πνευματική ή επαγγελματική τάξη ανθρώπων: «ο κόσμος των γραμμάτων καταδικάζει κάθε απόπειρα για λογοκρισία || ο ιατρικός κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση του έιτζ». 4. η κοινωνία: «μην περιμένεις απ’ τον κόσμο ν’ αναγνωρίσει τα καλά που του έχεις κάνει». 5. η ζωή: «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι γεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν». 6. πλήθος ανθρώπων: «στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής είχε πολύ κόσμο». 7. οι επισκέπτες, οι καλεσμένοι: «χτες ήταν η γιορτή του πατέρα μου κι είχαμε κόσμο στο σπίτι». (Ακολουθούν 149 φρ.)·
- άλλαξε ο κόσμος ή ο κόσμος άλλαξε, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μεταβλήθηκε, ιδίως προς το χειρότερο: «δεν μπορείς να έχεις σήμερα σε κανέναν εμπιστοσύνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια
- ανά τον κόσμο, από όλον τον κόσμο γενικά: «κατέγραψε τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και τα εξέδωσε σ’ ένα βιβλίο»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- άνθρωπος του κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντίκρισε τον κόσμο, γεννήθηκε: «αντίκρισε τον κόσμο μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- από καταβολής κόσμου, βλ. λ. καταβολή·
- από κτίσεως κόσμου, βλ. λ. κτίση·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τον κόσμο να σφυρίζει, μην ενδιαφέρεσαι, αδιαφόρησε για το τι λέει ο κόσμος: «εμείς θα παντρευτούμε κι ας τον κόσμο να σφυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιά θε να βρεθούμε, κούκλα μου μελαχρινή, κι ας τον κόσμο να σφυράει κι ό,τι θέλει ας πει
- ατσίγαρος κόσμος, (στη γλώσσα της αργκό) η φτωχολογιά: «μέσα στον ατσίγαρο κόσμο μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά»·
- βγαίνω στον κόσμο, α. αρχίζω να αντιμετωπίζω τη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη: «από μικρός βγήκε στον κόσμο και κατάλαβε πως η ζωή είναι ένας ατέλειωτος αγώνας». β. αρχίζω να συναναστρέφομαι τον κόσμο, αρχίζω τις συναναστροφές, αρχίζω να ζω ως κοινωνικό ον: «μόλις μεγάλωσε και βγήκε στον κόσμο, έκανε αμέσως παρέες, γιατί είναι συμπαθητικό παιδί». γ. κατ’ επέκταση, αποφυλακίζομαι: «μόλις βγήκε στον κόσμο μετά από τρία χρόνια φυλακή, έψαξε να βρει τους παλιούς του φίλους». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα, ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, είμαι πολύ πικραμένος, στενοχωρημένος, είμαι πολύ απαισιόδοξος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, βλέπει τον κόσμο μαύρο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γύρω μου·
- βούιξε ο κόσμος ή βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε έντονα: «βούιξε ο κόσμος όλος για το θάνατο του τάδε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι;»·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκεται σ’ άλλο κόσμο ή βρίσκεται σ’ άλλους κόσμους, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον κόσμο του·
- βρίσκεται στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή που βλέπουμε: «μέχρι χτες ήταν πάμφτωχος και μ’ ένα τζόκερ έγινε ζάπλουτος. -Για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο!». Πρβλ.: για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (Δημοτικό). Πολλές φορές, μετά το δε(ς) ακολουθεί το ρε·       
- για τα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- για τίποτα στον κόσμο, για κανέναν λόγο, με κανένα αντάλλαγμα: «για τίποτα στον κόσμο δεν ξαναπάω σε κείνο το μαγαζί || δε θα προδώσω το φίλο μου για τίποτα στον κόσμο»·
- γυάλινος κόσμος, ο ψεύτικος: «μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κόσμο που ζούμε είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε
- δε χάθηκε δα ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. φρ. δε χάλασε δα ο κόσμος·
- δε χάλασε δα ο κόσμος ή δε χάλασε κι ο κόσμος, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο αυτό που συνέβη, δεν πρέπει να ανησυχούμε, γιατί είναι ασήμαντο: «μια γρατζουνιά έγινε στ’ αυτοκίνητό σου, δε χάλασε κι ο κόσμος || εκατό ευρώ ξοδέψαμε, δε χάλασε δα κι ο κόσμος || μη στενοχωριέσαι για τον αναπτήρα που έχασες, δε χάλασε κι ο κόσμος»·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν είναι για κόσμο, α. έχει τόσο κακό ντύσιμο ή τόσο κακή συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο: «κάνει τόσο χαζό ντύσιμο, που δεν είναι για κόσμο || δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου, γιατί έχει τέτοιο βρομόστομα που δεν είναι για κόσμο». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, δεν είναι για κόσμο || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν είναι για κόσμο»·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο ή δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, εξαπατά συστηματικά αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται ή κοροϊδεύει συστηματικά όλους τους γνωστούς του για να τους αποσπάσει κάποιο όφελος: «μη τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια σουπιά που δουλεύει όλο τον κόσμο»· βλ. και φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο·
- έγινε η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- εδώ ο κόσμος καίγεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται, έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία, ιδίως οικονομική, μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, μεγάλο πρόβλημα, που δείχνει να το αγνοεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός έχει το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός θέλει να κάνει επέκταση στη δουλειά του»·
- εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Με τη φρ. αυτή, αξίζει να θυμηθούμε την επίσκεψη του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην Ελλάδα το 1976, κατά την οποία οι Έλληνες, θέλοντας να διακωμωδήσουν την προσπάθεια του Γάλλου προέδρου να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκάρωσαν την ακόλουθη γαλλικούρα: εντό ο κοσμός κάιγετάει κάι το μοϊνί χτενίζετάει. Συνών. η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτή το μουνί της, (ιδίως για γυναίκες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, (ιδίως για άντρες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·
- είναι στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- είναι του κόσμου, ανήκει στους κοσμικούς κύκλους, είναι κοσμοπολίτης: «ξέρει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πώς θα συμπεριφερθεί, γιατί είναι του κόσμου»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·  
- ένα κόσμο…, δηλώνει πολύ μεγάλη ποσότητα, ένα σωρό: «έδωσε ένα κόσμο λεφτά κι αγόρασε σκάρτο πράγμα || κάθε φορά δίνει ένα κόσμο υποσχέσεις πως θα διορθωθεί, αλλά πάντα στο τέλος κάνει το δικό του»·
- έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι: «ήρθα στον κόσμο μια μέρα του καλοκαιριού, από φτωχούς αλλά τίμιους γονείς || κάθε μέρα έρχονται στον κόσμο χιλιάδες παιδιά»·
- έτσι είναι ο κόσμος, βλ. συνηθέστ. έτσι είναι η ζωή, λ. ζωή·
- έφαγα τον κόσμο, α. έψαξα παντού για να βρω κάποιον ή κάτι: «έφαγα τον κόσμο να σε βρω || έφαγα τον κόσμο να βρω το μολύβι μου κι εγώ το κρατούσα στα χέρια μου». β. κατέβαλα μύριες όσες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «έφαγα τον κόσμο για να πάρω αυτή τη δουλειά»·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, ζαλίστηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, λιποθύμησα: «σηκώθηκα απότομα και για μια στιγμή έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου || μόλις δέχτηκα την πέτρα στο κεφάλι, έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου και σωριάστηκα κάτω»·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, α. έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό δεν του ’χει λείψει τίποτα κι έχει όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου). β. (για καταστήματα) έχει αφθονία υλικών αγαθών, δεν του λείπει τίποτα: «ψωνίζω πάντα απ’ το τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί έχει όλα τα καλά του κόσμου».
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «ο άνθρωπος αυτός έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτος σ’ όλες τις παρέες»·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες την αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- έχει του κόσμου…, έχει σε μεγάλη ποσότητα κάτι: «αυτός ο άνθρωπος έχει του κόσμου τα λεφτά || έχει του κόσμου τις αρετές || έχει του κόσμου τις κακίες || έχει του κόσμου τα διαμερίσματα»·
- έχω κόσμο, έχω επισκέψεις, έχω καλεσμένους: «δεν μπορείτε να μπείτε στο γραφείο του, γιατί έχει κόσμο || δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας, γιατί θα ’χω κόσμο στο σπίτι»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, α.  ζει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή  ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «επειδή σιχάθηκε τους ανθρώπους, βρήκε ένα σπιτάκι στην ερημιά και ζει μακριά απ’ τον κόσμο». β. δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στον κόσμο, στην επικοινωνία, στην επιστήμη: «αυτός έχει μείνει στην εποχή του τηλέγραφου, γιατί ζει μακριά απ’ τον κόσμο»·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, ζει χωρίς οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, είναι ολομόναχος στη ζωή: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, κλείστηκε στον εαυτό του και ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο»·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του· 
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη  πραγματικότητα, ονειροβατεί: «μην περιμένεις να καταλάβει και πολλά πράγματα απ’ αυτά που του λες, γιατί ζει στον κόσμο του». Πρβλ.: δεν άντεξε τον πόνο του κι έσβησε με τον κόσμος του, τον κλάψαν μόνο τα παιδιά, γιατί είχε παιδική καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- η ψυχή του σύμπαντος κόσμου, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, συντελέστηκαν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις: «την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την τραμπούκικη Αγγλοαμερικανική πολεμική πολιτική, υπέρ δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την πρόοδο της επιστήμης». Πρβλ.: άντε θύμα άντε ψώνιο άντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (Τραγούδι)·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. ήρθε ο κόσμος ανάποδα·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάνει του κόσμου…, κάνει σε ποσότητα κάτι, επαναλαμβάνει πάρα πολύ συχνά κάτι: «αυτός ο άνθρωπος κάνει του κόσμου τις αγαθοεργίες || κάνει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τις μαλακίες || κάνει του κόσμου τις εξυπηρετήσεις»·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση: «για ψύλλου πήδημα είναι ικανός να κάνει τον κόσμο άνω κάτω». β. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να βρω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να σε βρω || έκανα τον κόσμο άνω κάτω μέχρι να πάρω αυτή τη θέση»·
- κατά κόσμον, (για ιερωμένους ή μοναχούς) το κοσμικό όνομά του, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: «ο πατήρ Ονούφριος, κατά κόσμον Βασίλειος»·
- κοροϊδεύει τον κόσμο, προσποιείται πως ασχολείται με κάτι χωρίς να προσφέρει, χωρίς να παράγει έργο: «γυρίζει με περισπούδαστο ύφος όλη τη μέρα με μια τσάντα στο χέρι, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο, γιατί δεν κάνει τίποτα»·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, πικρή διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, αφού κάποια στιγμή πεθαίνουμε·
- κόσμος και κοσμάκης! πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που παρίσταται ιδίως σε μια συγκέντρωση, πολλοί και διάφοροι: «στην υποδοχή του αρχηγού μας μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης! || όταν ο καιρός είναι καλός, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει στην παραλία για να κάνει τη βόλτα του»·
- κόσμος και κόσμος! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης(!)·
- κόσμος και λαός! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και λαός χάντρες απ’ το κομπολόι που ’χασ’ ο Θεός)·
- κόσμος και ντουνιάς! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και ντουνιάς της ανάγκης καραβάνι και της ορφανιάς)·
- λόγια του κόσμου, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, με κατατρόμαξε: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι και μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. τον έστειλε στον άλλο κόσμο·
- με τίποτα στον κόσμο, με κανένα τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν πάω με τίποτα στον κόσμο σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύεται όλη η αλητεία της περιοχής || με τίποτα στον κόσμο δε θα προδώσω το φίλο μου»·
- μένει το μάτι του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- μικρός που είναι ο κόσμος! έκφραση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού ή χαράς στην περίπτωση που συναντάμε τυχαία κάποιον γνωστό μας σε μέρος που ούτε καν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ποτέ πως θα τον συναντούσαμε: «καθώς ανέβαινα με το τουριστικό γκρουπ τον Αμαζόνιο, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν παλιόφιλο, που είχα χρόνια να τον δω. -Μικρός που είναι ο κόσμος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε βρε ή το για δες τι ή το τι·
- να βουίξει ο κόσμος ή να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο κάτι, να το μάθει όλος ο κόσμος: «θα ξεσκεπάσω τις απατεωνιές σου, να βουίξει ο κόσμος όλος || βούιξε όλος ο κόσμος με την είδηση του χρηματισμού του τάδε υπουργού»·
- νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, επιδιώκει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, θέλει να ασχολούνται όλοι μαζί του και στενοχωριέται ή θυμώνει, όταν συμβαίνει το αντίθετο: «είναι πολύ κουραστικός άνθρωπος, γιατί νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, αναστατώνω τον κόσμο, ιδίως από τις άγριες φωνές μου ή από τον έντονο θόρυβο που προκαλώ: «ήρθε μεσημεριάτικα και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι με τις αγριοφωνάρες του»·
- ο άλλος κόσμος, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή, ο Άδης. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω, μια χάρη μόνο υστερνή μανούλα σου γυρεύω
- ο έξω κόσμος, αυτοί που ζουν ελεύθεροι στην κοινωνία σε αντιδιαστολή με κείνους που βρίσκονται στη φυλακή: «ο έξω κόσμος χαίρεται κι εγώ σαπίζω στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στης Αίγινας τα κάτεργα κλεισμένος κι από τον έξω κόσμο περιφρονημένος
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καλός κόσμος, η υψηλή κοινωνία, η αριστοκρατία: «δυστυχώς, ο καλός κόσμος δύσκολα καταλαβαίνει τα βάσανα του απλού λαού»· βλ. και φρ. όλος ο καλός ο κόσμος·
- ο κάτω κόσμος, ο Άδης σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που βρίσκεται στη ζωή (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω, να σ’ αγαπήσω πάλι
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, στην κοινωνία μας, στη ζωή μας, δε βρίσκονται όλοι στον ίδιο οικονομικό ή πνευματικό επίπεδο, άλλοι ευημερούν και άλλοι δυστυχούν: «δε βρίσκονται όλοι στην ίδια ευχάριστη θέση με σένα γιατί, ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν»· βλ. και φρ. η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, λ. ζωή·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ταραχή, μεγάλη καταστροφή: «με το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω»·
- ο κόσμος (όλος) να καεί, βλ. φρ. ο κόσμος (όλος) να χαλάσει·
- ο κόσμος (όλος) να χαλάσει, α. οτιδήποτε και να γίνει, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες ή οι δυσκολίες, εξάπαντος, οπωσδήποτε: «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα την παντρευτώ || ο κόσμος θα χαλάσει, αυτός θα κάνει πάλι αυτό που θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κι αν δεν της πάρω δυο φιλιά, ο κόσμος να χαλάσει). β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας, ιδίως για όσα κακά συμβαίνουν γύρω μας: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν του καίγεται καρφί»·
- ο κόσμος πάει κι έρχεται, κυκλοφορεί διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται, η ζωή συνεχίζεται. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι, μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι, μη σου κακοφαίνεται
- ο κόσμος της νύχτας, α. όσοι έχουν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζονται με τα κυκλώματα των κέντρων διασκεδάσεως, των μπαρ ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών: «ο κόσμος της νύχτας έχει τους δικούς του άγραφους νόμους». β. όλοι όσοι συνηθίζουν να διασκεδάζουν τη νύχτα: «ο κόσμος της νύχτας λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο, είναι κοινό μυστικό, έχει ήδη διαδοθεί παντού: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο πως χώρισε ο τάδε κι αυτός ήρθε να μου το πει για νέο»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να αποσιωπήσει κάποιο μυστικό του, που ήδη έχει ευρέως κοινολογηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- ο κόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, το τραγούδι ή άλλα καλλιτεχνικά σόου, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «στον κόσμο του θεάματος, ασχολούνται καθημερινά πολλά άτομα || στον κόσμο του θεάματος υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός»·
- ο πάνω κόσμος, ο κόσμος που βρίσκεται στη ζωή, οι ζωντανοί άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους νεκρούς, με αυτούς που βρίσκονται στον Άδη: «όλος ο πάνω κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει τα συνταρακτικά νέα». (Λαϊκό τραγούδι: τέρμα θα ρίξω εις τη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω, γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον επάνω
- ο πολύς κόσμος, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε αντιδιαστολή με τους λίγους, που είναι οι πλούσιοι: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, θα πλήξουν τον πολύ κόσμο»·
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. φρ. τα καλά όλου του κόσμου·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «ξόδευε τα λεφτά που βγάζεις, βρε ανόητε, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν τον νιώσουμε, τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί).Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή·
- όλος ο καλός ο κόσμος, α. λέγεται στην περίπτωση, που σε ένα χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα άτομα που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο για τα πλούτη τους, την κοινωνική τους ισχύ ή την πνευματική τους ανωτερότητα: «στη δεξίωση του τάδε βιομηχάνου ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος». β. λέγεται στην περίπτωση, που σε κάποιο χώρο βρίσκει κάποιος συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας του: «μπα μπα, τι βλέπω! Όλος ο καλός ο κόσμος σήμερα βρίσκεται εδώ». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν σε κάποιο χώρο δει κάποιος συγκεντρωμένα πολλά άτομα του ίδιου φυράματος: «πήγα στην τάδε χαρτοπαιχτική λέσχη κι ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος»·
- όλος ο κόσμος, όλοι: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, όλος ο κόσμος τον κατηγορεί»·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, λέγεται ειρωνικά για τις ασχήμιες και τις αδικίες του κόσμου. Αναφορά σε ποίημα του Διον. Σολωμού·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, λέγεται και κείνους που από καλή διάθεση και καλοσύνη, ενδιαφέρονται για τα προβλήματα και τις στενοχώριες των άλλων: «όπου κόσμος και Κοσμάς αυτός ο άνθρωπος και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο». Ίσως αναφορά στον Κοσμά τον Αιτωλό·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! προτρεπτική έκφραση μικροπωλητή προς τους περαστικούς να αγοράσουν από το εμπόρευμά του. Πολλές φορές, ακούγεται ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο πάρτε, πάρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτε! με παράληψη του κόσμε(!)·
- περάστε κόσμε! προτρεπτική έκφραση κράχτη που εργάζεται έξω από την είσοδο καταστήματος προς τους περαστικούς να μπουν μέσα στο κατάστημα για να αγοράσουν. Από τη συνεχιζόμενη και χωρίς διακοπή επανάληψη της φρ., φτάνει στο σημείο να ακούγεται ένα μονότονο ράστεραστεραστεραστεραστεραστε με παράληψη του κόσμε(!)· βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·  
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πήγε στον άλλον κόσμο, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε ο τάδε στον άλλο κόσμος»·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλον κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, καβγαδίζει, μαλώνει με τον καθένα, ιδίως επειδή είναι ιδιότροπος, εριστικός: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο και μας δημιουργεί προβλήματα»·
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. φρ. σηκώνω τον κόσμο στο πόδι·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση με φωνές και φασαρία, κάνω τον κόσμο να ανησυχήσει ή να διαμαρτυρηθεί: «κάθε φορά που μαλώνουν αυτά τα δυο αδέρφια, σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι»·
- στα πέρατα του κόσμου ή ως τα πέρατα του κόσμου, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- τα καλά όλου του κόσμου, όλα τα υλικά αγαθά: «είναι τόσο νοικοκύρης, που κουβαλάει στο σπίτι του τα καλά όλου του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου
- τα ύστερα του κόσμου! βλ. λ. ύστερα·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, είναι θυμωμένος με τους πάντες, όλοι του φταίνε: «δεν πήρε μια δουλειά που την είχε σίγουρη και τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο»·
- τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. φρ. μικρός που είναι ο κόσμος(!)·  
- τι σου είναι ο κόσμος! έκφραση για να δηλώσουμε την κακία του κόσμου: «μόλις χρεοκόπησε, τρελάθηκαν όλοι απ’ τη χαρά τους. -Τι σου είναι ο κόσμος!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το βρε και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτός·
- το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, βλ. λ. επάγγελμα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, α. τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «τον παραμόνεψε ένα βράδυ με το πιστόλι στο χέρι και μόλις τον είδε, με δυο σφαίρες στην καρδιά τον έστειλε στον άλλο κόσμο». β. προκάλεσε το θάνατό του: «η ηρωίνη τον έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) τον γέννησαν: «τον έφεραν στον κόσμο τρία χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους»·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκα) τον γέννησε: «τον έφερε στον κόσμο μια τίμια κι εργατική γυναίκα». (Τραγούδι: ο Γιώργος, το αλάνι, η κορμάρα γεννήθηκε στην Ξάνθη το ’50, τον έφερε στον κόσμο η Φροσάρα η αλανιάρα που έκανε, αγάπη μου, σουξέ στα πανηγύρια
- τον τρέμει ο κόσμος, τον φοβούνται πάρα πολύ: «είναι τόσο άγριος, που τον τρέμει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- του κόσμου…, δηλώνει μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «στο τάδε μαγαζί υπάρχουν του κόσμου τα εμπορεύματα || λέει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τα λάθη». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω
- τρέμε κόσμε! α. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως έπειτα από κάποια σπουδαία επιτυχία μας: «τώρα που κέρδισα στο τζόκερ, τρέμε κόσμε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που παριστάνει το σκληρό·
- τρέξε κόσμε! ή τρέχα κόσμε! βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·
- υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. συνηθέστ. υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι, λ. άνθρωπος·
- φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνω στον κόσμο, (για γυναίκες) γεννώ: «μικρή μικρή παντρεύτηκε κι έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά»·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. φρ. κάνω τον κόσμο άνω κάτω·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη·
- χάθηκε απ’ τον κόσμο, διέκοψε κάθε φιλική ή κοινωνική συναναστροφή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, απομονώθηκε κάπου: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, χάθηκε απ’ τον κόσμο || από τότε που χρεοκόπησε, χάθηκε απ’ τον κόσμο»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου·
- χάθηκε στον κόσμο του, βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις: «πήγε κι έκατσε στην άκρη της παραλίας και σε λίγο χάθηκε στον κόσμο του»·
- χαλάει κόσμο, (για θεατρικά, κινηματογραφικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει μεγάλη κοσμοσυρροή, έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί έμαθα πως χαλάει κόσμο || το καινούριο βιβλίο του τάδε συγγραφέα χαλάει κόσμο»·
- χαλάει ο κόσμος, παρατηρούνται έντονα φυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές (βροχή, αέρας, χιόνι): «απ’ το πρωί έξω χαλάει ο κόσμος»· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χάλασα τον κόσμο, βλ. φρ. έφαγα τον κόσμο·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, βλ. λ. Θεός·
- χάλασε ο κόσμος, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «στα χρόνια μας υπήρχε φιλότιμο, αλλά στη σημερινή εποχή χάλασε ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου, τη γνώμη άλλαξε και πρόσεξε λιγάκι, γιατί ο κόσμος χάλασε, τρελό μου Χριστινάκι
- χαλώ κόσμο, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, μεγάλο ενθουσιασμό: «χάλασες κόσμο πάλι χτες βράδυ στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: ο Στράτος ο τεμπέλης με το Βραχνό το Μάρκο που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο)· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χαλώ τον κόσμο, α. φωνάζω δυνατά, προξενώ μεγάλο θόρυβο, μεγάλη αναστάτωση με τις φωνές μου: «όταν γύρισε και δε σε βρήκε στο σπίτι, χάλασε τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: σε μπελά θε να με βάλεις, Ελενάκι, αν δε με πάρεις, θα μεθύσω, θα τα σπάσω και τον κόσμο θα χαλάσω).β. κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι: «χάλασα τον κόσμο για να βάλω το γιο μου στο δημόσιο και στο τέλος το πέτυχα». γ. δημιουργώ κοινωνική αναστάτωση: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, χάλασαν τον κόσμο»·
- χάνω τον κόσμο, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «κάθε Σαββατοκύριακο χάνουν τον κόσμο ένα σωρό άνθρωποι πάνω στην άσφαλτο». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω κρυφά και σκέπτομαι ότι θα πεθάνω και η αιτία θα ’σαι ’συ όπου τον κόσμο χάνω).

κουβαδάκι

κουβαδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κουβάς], μικρός, πλαστικός συνήθως, κουβάς, με τον οποίο παίζουν τα μικρά παιδιά: «τα παιδιά έπαιζαν στην αμμουδιά με τα κουβαδάκια τους»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, (ειρωνικά στη νεοαργκό) ξεκουμπίσου, φύγε, άφησέ με στην ησυχία μου: «τώρα που ήρθες έχω δουλειά, γι’ αυτό πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το άντε. Από την εικόνα του ατόμου που είναι ξαπλωμένο στην αμμουδιά και διώχνει κάποιο μικρό παιδί να πάει να παίξει αλλού. 

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

λάκκος

λάκκος, ο, ουσ. [<αρχ. λάκκος], ο λάκκος· ο τάφος: «μόλις έβαλαν τον πατέρα του στο λάκκο, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει για πάντα». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο·
- βρίσκομαι στο λάκκο, περνώ δύσκολη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όταν βρίσκομαι στο λάκκο, δε θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω κανέναν»·
- βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια, α. βρίσκομαι σε οικτρή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «μέρες τώρα δε μιλιέται, γιατί βρίσκεται στο λάκκο με τα φίδια». β. περιστοιχίζομαι από αποβράσματα της κοινωνίας, συναναστρέφομαι πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, μεγάλους απατεώνες: «πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στο λάκκο με τα φίδια κι ήμουν πολύ τυχερός που ξεπερνούσα την κατάσταση ανώδυνα»·
- βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια. Αναφορά στο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης·
- είμαι στο λάκκο, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο·
- είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια·
- είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- θα σου ανοίξω το λάκκο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε σκοτώσω και, κατ’ επέκταση, θα σε καταστρέψω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου ανοίξω το λάκκο»·
- κάτι λάκκο έχει η φάβα, βλ. συνηθέστ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα·
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα, (ενν. για να πίνει τόσο λάδι), η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να φαίνεται απλή ή τίμια, όμως κάτι ύποπτο συμβαίνει, που μπορεί να κρύβει παγίδες ή να έχει συνέπειες: «για να δεχτεί τόσο εύκολα αυτός να συμφωνήσει με τα λεγόμενά σου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»·
- μου ανοίγει το λάκκο, βλ. φρ. μου σκάβει το λάκκο·
- μου σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό μου, την καταστροφή μου, με υπονομεύει, προσπαθεί να με εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «είμαι σίγουρος πως, επειδή με ζηλεύετε, κάποιος απ’ όλους σας μου σκάβει το λάκκο». (Λαϊκό τραγούδι: φίλος και γυναίκα το λάκκο μου μου σκάψανε, με κάψανε, αχ! με κάψανε! 
- μπήκε στο λάκκο, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, μπήκε στο λάκκο πριν από ένα χρόνο»·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, λέγεται για τους διπρόσωπους που όταν είμαστε παρόντες προσποιούνται το φίλο ενώ μόλις αποχωρούμε μηχανεύονται το κακό μας: «να προσέχεις τον τάδε γιατί, ενώ μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους». Συνών. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. φρ. όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος μηχανεύεται το κακό ή την καταστροφή κάποιου, όποιος υπονομεύει κάποιον, πολλές φορές πέφτει ο ίδιος θύμα των μηχανορραφιών του·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα: «εδώ και καιρό έχω πέσει σε λάκκο και δεν μπορώ ακόμα να ξεμπλέξω». β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «είναι σε μαύρα χάλια, γιατί έπεσε στο λάκκο με την τελευταία δουλειά που επιχείρησε να κάνει»·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, καταντώ να συναναστρέφομαι με αποβράσματα της κοινωνίας, με πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, με μεγάλους απατεώνες: «απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, δεν τον θέλει κανένας στην παρέα του || απ’ τη μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, καταστράφηκε»·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο λάκκο με τα φίδια·
- σκάβω μόνος μου τα λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, ενεργώ τόσο ανεύθυνα ή τόσο παράτολμα, που είναι σαν να επιδιώκω την καταστροφή μου: «πρόσεξε καλά γιατί, αν συμφωνήσεις σ’ αυτή τη δουλειά, είναι σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα ίδια σου τα χέρια»·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- τον παράχωσαν στο λάκκο του, τον έθαψαν: «μόλις τον παράχωσαν στο λάκκο του, τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει μια για πάντα»·
- του ανοίγει το λάκκο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο·
- του σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό του, την καταστροφή του, τον υπονομεύει, προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «τον πλησίασε μόνο και μόνο για να του σκάψει το λάκκο κι αυτός δεν παίρνει μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης διαβολάκο, τ’ αφεντικά της κόλασης σου σκάψανε το λάκκο).

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

μάρμαρο

μάρμαρο, το, ουσ. [<αρχ. μάρμαρον <μάρμαρος, ὁ], το μάρμαρο. 1. άντρας, ιδίως γυναίκα, που είναι ψυχρή στον έρωτα: «τι να πάω να κάνω μαζί της, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο μάρμαρο!». 2. (με κατηγορηματική χρήση) στητό, σκληρό, δυνατό: «έχει πολύ γυμνασμένο κορμί, που είναι σκέτο μάρμαρο || έχει ένα στήθος μάρμαρο»·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. φρ. πληρώνω το μάρμαρο·
- έχει καρδιά (από) μάρμαρο ή η καρδιά του είναι από μάρμαρο, βλ. λ. καρδιά·
- μένω μάρμαρο, α. μένω ακίνητος από μεγάλη έκπληξη, μένω άναυδος, απολιθώνομαι από κάποιο έντονο συναίσθημα: «τον είδα τη στιγμή που έβαζε χέρι στο ταμείο κι έμεινα μάρμαρο, γιατί δεν το περίμενα απ’ αυτόν τον άνθρωπο || έμεινα μάρμαρο μόλις τράβηξε ο άλλος το πιστόλι του!». Από την εικόνα του μαρμάρινου αγάλματος. β. κρατώ περήφανη στάση: «έκανε ένα σωρό προσπάθειες να με θίξει, αλλά έμεινα μάρμαρο μέχρι το τέλος». Από την εικόνα του μαρμάρινου αγάλματος· βλ. και φρ. μένω άγαλμα, λ. άγαλμα·
- πληρώνω το μάρμαρο, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, δεν είχαν στο τέλος να πληρώσουν κι επειδή ήταν κι ο αδερφός μου σ’ αυτή τη συντροφιά, πάω τώρα να πληρώσω το μάρμαρο». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «δε θα πληρώνω το μάρμαρο για τις δικές σου λοβιτούρες». Από το ότι, όταν κάποιο άτομο σπάσει κάποιο μάρμαρο σε ένα σπίτι, τις πιο πολλές φορές, από ευγένεια, το πληρώνει ο ιδιοκτήτης. Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη·
- ποιος φταίει για το μάρμαρο, ποιος είναι ο υπαίτιος κάποιας ζημιάς ή κάποιας παράνομης πράξης: «η προκαταρκτική εξέταση που διέταξε ο ανακριτής, θα δείξει ποιος φταίει για το μάρμαρο»·
- στήθος μάρμαρο! βλ. λ. στήθος·
- τον αφήνω μάρμαρο, τον αφήνω άναυδο, κατάπληκτο, τον ακινητοποιώ από την μεγάλη έκπληξη, από το έντονο συναίσθημα που του προξενώ: «μόλις του ’δειξα το λαχείο που κέρδιζε τον πρώτο αριθμό, τον άφησα μάρμαρο || μας έκανε τον νταή, αλλά μόλις τράβηξα το μαχαίρι μου, τον άφησα μάρμαρο»· βλ. και φρ. τον αφήνω άγαλμα, λ. άγαλμα.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

μεριά

μεριά, η, ουσ. [<μσν. μεριά <μερία <μερέα <μέρος + κατάλ. -έα, -ιά], η μεριά. 1. τόπος: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, εσύ από ποια μεριά είσαι;». 2. τοποθεσία: «σε ποια μεριά άφησες τ’ αυτοκίνητό σου;». 3. θέση, μέρος: «βρήκε μια ήσυχη μεριά και με φώναξε να καθίσω κι εγώ». 4. διεύθυνση, κατεύθυνση: «προς ποια μεριά φύγανε;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- απ’ όλες τις μεριές, από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού: «οι διαδηλωτές έρχονταν απ’ όλες τις μεριές»·
- απ’ τη μεριά μου (σου, του κ.λπ.)  ως προς εμένα (εσένα, αυτόν κ.λπ.), σε ό,τι με (σε, τον κ.λπ) αφορά: «απ’ τη μεριά μου δεν έχω καμιά απαίτηση || έχεις καμιά απαίτηση απ’ τη μεριά σου;»·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως… βλ. φρ. απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά(…)·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, λέγεται για δυο πράγματα ή καταστάσεις, που είναι αντίθετες, που δε συμβιβάζονται μεταξύ τους: «απ’ τη μια μεριά κοκορεύεσαι πως έχεις το πιο γρήγορο αυτοκίνητο κι απ’ την άλλη σ’ αφήνουν πίσω ακόμη και τα κατσαριδάκια || απ’ τη μια μεριά μου λες πως είσαι γερό ποτήρι κι απ’ την άλλη μεριά πίνεις ένα ποτηράκι και μεθάς»· βλ. και φρ. απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη, λ. μια·
- από μεριά μου (σου, του κ.λπ), βλ. φρ. απ’ τη μεριά μου·
- από ποιανού μεριά είσαι; ποιον από τους δυο μας υποστηρίζεις(;): «θέλω να μου πεις ξεκάθαρα από ποιανού μεριά είσαι;». Συνών. από ποιανού μπάντα είσαι; / από ποιανού πάρτη είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)· 
- η ανάποδη μεριά, (για υφάσματα) η όψη που είναι προς τα μέσα, η όψη που δε φαίνεται: «πάνω στη βιασύνη του φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την ανάποδη μεριά»·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα) η κύρια όψη: «το μπουφάν μπορούσες να το φορέσεις όπως ήθελες, γιατί δεν ξεχώριζε ποια ήταν η καλή μεριά»·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- μεριές μεριές, σε διάφορα μέρη, σε μερικά σημεία: «ο τοίχος θέλει βάψιμο απ’ την αρχή, γιατί μεριές μεριές δε βάφηκε καλά»·
- μπάζει απ’ όλες τις μεριές, α. έχει πάρα πολλά προβλήματα, του έρχονται αλλεπάλληλα προβλήματα, και για το λόγο αυτό, συμπεριφέρεται παράλογα ή παράξενα, ξέροντας πια ότι δεν υπάρχει σωτηρία: «εντέλει, ούτε κι ο ίδιος ξέρει τι θέλει, γιατί μπάζει απ’ όλες τις μεριές». Από την εικόνα της βάρκας που παίρνει από παντού νερά. β. (για επιχειρήματα, προτάσεις) που είναι διάτρητο: «θ’ αναγκαστείς ν’ αποσύρεις αμέσως την πρότασή σου, γιατί μπάζει απ’ όλες τις μεριές»·
- να ’μαι από καμιά μεριά! ή να ’μουν από καμιά μεριά! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών: «να ’μουν από καμιά μεριά να ’βλεπα τι έκανε, όταν αποκάλυψαν τις απατεωνιές του!». (Λαϊκό τραγούδι: να ’μαι από καμιά μεριά όταν στερέψ’ η βρύση να δω μωρέ με τι καρδιά θα φύγεις απ’ τη ζήση τι θα του δείξεις του Θεού για να σε συγχωρήσει).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε. Είναι και φορές, που μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά άκρη! / να ’μουν από καμιά μπάντα(!)·
- να σ’ είχα από καμιά μεριά! έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε στο συνομιλητή μας τη σπουδαιότητα αυτού που του λέμε ή για να τονίσουμε στο άτομο στο οποίο αναφερόμαστε τη σπουδαιότητα των λόγων μας: «να σ’ είχα από καμιά να έβλεπες τις βλακείες που έλεγε! || αχ, βρε κερατά, να σ’ είχα από καμιά μεριά και να ’βλεπες τι ξύλο που θα ’τρωγες!». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που με κέρασες φαρμάκι και με γέλασες να σ’ είχα από καμιά μεριά να σου ’δινα μια μαχαιριά
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- σε καλή μεριά! ευχή μαζί με τα λεφτά που δίνουμε σε κάποιον ή ευχή σε κάποιον που κέρδισε κάποιο χρηματικό ποσό, να μπορέσει να τα διαθέσει για καλό ή ωφέλιμο σκοπό και όχι για αρρώστιες: «πάρε αυτά τα λεφτά που σου υποσχέθηκα και σε καλή μεριά». Αντίθ. στους γιατρούς να τα δώσεις(!)·
- σε κάποια μεριά ή σε μια μεριά, (αόριστα) κάπου, παράμερα: «ακούμπησε τα ψώνια του σε μια μεριά κι έπλυνε τα χέρια του»·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο.

μία

μία κ. μια, απόλ. αριθμητ. [θηλ. του ένας], μια· ο άτονος τύπος χρησιμοποιείται και ως αόρ. αντων. (κάποια). (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, λέγεται για δυο πράγματα ή καταστάσεις, που είναι αντίθετες, που δε συμβιβάζονται μεταξύ τους: «απ’ τη μια μου λες πως τ’ αυτοκίνητό σου έχει δυνατή μηχανή κι απ’ την άλλη δεν μπορεί ν’ ανεβεί αυτόν το μικρό ανήφορο || απ’ τη μια έχει κατακλέψει όλον τον κόσμο κι απ’ την άλλη μιλάει για τιμιότητα»·
- αμολάω μια (ενν. κλανιά, πορδή), βλ. λ. αμολάω·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. φρ. απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη(…)·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- από μιας αρχής, βλ. λ. αρχή·
- δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς (ενν. μπάτσες, μπουνιές, ξυλιές κ.λπ.), βλ. λ. δέκα·
- δε δίνω μία, α. αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «όποιος με βοήθησε στις δυσκολίες μου θα τον υποστηρίξω, αλλά για όσους αδιαφόρησαν δε δίνω μία». (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή συγχωροχάρτι από αδυναμία και συ τη δική σου πάρτη και δε δίνεις μία).β. δεν πληρώνω τίποτα: «έχω ένα μαγαζί που τρώω, πίνω και δε δίνω μία»·
- δε λέει μία, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μπορεί να είναι όμορφος, αλλά κατά τ’ άλλα δε λέει μία». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «μπορεί να έχει εντυπωσιακή γραμμή αυτό τ’ αυτοκίνητο, αλλά πάνω στο δρόμο δε λέει μία». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «πολυδιαφημισμένο έργο, αλλά, κατά τη γνώμη μου δε λέει μία»·
- δεν αξίζει μία, βλ. φρ. δε λέει μία·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν έχω μία, στερούμαι παντελώς χρημάτων: «μην του ζητάς λεφτά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν έχει μία». (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- δεν κάνει μία, βλ. φρ. δεν αξίζει μία·
- δεν καταλαβαίνει μία, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «αν αποφασίσει να κάνει κάτι, δεν καταλαβαίνει μία μέχρι να το κάνει». β. είναισκληρόκαρδος, είναι αναίσθητος: «μην περιμένεις απ’ αυτόν βοήθεια, γιατί δεν καταλαβαίνει μία». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «χίλιες φορές του ζήτησα να ξανακουβεντιάσουμε το θέμα, αλλά δεν καταλαβαίνει μία». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει μία». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν υπάρχει μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- δώσ’ του μια! χτύπησέ τον είτε με τη γροθιά σου, την κλοτσιά σου είτε με το όπλο που κρατάς στα χέρια σου: «δώσ’ του μια ρε, που κάθεσαι κι ακούς τις βλακείες που λέει σε βάρος σου!». (Δημοτικό τραγούδι: έλιμ γιαλέλιμ ήρθαν προξενητάδες για, πάρ’ το μαχαίρι δώσ’ μου μια στην πονεμένη μου καρδιά
- είμαι χωρίς μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- είναι μία αυτή! α. λέγεται για γυναίκα αμφίβολης ηθικής, για γυναίκα που έχει πάρα πολύ κακή φήμη: «πρόσεχέ την, γιατί είναι μία αυτή!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ο Θεός να σε φυλάει. β. λέγεται θαυμαστικά για γυναίκα που είναι πανέξυπνη, πολυμήχανη, που δύσκολα μπορεί να τα βγάλει κανείς πέρα μαζί της: «είναι μία αυτή, που δεν πιάνεται από πουθενά!»·
- είναι μιας κάποιας ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- η μία, η άλλη, έκφραση με την οποία περιλαμβάνουμε διάφορες γυναίκες που συνοδεύουν, χωρίς να τις κατονομάζουμε ακριβώς, αυτές που έχουμε ήδη αναφέρει με τα ονόματά τους: «στη δεξίωση ήταν η Μαρία, η Ελένη, η Δέσποινα η μία, η άλλη»·
- η μια κι η άλλη, γυναίκες της σειράς, ανάξιες λόγου, τυχαίες: «είναι πολύ ευαίσθητη γυναίκα και στενοχωριέται ακόμη και μ’ αυτά που της λένε η μια κι η άλλη»·
- η μια όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η μια πάνω στην άλλη, α. (για γυναίκες) δηλώνει μεγάλο συνωστισμό: «στο σχολικό του παρθεναγωγείου ήμασταν η μια πάνω στην άλλη». β. η μια ύστερα από την άλλη, διαδοχικά και χωρίς διακοπή: «έρχονταν η μια πάνω στην άλλη να τις εξυπηρετήσω και κάποια στιγμή τα ’χασα απ’ το πλήθος που μαζεύτηκε». γ. (για καταστάσεις) η μια ύστερα από την άλλη, διαδοχικά: «οι στενοχώριες έρχονται η μια πάνω στην άλλη || οι επιτυχίες έρχονται η μια πάνω στην άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: δέκα φορές την πάτησα την μια πάνω στην άλλη και το κορόιδο, φίλε μου, μυαλό δεν έχω βάλει
- η μια πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- και μια και δυο, βλ. λ. δυο·
- με τη μια, με την πρώτη προσπάθεια, αμέσως: «πήρε σημάδι και πέτυχε το στόχο του με τη μια || πέτυχε με τη μια στο πανεπιστήμιο»·
- μένω χωρίς μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·  
- μια απ’ τα ίδια, βλ. λ. ίδιος·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
- μια γελάει, μια κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- μια για πάντα, βλ. λ. πάντα·
- μια γουλιά, βλ. λ. γουλιά·
- μια δεύτερη γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- μια δόση, βλ. λ. δόση·
- μια δραξιά, βλ. λ. δραξιά·
- μια δρασκελιά, βλ. λ. δρασκελιά·
- μια εδώ και μια εκεί, βλ. λ. εδώ·
- μια εσύ και μια εγώ, βλ. λ. εγώ·
- μια έτσι, μια αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- μια έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- μια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, βλ. λ. ζωή·
- μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μια και... ή μια που... ή μιας και… ή μιας που…, δεδομένου ότι, αφού, εφόσον: «μια και δε θα ’ρθει ο τάδε, μπορώ να πάρω εγώ τη θέση του; || μια που ήρθε ο τάδε, εγώ μπορώ να φύγω». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε, κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα
- μια και ήρθες, βλ. λ. ήρθα·
- μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- μια και κάτω, βλ. λ. κάτω·
- μία και μία, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια συνάθροιση ή ομάδα βρίσκονται μαζεμένες εκλεκτές γυναικείες προσωπικότητες ή, ειρωνικά, αμφίβολης ηθικής ή κοινωνικής αξίας: «στη δεξίωση του τάδε ήταν η γυναίκα του Νομάρχη, του εισαγγελέα, του στρατηγού, γιατρίνες, δικηγορίνες, όλες μία και μία || αυτές που συχνάζουν σ’ αυτό το μπαράκι είναι όλες μία και μία»·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κι έξω (όξω), βλ. λ. έξω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μια μήλα, μια φύλλα, βλ. λ. μήλο·
- μια μια ή μία μία, α. η μία μετά την άλλη στη σειρά, ιδίως σε περίπτωση διανομής: «θα περνάτε μέσα μία μία || μία μία, βρε κορίτσια, όλες θα πάρετε». β. η καθεμία χωριστά: «συνεννοηθείτε τι θέλετε να κάνετε, για να μην έρχεται μία μία και να λέει ό,τι της κατεβαίνει». γ. διαδοχικά: «μία μία οι επιχειρήσεις κλείνουν». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σε προδώσαν, όλοι σε μισήσαν και βαριές οι πόρτες μία-μία κλείσαν
- μια μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- μια ντουζίνα, βλ. λ. ντουζίνα·
- μια ο ένας μια ο άλλος, διαδοχικά και χωρίς διακοπή: «έχει δυο αδέρφια και τη συνοδεύει μια ο ένας μια ο άλλος»·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχης·
- μια πιθαμή ή μια σπιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πιρουνιά, βλ. λ. πιρουνιά·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια πόρτα μας χωρίζει, βλ. λ. πόρτα·
- μια που, αφού: «μια που ήρθε κι ο τάδε, μπορούμε ν’ αρχίσουμε τη συνεδρίαση»·
- μια πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- μια ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- μια ρώγα, βλ. λ. ρώγα·
- μία σου και μία μου, σου ανταποδίδω με τη σειρά μου τα ίσα ή κάνω με τη σειρά μου τα ίδια που έκανες κι εσύ: «θα σου φερθώ όπως μου φέρθηκες, μία σου και μία μου». (Λαϊκό τραγούδι: μία σου και μία μου θα το μετανιώσεις, με το ίδιο νόμισμα θα το πληρώσεις). Συνών. σειρά σου και σειρά μου· βλ. και φρ. ένα σου και ένα μου·
- μια στα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- μια στάλα, βλ. λ. στάλα·
- μια σταλιά, βλ. λ. σταλιά·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια σταλιά σκατό, βλ. λ. σκατό·
- μια στιγμή! βλ. λ. στιγμή·
- μια στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- μια στις τόσες, βλ. λ. τόσος·
- μια στις χίλιες, βλ. λ. χίλιοι·
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο, βλ. λ. καρφί·
- μια τζούρα, βλ. λ. τζούρα·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα , βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- μία των ημερών, βλ. λ. ημέρα·
- μια φορά! βλ. λ. φορά·
- μια φορά, βλ. λ. φορά·
- μια φορά…, βλ. λ. φορά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, βλ. λ. μάνα·
- μια φορά στα τόσα ή μια φορά στις τόσες, βλ. λ. φορά·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, φυσηξιά·
- μια χαρά! βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά… ή μια χαρά είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά Θεού… ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά και δυο τρομάρες! βλ. λ. χαρά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μια χούφτα, βλ. λ. χούφτα·
- μια ψίχα, βλ. λ. ψίχα·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- μιας εξαρχής, βλ. λ. εξαρχής·
- μόνο μια και δυο; βλ. λ. μόνος·
- πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι.

μισός

μισός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. μισός <μσν. ἡμισός <αρχ. ἥμισυς· ο τόνος κατά το απλός, διπλός], μισός. 1. που δεν είναι αρτιμελής, ο ανάπηρος, ο σακάτης: «πώς να μαλώσω μαζί του, δε βλέπεις που ο άνθρωπος είναι μισός;». 2. το θηλ. ως ουσ. η μισή (βλ. λ.). 3. το ουδ. ως ουσ. το μισό (βλ. λ.). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- από μισά ή από μισό, βλ. φρ. μισά μισά·
- απόμεινε με μισό τσαρούχι, βλ. λ. τσαρούχι·
- γίνε προφήτης και κράτα τα μισά ή γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- είμαι ένα πτώμα και μισό, βλ. λ. πτώμα·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι ένα ζώο και μισό, βλ. λ. ζώο·
- είναι ένας βλάκας και μισός, βλ. λ. βλάκας·
- είναι ένας μαλάκας και μισός, βλ. λ. μαλάκας·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα είναι το άλλο μου μισό»·
- η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, βλ. λ. καθαριότητα·
- η μισή ντροπή δική μου κι η μισή δική του, βλ. λ. ντροπή·
- η ντροπή μισή μισή, βλ. λ. ντροπή·
- και μισό(ς), (ιδίως για μετρήσεις) και κάτι παραπάνω, και λίγο παραπάνω: «είμαι περίπου ένα εβδομήντα πέντε και μισό || ο διάδρομος θα ήταν περίπου πέντε μέτρα και μισό»· βλ. και φρ. ένας βλάκας και μισός·
- κάνει μισές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- λέω τη μισή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- με μισή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- με μισό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μένω με μισό παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- μένω μισός ή μένω ο μισός ή έχω μείνει μισός ή έχω μείνει ο μισός, α. αδυνατίζω υπερβολικά: «όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο, είχε μείνει ο μισός || έκανα τρεις μήνες δίαιτα κι έμεινα μισός». (Λαϊκό τραγούδι: μαυρομάτα μου για σένα εκατάντησα τρελός, θα πεθάνω, δεν αντέχω, έχω μείνει ο μισός). β. χάνω ένα από τα άκρα μου σε ατύχημα ή σε τροχαίο δυστύχημα: «γλίτωσε απ’ του χάρου τα δόντια μετά από τέτοια τράκα, αλλά έμεινε μισός, γιατί έχασε το ένα του το πόδι»·
- μισά μισά ή μισό μισό, (για έξοδα, για λογαριασμούς ή για μοιρασιές) από κοινού σε δυο ίσα μέρη: «ό,τι έξοδα κάνουμε, μισά μισά || το λογαριασμό θα τον πληρώσουμε μισό μισό || ό,τι κέρδη προκύψουν, μισά μισά»·
- μισή μερίδα, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισό λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- μισός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη, βλ. λ. λύπη·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, βλ. λ. δρόμος·
- τα μισά της χιλιάδας, πεντακόσα, βλ. λ. πεντακόσοι·
- τον βλέπω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. λ. ρούχο.

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μυρίζω

μυρίζω, ρ. [<αρχ. μυρίζω (= αλείφω με μύρο)], μυρίζω. 1. μυρίζει,(απρόσ.) αναδίνεται ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: «στο λιβάδι μυρίζει ωραία || μυρίζει άσχημα μέσα στο δωμάτιο». 2. δημιουργείται η εντύπωση, η υποψία πως εξυφαίνεται κάτι: «να προσέχετε αυτούς που κάνετε παρέα, γιατί κάπου μυρίζει προδοσία || μην πάρεις μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μυρίζει απατεωνιά». (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- δε μύρισα τα δάχτυλά μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- δε μύρισα τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- η αρχοντιά μυρίζει από μακριά, βλ. λ. αρχοντιά·
- η μια του βρομάει (κι) η άλλη του μυρίζει, βλ. φρ. πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του μυρίζει·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. φρ. πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε·
- μου μυρίζει τιλιλίλι, (για μπάσκετ) βλ. λ. τιλιλίλι·
- μυρίζει λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- μυρίζει μούχλα, βλ. λ. μούχλα·
- μυρίζει μπαγιατίλα, βλ. λ. μπαγιατίλα·
- μυρίζει μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- μυρίζει μπαρουτίλα, βλ. λ. μπαρουτίλα·
- μυρίζει μυτζήθρα, βλ. λ. μυτζήθρα·
- μυρίζει ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- μυρίζει σαν λέσι, βλ. λ. λέσι·
- μυρίζει τυρόγαλα, βλ. λ. τυρόγαλα·
- μυρίζει χωματίλα, βλ. λ. χωματίλα·
- μυρίζουν τα χνότα του, βλ. λ. χνότο·
- μυρίζουν τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. λ. χνότο·
- μύρισε το κρίνο, (για γυναίκες) βλ. λ. κρίνο·
- ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει, βλ. λ. βλάχος·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. φρ. πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. φρ. πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει·
- όσο τα σκαλίζεις, μυρίζουν, βλ. λ. όσος·
- ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, βλ. λ. Φλεβάρης·
- παλαμίδα του μυρίζει, βλ. λ. παλαμίδα·
- πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε, βλ. λ. πέρσι·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, λέγεται για δύστροπη, για ιδιότροπη γυναίκα που για το λόγο αυτό δεν έχει συνήθως παρέες ή φιλενάδες: «είναι πολύ δύσκολη γυναίκα κι όποτε την παίρνουμε στη συντροφιά μας, πότε η μια της βρομάει και πότε η άλλη της μυρίζει, ώσπου κι εμείς την κάναμε πέρα κι ησυχάσαμε»·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, λέγεται για γεροντοπαλίκαρο που παραπονιέται για την κατάστασή του και δηλώνει πως, όταν ήταν στον καιρό της παντρειάς, ήταν εντελώς αναποφάσιστος κι άφησε να πάνε πολλές ευκαιρίες χαμένες, γιατί, σε κάθε υποψήφια νύφη έβρισκε και κάποιο μειονέκτημα, κάποιο κουσούρι: «να του πεις του φίλου σου να μην παραπονιέται που έμεινε κούτσουρο στη ζωή του γιατί, όταν του έφερναν τις νύφες τη μια πίσω απ’ την άλλη, πότε η μια του βρομούσε και πότε η άλλη του μύριζε»· 
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, η ίδια περίπτωση με την παραπάνω, μόνο που τώρα πρόκειται για γεροντοκόρη·   
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, λέγεται για δύστροπο, για ιδιότροπο άντρα που για το λόγο αυτό δεν έχει συνήθως παρέες ή φίλους: «μας τα ’πρηξε με την γκρίνια του και δεν τον παίρνουμε πια μαζί μας, γιατί πότε ο ένας του βρομάει και πότε ο άλλος του μυρίζει»·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, λέγεται για αναποφάσιστη γυναίκα που δεν μπορεί να κατασταλάξει στην αγορά ενός αγαθού, γιατί κάθε τόσο βρίσκει πως έχει κάποιο ελάττωμα, κάποιο κουσούρι: «με ξεποδάριασε όλο το πρωινό στην αγορά και δεν ξαναβγαίνω μαζί της, γιατί πότε το ένα της βρομάει και πότε τ’ άλλο της μυρίζει»·    
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, η ίδια περίπτωση με την παραπάνω, μόνο που τώρα πρόκειται για άντρα·
- τα δάχτυλά μου μύρισα; βλ. λ. δάχτυλο·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, βλ. λ. λεφτά·
- τα νύχια μου μύρισα; βλ. λ. νύχι·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. χέρι·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. φρ. πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. φρ. πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει·
- το μύρισα, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- το χρήμα δε μυρίζει, βλ. λ. χρήμα·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον κώλο μου μυρίστε! βλ. λ. κώλος.

νταλκάς

νταλκάς κ. νταλγκάς, ο, ουσ. [<τουρκ. dalga (= κύμα, τρικλοποδιά)]. 1. δυνατή επιθυμία, ερωτικός καημός, ερωτικός πόθος: «έχει χρόνια νταλκά μ’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχνα τον νταλκά σου τώρα, πιες λίγο κρασί, μην τη συλλογιέσαι, ξέχασέ τηνε κι εσύ· τέτοια είναι πάντα της γυναίκας η ψυχή). 2. το πρόσωπο με το οποίο είναι κανείς ερωτευμένος, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «από δω να σου γνωρίσω τον νταλκά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου το λες μπαμπέσικα, πες το με την καρδιά σου, ξηγήσου μια φορά σπαθί, μπαμπέσα, στον νταλκά σου). 3. έγνοια, ενδιαφέρον: «το ’χω μεγάλο νταλγκά αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου). 4. ακεφιά, κακοκεφιά, στενοχώρια: «έχω τον νταλγκά μου που έχασα ένα κάρο λεφτά, έχω και σένα από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω· ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω). 5. το μεράκι: «έχω κι εγώ νταλγκά να στήσω ένα μαγαζάκι». Υποκορ. νταλκαδάκι κ. νταλγκαδάκι, το.(Λαϊκό τραγούδι: μες στην μπάρα όταν μπήκες, Χαρικλάκι μου, τι γλύκες με φωνόγραφο και πλάκες νταλγκαδάκι με τους μάγκες
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά. -Άλλον νταλκά δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να κάνω άλλα τρία δρομολόγια; || το βράδυ πρέπει να πάμε στη δεξίωση της τάδε. -Άλλον νταλκά δεν είχα!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να προγυμνάσεις το γιο μου στα μαθηματικά; -Άλλον νταλκά δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω διακοπές || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλον νταλκά δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- βάζω νταλκά, βάζω έγνοια, ενδιαφέρον, στενοχώρια, στενοχωριέμαι για κάποιον ή για κάτι: «ερωτεύτηκα την τάδε και στα καλά καθούμενα έβαλα νταλκά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δεν έβαλε νταλκάδες, στο κεφάλι του φωτιά, και δε γέμισε φαρμάκια τη φτωχή του την καρδιά
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον βοηθήσουμε, θα πάει φυλακή. -Κι είχα έναν νταλκά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- σπάω νταλκαδάκι, (στη γλώσσα της αργκό) διασκεδάζω: «μ’ αρέσει κάθε τόσο να σπάω νταλκαδάκι στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω πάλι να τα πιω, να σπάσω νταλκαδάκι, στου Φώτη μες το καπηλειό να φύγει το μεράκι).

ντενεκές

ντενεκές κ. τενεκές, ο, ουσ. [<τουρκ. teneke], ο ντενεκές. 1. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο καθώς και το περιεχόμενο του δοχείου αυτού: «θέλω ένα ντενεκέ για να βάζω πετρέλαιο || αγόρασα δυο ντενεκέδες λάδι. 2. (υποτιμητικά) λέγεται για οποιαδήποτε μέταλλο, ιδίως για κόσμημα που είναι κακής ποιότητας ή πολύ φτηνό: «θέλησε να της αγοράσει ένα δαχτυλίδι κι έδωσε ένα σωρό λεφτά γι’ αυτόν τον ντενεκέ». 3. άνθρωπος που δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάποια τέχνη, που είναι ανίκανος, ακατάλληλος για να κάνει καλά κάτι: «αποδείχτηκε μεγάλος ντενεκές ο τάδε μηχανικός». 4. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, κούφιος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μέσα στη νέα κυβέρνηση μαζεύτηκαν όλοι οι ντενεκέδες». Από την εικόνα του άδειου ντενεκέ, που, όταν τον χτυπάμε, αφήνει το χαρακτηριστικό ήχο του άδειου δοχείου που παρομοιάζεται με το περιεχόμενο του ανθρώπου·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, άλλη αξία, άλλη αντιμετώπιση έχει ένας άνθρωπος με περιεχόμενο, με προσόντα και άλλο ένας άνθρωπος κενού περιεχομένου: «να μην παραπονιέσαι που φέρονται πιο ευγενικά στον κύριο καθηγητή απ’ ότι εσένα τον άξεστο, γιατί άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος»·
- ντενεκέ μαχαλάς, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ φτωχική γειτονιά: «ζει στον ντενεκέ μαχαλά, που βρίσκεται στην άκρη της πόλης». Από την εικόνα της φτωχογειτονιάς που τα σπίτια της, ιδίως παλιότερα, ήταν κατασκευασμένα από λαμαρίνες. Τέτοιες γειτονιές υπήρχαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αραιά αναφέρεται σαν ντενεκέ μαχαλάς και ο καταυλισμός των τσιγγάνων· 
- ντενεκές αγάνωτος ή ντενεκές ξεγάνωτος, α. τεχνίτης που δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, που είναι ανίκανος, ακατάλληλος να κάνει καλά κάτι: «κάλεσα έναν ηλεκτρολόγο στο σπίτι και αποδείχτηκε ντενεκές αγάνωτος». β. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, ελεεινός, τιποτένιος: «δεν σ’ υπολογίζω διόλου, γιατί είσαι ντενεκές ξεγάνωτος». Από την εικόνα του σκουριασμένου ντενεκέ που έχει τρύπες και δε γανώθηκε, οπότε είναι άχρηστος, αφού δεν μπορεί να συγκρατήσει κανένα υγρό.

ντέρτι

ντέρτι, το, ουσ. [<τουρκ. dert]. 1. ο καημός, η στενοχώρια, η ψυχική ταλαιπωρία: «το ’χει ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: έχω στενάχωρη καρδιά και ντέρτια δε χωρούνε και οι χαρές που καρτερώ μη σώσουνε κι ερθούνε). 2. ερωτικός πόνος, ερωτικός καημός, ο νταλκάς: «έχει μεγάλο ντέρτι γι’ αυτή τη γυναίκα». 3. στον πλ. τα ντέρτια, (γενικά) τα βάσανα, οι καημοί, οι σκοτούρες της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω, έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι, έχουμε καλή καρδιά
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά. -Άλλο ντέρτι δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να πάω σε άλλες δυο μεταφορές; || πρέπει να πάρουμε κάποιο δώρο για το γάμο της τάδε. -Άλλο ντέρτι δεν είχα! Εδώ τσιγάρα δεν έχω ν’ αγοράσω». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να μου μάθεις πώς κρατούν τα λογιστικά βιβλία; -Άλλο ντέρτι δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω διακοπές || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλο ντέρτι δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- έξω ντέρτια! έκφραση αισιοδοξίας παρ’ όλη τη φτωχική ζωή που μπορεί να περνάει κάποιος· ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: παλαμάκια, παλαμάκια, έξω ντέρτια και φαρμάκια
- έξω ντέρτια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω ντέρτια!. (Λαϊκό τραγούδι: έξω ντέρτια και καημοί θέλω απόψε να μεθύσω, της αγάπης τη φωτιά μέσα στο κρασί να σβήσω
- έχω ντέρτι στην καρδιά, α. έχω ερωτικό πόνο, ερωτικό καημό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έχω ντέρτι στην καρδιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατ’ έχω ντέρτι στην καρδιά για μια μικρή ντερβίσσα, που μου ξηγήθηκε σπαθί και μου μιλάει ίσα). β. (γενικά) στενοχωριέμαι, υποφέρω πολύ: «πώς να μην έχω ντέρτι στην καρδιά, απ’ τη στιγμή που ο γιος μου είναι άνεργος ολόκληρο χρόνο!»·
- θα το βάλω ντέρτι! βλ. φρ. θα το πάρω ντέρτι(!)·
- θα το πάρω ντέρτι! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, κάνε ό,τι νομίζεις, γιατί, όπως και να ενεργήσεις, δεν πρόκειται να μου προκαλέσεις στενοχώρια ή ταλαιπωρία: «αν δε μου δώσεις δανεικά, θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας. -Θα το πάρω ντέρτι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το σώπα ρε·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον δικαιολογήσουμε, θα χάσει τη δουλειά του. -Κι είχα ένα ντέρτι!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- το βάζω ντέρτι, βλ. φρ. το παίρνω ντέρτι·
- το παίρνω ντέρτι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, το παίρνω κατάκαρδα: «το πήρε ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το πήρε ντέρτι»·
- τον τρώει το ντέρτι, νιώθει μεγάλη στενοχώρια, μεγάλο ψυχικό πόνο: «απ’ τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του, τον τρώει το ντέρτι».

νύφη

νύφη, η, πλ. νύφες κ. νυφάδες, οι, ουσ. [<μσν. νύφη <αρχ. νύμφη], η νύφη. Υποκορ. νυφούλα κ. νυφίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, τα καινούρια πρόσωπα σε ένα σπίτι, σε μια επιχείρηση, φέρνουν συνήθως και καινούριες συνήθειες, καινούρια συστήματα: «απ’ τη μέρα που ήρθε νέος διευθυντής στο εργοστάσιο, χάραξε νέα γραμμή στην παραγωγή, γιατί, άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε»·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. φρ. πληρώνω τη νύφη·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που δεν κάνει κανείς αυτό που επείγεται να γίνει, αλλά ασχολείται με κάτι διαφορετικό: «λέω ν’ ανοίξουμε τις δουλειές μας και στο χώρο των ηλεκτρονικών. -Αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Κάτσε, ρε παιδάκι μου, πρώτα να ξεχρεώσουμε αυτή τη δουλειά που έχουμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε μετά!»· 
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις για να βοηθηθούμε από κάποιον ή από το περιβάλλον μας: «πώς να σε βοηθήσω, ρε παιδάκι μου, να κάνεις δουλειά αφού δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις; Βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω», δηλ. αποφάσισε τι θέλεις να κάνεις κι εγώ σε βοηθάω·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
- διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας, συναναστρεφόμαστε πάντα με άτομα που μας ταιριάζουν ή μας εξυπηρετούν: «αν δυσανασχετήσω τώρα γι’ αυτό το παλιόμουτρο που κάνεις παρέα, ξέρω πως θα μου πεις διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας»· βλ. και φρ. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, η απρεπής συμπεριφορά δημιουργεί πολλές φορές αβάσταχτα προβλήματα. Λέγεται συνήθως με ειρωνική διάθεση·
- (η) νύ(μ)φη του Θερμαϊκού ή (η) νυφούλα του Θερμαϊκού, η πόλη της Θεσσαλονίκης: «η νύμφη του Θερμαϊκού θεωρείται από πολλούς η πρωτεύουσα των Βαλκανίων». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα την αγάπη μου την έκανα τραγούδι, νυφούλα του Θερμαϊκού και του βορρά λουλούδι
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, δηλώνει πως ο άντρας τις περισσότερες φορές διαλέγει για σύζυγό του γυναίκα που μοιάζει στο χαρακτήρα με τη μητέρα του·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, αποκτούμε, πετυχαίνουμε κάτι, όταν το απαιτήσουμε, το επιδιώξουμε στην κατάλληλη ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «έχε το νου σου και, μόλις τον δεις κάπως μπόσικο, ζήτα του την αύξηση που θέλεις, γιατί, η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα»· βλ. και φρ. ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι·
- και νύφη! ευχή σε ανύπαντρη γυναίκα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το και γρήγορα ή το του χρόνου ή το άιντε και γρήγορα ή το άιντε και του χρόνου ή το άντε και γρήγορα ή το άντε και του χρόνου·
- καμαρώνει σαν νύφη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, νιώθει περήφανη, είναι πολύ ικανοποιημένη και το δείχνει με την έκφρασή της: «έπιασε αγκαζέ τον αρραβωνιαστικό της και καμάρωνε σαν νύφη || μόλις πήρε το πτυχίο στα χέρια της καμάρωνε σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. φρ. τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά·
- ντύνομαι νύφη, παντρεύομαι: «ήταν τρία χρόνια αρραβωνιασμένη και την Κυριακή ντύνεται νύφη»·
- ντύνομαι σαν νύφη, βλ. φρ. στολίζομαι σαν νύφη·
- ντύνουν τη νύφη, βλ. φρ. στολίζουν τη νύφη·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, λέγεται στην περίπτωση που πάντα θεωρούμε το ίδιο πρόσωπο υπεύθυνο για κάτι κακό χωρίς να εξετάσουμε αν πραγματικά είναι. Από την εικόνα της κακιάς πεθεράς που συνήθως, για κάθε κακό που συμβαίνει, ενοχοποιεί τη νύφη της. Συνών. όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, λέγεται για τα ζευγάρια εκείνα που ο σύζυγος βγάζει τη γυναίκα του για διασκέδαση συνήθως την Κυριακή: «το ’χουμε έθιμο στην οικογένεια, όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, γι’ αυτό, σήμερα μη με υπολογίζεται στην παρέα, γιατί θα βγω έξω με τη γυναίκα μου»·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, όταν δε θέλει κάποιος να κάνει κάτι, βρίσκει και τον τρόπο να το αποφύγει: «αφού τσινάει, δε θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί, όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου»·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! βλ. φρ. ούτε νύφη να στολιζόσουν(!)·
- ούτε νύφη να στολιζόσουν! έκφραση αγανάκτησης προς γυναίκα, που, καθώς προσέχει πάρα πολύ το ντύσιμό της κατά τη διάρκεια που ντύνεται, μας αναγκάζει να την περιμένουμε πάρα πολύ. Παρομοίωση με την προετοιμασία της νύφης πριν την τελετή του γάμου, που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
- πληρώνω τη νύφη, α. πληρώνω τη ζημιά, το λογαριασμό χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «επειδή ξέρει ότι του έχω μεγάλη αδυναμία, πηγαίνει τρώει και πίνει κι ύστερα περνώ εγώ και πληρώνω τη νύφη». β. υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω κάποια ανάμειξη σε κάτι: «ό,τι κακό θα γίνεται από δω και πέρα, θα το καρφώνω αμέσως στο διευθυντή, γιατί βαρέθηκα να πληρώνω συνέχεια τη νύφη για μαλακίες άλλων». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω το μάρμαρο·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποια άλλη την κόρη της θα τον πίστευα, αλλά, γι’ αυτήν θα πω: ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της»· βλ. και φρ. αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, λ. σπίτι·
- πολύφερνη νύφη, κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου και που λόγω της ομορφιάς ή του πλούτου της εκδηλώνουν ενδιαφέρον να την παντρευτούν πολλοί άντρες·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, όταν κανείς αποκτήσει πείρα σε κάτι, ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε παρόμοια περίπτωση: «δεν μπορούσα να υποπτευθώ πως θα τον ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίον του συμπεριφέρθηκα, αλλά σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω»·
- στολίζομαι σαν νύφη, (για γυναίκες) ντύνομαι πολύ επίσημα: «κάθε φορά που είναι να φάνε έξω το βράδυ με τον άντρα της, στολίζεται σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- στολίζουν τη νύφη, τη βοηθούν να ντυθεί με το νυφικό του γάμου της και με όλα τα παρελκυόμενα: «μέσα στο δωμάτιο είναι μαζεμένες οι φίλες και στολίζουν τη νύφη»·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση, όταν σε ένα γάμο η νύφη είναι πολλή άσχημη: «ο γαμπρός είναι μια χαρά παλικάρι, αλλά τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει»·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η  νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, λέω κάτι σε κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει με κύριο σκοπό να το ακούσει αυτός που πραγματικά με ενδιαφέρει να το ακούσει, απευθύνομαι έμμεσα σε κάποιον τρίτο, για να ακούσει αυτός που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος: «μια ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρεται, τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη»·
- τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, (για γυναίκες) βρίσκονται συνεχώς σε έντονη διαμάχη, γκρινιάζουν και μαλώνουν συνεχώς: «δυο αδερφές είναι κι αντί να ’ναι αγαπημένες, τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά». Από την αντιπαλότητα που παρατηρείται πολλές φορές ανάμεσα στην πεθερά και την νύφη. Λέγεται σπάνια και για άντρες·
- φταρνίστηκε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, πολλές φορές από μικρή αιτία καταστρέφονται σπουδαία πράγματα. Λέγεται με ειρωνική διάθεση.

ξινίζω

ξινίζω, ρ. [<ξινός + κατάλ. -ίζω], ξινίζω· δυσαρεστούμαι: «ξίνισε μόλις του πληροφόρησαν πως ο διευθυντής του ’κοψε την άδειά του || να δεις πώς ξίνισε μόλις του ’ρθε η μετάθεση για την επαρχία!»·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. φρ. η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. φρ. η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, λ. μυρίζω·
- ναι, σου ξινίζει! ή θα σου ξίνιζε! κάνεις δήθεν πως δε σου αρέσει, πως δεν το θέλεις: «ναι, σου ξινίζει να ’χεις κι εσύ ένα τέτοιο αυτοκίνητο!». Πολλές φορές, μετά το ναι, ακολουθεί το μωρέ·
- ξινίζω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. φρ. ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. φρ. ο ένας του βρομάει (κι)  ο άλλος του μυρίζει, λ. μυρίζω·
- τα ξινίζω (ενν. τα μούτρα μου), δυσαρεστούμαι και η δυσαρέσκειά μου αυτή εκδηλώνεται και με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις τον δεις να τα ξινίζει, να ’σαι σίγουρος πως δυσαρεστήθηκε»·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. φρ. το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. φρ. το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο σου μυρίζει, λ. μυρίζω.

οικόπεδο

οικόπεδο, το, ουσ. [<αρχ. οἰκόπεδον], το οικόπεδο· στον πλ. τα οικόπεδα, ο τομέας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας ή επιρροής κάποιου: «δεν μπερδεύομαι με δουλειές που δεν είναι στα οικόπεδά μου»· βλ. και λ. χωράφι. Συνών. χωράφια·
- αγοράζω οικόπεδο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) πέφτω με τη μοτοσικλέτα μου ενώ βρίσκομαι σε κίνηση: «προχτές σ’ αυτή εδώ τη στροφή αγόρασα οικόπεδο». Από το ότι, όταν πέφτει κανείς καθώς τρέχει με τη μοτοσικλέτα του, σέρνεται για ένα μεγάλο διάστημα πάνω στο δρόμο, πράγμα που εκλαμβάνεται ως έκταση οικοπέδου·
- απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. εποχή·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. καιρός·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, δεν αναμειγνύεται ο ένας με τις υποθέσεις ή τις δραστηριότητες του άλλου, ο καθένας ασχολείται με τη δουλειά του στον τομέα της δικαιοδοσίας του: «αφού πρώτα συμφώνησαν πως δε θα μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, προχώρησαν στο συνεταιρισμό τους». Συνών. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου·
- μπαίνει σε ξένα οικόπεδα, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά και δεν μπορεί να σ’ εξυπηρετήσει, γιατί έχει μάθει να μην μπαίνει σε ξένα οικόπεδα». Συνών. μπαίνει σε ξένα αμπέλια / μπαίνει σε ξένα χωράφια·
- μπαίνει στα οικόπεδά μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «είμαι τόσο άξιος στη δουλειά μου, που δεν επιτρέπω σε κανέναν να μπαίνει στα οικόπεδά μου». Συνών. μπαίνει στ’ αμπέλια μου / μπαίνει στα χωράφια μου.  

όλος

όλος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὅλος], όλος. 1. ολόκληρος: «όλος ο κόσμος σήμερα ζει μέσα στο ψέμα και στη διαφθορά». 2. (για σύνολο ανθρώπων) που δεν απουσιάζει κανείς, που είναι παρόντες όσοι το αποτελούν: «ο δάσκαλος συγκέντρωσε όλα τα παιδιά της τάξης στην αυλή». 3α. το ουδ. ως ουσ. το όλο(ν), το σύνολο ως αφηρημένη έννοια: «πρέπει να εξετάσουμε το όλον θέμα κι όχι την κάθε μια περίπτωση που μας προκύπτει». β. ως επίρρ. συνολικά: «πέντε ευρώ τα φασολάκια, τρεις οι μπάμιες, δυο οι ντομάτες, το όλον δέκα ευρώ». γ. το ουδ. στον πλ. χωρίς άρθρο ως επίρρ. όλα, (για παιχνίδια) δηλώνει ισόπαλο αποτέλεσμα, ισόπαλα: «είμαστε δύο όλα», δηλ. δύο δύο. 4. ως επιφών. όλο! ενθαρρυντικό ή προτρεπτικό επιφώνημα σε λαϊκό χορευτή ή τραγουδιστή να συνεχίσει να χορεύει ή να τραγουδάει. 5. όλοοο! όλοοο! ειρωνικό ή κοροϊδευτικό επιφώνημα σε δημόσιο αγορητή να συνεχίσει να μιλάει, γιατί μας διασκεδάζει με τις ανοησίες που λέει. Επίρρ. όλο, συνέχεια: «όπου και να πάμε, δημιουργεί όλο φασαρίες». (Ακολουθούν 379 φρ.)·
- άδειασε όλη την άμυνα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. άμυνα·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
- άντρας με τα όλα του, βλ. λ. άντρας·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- απ’ όλα έχει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
- απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ας γίνουν όλα στάχτη ή να γίνουν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- ας γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη ή να γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
- αυτό είν’ όλο! βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ όλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτοκίνητο με τα όλα του, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, βλ. λ. χήρα·
- βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατά·
- βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βούιξε η γειτονιά όλη ή βούιξε όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- για όλες τις ώρες, βλ. λ. ώρα·
- γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
- γκρέμισαν όλα σαν τραπουλόχαρτα ή γκρέμισαν όλα σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- γυναίκα με τα όλα της, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πράγμα·
- δουλεύει όλη την κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- δώσ’ τα όλα! βλ. λ. δίνω·
- έγιναν όλα καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγιναν όλα κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- έγιναν όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- έγιναν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ είναι όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εδώ είναι όλος ο καβγάς, βλ. λ. καβγάς·
- εδώ είναι όλος ο κόμπος! βλ. λ. κόμπος·
- εδώ είναι όλος ο κόμπος, βλ. λ. κόμπος·
- εδώ είναι όλο το γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
- εδώ είναι όλο το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- εδώ θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- εδώ κολλάει όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ κολλάει όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι όλο(ς) μάτια, βλ. λ. μάτι·
- είμαι όλο(ς) νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
- είναι ανοιχτός σε όλα, βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι άξιος για όλα, βλ. λ. άξιος·
- είναι ικανός για όλα, βλ. λ. ικανός·
- είναι μέσα σ’ όλα, γνωρίζει τα πάντα, μπορεί να εκφέρει γνώμη για οτιδήποτε συζητείται: «ο τάδε μπορεί να σου πει ό,τι θέλεις, γιατί είναι μέσα σ’ όλα || μ’ αυτόν μπορεί να κάνει κανείς ατέλειωτες συζητήσεις, γιατί είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι όλο(ς) ζωή, βλ. λ. ζωή·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- είναι όλο(ς) νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
- είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. φρου φρου·
- είναι ο τελευταίος όλων, βλ. λ. τελευταίος·
- είναι όλο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είναι όλο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
- είναι όλο σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, βλ. λ. δίνω·
- είναι όλοι στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι πάν’ απ’ όλα, βλ. λ. πάνω·
- είναι πάνω απ’ όλους, βλ. λ. πάνω·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι πίτσα απ’ όλα, βλ. λ. πίτσα·
- είναι σωστός σε όλα του, βλ. λ. σωστός·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- εν όλω, συνολικά: «μου χρωστάς εν όλω εκατό ευρώ»·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- επαναλαμβάνω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- έπεσαν όλοι να τον φάνε, βλ. λ. τρώγω·
- έσπασε όλα τα ρολόγια, βλ. λ. ρολόι·
- εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, είσαι η αιτία, ο υπόλογος για κάθε κακό που συμβαίνει: «μην πας να δικαιολογηθείς, γιατί εσύ τα κάνεις όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα κακιά μαργιόλα εσύ μας τα κάνεις όλα
- έφυγαν όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- έχει όλα τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
- θα μας θάψει όλους, βλ. λ. θάβω·
- θα τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε, βλ. λ. πόρτα·
- κοιτάζει όλο τη βολή του, βλ. λ. βολή1·
- κοιτάζει όλο την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
- κοιτάζει όλο την τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- κοιτάζει όλο τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- κύριος με τα όλα του, βλ. λ. κύριος·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
- λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
- μ’ όλα τα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- μας αγοράζει όλους, είναι πάμπλουτος: «ρωτάς αν έχει αυτός ο άνθρωπος λεφτά; Αυτός, αγόρι μου, μας αγοράζει όλους». Πρβλ.: να ’χα ένα πορτοφόλι, να το δεις να σου ’ρθει ζάλη, θα σ’ αγόραζα και σένα που μου κάνεις τη μεγάλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- με όλες μου τις δυνάμεις ή με όλες τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
- με όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου, βλ. λ. άνεση·
- με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου, βλ. λ. ησυχία·
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
- με όλο του το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μην τα θες κι όλα δικά σου! βλ. λ. δικός·
- μητέρα όλων των μαχών, βλ. λ. μάχη·
- μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- μου πάνε όλα ανάποδα ή όλα μου πάνε ανάποδα ή όλα ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου πάνε όλα δεξιά ή όλα μου πάνε δεξιά ή όλα δεξιά μου πάνε, βλ. λ. δεξιά·
- μου πάνε όλα κόντρα ή όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου πάνε, βλ. λ. κόντρα·
- μου πάνε όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχονται όλα ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται ανάποδα ή όλα ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
- μου ’ρχονται όλα δεξιά ή όλα μου ’ρχονται δεξιά ή όλα δεξιά μου ’ρχονται, βλ. λ. δεξιός·
- μου ’ρχονται όλα κόντρα ή όλα μου ’ρχονται κόντρα ή όλα κόντρα μου ’ρχονται, βλ. λ. κόντρα·
- μου ’ρχονται όλα στραβά ή όλα μου ’ρχονται στραβά ή όλα στραβά μου ’ρχονται, βλ. λ. στραβός·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
- μπάζει απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- να βουίξει η γειτονιά όλη ή να βουίξει όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·  
- να κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
- ξεσήκωσε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, βλ. λ. καθένας·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο κόσμος όλος να καεί, βλ. λ. κόσμος·
- ο κόσμος όλος να χαλάσει, βλ. λ. κόσμος·
- ο πατέρας όλων, βλ. λ. πατέρας·
- όλ’ οι γύφτοι μια γενιά, βλ. λ. γύφτος·
- όλα αλήθεια, όλα ψέματα, βλ. λ. αλήθεια·
- όλα για όλα! ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω απ’ τη δύσκολη θέση; -Όλα για όλα»·
- όλα γομολάστιχα, βλ. λ. γομολάστιχα·
- όλα δουλεύουν ρολόι ή όλα πάνε ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- όλα εδώ πληρώνονται ή εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
- όλα είναι δανεικά, βλ. λ. δανεικά·
- όλα είναι μια ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- όλα είναι τυχερά, βλ. λ. τυχερός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. φρ. όλα καλά, όλα ανθηρά·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ.λ. ανθηρός·
- όλα καλώς καμωμένα, βλ. λ. καλώς·
- όλα κι όλα! έκφραση διαμαρτυρίας με επιθετική διάθεση με την έννοια το παρακάνεις, τα παραλές, η υπομονή μου, η αντοχή μου ή η ανοχή μου έφτασε στα όριά της: «όλα κι όλα, ξανά δε θέλω να πάρεις πρωτοβουλία χωρίς την άδειά μου! || όλα κι όλα, αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τα καμώματά σου, γι’ αυτό από δω και πέρα θέλω να ’σαι τύπος και υπογραμμός!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- όλα κι όλα, (για πράγματα) συνολικά: «όλα κι όλα ήταν δέκα αυτοκίνητα»·
- όλα παίζονται, βλ. λ. παίζομαι·
- όλα πάνε κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- όλα πήγαν στο βρόντο ή πήγαν όλα στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια ή όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, βλ. λ. δάχτυλο·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά,εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλα τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- όλα τα μωρά στην πίστα! βλ. λ. μωρό·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, βλ. λ. σπίτι·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, α. έκφραση με την οποία ο πλανόδιος μανάβης διαλαλεί τα καρπούζια του. β. λέγεται ειρωνικά σε περίπτωση που κάποιος δε σέβεται τίποτα, που τα θυσιάζει όλα προκειμένου να αποδείξει πως είναι ο καλύτερος: «το ζήτημα θέλει πολλή προσοχή, γιατί δεν είναι όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω και πρέπει να μελετήσεις την κάθε σου κίνηση»· βλ. και λ. μαχαιρώνω·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε) ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε), βλ. λ. φερετζές·
- όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- όλα του βρομάνε, βλ. λ. βρομώ·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, βλ. λ. ώρα·
- όλες τις φορές, βλ. λ. φορά·
- όλες τις ώρες ή όλη την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- όλη η οικογένεια επί σκηνής, βλ. λ. οικογένεια·
- όλο δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
- όλο και κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
- όλο και κάτι, βλ. λ. κάτι·
- όλο καλά! βλ. λ. καλός·
- όλο κι όλο, (για πρόσωπα ή πράγματα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός αριθμός), συνολικά: «μαζεύτηκαν όλο κι όλο είκοσι άτομα || αυτό το μήνα κέρδισα όλο κι όλο πεντακόσια ευρώ»·
- όλο τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
- όλοι για την κουτάλα νοιάζονται, βλ. λ. κουτάλα·
- όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όλοι έχουν την τιμή τους, βλ. λ. τιμή·
- όλοι κι όλοι, (για πρόσωπα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός αριθμός), συνολικά: «όλοι κι όλοι στην πλατεία ήταν τριάντα άνθρωποι»·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), βλ. λ. δρόμος·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. καλός·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, βλ. λ. πούστης·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι, βλ. λ. ράτσα·
- όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι, βλ. λ. φάρα·
- όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι, βλ. λ. σκατά·
- όλος κι όλος, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό που δηλώνει κάποιος και ιδίως λέγεται για να τονιστεί ο μικρός αριθμός: «μαζί με τις υπερωρίες που κάνει, όλος κι όλος ο μισθός του είναι εφτακόσια ευρώ·
- όλος ο θίασος επί σκηνής, βλ. λ. θίασος·
- όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα ή όλος ο καβγάς ήταν για την κουτάλα, βλ. λ. καβγάς·
- όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα ή όλος ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όλος όλος, βλ. φρ. όλος κι όλος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όπως όλοι κι εγώ ή όπως όλοι κι εμείς, δηλώνει την αναγκαστική συνήθως ευθυγράμμιση των ενεργειών μας ή του τρόπου ζωής μας με αυτή των πολλών ή του συνόλου της κοινωνίας στην οποία ζούμε: «τι θα κάνεις μ’ αυτή την ακρίβεια που επικρατεί; -Όπως όλοι κι εγώ. Θα περιορίσω τις αγορές των υλικών αγαθών». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του»·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. παιδί·
- πάει με όλα, βλ. λ. πάει·
- παίζονται όλα, βλ. λ. παίζομαι·
- πάνε όλα ντόμινο, βλ. λ. ντόμινο2·
- πάνω απ’ όλα, κυρίως: «πάνω απ’ όλα θέλω να ξέρεις πως σ’ αγαπώ»·
- πάνω σ’ όλα, επιπλέον, μαζί με: «πάνω σ’ όλα τα στραβά μας ήρθε κι αυτό το κακό»·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ όλ’ αυτά, και όμως, ωστόσο: «τον έχω βοηθήσει άπειρες φορές, παρ’ όλ’ αυτά, αυτός κάθεται και με κατηγορεί»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- πήγαν όλα χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
- πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάνω όλα τα πόστα, βλ. λ. πόστο·
- που ήταν όλη δική του (όλο δικό του), δηλώνει πάθημα ολοκληρωτικό: «έφαγε μια μπάτσα, που ήταν όλη δική του || έφαγε ένα χαστούκι, που ήταν όλο δικό του || έπαθε ένα χουνέρι, που ήταν όλο δικό του»·
- προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα! βλ. λ. χώρα·
- πρώτ’ απ’ όλα, βλ. λ. πρώτα·
- ρίχνω όλο το βάρος μου (σε κάτι), βλ. λ. βάρος·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά,βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω όλο το κέντρο βάρους, βλ. λ. κέντρο·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- σ’ όλο το μήκος, βλ. λ. μήκος·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, λέγεται με απόγνωση, όταν κοντά στις δυσκολίες ή στις στενοχώριες που έχουμε, προστίθενται κι άλλες: «σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα, μας ήρθε και η περικοπή των υπερωριών || σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα πλάκωσε κι η εφορία από πάνω»·
- σβήσ’ τα όλα, ξέχασέ τα, ιδίως όλα αυτά που ήταν αιτία να είμαστε μαλωμένοι ή χωρισμένοι: «έλα να σφίξουμε ξανά τα χέρια και σβήσ’ τα όλα!»·
- σε πείσμα όλων, βλ. λ. πείσμα·
- σηκώνω όλους στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- σπάσ’ τα όλα, βλ. λ. σπάω·
- σπίτι με τα όλα του, βλ. λ. σπίτι·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- τ’ αλέθει όλα σαν μύλος, βλ. λ. μύλος·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τα βλέπω όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βλέπω όλα διπλά, βλ. λ. διπλός·
- τα βλέπω όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- τα βλέπω όλα ρόδινα, βλ. λ. ρόδινος·
- τα βλέπω όλα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα βρήκε όλα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμος·
- τα βρήκε όλα στρωμένα, βλ. λ. στρωμένος·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, βλ. λ. πιάτο·
- τα γαμώ όλα, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, τα γαμώ όλα δω πέρα μέσα»·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στη πούτσα μου, στη ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·  
- τα δίνει όλα, (για γυναίκες) βλ. λ. δίνω·
- τα δίνω όλα, βλ. λ. δίνω·
- τα είδα όλα, βλ. λ. είδα·
- τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, βλ. λ. δικός·
- τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, βλ. λ. έτοιμος·
- τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια τα θέλει, βλ. λ. εντέλεια·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, βλ. λ. πόδι·
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι του τα θέλει, βλ. λ. χέρι·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, βλ. λ. πιάτο·
- τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, βλ. λ. χαζίρι·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα κανόνισα όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
- τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- τα λογαριάζει όλα με το διαβήτη, βλ. λ. διαβήτης·
- τα ξέρασε όλα, βλ. λ. ξερνώ·
- τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, διακινδυνεύω τα πάντα σε μια δουλειά ή υπόθεση, διακινδυνεύω ακόμα και την ίδια μου τη ζωή: «έχω ρίξει όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά και τα παίζω όλα για όλα». (Λαϊκό τραγούδι: όλα για όλα τα ’παιξα για μια γυναίκα μόνο, και συ μπουζούκι μου ’μεινες παρηγοριά στον πόνο
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
- τα πάω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τα περιμένω όλα (από κάποιον), βλ. λ. περιμένω·
- τα πήρε όλα κι έφυγε, βλ. λ. παίρνω·
- τα ρίχνω όλα έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τα ρίχνω όλα έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τα ’φτυσε όλα, βλ. λ. φτύνω·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα ’χει μ’ όλους, βλ. λ. έχω·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. λ. χέρι·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την αμολάνε όλοι αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, βλ. λ. γιαλός·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, βλ. λ. μυαλό·
- το τρως όλο το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον βρίσκω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω ικανό για όλα, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω όλο στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα , βλ. λ. γούστο.
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσιο·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους έχει όλους με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τους έχει όλους σαν στρατιωτάκια, βλ. λ. στρατιωτάκι·
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- χάθηκε απ’ όλους, βλ. φρ. χάθηκε απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- χτυπώ όλες τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- χώνεται μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

όρεξη

όρεξη, η, ουσ. [<αρχ. ὄρεξις], η όρεξη· (γενικά) το κέφι, η διάθεση για κάτι: «έχω όρεξη για χορό || έχω όρεξη για διασκέδαση || έχω όρεξη για πήδημα || έχω όρεξη για ταξίδια». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που ξαναγύρισα αλλιώτικη σε βρήκα, δίχως την πρώτη όρεξη, χωρίς την πρώτη γλύκα). (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα πας στην αποθήκη να καταμετρήσεις τι εμπόρευμα έχει απομείνει. -Άλλη όρεξη δεν είχα! Εδώ δεν προλαβαίνω να τελειώσω τις παραγγελίες που έχω || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη όρεξη δεν έχουμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «αν χρειαστώ αυτοκίνητο, θα ’ρθω να μου δώσεις το δικό σου. -Άλλη όρεξη δεν είχα! || όπως θα έρχεσαι, μην ξεχάσεις να μου φέρεις κι αυτά που σου ζήτησα. -Άλλη όρεξη δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
- δε μου κάνει όρεξη να…, δεν έχω τη διάθεση, δεν επιθυμώ να…: «απ’ τη μέρα που έγινε εκείνος ο καβγάς στα μπουζούκια, δε μου κάνει όρεξη να ξαναπάω». (Λαϊκό τραγούδι: νιώθω μια κούραση βαριά στο σώμα μου και στην καρδιά και δε μου κάνει όρεξη να κουβεντιάσω· όλα τα έχω βαρεθεί, θέλω να ξαποστάσω
- δουλεύει με όρεξη, εργάζεται με κέφι, με διάθεση και για το λόγο αυτό εργάζεται αποδοτικά, παράγει έργο: «όποιος δουλεύει με όρεξη, βγάζει δουλειά»·
- έκλεισε η όρεξή μου, βλ. φρ. κόπηκε η όρεξή μου·
- έμεινα με την όρεξη, ένιωσα απογοήτευση, γιατί διαψεύστηκαν οι ελπίδες μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά του, αλλά το μετάνιωσε κι έμεινα με την όρεξη». Συνών. έμεινα με τη γλύκα·
- καλή όρεξη! ευχή σε κάποιον που κάθεται στο τραπέζι για φαγητό ή που μας λέει πως θα πάει για φαγητό·
- κάνω όρεξη, έχω τη διάθεση, επιθυμώ: «κάνω πολύ όρεξη για ένα γλέντι στα μπουζούκια»·
- κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δε ντυθείς καλά, δε θα σε πάρω μαζί μου. -Κι είχα μια όρεξη!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- κόπηκε η όρεξή μου ή μου κόπηκε η όρεξη, α. δεν έχω επιθυμία να φάω, χάνω το αίσθημα της πείνας: «μόλις καθίσαμε στο τραπέζι, άρχισε η γυναίκα μου τη μουρμούρα και μου κόπηκε η όρεξη». β. χάνω τη διάθεση, παύω να επιθυμώ κάτι: «ήθελα πάρα πολύ να πάω στα μπουζούκια, αλλά, όταν θυμήθηκα το σαματά που ’χε γίνει την προηγούμενη φορά, μου κόπηκε η όρεξη»·
- με τι όρεξη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε την πρόθεση ή πως αδυνατούμε να προβούμε σε μια συγκεκριμένη ενέργεια είτε γιατί προηγουμένως δείξαμε κακή διαγωγή είτε γιατί δεν έχουμε πια τη διάθεση ή τη δύναμη: «με τι όρεξη να πάω να του ζητήσω βοήθεια, αφού ούτε μια φορά δεν ενδιαφέρθηκα γι’ αυτόν; || με τι όρεξη να στήσω απ’ την αρχή διαλυμένη δουλειά;». (Λαϊκό τραγούδι: με το κλάμα συντροφιά θα ξενυχτήσω, νοσταλγώντας μια φευγάτη αγκαλιά· το πρωί με τι κουράγιο να ξυπνήσω; με τι όρεξη να πάω στη δουλειά;). Συνών. με τι κουράγιο(;)·  
- μου ανοίγει η όρεξη, βλ. φρ. μου ’ρχεται η όρεξη·
- μου κάνει όρεξη (κάτι), μου αρέσει, επιθυμώ πάρα πολύ κάτι: «όταν μιλάει, έχουν τέτοια γλυκύτητα τα λόγια του, που μου κάνει όρεξη να τον ακούω συνέχεια»·
- μου ’ρχεται η όρεξη, α. επιθυμώ να φάω, έχω αυξημένο το αίσθημα της πείνας: «όταν μου ’ρχεται η όρεξη, μπορώ να φάω έν’ αρνί στην καθισιά. β. έχω τη διάθεση, επιθυμώ να κάνω κάτι: «κάθε φορά που μου ’ρχεται η όρεξη να πάω στα μπουζούκια, θα σκάσω, αν δεν πάω»·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; έκφραση δυσφορίας σε άτομο που επιδιώκει να ανοίξει κουβέντα μαζί μας, ενώ εμείς δεν έχουμε καμιά διάθεση: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, τις ερωτήσεις, όρεξη για κουβέντα έχεις;»·
- όρεξη να ’χεις! αρκεί να έχεις τη διάθεση, αρκεί να το επιθυμείς κι εσύ: «θα πάμε το βράδυ στα μπουζούκια; -Όρεξη να ’χεις!»·
- όρεξη που την έχεις! λέγεται για άτομο που νιώθει έντονη την επιθυμία για κάτι, που βρίσκεται σε πολύ καλή διάθεση για να κάνει κάτι: «έλα, ρε φιλαράκι, πάμε στα μπουζούκια ν’ ακούσουμε τον τάδε τραγουδιστή. -Όρεξη που την έχεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- όρεξη σ’ είχα! ή όρεξη σ’ έχω! ή όρεξη σ’ είχαμε! μου είναι εντελώς αδιάφορη η παρουσία σου: «αν επιμείνεις περισσότερο στην αρχική σου γνώμη, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Όρεξη σ’ είχα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. την όρεξή του είχα(!)·
- περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, οι προτιμήσεις ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, γι’ αυτό και δεν υπόκεινται σε κριτική: «ώρες ώρες μου ’ρχεται να φάω αντσούγια με πάστα. -Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα || είναι σωστό να φοράει κοστούμι με σπορ παπούτσι -Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»· βλ. και φρ. γούστα είν’ αυτά, λ. γούστο·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. φρ. περί ορέξεως κολοκυθόπιτα·
- την όρεξή σου είχα! ή την όρεξή σου έχω! την όρεξή σου είχαμε! βλ. φρ. άλλη όρεξη δεν είχα(!)·
- την όρεξή του είχα! ή την όρεξή του έχω! ή την όρεξή του είχαμε! μου είναι εντελώς αδιάφορη η παρουσία του: «μου είπε πως αν δεν καλέσεις και τον τάδε, ούτε κι αυτός θα ’ρθει. -Την όρεξή του είχα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. όρεξη σ’ είχα(!)·
- το τραβάει η όρεξή σου! με τις ενέργειές σου ή με τη συμπεριφορά σου είναι σαν να επιδιώκεις να υποστείς κάποια τιμωρία ή κάτι κακό: «απ’ τη στιγμή που αντιμιλάς σε κοτζάμ διευθυντή, το τραβάει η όρεξή σου!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και σένα και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται· βλ. και φρ. τραβάει η όρεξή μου (κάτι)·   
- του ανοίγω την όρεξη, α. κάνω κάποιον να επιθυμεί να φάει, του δημιουργώ το αίσθημα της πείνας: «είχε αποφασίσει ν’ αρχίσει δίαιτα, αλλά του ’σπασα τη μύτη με τις μυρωδιές των φαγητών μου και του άνοιξα την όρεξη». β. κάνω κάποιον να επιθυμεί κάτι: «απ’ το πες πες του άνοιξα την όρεξη να θέλει να τη γνωρίσει». γ. με την παθητική στάση που κρατώ, κάνω κάποιον να απαιτεί όλο και περισσότερα: «αν του δίνεις συνέχεια ό,τι σου ζητάει, θα του ανοίξεις την όρεξη και θ’ αρχίσει να σου ζητάει όλο και περισσότερα»·
- του κόβω την όρεξη, α. ενεργώ έτσι ώστε να μην θέλει κάποιος να φάει, του χαλώ, του κόβω τη διάθεση για φαγητό: «όπως ερχόμασταν, του κέρασα μια τυρόπιτα και του ’κοψα την όρεξη για μεσημεριανό φαγητό». β. κάνω κάποιον να χάσει τη διάθεσή του, να πάψει να επιθυμεί κάτι: «όταν του ’πα για τα μαχαιρώματα που είχαμε την προηγούμενη φορά, του ’κοψα την όρεξη για μπουζούκια». γ. τον απογοητεύω, τον αποθαρρύνω: «μόλις του ’πα πως απ’ την τάδε γκόμενα κόλλησε ο φίλος μου βλεννόρροια, του ’κοψα την όρεξη να την πηδήσει»·
- τραβά η όρεξή μου (κάτι), επιθυμώ κάτι είτε αυτό είναι φαγητό είτε οτιδήποτε άλλο: «τραβά η όρεξή μου να φάω μουσακά || σήμερα τραβά η όρεξή μου μπουζούκια»·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη ή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, οι συνεχείς επιτυχίες που έχει κάποιος, τον κάνουν να θέλει να πετύχει όλο και περισσότερα: «στην αρχή άνοιξε ένα μπακάλικο, μετά το ’κανε σούπερ μάρκετ, ύστερα άνοιξε κι άλλο σούπερ μάρκετ και τώρα έχει μια αλυσίδα από πολυκαταστήματα. -Τρώγοντας ανοίγει η όρεξη». β. όταν κάποιος ζητάει και παίρνει συνέχεια από κάποιον κάτι με ευκολία, τότε του γεννιέται η επιθυμία να του ζητάει όλο και περισσότερα: «την πρώτη φορά του ζήτησε λεφτά, ύστερα τ’ αυτοκίνητό του για μερικές μέρες, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην γκαρσονιέρα του κι όπως πάει, σε λίγο θα θελήσει και τη γυναίκα του. -Τρώγοντας έρχεται η όρεξη». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, λέγεται για αυτούς που έχουν την οικονομική άνεση να ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα και να τρώνε φαγητά της αρεσκείας τους: «υπάρχει και μια τάξη ανθρώπων που είναι πάντα, φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας»·
- χάνω την όρεξη ή χάνω την όρεξή μου, χάνω τη διάθεση, παύω να επιθυμώ κάτι: «με τα χρόνια έχασε την όρεξη που είχε για το σεξ»·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί.

όχθη

όχθη, η, ουσ. [<αρχ. ὄχθη], η όχθη·
- η άλλη όχθη, βλ. φρ. η αντίπερα όχθη·
-η αντίπερα όχθη, η διαφορετική άποψη πάνω σε κάποιο θέμα, σε κάποιο πρόβλημα, καθώς και αυτός ή αυτοί που την υποστηρίζουν: «για να προχωρήσουμε στη σύναψη συμφωνίας, πρέπει να ξέρουμε τι γνώμη έχει και η αντίπερα όχθη».

όψη

όψη, η, ουσ. [<αρχ. ὄψις], η όψη· βλ. και λ. υπόψη·
- είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, λέγεται για δυο περιπτώσεις που στην πραγματικότητα είναι ίδιες: «όσον αφορά στην οικονομία, οι απεργίες των εργατών και οι καταλήψεις των εργοστασίων, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος»·
- εκ πρώτης όψεως, με την πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς στη θέα ατόμου ή πράγματος χωρίς ουσιαστική εξέταση: «εκ πρώτης όψεως, τι να σου πω, μου φαίνεται καλός άνθρωπος || εκ πρώτης όψεως τ’ αυτοκίνητό σου φαίνεται κανόνι, θα το δούμε όμως και στην πράξη»·
- εξ όψεως, α. λέγεται για κάποιον που γνωρίζουμε μόνο από τη μορφή του κι όχι από προσωπική γνωριμία, που δεν έχουμε δηλαδή μιλήσει μαζί του: «δεν ξέρω να σου πω τι σόι άνθρωπος είναι, γιατί τον ξέρω μόνο εξ όψεως». β. λέγεται για κάτι που το γνωρίζουμε μόνο από το σχήμα του, τη μορφή του, αλλά δεν έχουμε προσωπική γνώμη για την ποιότητά του ή τη λειτουργικότητά του, γιατί δεν ήρθαμε ποτέ σε επαφή μαζί του: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, αγόρι μου, το ξέρω μόνο εξ όψεως, γιατί δεν είναι για την τσέπη μου κι έτσι αδιαφορώ αν είναι καλό ή όχι»  
- η άλλη όψη του νομίσματος, η αντίθετη άποψη ενός ζητήματος, μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος, η άλλη εκδοχή: «να δούμε πρώτα και την άλλη όψη του νομίσματος και μετά αποφασίζουμε»·
- η μία όψη του νομίσματος, η μια άποψη ενός ζητήματος, υπόθεσης ή προβλήματος, η μια εκδοχή: «αυτό που λες είναι η μία όψη του νομίσματος, για να πάρω όμως την απόφασή μου, πρέπει ν’ ακούσω και την άλλη»·
- λογαριασμός όψεως, βλ. λ. λογαριασμός·
- όψη, θρέψη καλή, στερεότυπη έκφραση των παλαιότερων γιατρών, που διαπίστωναν την ανάρρωση του ασθενή ή την καλή υγεία κάποιου από την όψη του και από την όρεξή του για φαγητό.

παιδί

παιδί, το, ουσ. [<αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς]. 1. το μικρό αγόρι ή κορίτσι: «δεν είσαι πια παιδί να παίζεις με τις κούκλες». 2. νεαρό γκαρσόνι: «παιδί, ποιος θα ’ρθει να πάρει την παραγγελία;». Συνήθως της λ., στην περίπτωση του καλέσματος ,προτάσσεται το ψιτ. 3. νεαρός υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές δουλειές ή μικροθελήματα, που υπηρετεί τους άλλους, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο μικρός του καταστήματος: «στείλε το παιδί να πάρει μια τυρόπιτα || έστειλε το παιδί στην τράπεζα να πληρώσει μια επιταγή». 4. λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστο νεαρό: «παιδί, πως θα βρω αυτή την διεύθυνση;». Συνήθως της λ. πολλές φορές προτάσσεται το ψιτ. 5. ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα με το παιδί της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είναι αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. το τέκνο: «έχει τρία παιδιά». 7. (παλιότερα) το αρσενικό νεογέννητο και, κατ’ επέκταση, το καθένα από τα αρσενικά τέκνα μιας οικογένειας. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε αρκετές περιοχές της επαρχίας παιδί θεωρούσαν μόνο το αρσενικό τέκνο και έτσι ακουγόταν πολλές φορές το εξής εξωφρενικό: αυτός έχει τρία παιδιά και δυο κορίτσια, με το συμπάθιο. Αυτό το με το συμπάθιο, καταμαρτυρούσε το πόσο υποβιβασμένη ήταν η γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Βέβαια, ως εξήγηση, δυο είναι οι λόγοι που οι οικογένειες της επαρχίας ξεχώριζαν τόσο πολύ το αρσενικό παιδί από το κορίτσι και επιζητούσαν με λαχτάρα τη γέννηση αρσενικών τέκνων: ο πρώτος λόγος είναι ότι τα αρσενικά χέρια θεωρούνταν πιο παραγωγικά στα χωράφια και γενικά στις γεωργικές εργασίες· ο δεύτερος ότι με το αρσενικό τέκνο δεν ήταν υποχρεωμένοι οι γονείς να νοιάζονται για προίκα, αφού το έθιμο είναι η νύφη να δίνει προίκα στο γαμπρό. 7. άνθρωπος περασμένης ηλικίας που νεάζει, που παριστάνει το νέο ή που διατηρείται νέος: «εξήντα χρονών παιδί». 8α. στον πλ. τα παιδιά, οι φίλοι, η παρέα αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες: «την Κυριακή όλα τα παιδιά θα πάμε εκδρομή στον Όλυμπο». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις και δε δίνεις σημασία πια καμιά). β. οι συνάδελφοι, οι σύντροφοι: «ο εχθρός μας είχε περικυκλώσει αλλ’ ευτυχώς είχαν έρθει τα παιδιά απ’ το τάγμα κι έτσι απεγκλωβιστήκαμε». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού). 9. (στη γλώσσα της αργκό) οι άντρες της Αμέσου Δράσεως, και γενικά οι μπάτσοι: «λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα πλάκωσαν τα παιδιά». 10. τα μέλη μιας οργάνωσης, ιδίως παράνομης, τα μέλη μιας συμμορίας: «πάρε μερικά απ’ τα παιδιά και πήγαινε να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση». Υποκορ. παιδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια, βλ. λ. σκούφια·
- αλλάζω το παιδί, του φορώ καθαρά ρούχα: «μια στιγμή ν’ αλλάξω το παιδί, που κατουρήθηκε, κι έρχομαι»·
- αμάρτησα για το παιδί μου, ειρωνική έκφραση, που απευθύνεται σε γυναίκα με πλούσια ερωτική δράση: «ξέρω, ξέρω γιατί πας με τόσους πολλούς άντρες, αμάρτησα για το παιδί μου». Αναφορά στις μελό ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου του 1950 και του 1960, όπου η συγκεκριμένη έκφραση αποτελούσε τη συνηθισμένη δικαιολογία της φτωχής μητέρας που ενέδιδε στις ερωτικές προτάσεις των πλούσιων αφεντικών της για να αναθρέψει το παιδί της·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, όποιος θέλει να βρει το δίκαιό του, πρέπει να το απαιτήσει με επιμονή και υπομονή: «πρέπει να πας παλικαρίσια και να του ζητήσεις να επανορθώσει την αδικία που σου έκανε, γιατί, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, λ. γάιδαρος·
- απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
- από παιδί, από την παιδική ηλικία: «από παιδί ήταν φρόνιμος και υπάκουος»·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, συμβαίνει πολλές φορές, όταν κάποιο παιδί γεννηθεί άσχημο, να γίνει όμορφο όταν μεγαλώσει: «μη στενοχωριέσαι που δε γεννήθηκε όμορφος ο γιος σου, γιατί, όπως λέει κι ο λαός, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα»·
- άτιμο παιδί! βλ. λ. άτιμος·
- βαστώ το παιδί, βλ. φρ. κρατώ το παιδί·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. φρ. δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! λ. παιδάκι·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. φρ. παιδιά είμαστε(!)·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. φρ. δεν μπορεί να κρατήσει παιδί·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) κάνει συνέχεια αποβολές: «χρόνια τρέχουν στους γιατρούς, γιατί δεν μπορεί να βαστήξει παιδί»·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- εγκλημάτησα για το παιδί μου, βλ. φρ. αμάρτησα για το παιδί μου·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις, βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, α. έχει όλα τα προτερήματα του πατέρα του. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως έχει όλα τα ελαττώματα του πατέρα του·
- είναι δικό μας παιδί, είναι του περιβάλλοντός μας ή ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς: «πρέπει να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε, γιατί είναι δικό μας παιδί»·
- είναι δικό μου παιδί, για το συγκεκριμένο άτομο ενδιαφέρθηκα προσωπικά για την επαγγελματική ή καλλιτεχνική  του ανέλιξη: «αυτός ο πετυχημένος ζωγράφος, είναι δικό μου παιδί»·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, παρ’ όλη την ηλικία του είναι αθώος, καλός και ανοιχτόκαρδος, εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας: «μην τον βλέπεις έτσι σοβαρό και απλησίαστο, γιατί, αν τον γνωρίσεις καλά, θα δεις πως στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο παιδί»·
- είναι παιδί της μαμάς του, λέγεται για καλομαθημένο παιδί, για παιδί που είναι μαμόθρεφτο (βλ. λ.): «είναι μαθημένος να του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί από μικρός είναι παιδί της μαμάς του»·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. φρ. είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του·
- είναι της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα διακόσια χιλιάρικα, θα σου επιστρέψω αύριο πεντακόσια. -Έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα;». Άλλες φορές πριν και άλλες φορές μετά τα παιδιά, προτάσσεται ή ακολουθεί το έξυπνα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- η ώρα του παιδιού, βλ. λ. ώρα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «για όλα αυτά που μου λες, θέλω μια χειροπιαστή απόδειξη. Ορίστε λοιπόν· θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου. Ανέλαβε τη δουλειά και τελείωσέ την στο χρόνο που λες». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, βλ. λ. καιρός·
- κακό παιδί, χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ανήθικος, άτακτος και απατεώνας: «να μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι κακό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό,γιατί θέλεις να πονώ, έφτασ’ η ψυχή στο στόμα μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ
- καλό παιδί, α. χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ηθικός, τίμιος, φρόνιμος: «ακούει και σέβεται τους μεγαλύτερούς του, γιατί είναι καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι το καλό παιδί αυτό που γνώρισες εσύ, τώρα μ’ αρέσει να γυρνάω και το καλό παιδί ξεχνάω).β. χαρακτηρίζει νεαρό που έχει φιλότιμο, μπέσα: «είναι καλό παιδί και μπορείς να τον εμπιστευτείς άφοβα». (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά)· βλ. και φρ. το καλό παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! α. φιλική προσφώνηση στην παρέα μας ή σε κάποια άλλη παρέα. (Δημοτικό τραγούδι: γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά). β. πολλές φορές, η φιλική αυτή προσφώνηση μπορεί να γίνει και από την παρέα προς ένα μόνο άτομο: «βρε, καλώς τα παιδιά, καιρό είχαμε να σε δούμε!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση ή και με δυσφορία, όταν έρχονται στην ομήγυρη ανεπιθύμητα άτομα, ιδίως αστυνομικοί και μπορεί να γίνει και προς ένα μόνο άτομο. Σε αυτοί την περίπτωση η φρ. εκφέρεται μουρμουριστά και με ελαφρό στρίψιμο του κεφαλιού προς τα πλάγια ή κατέβασμα προς τα κάτω, για να μη φανούν τα χείλη που ανοιγοκλείνουν· βλ. και φρ. καλώς το παιδί(!)·
- καλώς το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «θέλω να πας να μου πληρώσεις τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε. και να μου δώσεις και δέκα χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι. -Καλώς το παιδί!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά(!)·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, λέγεται στην περίπτωση που κάποιοι γονείς αντιμετωπίζουν την αδιάφορη, άστοργη ή αχάριστη στάση των παιδιών τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι ύστερα σου λένε·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. φρ. κάνε παιδί να δεις καλό·
- κάνω σαν παιδί, συμπεριφέρομαι με αφέλεια, παιδιαρίζω: «πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο σοβαρά και να πάψεις επιτέλους να κάνεις σαν παιδί»·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, δηλώνει πως οι γονείς λένε μερικές φορές πάνω στα νεύρα τους πολύ σκληρά λόγια για τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα εννοούν: «μου ’χει φάει τη ζωή το παλιόπαιδο μέχρι να το μεγαλώσω, που να σπάσει το πόδι του, όμως πρόσεχε, γιατί καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω»·  
- κλαίει σαν παιδί, κλαίει σπαραχτικά: «όταν βλέπει κάποια παλιά ελληνική κοινωνική ταινία, κλαίει σαν παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε στης μοναξιάς μου το στενό κελί, μόνος μου κι αυτό το βράδυ κλαίω σαν παιδί
- κρατώ το παιδί, (για γυναίκες) αποφασίζω να μην κάνω έκτρωση, αποφασίζω να το γεννήσω: «αν και δεν ήταν παντρεμένη μαζί του, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί»·
- μένω παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί (παρόλο που έχω μεγαλώσει): «παρά τα χρόνια που κουβαλάει, έμεινε παιδί»·
- μη γίνεσαι παιδί! συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στην ηλικία σου, μη γίνεσαι αφελής, μην κάνεις παιδιαρίσματα: «πρέπει να σκεφτείς καλά πώς θα ενεργήσεις, μη γίνεσαι παιδί! || θα σε ρίξει οπωσδήποτε, αν πιστέψεις αυτά που σου λέει, μη γίνεσαι παιδί! || αφού πρέπει να πάρεις το φάρμακο σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα το καταπιείς, μη γίνεσαι παιδί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα τώρα·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. φρ. μη γίνεσαι παιδί(!)·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να μη χαρώ τα παιδιά μου! όρκος που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να παιδί, να μάλαμα! ειρωνική έκφραση για νεαρό άτομο που συμπεριφέρεται άπρεπα, ανάγωγα και προκλητικά σε μεγαλύτερους ή στους γονείς του·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χαρείς τα παιδιά σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τα παιδιά σου! || να χαρείς τα παιδιά σου, πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου μέχρι την πόλη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, (στη γλώσσα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) τα δυο άτομα που αναφέρονται και που θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες και οι συναθλητές τους, και οι υπόλοιποι άξιοι παίχτες της ομάδας τους. Οι δυο πρώτοι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, όταν έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης στη δεκαετία των μεγάλων επιτυχιών 1980-1990 και όταν η εθνική ομάδα του μπάσκετ πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987 στην Αθήνα και ύστερα από πολλά χρόνια, οι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Ζαγοράκης και ο Χαριστέας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που το 2004 κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο στη Λισσαβόνα: «ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κύπελλο μπάσκετ || ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν δόξα στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν και κατέκτησαν το 2004 το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου»·    
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, πολλές φορές οι φτωχοί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους πλούσιους: «δούλεψε σκληρά για να κάνει λεφτά κι έμεινε μαγκούφης στη ζωή του, ενώ ο αδερφός του που είναι φτωχός, έχει ολόκληρη οικογένεια που τη βλέπει και τη χαίρεται, κι έτσι, έμεινε ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του». Πρβλ.: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει, ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί (Λαϊκό τραγούδι).Συνών. ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- παιδί αστέρι, α. πολύ καλό παιδί, ξεχωριστό. Απότην εικόνα των αστεριών που λάμπουν στον ουρανό. β. (ειρωνικά) εντελώς το αντίθετο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παιδί αστέρι και θα σε μπλέξει»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- παιδί θαύμα, παιδί που, παρά τη μικρή του ηλικία, έχει εκπληκτικές ικανότητες σε ένα είδος: «ο Μότσαρτ υπήρξε παιδί θαύμα στο χώρο της μουσικής || ο γιος του τάδε είναι παιδί θαύμα στα μαθηματικά || ο τάδε είναι παιδί θαύμα στο σκάκι»·
- παιδί μου! ή παιδί μου εσύ! θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- παιδί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας: «τι κορμάρα είσαι εσύ, παιδί μου ατελείωτο!»·
- παιδί ’ναι και παιδεύεται, α. ειρωνική αναφορά σε άτομο που ασχολείται συνέχεια με διάφορες εργασίες, χωρίς να αποκομίζει κάποιο κέρδος, και όμως, εξακολουθεί να προγραμματίζει νέες. β. ειρωνική αναφορά σε άτομο που προσπαθεί να επιδιορθώσει κάτι, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, και όμως, επιμένει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσ’ τον ή το άσ’ τον μωρέ·
- παιδί πράμα! α. έκφραση με την οποία επιτιμούμε κάποιον για κάποια ενέργειά του, αλλά παράλληλα κεντρίζουμε το φιλότιμό του, ώστε στο εξής να ενεργεί σωστά: «επιτρέπεται τώρα εσύ, παιδί πράμα, να συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα σε γέρο άνθρωπο!». β. λέγεται και με συμπάθεια: «παιδί πράμα κι από μικρός στα βάσανα»· βλ. και φρ. παιδάκι πράμα! παιδάκι·
- παιδί σκεπάρνι, (στη γλώσσα της αργκό) α. άνθρωπος ανόητος, βλαμμένος, που έχει εγκεφαλική βλάβη, σαν να έχει δεχτεί στο κεφάλι του χτύπημα με σκεπάρνι: «μην περιμένεις να καταλάβει τι του λες, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι». β. άνθρωπος πολύ κουραστικός, μονότονος, χοντροκομμένος, όπως και η εργασία που επιτελεί κανείς με το σκεπάρνι: «βαριέσαι να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι»·
- παιδί σφυρί, βλ. φρ. παιδί σκεπάρνι·
- παιδί τζιμάνι, το λεβεντόπαιδο, το παλικάρι που έχει καλό χαρακτήρα, που είναι καθώς πρέπει: «ο τάδε είναι το πιο τζιμάνι παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως είσαι από τη Μάνη κι είσαι ένα παιδί τζιμάνι
- παιδί τζιτζίκι, άνθρωπος ανόητος, φλύαρος, χαζός: «παιδί τζιτζίκι τώρα, κάθεσαι και του δίνεις σημασία!». Από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα τζιτζίκια, που είναι ιδίως ενοχλητικός και χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή μελωδία·
- παιδί της μάνας του (του πατέρα του) ή παιδί της μαμάς του (του μπαμπά του), α. μοιάζει στη μορφή τη μητέρα του (τον πατέρα του) ή έχει τα ελαττώματα ή τα προτερήματα της μητέρας του (του πατέρα του): «είναι πολύ καθαρό παιδί, ολόιδιο παιδί της μάνας του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης, αφού είναι παιδί του πατέρα του!». β. είναι πολύ καλομαθημένος, δεν έχει άμεση γνώση των δυσκολιών της ζωής, δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα του (τον πατέρα του): «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι ακόμη είναι παιδί του πατέρα του»·
- παιδί της Παναγιάς, α. είναι πάρα πολύ τυχερός: «τράκαρε μ’ ολόκληρο φορτηγό και δεν έπαθε τίποτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». β. πρόκειται για άτομο τίμιο, ηθικό: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη  
- παιδί του δρόμου, το φτωχόπαιδο, αλλά και το αλητόπαιδο: «δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι του δρόμου το παιδί το παραπεταμένο και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο
- παιδί του λαού, εξέχον πρόσωπο, ιδίως διακεκριμένος καλλιτέχνης με λαϊκή καταγωγή, που το έργο του έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση: «ο ηθοποιός Ν. Ξανθόπουλος υπήρξε το αγαπημένο παιδί του λαού γιατί ενσάρκωσε στα έργα του τους πόνους και τους πόθους των απλοϊκών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη
- παιδί του σωλήνα, παιδί που γεννήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης: «αυτό το ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι απόκτησε παιδί του σωλήνα»·
- παιδιά είμαστε! έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον συνομιλητή μας πως ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πως θα πραγματοποιήσουμε οπωσδήποτε αυτό που προηγουμένως του υποσχεθήκαμε: «δηλαδή, θα μου δώσεις αυτό το ποσό που μου χρειάζεται; -Παιδιά είμαστε!». Συνήθως άλλοτε της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα ή είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και κλείνει παράλληλα με το τώρα·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, που υποφέρουν τα πάνδεινα: «πολλές φυλές της Αφρικής είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού»·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. φρ. δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, λ. γατί·
- παιδιά της αγοράς, βλ. φρ. παιδιά της πιάτσας. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- παιδιά της Ασφάλειας, (των Ηθών, της Τροχαίας), οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, (των Ηθών, οι τροχονόμοι): «αν μπλέξεις με τα παιδιά της Ασφάλειας, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα»·
- παιδιά της άφρας, οι κλέφτες, οι λωποδύτες: «τα παιδιά της άφρας έχουν μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους»·
- παιδιά της κούπας, οι πότες: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της κούπας, κάθε βράδυ γυρίζει στο σπίτι του παραπατώντας». Από το ότι παλιά έπιναν  στο κρασοπουλειό το κρασί μέσα σε κούπες·   
- παιδιά της μάσας, (στη γλώσσα της αργκό) εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν κάνουν τίποτα αν δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι νόμιμα ή παράνομα, που πρέπει δηλ. να φάνε για να κάνουν κάτι: «αυτός είναι απ’ τα παιδιά της μάσας και δεν κάνει τίποτα χωρίς κέρδος»·
- παιδιά της μπάτσικας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασομέρηδες, οι αργόσχολοι. «στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά της μπάτσικας μαζεύονταν στο Πτι Παλέ ή στο Ματζέστικ όπου και ξημεροβραδιάζονταν». Από το ότι η μπάτσικα ήταν παιχνίδι που παιζότανε στο μπιλιάρδο ή στο χαρτοπαίγνιο και είχε μεγάλη χρονική διάρκεια·
- παιδιά της ντάγκλας, (στη γλώσσα της αργκό) οι ναρκομανείς, οι πρεζάκηδες: «είναι αβέβαιο το μέλλον των παιδιών της ντάγκλας»·
- παιδιά της πιάτσας, οι άνθρωποι της αγοράς, που ασχολούνται με το πάρε δώσε, με το αλισβερίσι, νόμιμο ή παράνομο και, κατ’ επέκταση, οι έξυπνοι, οι ξύπνιοι, οι καταφερτζήδες: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί από μικρός μεγάλωσε με τα παιδιά της πιάτσας». Πρβλ.: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- παιδιά της πλατείας, (στη νεοαργκό) αυτοί που συχνάζουν σε πλατείες, ιδίως της πλατείας Εξαρχείων, οπότε η έμφαση δίνεται στους αναρχικούς, ή της πλατείας Κολονακίου, οπότε η έμφαση δίνεται στα βουτυρόπαιδα, στους φλώρους: «έδρασαν πάλι τα παιδιά της πλατείας κι έκαψαν το Πολυτεχνείο || τα παιδιά της πλατείας ήταν αραχτά στις πολυθρόνες τους κι έπιναν το φραπόγαλά τους»·
- παιδιά της σούρας, οι μπεκρήδες: «κάθε βράδυ μαζεύονται τα παιδιά της σούρας στο τάδε ουζερί και τα κοπανάνε μέχρι τα ξημερώματα»·
- παιδιά της τράπουλας, οι χαρτοπαίχτες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της τράπουλας, σίγουρα θα καταστραφείς»·
- παιδιά της τσόχας, α. βλ. φρ. παιδιά της τράπουλας. β. παίχτες ζαριών: «τα παιδιά της τσόχας είναι πιο τζογαδόροι απ’ τα παιδιά της τράπουλας»· βλ. και λ. τσόχα·
- παιδιά της φάρας, (στη γλώσσα της αργκό) α. τα παιδιά της πιάτσας (βλ. φρ.): «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της φάρας, κονόμησε ένα κάρο λεφτά». β. τα άτομα που ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, στην ίδια συντεχνία: «μπορεί και ο τάδε να μας πει από τι πάσχει το αμάξι, γιατί είναι κι αυτός απ’ τα παιδιά της φάρας», δηλ. είναι κι αυτός μηχανικός αυτοκινήτων·
- παιδιά της φούμας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασικλήδες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της φούμας, σίγουρα σε βλέπω στη φυλακή»·
- παιδιά του Θεού, λέγεται για κάθε άνθρωπο: «δεν πρέπει να μαλώνουμε, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού»·
- παιδιά του ταραφιού, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. παιδιά της φάρας·
- παιδιά των λουλουδιών, οι χίπηδες (βλ. λ.)·
- παιδιά των φαναριών, ανήλικα φτωχά παιδιά που στέκονται στις οδικές διαβάσεις και καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ελπίζοντας στα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των οδηγών. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι ξένης υπηκοότητας: «τα παιδιά των φαναριών έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε.»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες) είμαι έγκυος: «κάθε φορά που βλέπω στο λεωφορείο γυναίκα που περιμένει παιδί, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, λέγεται για άτομο που, ενώ δεν το υπολογίζουμε, αποδεικνύεται στο τέλος πιο άξιο από άλλο ή άλλα: «αυτόν τον υπάλληλο δεν τον υπολόγιζα καθόλου, αλλά αποδείχτηκε πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού και με στήριξε όσο κανένας άλλος»· 
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες), μένω έγκυος: «είναι η τρίτη φορά που πιάνει παιδί μέσα σε τέσσερα χρόνια»·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν, λέγεται για αυτούς που πηγαίνουν όλο προς το χειρότερο·
- ρε παιδιά! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιο όμιλο παιδιών, νεαρών ή προς την παρέα μας για ενέργειά τους που τη θεωρούμε απαράδεκτη ή που μας ενοχλεί: «ρε παιδιά, μην ενοχλείτε γέρο άνθρωπο! || ρε παιδιά, κάντε λίγη ησυχία, μήπως μπορέσουμε και κοιμηθούμε!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- ρε παιδιά, φιλική προσφώνηση στην παρέα: «τι λέτε, ρε παιδιά, πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι;»·
- ρίχνω το παιδί, α. (για γυναίκες), κάνω έκτρωση: «επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη, πήγε σ’ ένα γιατρό κι έριξε το παιδί». β. πιο σπάνια κάνω αποβολή, αποβάλλω: «ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που πήρε, ώστε έριξε το παιδί»·
- σαν μικρό παιδί, στερεότυπη έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον ενήλικο ο οποίος έχει συμπεριφορά μικρού παιδιού: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, φοβάται σαν μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες)· 
- σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο μας ατόπημα: «σαν παιδί κι εγώ έκανα ένα λάθος». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν παιδί κι εγώ, ήθελα ένα αυτοκίνητο και δανείστηκα λεφτά για να τ’ αγοράσω, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις!»·
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στη ζωή των παιδιών μου! βλ. λ. ζωή·
- στο σώβρακο τα παιδιά μου, βλ. λ. σώβρακο·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, βλ. λ. τοίχος·
- τα δικά μας παιδιά, χαρακτηρισμός των οπαδών, των ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος με νίκη του οποίου σε εκλογές και ανάληψη της εξουσίας επιδιώκεται ο διορισμός τους στο δημόσιο. Συνήθως ως τέτοια αναφέρονται οι οπαδοί των δυο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, δηλ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως πράσινα παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το πράσινο, και της Ν.Δ. ως γαλάζια παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το γαλάζιο. Επίσης ως κόκκινα παιδιά, αναφέρονται και οι οπαδοί, οι ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το κόκκινο: «μόλις αναλάβει το κόμμα μας την εξουσία, πρώτο μας μέλημα είναι να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά»·  
- τα γαλάζια παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα κόκκινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα μπλε παιδιά, βλ. φρ. τα γαλάζια παιδιά·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα λόγω προβλήματος του εμβρύου, της κύησης: «επειδή η εξέταση έδειξε πως το έμβρυο είχε μεσογειακή αναιμία, ο μαιευτήρας της της πήρε το παιδί». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα· 
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα της: «της πήρε το παιδί με καισαρική, γιατί ερχόταν ανάποδα». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί με καισαρική, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν κάθεται ποτέ ήσυχο και μπερδεύεται συνέχεια σε διάφορες υποθέσεις, ιδίως παράνομες: «πάλι ήταν ανακατεμένος ο τάδε σε κείνη τη βρομοδουλειά. -Τι παιδί κι αυτός!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα ή το αμάν ή το αμάν πια·
- το καλό παιδί, χαρακτηρισμός παιδιού που ξεχωρίζει σε ένα σύνολο, σε μια παρέα για το φιλότιμο και το ήθος του: «ο τάδε είναι το καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. καλό παιδί·
- … το παιδί! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον, ιδίως νεαρό, που έπαθε κάτι κακό: «βρε τι έπαθε το παιδί στα καλά καθούμενα! || μα είναι δυνατό να φέρεσαι με τόσο κακό τρόπο στο παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλει ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «πριν καν αρχίσουμε να δουλεύουμε, σκέφτεσαι τι θα κάνεις τα κέρδη σου, δηλαδή, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε || έχω καταλήξει να μην αγοράσω αυτοκίνητο, γιατί οι περισσότεροι οδηγοί είναι ασυνείδητοι και θα σκοτωθώ. -Έλα, ρε φίλε, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το παιδί λάστιχο, παιδί που έχει πολύ ευλύγιστο, πολύ ελαστικό σώμα, που παρουσιάζεται συνήθως ως θέαμα σε διάφορα λούνα παρκ ή τσίρκο: «περάστε να δείτε, να θαυμάσετε το παιδί λάστιχο!»·
- το παιδί του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
- το παιδί του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·  
- το ρίξιμο του παιδιού, βλ. λ. ρίξιμο·
- το τρομερό παιδί, λέγεται για άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του ή από την έντονη επίδειξη πνεύματος ανεξαρτησίας ξεχωρίζει δυναμικά μέσα σε ένα σύνολο: «ο Βασίλης Καΐλας υπήρξε το τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου || ο τάδε γιατρός υπήρξε το τρομερό παιδί του ιατρικού χώρου»·
- το χαϊδεμένο παιδί, λέγεται για άτομο που είναι πολύ αγαπητό σε ένα χώρο, ιδίως επαγγελματικό, που κανείς δεν του χαλάει το χατίρι: «η Βουγιουκλάκη υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου»·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, έκφραση που δηλώνει τη μεγάλη αδυναμία και στοργή που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους·
- τρώει τα παιδιά του (της), λέγεται στην περίπτωση που η δύναμη ή το περιβάλλον που αναδεικνύει κάποιον, μετά από καιρό τον καταστρέφει: «το τάδε τηλεοπτικό κανάλι έχει αναδείξει πολλούς άξιους δημοσιογράφους, όμως αυτό το ίδιο το κανάλι τρώει τα παιδιά του, γιατί τους απολύει χωρίς λόγο || παρ’ όλη την αγάπη που δείχνουμε γι’ αυτή την πόλη, η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική στο να τρώει τα παιδιά της». Αναφορά στο θεό Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του·
- των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «έχει κάτι λεφτουδάκια στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) γεννώ: «έφερε δυο παιδιά, που τ’ ανάθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερες, καλή μου μάνα, πόσα τραβάω στη ζωή σ’ αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, ποτέ δε θα ’φερνες παιδί)· 
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λέγεται ειρωνικά για ανεύθυνο άτομο, που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί είναι χαζό παιδί, χαρά γεμάτο»·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες) αποβάλλω: «είναι πολύ στενοχωρημένος γιατί είναι η δεύτερη φορά που η γυναίκα του χάνει το παιδί || η γυναίκα του κινδύνεψε να πέσει απ’ τη σκάλα κι απ’ τον τρόμο που πήρε έχασε το παιδί».

παπάς

παπάς, ο, ουσ. [<μσν. παππᾶς <αρχ. πάππας], ο παπάς, ο ιερωμένος. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φιγούρα της τράπουλας, ο ρήγας: «είχε στα χέρια του έναν παπά, μια ντάμα και δυο εφτάρια». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το κορυφαίο τμήμα του αργιλέ, όπου καίγεται το τουμπεκί: «ο παπάς έχει σχήμα μικρής κούπας καμωμένης από πηλό». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. φούντα. 4. (στη γλώσσα της αργκό) είδος λωποδυτικού παιχνιδιού, που παίζεται με τρία φύλλα της τράπουλας, από τα οποία το ένα είναι παπάς, και οι παίχτες καλούνται να μαντέψουν ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς, αφού πρώτα, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, τα μπερδέψει ταχυδακτυλουργικά λέγοντας ταυτόχρονα εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς; ή εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είν’ ο παπάς; Από ευφυής ή καλαμπουρτζήδες ακούστηκε και το εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού μετέβη ο ιερεύς; (Λαϊκό τραγούδι: πήγες και τα ’μπλεξες με τους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες, εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς, πού είν’ ο παπάς // να σπουδάσεις στο παζάρι την κουβέρτα και το ζάρι, και να μάθεις στο λιμάνι τον παπά, στο μάνι-μάνι). 5. το πάνω μέρος του καρμπυρατέρ. Υποκορ. παπαδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες προτιμήσεις, τα ίδια γούστα: «δεν μπορεί όλοι ν’ αρέσουν τα ίδια πράγματα, γιατί άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά»·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, α. υπάρχει πλήρης αταξία, πλήρης ακαταστασία: «όπως είχε κάνει το δωμάτιο, ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». β. λέγεται και για άτομο που αποπροσανατολίζεται εντελώς ή στην περίπτωση που πέφτει και κυλιέται μέσα στο δρόμο: «όπως έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο, πήρε τέτοια βούτα, τι να σου πω, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». γ. επίσης λέγεται και για άτομο που περπατάει φορτωμένο με διάφορα πράγματα και πέφτει μέσα στο δρόμο σκορπώντας τα πάντα γύρω του: «ήταν φορτωμένος, δεν είδε τη λακκούβα μπροστά του κι όπως έπεσε ο ταλαίπωρος, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) λέγεται για άτομο που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού και δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του: «την είχε ακούσει τόσο καλά, που ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του»·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας ή αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου να πας, ο καθένας πρέπει να πηγαίνει με τη σειρά του, χωρίς να κάνει χρήση του αξιώματός του ή κάποιας ιδιότητάς του, για να υποσκελίσει άλλους, που περιμένουν με τάξη σε μια σειρά για τον ίδιο σκοπό. Από το ότι σε παλιότερες εποχές, ιδίως στην επαρχία, ο παπάς, όπως και ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας του χωριού, είχαν πάντοτε το προβάδισμα για λόγους ευγένειας, σεβασμού ή καλοπιάσματος·
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες, βλ. λ. δουλειά·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του (ενν. τότε θα κόψει και αυτός κάτι, που του έχει γίνει έξη), βλ. συνηθέστ. αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, λ. πουτάνα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «μην μπερδεύεις τα πράγματα, γιατί, αυτό που μου λες, είν’ άλλου παπά βαγγέλιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
- γκαστρώνει παπά ή γκαστρώνει και παπά, βλ. συνηθέστ. γκαστρώνει γάιδαρο, λ. γάιδαρος·
- δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας (κάνας) παπάς! α. προτροπή σε κάποιον που είναι άτυχος, να πάει να τον εξορκίσει ο παπάς, μήπως και αλλάξει η τύχη του: «τόσο άτυχο άνθρωπο πρώτη φορά έχω δει στη ζωή μου, δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, ρε παιδάκι μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, που θα σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ χωρίς απόδειξη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω·
- εδώ παπάς, εκεί παπάς, α. είναι τόσο πονηρός, που δεν μπορεί κανένας να τον στριμώξει για τις παρανομίες ή τις παρατυπίες του: «όσο για τον τάδε, αυτός, παιδάκι μου, εδώ παπάς εκεί παπάς, δεν πιάνεται με τίποτα!». Από το ότι, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι του παπά, μπερδεύει με τόση ταχυδακτυλουργική τέχνη τα τρία φύλλα, που σχεδόν πάντα ξεγελάει τον παίχτη που καλείται να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς. β. δεν μπορεί να εντοπιστεί από κανέναν, γιατί είναι αεικίνητος: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τον καταζητεί η αστυνομία, εδώ παπάς εκεί παπάς, άντε να τον βρουν!». Από το ότι στο παιχνίδι του παπά σπάνια ο παίχτης μπορεί να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς·
- είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βοηθάμε και ενισχύουμε περισσότερο εκείνους που είναι κοντά μας: «το μεγάλο του το γιο τον βλέπει στη χάση και στη φέξη, ενώ για το μικρό που είναι κοντά του κάνει τα πάντα, γιατί εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει»·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε, βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε; βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε(;)·
- ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά πράγματα, δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει ταυτόχρονα δυο διαφορετικά πράγματα και να πετύχει: «δεν μπορείς, ρε παιδάκι μου, ν’ ασχολείσαι ταυτόχρονα με τη ζαχαροπλαστική και με τη γεωργία και να ’χεις την απαίτηση να σου πάνε και τα δυο καλά, γιατί ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Λέγεται πως η πατρότητα αυτής της φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη. Όταν όμως διάφοροι πολιτικοί συνέστησαν κατά καιρούς (2003-2004) με αυτή τη φρ. στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να ασχολείται μόνο με τα της εκκλησίας και της θρησκείας και να μην επεμβαίνει στην πολιτική, αυτός απάντησε σε κάποιο από τα κηρύγματά του: και παπάς και ζευγάς·   
- ήρθε στο κουταλάκι του παπά, βλ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- κάνει παπάδες, είναι πάρα πολύ ικανός, ιδίως σε μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, κατορθώνει τα ακατόρθωτα: «αν θέλεις τ’ αυτοκίνητό σου να γίνει σαν καινούριο, πήγαινέ το στον τάδε μηχανικό, που κάνει παπάδες || αυτός ο ζωγράφος κάνει παπάδες»·
- κατεβάζει παπάδες, βλ. συνηθέστ. ρίχνει παπάδες·
- κολάζει και παπά, (για γυναίκες) είναι πολύ όμορφη, πολύ αισθησιακή και προκλητικά ντυμένη: «είναι τόσο ωραία γυναίκα, που κολάζει και παπά || έτσι όπως ντύνεται, κολάζει και παπά». Συνών. κολάζει κι άγιο·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, με κοροϊδεύει, προσπαθεί, επιδιώκει να με εξαπατήσει: «δε θα τον αφήσω να μας παίζει άλλο τον παπά, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι· βλ. και φρ. παίζω τον παπά·
- με παπά κοιμήθηκες; λέγεται ειρωνικά σε πολύ τυχερό άτομο, που κερδίζει συνέχεια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο, ή σε άτομο που ξεπέρασε ανώδυνα σοβαρότατο κίνδυνο: «πάλι σου ’τυχαν δυο μπαλαντέρ, με παπά κοιμήθηκες, μωρ’ αδερφάκι μου; || με παπά κοιμήθηκες και δεν έπαθες τίποτα μετά από τέτοια τράκα;»·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, λέγεται στην περίπτωση που είμαστε αποφασισμένοι να ενεργήσουμε, να αποφασίσουμε για κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μην αγωνιάτε ποιον θα εκλέξουμε γενικό γραμματέα του συμβουλίου, γιατί μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά». Ίσως η φρ. αυτή να έχει σχέση με την εκλογή του νέου πάπα, όπου πολλές φορές απαιτούνται πολυήμερες διαβουλεύσεις και μαγειρέματα·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, α. λέγεται σε άτομο που γλίτωσε ανέλπιστα από μεγάλο κακό ή από πολύ δύσκολη περίπτωση με ελάχιστες απώλειες: «ο άλλος κάτι παρόμοιο με το δικό σου έπαθε και καταστράφηκε, κι εσύ, που τη γλίτωσες με μερικά έξοδα παραπάνω, μην το πεις ούτε στον παπά». β. λέγεται για κάτι που πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία μυστικό: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά μην το πεις ούτε του παπά». Από το ότι, όταν εξομολογούμαστε στον παπά, τα λέμε όλα. (Λαϊκό τραγούδι: θα χτίσω μια φωλιά και τα λοιπά αλλά δεν το λέμε ούτε του παπά
- μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, ζαλίστηκα πάρα πολύ, ιδίως ύστερα από δυνατό  χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και μου φάνηκε ο παπάς βόιδι»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, α. (κατάρα) να πεθάνεις. β. πολλές φορές, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που με τη φρ. να σου πω, επιμένει φορτικά να μας πει κάτι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. συνηθέστ. να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι·
- ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει, λέγεται στην περίπτωση που άλλος είναι ο γνώστης μιας υπόθεσης και άλλος επιδιώκει να αναφέρεται σε αυτή, αν και δεν τη γνωρίζει καθόλου: «να πεις του τάδε να μην ξαναμιλήσει για την υπόθεση, γιατί στο εξής θα αναφέρομαι μόνο εγώ, που ήμουν παρών, ενώ αυτός δεν ήταν. Να μην το κάνουμε τώρα, ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει»·
- ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά, ο καθένας ενδιαφέρεται για τα προσωπικά του πράγματα, για τις προσωπικές του υποθέσεις: «πρώτα θα τακτοποιήσω τις δικές μου εκκρεμότητες κι έπειτα θα ενδιαφερθώ για τους άλλους, γιατί, βλέπεις, ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά»·
- ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή; παιχνίδι γλωσσοδέτη·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, ο καθένας αρχίζει τις ενέργειές του έχοντας ως γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον: «μόλις έγινε διευθυντής στην τράπεζα, έβαλε αμέσως και το γιο του μέσα. -Ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο ράφτης όταν κόβει τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα·
- ο παπάς της ενορίας! ειρωνική απάντηση σε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει πριν ακόμη ανοίξει την πόρτα ποιος είναι; Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι; ή ποιος περίμενες να είναι; Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / οΛέλος ο γιατρός! / ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·    
- ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, το χαϊδεμένο άτομο συμπεριφέρεται σε όλες τις στιγμές κακομαθημένα, ανάγωγα: «φέρ’ σου λίγο σκληρά στο γιο σου και μην απορείς για τον κακό του χαρακτήρα, γιατί ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει»·
- όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πιρόνι, υποτιθέμενη ευχή που έδινε το παιδί που εκτελούσε χρέη παπά στο παιδικό ζευγάρι που υποτίθεται πως πάντρευε· 
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά·
- παίζω τον παπά, κοροϊδεύω, εξαπατώ κάποιον: «πάψε να παίζεις τον παπά μαζί μου, γιατί εξαντλήθηκε η υπομονή μου και θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα». Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι. (Λαϊκό τραγούδι: στα μονοπάτια της ζωής μας κι οι δυο τους παίζουν τον παπά· στην ευτυχία μας αγκαλιάζουν, στη δυστυχία φαρμάκι στάζουν)· βλ. και φρ. μας παίζει τον παπά·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, όταν τύχει σε κάποιους ανόητος αρχηγός, ανόητος προϊστάμενος συμπεριφέρονται και αυτοί ανόητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος του που δεν του κόφτει, οι εργάτες κάνουν του κεφαλιού τους και το εργοστάσιο πάει κατά διαβόλου, γιατί παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε»·  
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, λέγεται για τα παπαδοπαίδια που, λόγω της καταπίεσης που υφίστανται στον οικογενειακό τους κύκλο, με την πρώτη ευκαιρία γίνονται δύστροπα και ατίθασα·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- πάρ’ τον παπά, έκφραση που συνοδεύεται από ελαφρό χτύπημα στο χέρι, στην πλάτη ή στον ώμο του διπλανού μας, όταν βλέπουμε στο δρόμο κάποιον παπά. Η έκφραση και η χειρονομία δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον παπά αλλά με το μαύρο ράσο του, γιατί οι προληπτικοί πιστεύουν πως το μαύρο χρώμα (που είναι, εξάλλου, και χρώμα πένθους) είναι κακός οιωνός, θεωρείται σημάδι κακοτυχίας και γρουσουζιάς, κι έτσι με την έκφραση και τη χειρονομία μεταφέρουμε το κακό στο διπλανό μας· βλ. και φρ. μαύρη γάτα, λ. γάτα·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που το ρωτάμε να μας πληροφορήσει για τα όσα κακά διαδραματίστηκαν μέσα σε ένα χώρο κατά την απουσία μας, επειδή γνωρίζουμε πως είναι γνώστης της κατάστασης και μας απαντάει με το γιατί ρωτάς εμένα·
- ρίχνει παπάδες, α. βρέχει ραγδαία: «τώρα δεν μπορείς να φύγεις, γιατί έξω ρίχνει παπάδες». β. χιονίζει με μεγάλες νιφάδες: «έτσι όπως ρίχνει παπάδες, μέσα σε λίγη ώρα θα το στρώσει»·
- στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; λέγεται για κάποιον που περιμένει κάποιο όφελος χωρίς να θέλει να καταβάλει καμιά προσπάθεια: «αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, αγόρι μου, δεν έχει προκοπή, γιατί στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται;». Συνήθως η φρ. κλείνει από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά ή το ράσο δεν κάνει τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, την παντρεύτηκε όπως ορίζει η χριστιανική θρησκεία, με πλήρη νομιμότητα: «είχε πέντε χρόνια δεσμό μαζί της, ώσπου στο τέλος την πήρε με παπά και με κουμπάρο». (Τραγούδι: Αντζουλίνα σ’ αγαπώ, Αντζουλίνα σε ποθώ, Αντζουλίνα θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο). Συνών. την πήρε δόξη και τιμή / την πήρε με δόξα και τιμή / την πήρε με στεφάνι·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, δηλώνει επίμονη και ενοχλητική επανάληψη των ίδιων λόγων, συμβουλών ή πράξεων: «από δω και στο εξής δε θα σου ξαναπώ δεύτερη κουβέντα, αν σε πιάσω να κάνεις κοπάνα, και θα σε απολύσω αμέσως, γιατί το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς». Από την εικόνα του παπά που, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη φρ. Κύριε ελέησον, ώσπου στο τέλος την προφέρει μασημένη·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τρελός παπάς σε βάφτισε, είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν, ή είσαι γελασμένος, αν πιστεύεις πως θα ενεργήσω με τον τρόπο που θέλεις ή που σε συμφέρει: «τρελός παπάς σε βάφτισε, αν νομίζεις πως θα μαλώσω με τον φίλο μου για μια παλιογυναίκα! || τρελός παπάς σε βάφτισε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς καμιά υποθήκη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; α. είσαι ανισόρροπος; είσαι τρελός(;): «κάτσε καλά, ρε παιδάκι μου, τρελός παπάς σε βάφτισε και κάνεις αυτά τα καμώματα;». β. λέγεται για άτομο που είναι ριψοκίνδυνο: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις ν’ ανεβείς μέχρι κει πάνω, χωρίς να ’σαι δεμένος με κάποιο σκοινί;». γ. λέγεται επίσης και για άτομο που έχει παράλογες απαιτήσεις: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις να σου δανείσω για ένα μήνα τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, λέγεται στην περίπτωση που εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο μια δυνατότητα που μας προκύπτει ξαφνικά: «μόλις έμαθαν πως στην παρέα υπάρχει δικηγόρος τον ρωτούσαν όλοι ασταμάτητα για διάφορες υποθέσεις. -Τώρα που βρήκαμε παπά να θάψουμε πέντ’ έξι, παρατήρησε ο τάδε κι έβαλαν όλοι τα γέλια».

παπούτσι

παπούτσι, το, πλ. παπούτσια κ. παπούτσα, τα, ουσ. [<μσν. παπούτσιν <τουρκ. papuç, αραβ. αρχής], το παπούτσι. Πολλές φορές, ο εν. με την έννοια του πλ. δηλώνει το ζευγάρι: «πήρα ένα παπούτσι που σκίζει». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). Υποκορ. παπουτσάκι, το. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- από γλώσσα, παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γελάνε τα παπούτσια μου, (ειρωνικά) έχουν ανοίξει μπροστά και γύρω γύρω, έχουν ξεχαρβαλωθεί και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ φτωχός: «έφτασα στο σημείο να γελάνε τα παπούτσια μου και να μην μπορώ ν’ αγοράσω άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γελάνε τα παπούτσια μου,πάει το παντελόνι, σε τούτο το ρεστάρισμα καμιά δε με ζυγώνει). Από την εικόνα του παπουτσιού που η σόλα του είναι ξεκολλημένη και μαζί με τα καρφιά (παλιότερα), που προεξέχουν, παρομοιάζεται με στόμα που χαμογελάει και φαίνονται τα δόντια του·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γυαλίζει τα παπούτσια (κάποιου), συμπεριφέρεται δουλικά σε κάποιον: «είναι πολύ περήφανος άνθρωπος και δε γυαλίζει τα παπούτσια κανενός»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. συνηθέστ. δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, λ. κορδόνι·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, αγόρασε σπίτι πλήρες επιπλωμένο: «βέβαια, έδωσε κάτι παραπάνω γι’ αυτό το σπίτι, αλλά έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε». Από τη συνήθεια που έχουν πολύ να βγάζουν τα παπούτσια τους στην εξώπορτα και να μπαίνουν μέσα ή αμέσως μόλις μπουν στο σπίτι·
- έλιωσα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, ιδίως ψάχνοντας κάποιον ή αναζητώντας εργασία ή χρήματα, ή τα έφθειρα, τα πάλιωσα από την πολλή χρήση: «αμάν ρε παιδάκι μου, έλιωσα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω! || για να βρω αυτή τη δουλίτσα, έλιωσα τα παπούτσια μου || έλιωσα τα παπούτσια μου, γιατί δεν είχα δεύτερο ζευγάρι να φορέσω». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία το χέρι, δείχνει μπροστά και κάτω στα πόδια, όπου υπάρχουν τα παπούτσια και, πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. στον τύπο έλιωσα πολλά ζευγάρια παπούτσια·
- έφαγα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, έλιωσα τα παπούτσια μου: «πήρα τα μπαράκια με τη σειρά κι έφαγα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα, το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα· 
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- κρεμώ τα παπούτσια ή κρεμώ τα παπούτσια μου, (για ποδοσφαιριστές) σταματώ να παίζω ποδόσφαιρο, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «με το τέλος του πρωταθλήματος, λέω να κρεμάσω τα παπούτσια μου, γιατί παραμεγάλωσα»·
- με κόβουν τα παπούτσια, είναι στενά, με στενεύουν: «προχωρήστε εσείς κι εγώ θα ’ρθω πιο αργά, γιατί με κόβουν τα παπούτσια»·
- με χτυπάει το παπούτσι ή με χτυπάνε τα παπούτσια, είναι στενό, στενά και πληγώνεται το πόδι μου, τα πόδια μου: «με χτυπάνε τα παπούτσια, γι’ αυτό δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα»·
- μένω με μισό παπούτσι, περιέρχομαι σε μεγάλη φτώχεια: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η επιχείρησή του, έμεινε με μισό παπούτσι»·
- παίρνω παπούτσι, α. απολύομαι από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές και πήρα παπούτσι μαζί με καμιά δεκαριά άλλους». β. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «την έπιασα να φιλιέται μ’ έναν άλλον και πήρε παπούτσι». Συνών. παίρνω πόδι·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), είναι προτιμότερος ο γάμος μεταξύ συμπατριωτών: «πρόσεξε εκεί που θα πας μην μπλέξεις με καμιά ξένη που έχει τα μυαλά της πάνω απ’ το κεφάλι, γιατί θέλω να ’χεις καλά μέσ’ στο μυαλό σου πως παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο». (Λαϊκό τραγούδι: με σπαραγμό, παιδάκι μου, τη γνώμη μου σου στέλνω, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- περπατάει με τρύπια παπούτσια, είναι πολύ φτωχός (τόσο, που δεν έχει χρήματα να αγοράσει καινούρια παπούτσια): «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, περπατάει με τρύπια παπούτσια»·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. λ. συνηθέστ. περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, λέγεται ειρωνικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρει κανείς από κάποιον κάτι, ιδίως χρήματα, όταν αυτός δεν έχει: «του ’δωσα κάποτε κάτι δανεικά και δεν μπορώ να του τα πάρω. -Τι να πάρεις από ένα χρεοκοπημένο, πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια». Συνών. πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το· βλ. και φρ. πιάσε τον αστακό και κόψε το μαλλί του, λ. αστακός·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγιναν τα πράγματα στη ζωή, τα έχω όλα γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω όλα στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου / τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω  όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «ό,τι να μου πεις τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα στο μουνί μου / τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·   
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «τον τελευταίο καιρό ήταν όλο γκρίνια, γι’ αυτό της έδωσα τα παπούτσια στο χέρι κι ησύχασα»·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, έδιωξε το ερωτικό του (της) ταίρι με βίαιο, με σκαιό τρόπο: «μόλις άρχισε να του αντιμιλάει η λεγάμενη, της πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα || μόλις τον είδε να ’ρχεται πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, του πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα». Από την εικόνα του εκνευρισμένου ατόμου που, όταν μαλώνει και διώχνει το ερωτικό του ταίρι από το δωμάτιο, πετάει και διάφορα προσωπικά του αντικείμενα καθώς και τα παπούτσια·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, λέγεται για τα άτομα που δεν ξέρουν να συνδυάζουν τα ρούχα τους και για το λόγο αυτό γίνονται γελοία: «έχει τόσα λεφτά και δεν ξέρει να ντυθεί, γιατί, όπως κυκλοφορεί, είναι το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι»·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. στόμα·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα να σε βοηθήσω, αλλά το φίλο σου τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου ξαναπεί πως θα με δείρει, να του πεις πως τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». (Λαϊκό τραγούδι: ας πάει και το παλιάμπελο, δε νοιάζομαι σταλιά, τον κόσμο στα παπούτσια μου τον γράφω τα παλιά).Συνών. τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου / τον γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα / τον γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου / τον γράφω στο μουνί μου ή τον έχω γραμμένο στο μουνί μου / τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι / τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο / τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου ή διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί του: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, του ’δωσα τα παπούτσια του στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κουτσαβάκι, μη μου κάνεις τον καμπόσο, τα παπούτσια στο χεράκι θα σου δώσω)· βλ. και φρ. της δίνω τα παπούτσια στο χέρι·
- τρώω παπούτσι, βλ. φρ. παίρνω παπούτσι.

πάστα

πάστα, η, ουσ. [<ιταλ. pasta <ελλ. πάστη (= ζύμη)], η πάστα. 1. τα έμφυτα στοιχεία που συγκροτούν το χαρακτήρα, τη φύση, το ποιόν του ανθρώπου: «δεν ξέρει κανείς τι πάστα ανθρώπου είναι». 2. (ειρωνικά) τα ανθρώπινα περιττώματα: «ποιος έκανε εκείνη την πάστα στην άκρη της αυλής;». Από τη σχηματική ομοιότητα που έχουν ορισμένες φορές τα ανθρώπινα περιττώματα με την πάστα. Υποκορ. παστούλα, η και παστάκι, το (βλ. λ.)·
- είναι καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα ή είναι πλασμένοι απ’ την ίδια πάστα,  είναι άνθρωποι των οποίων οι χαρακτήρες έχουν μεγάλη ομοιότητα: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, έγιναν κώλος και βρακί, γιατί είναι καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα»·
- είναι καμωμένος από άλλη (διαφορετική) πάστα ή είναι πλασμένος από άλλη (διαφορετική) πάστα, είναι διαφορετικού χαρακτήρα σε σχέση με κάποιον ή κάποιους άλλους: «δεν ταιριάζει με την παρέα μας αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πλασμένος από άλλη πάστα»·
- κακιά πάστα, κακό ποιόν ανθρώπου: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακιά πάστα»·
- καλή πάστα, καλό ποιόν ανθρώπου: «μαζί του μπορείς να κάνεις άνετα παρέα, γιατί είναι καλή πάστα»·
- πάστα για τα δόντια ή πάστα δοντιών, η οδοντόκρεμα, η οδοντόπαστα: «μην ξεχάσεις ν’ αγοράσεις και μια πάστα για τα δόντια».

πιάτο

πιάτο, το, ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βγάζω πιάτο, προσφέρω στους καλεσμένους μου πιάτο με ποικιλία κρύων φαγητών: «μαζευτήκαμε μερικοί φίλοι στο σπίτι μου κι η γυναίκα μου έβγαλε πιάτο με διάφορα τυριά, κασέρια και σαλάμια»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. συνηθέστ. για ένα πιάτο φακή·
- για ένα πιάτο φακή (αντί πινακίου φακής), βλ. λ. φακή·
- δεύτερο πιάτο, βλ. λ. το κυρίως πιάτο·
- έγλειψα το πιάτο μου, έφαγα όλο το φαγητό μου είτε γιατί ήταν πολύ νόστιμο είτε γιατί πεινούσα πολύ: «είχα τέτοια πείνα, που έγλειψα το πιάτο μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έγλειψα το πιάτο μου». Από την εικόνα του ατόμου που για έναν από τους δυο παραπάνω λόγους με μια βούκα ψωμιού, ιδίως ψίχας, σκουπίζει προσεκτικά ό,τι τυχόν έμεινε από το φαγητό στο πιάτο του, ενώ, όταν το άτομο αυτό είναι μικρό παιδί, το γλείφει κυριολεκτικά με τη γλώσσα του·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, δηλώνει μεγάλη φτώχεια ή έντονη δίαιτα, δηλ. το άτομο έχει τη δυνατότητα να φάει μόνο μια φορά την ημέρα. Το βάλ’ το θέλει να δηλώσει μέρος του σώματος (πλευρά, χέρια, πόδια, πρόσωπο, κ.λπ.) με την έννοια τι θα πρωτοπρολάβει να θρέψει τόσο λίγο φαγητό·
- ζητώ (και) δεύτερο πιάτο, ζητώ επιπλέον φαγητό από αυτό που μου έδωσαν: «ήταν τόσο νόστιμος ο μουσακάς, που ζήτησα και δεύτερο πιάτο»·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. φρ. ζητώ (και) δεύτερο πιάτο·
- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. φρ. τα θέλει όλα στο πιάτο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, λέγεται για φαγητό που είναι πολύ νόστιμο, που μου αρέσει πάρα πολύ: «κάθε φορά που τρώω μουσακά, θέλω να φάω και το πιάτο»·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για υγρά καθαρισμού πιάτων) τα καθαρίζει στην εντέλεια: «βγήκε ένα καινούριο υγρό καθαρισμού, που κάνει τα πιάτα να τρίζουν». Από διαφημιστικό σλόγκαν·
- κρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα (τυριά, κασέρια, σαλάμια κ.ά): «μαζί με τα ουισκάκια μας παραγγείλαμε κι ένα κρύο πιάτο»·
- πρώτο πιάτο, το φαγητό που σερβίρεται σε ένα γεύμα πριν από το κυρίως πιάτο, δηλ. σούπα ή διάφορα ορεκτικά: «τι περιείχε το πρώτο πιάτο;»·   
- σπάω πιάτα, διασκεδάζω έντονα σε μπουζουκτσίδικο σπάζοντας πιάτα στην πίστα: «πάμε το Σάββατο να σπάσουμε πιάτα;». Από τη συνήθεια που επικρατεί σε λαϊκά κυρίως μαγαζιά, τα σκυλάδικα, οι θαμώνες να σπάνε πιάτα ως ένδειξη κεφιού ή θαυμασμού προς τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, τα βρίσκει όλα έτοιμα από τους άλλους, χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ χαϊδεμένος από κάποιους: «είναι μοναχογιός και τα βρίσκει όλα στο πιάτο || ώρες ώρες, μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο, γιατί, όλα στο πιάτο τα βρίσκει και παραπονιέται κι από πάνω»·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή την παραμικρή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι ανίκανος, ιδίως τεμπέλης: «έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλη τη μέρα κάθεται και τα θέλει όλα στο πιάτο || είναι τόσο τεμπέλης άνθρωπος, που όλα στο πιάτο τα θέλει»·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), (ειρωνικά ή επιτιμητικά) τα ξοδεύω ασυλλόγιστα σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια: «πώς να μην πέσει έξω, αφού όλα του τα λεφτά τα κάνει πιάτα»·
- το κυρίως πιάτο, α. το κυρίως φαγητό από το οποίο αποτελείται ένα γεύμα: «το κυρίως πιάτο, που μας σερβίρισε, ήταν κρέας με μελιτζάνες». β. το κυρίως, το πιο ενδιαφέρον και ουσιαστικό σημείο μιας υπόθεσης, μιας συνομιλίας: «δε συμφωνήσαμε, γιατί, μόλις φτάσαμε στο κυρίως πιάτο της κουβέντας μας, τον ειδοποίησαν πως τράκαρε ο γιος του, κι έφυγε σαν παλαβός»·
- το πιάτο της ημέρας, συγκεκριμένο φαγητό που σερβίρεται σε ένα εστιατόριο εκτός από το άλλο μενού: «σήμερα το πιάτο της ημέρας αποτελείται από λαγό στιφάδο, σαλάτα, φρούτο εποχής ή γλυκό»·
- του ’δωσε το γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, έκφραση που δηλώνει πως, όποιος έχει τις παραπάνω δραστηριότητες, συνήθως είναι χωρίς χρήματα, περνάει φτωχικά.

πλάκα

πλάκα, η, ουσ. [<μσν. πλάκα <αρχ. πλάξ], η πλάκα. 1. η ταφόπετρα: «πάνω στην πλάκα του έγραψαν τ’ όνομά του και την ημερομηνία θανάτου του». 2. δίσκος γραμμοφώνου: «έχει τη μανία να κάνει συλλογή πλάκες με παλιά τραγούδια». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια καινούρια πλάκα, ταβερνιάρη, στο πικάπ, φέρε ένα κιλό κρασάκι, να το πιούμ’ οι δυο μαζί· μόνο εκείνος που γλεντάει ξέρ’ αληθινά να ζει). 3. όροφος πολυκατοικίας: «έχω ολόκληρη την πλάκα». 4. ακτινογραφία: «στην πλάκα φαίνεται καθαρά το κάταγμα που έχω στο πόδι μου». 5. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ποσότητα συσκευασμένου χασισιού: «αν θέλεις να κάνεις κάνα τσιγαράκι, πήγαινε στον τάδε, γιατί έχει ολόκληρη πλάκα». 6. (σε παλιότερες εποχές) ο ατομικός πίνακας που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές αντί τετραδίου. 7. πειραχτικό αστείο και η κατάσταση του γέλιου που προέρχεται από αυτό, το καλαμπούρι: «στην παρέα μας δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πλάκα». Υποκορ. πλακίτσα, η (βλ. λ.) κ. πλακούλα, η κ. πλακάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πλακάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 58 φρ.)·
- άσ’ την πλάκα, βλ. φρ. κόφ’ την πλάκα·
- βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βγάζω ακτινογραφία μέρος ή όργανο του σώματός μου για να διαγνώσει ο αρμόδιος γιατρός σε ποια κατάσταση βρίσκεται: «πάω να βγάλω πλάκες τα πνευμόνια μου, γιατί νιώθω μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή μου»·
- για πλάκα ή για την πλάκα, α. μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί αστεία κατάσταση: «του πέταξε για πλάκα ένα ποτήρι νερό». β. όχι σοβαρά: «δε μας απασχολούσε τίποτα το σπουδαίο και κουβεντιάζαμε για πλάκα»·
- για πλάκα ή για την πλάκα ή για την πλάκα μου, για προσωπική μου ευχαρίστηση: «κάποτε είχε πει χίλια δυο για μένα αλλά για την πλάκα μου τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: κι ακόμα με απείλησες κι αυτή μου τη ζωή! Μα ’γω, τρελή, για πλάκα μου την καίω και την κάπα μου και τότε γράψ’ αλίμονο, αχάριστη ζωή!).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι. Τις φορές που λέγεται με επιθετική διάθεση στο συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει με το εσένα τι σε κόφτει ή το εσένα τι σε νοιάζει ή το εσύ τι ενδιαφέρεσαι ή το εσύ γιατί ενδιαφέρεσαι, για να συνεχίσει πολλές φορές και με το δικηγόρο σε βάλαμε; ή το δικηγόρο σε βάλανε(;): «γιατί τον ενοχλείς τον άνθρωπο; -Έτσι για την πλάκα μου, εσένα δικηγόρο σε βάλανε;»·
- δε σηκώνω πλάκα ή δε σηκώνω πλάκες, δε δέχομαι να δημιουργούν αστείες καταστάσεις σε βάρος μου, δε δέχομαι αστεία, είμαι σοβαρός, αυστηρός: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δε σηκώνει πλάκες»·
- δεν κάνω πλάκα, δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ: «τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως στα λέω, και θέλω να με πιστέψεις, γιατί δεν κάνω πλάκα»·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε πλάκα, δημιουργήθηκε αστεία κατάσταση: «έγινε πλάκα, μόλις έπεσε ο άλλος με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες»·
- είναι πλάκα, (για γυναίκες) είναι το κορμί της χωρίς καμπύλες, ιδίως χωρίς καθόλου στήθος, καθόλου βυζιά: «έχει όμορφο προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι πλάκα». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη σε θέση παράλληλη με το στήθος να κατεβαίνει κάθετα από το λαιμό μέχρι την κοιλιά, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση που η γυναίκα έχει αναπτυγμένο στήθος, γιατί τότε και οι δυο οι παλάμες κατεβαίνουν από το ύψος του στήθους προς την κοιλιά και κάνουν μια καμπυλωτή κίνηση προς τα έξω, υπονοώντας τα βυζιά·
- είναι πλάκα, (για ρόδες) είναι τελείως ξεφούσκωτη: «σταμάτησα ν’ αλλάξω τη δεξιά μπροστινή ρόδα του αυτοκινήτου μου, γιατί ήταν πλάκα || η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου είναι πλάκα»·    
- έχει πλάκα! ή έχει πλάκα να..., α. εξορκισμός να μη συμβεί το αντίθετο από αυτό που μας συμφέρει ή από αυτό που περιμένουμε: «έχει πλάκα να μην υπογράψει το συμβόλαιο!». β. ευχή να συμβεί αυτό που περιμένουμε ή αυτό που ποθούμε: «έχει πλάκα να μου πέσει το λαχείο!»·
- έχει πλάκα, α. (για πρόσωπα) έχει την ικανότητα να προκαλεί το γέλιο στην παρέα: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί έχει πλάκα αυτός ο άνθρωπος». β. δεν είναι σοβαρός, δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά: «κάθεσαι κι εσύ σαν μικρό παιδί και τον πιστεύεις. Αφού έχει πλάκα ο άνθρωπος». γ. (για θεάματα) είναι ευχάριστο, προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί έχει πολύ πλάκα»·
- έχει πλάκα τα γαλόνια, α. είναι πολύ ικανός στην τέχνη ή στο επάγγελμα για το οποίο κουβεντιάζουμε: «στο ’χω πει πως, αν έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό σου, πήγαινε στον τάδε μηχανικό που έχει πλάκα τα γαλόνια». β. είναι ανώτατος αξιωματικός: «ας μην ήταν ο θείος του που έχει πλάκα τα γαλόνια, και σου ’λεγα ’γω αν θα ’παιρνε κάθε τόσο άδεια!». Και στις δυο περιπτώσεις η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει το πάνω μέρος του ώμου, στο σημείο εκείνο που βρίσκεται η επωμίδα των αξιωματικών, υπονοώντας τα γαλόνια·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια. (Τραγούδι: το ’χω πάρει απόφαση να ’σαι στη ζωή μου η βαθιά πληγή μου από δω και μπρος. Πλάκα τα παράσημα τα ’χω γω παιδί μου θα ’μαι μοναχή μου νύφη και γαμπρός
- η πλάκα είναι που… ή η πλάκα είναι ότι…, δηλώνει τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας πάνω σε κάποιο θέμα ή κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή που είναι αντίθετη προς την επιθυμία μας: «η πλάκα είναι που πήρε τα λεφτά και υποστηρίζει πως δεν τα πήρε || θέλουμε να πάμε εκδρομή, αλλά η πλάκα είναι ότι δε βοηθάει ο καιρός»·
- θα πάθεις και την πλάκα σου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου, θα εντυπωσιαστείς πάρα πολύ από κάτι καλό ή κακό: «μόλις δεις τι γυναικάρα συνοδεύει ο φίλος σου, θα πάθεις την πλάκα σου || οδηγούσε τέτοιο αυτοκίνητο, που έπαθα πλάκα μόλις τον είδα»·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μια πλάκα, ξαφνιάζω δυσάρεστα κάποιον, τον κοψοχολιάζω, σκαρώνω απάτη σε βάρος κάποιου: «του ’κανα μια πλάκα, που θα τη θυμάται για καιρό και θα φεύγει μακριά, κάθε φορά που θα με βλέπει! || μη συνεργαστείς μαζί του, γιατί έκανε του τάδε μια πλάκα κι έχασε όλα του τα λεφτά»·
- κάνω πλάκα, α. αστεΐζομαι, κοροϊδεύω, πειράζω: «σε παρακαλώ, μη μου κάνεις πλάκα, γιατί είμαι στενοχωρημένος». β. δε μιλώ σοβαρά: «στην αρχή με πήγε τρεις τριανταμία μ’ αυτό που είπε, αλλά στο τέλος κατάλαβα ότι κάνει πλάκα, κι ησύχασα». γ. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω με κάτι: «πάνε να κάνεις πλάκα στο μπαράκι, γιατί είναι όλοι μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού»·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. φρ. του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα·
- κάνω πλάκες, δημιουργώ φάρσες, δημιουργώ ευχάριστες, αστείες καταστάσεις, ιδίως μέσα σε μια παρέα (λέγεται και για τηλεφωνικές φάρσες): «καλά που έχουμε και τον τάδε στην παρέα μας και κάνει κάθε τόσο μερικές πλάκες για να γελάμε || τα πρωινά που λείπουμε απ’ το σπίτι, κάθεται ο γιος μου μπροστά στο τηλέφωνο και κάνει πλάκες σ’ όλο τον κόσμο»·
- κάνω την πλάκα μου, κάνω αυτό που μου αρέσει, αυτό που με ευχαριστεί: «όταν πρόκειται να κάνω την πλάκα μου, δε λογαριάζω πόσα χρήματα θα ξοδέψω»·
- κάνω τρελές πλάκες, δημιουργώ για την παρέα μου καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «όταν έχει κέφια  ο άτιμος, κάνει τρελές πλάκες και το  ευχαριστιόμαστε όλοι μέσα στην παρέα μας»·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. φρ. κάνω τρελές πλάκες· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- κόφ’ την πλάκα! ή κόψ’ την πλάκα! έκφραση αμφισβήτησης, απορίας ή θαυμασμού για κάτι που μας ανακοινώνει κάποιος: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Κόψ’ την πλάκα, αυτός μέχρι χτες δεν είχε να φάει!»·
- κόφ’ την πλάκα ή κόψ’ την πλάκα, συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να αστειεύεται σε βάρος μας: «έλα, κόφ’ την πλάκα, γιατί το παρατράβηξες»·
- να πάθεις και την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις και την πλάκα σου·
- να πάθεις πλάκα ή να πάθεις την πλάκα σου, βλ. φρ. θα πάθεις πλάκα ή θα πάθεις την πλάκα σου·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. φρ. θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου·
- παθαίνω και την πλάκα μου, επιτείνει την παρακάτω έννοια·
- παθαίνω πλάκα ή παθαίνω την πλάκα μου, α. εκπλήσσομαι, εντυπωσιάζομαι από κάτι καλό ή κακό: «συνόδευε τέτοια γυναικάρα, που έπαθα πλάκα || μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα του, έπαθα πλάκα || έπαθα πλάκα μόλις αντίκρισα την αθλιότητα στην οποία ζούσαν». β. φοβάμαι, τρομάζω: «έπαθα την πλάκα μου, μόλις τους είδα και τους δυο να ’ρχονται καταπάνω μου και το ’βαλα στα πόδια». Συνών. παθαίνω ζαβλαμά·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, επιτείνει την παραπάνω έννοια· βλ. και φρ. παθαίνω χοντρή πλάκα·
- παθαίνω χοντρή πλάκα, α. υφίσταμαι πολύ δυσάρεστη κατάσταση: «έπαθα χοντρή πλάκα, όταν έμαθα πως μέσα στο πούλμαν που τράκαρε ήταν κι ο γιος μου». β. παθαίνω μεγάλη ζημιά: «με την υποτίμηση της δραχμής έπαθα χοντρή πλάκα, γιατί δεν πρόλαβα να αλλάξω τα λεφτά μου σε δολάρια»· βλ. και φρ. παθαίνω και την πλάκα μου·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; έκφραση απορίας, αλλά και με επιθετική διάθεση, όταν αντιλαμβανόμαστε πως κάποιος επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει ή να μας κοροϊδέψει: «καθώς ερχόμουν είδα τον τάδε. -Πλάκα μου κάνεις; Αυτός λείπει στο εξωτερικό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πλάκα μου κάνεις ή σοβαρολογείς). Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. συνηθέστ. πλάκα στην πλάκα·
- πλάκα πλάκα, χωρίς να το περιμένει κανείς πως θα συμβεί, γιατί το θεωρούσε απίθανο και επιπλέον το κορόιδευε, το ειρωνευόταν, αλλά στο τέλος αυτό πραγματοποιήθηκε: «δεν τον πίστεψε κανένας, όταν μας ανακοίνωσε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πλάκα πλάκα το ’κοψε και μας κούφανε!»·
- πλάκα στην πλάκα, κάνοντας διαδοχικά αστεία: «πλάκα στην πλάκα, στο τέλος παρεξηγήθηκαν κι ήταν έτοιμοι να πλακωθούν στο ξύλο»·  
- πλάκα τα γαλόνια! (ενν. έχει), βλ. φρ. έχει πλάκα τα γαλόνια·
- ρίχνω πλάκα, χύνω μπετόν αρμέ σε ειδικά καλούπια για να κατασκευάσω το δάπεδο του κάθε ορόφου σε μια πολυκατοικία: «αύριο ρίχνω πλάκα στον τέταρτο»· βλ. και φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- σπάω πλάκα ή σπάω την πλάκα μου, α. διασκεδάζω με τα ανέκδοτα, τα αστεία, τα καλαμπούρια που λέει κάποιος: «σπάμε μεγάλη πλάκα, κάθε φορά που μας λέει ο τάδε ανέκδοτα». β. γελώ, διασκεδάζω με τα παθήματα κάποιου, με τη διακωμώδηση κάποιου χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται: «τον είχε στριμώξει ο αδερφός της γκόμενάς του στη γωνιά κι εμείς βλέπαμε από μακριά και σπάζαμε πλάκα». γ. δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός σπάει την πλάκα του»·
- της πλάκας, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) χωρίς καμιά σπουδαιότητα, χωρίς καμιά αξία: «διαδίδει πως είναι βιομήχανος, αλλά είναι της πλάκας, γιατί έχει μια ασήμαντη βιοτεχνία || αν θέλουμε να πάει η ομάδα μας μπροστά, δεν πρέπει να κάνουμε μεταγραφές της πλάκας || έδωσε ένα σωρό λεφτά κι αγόρασε μια βιντεοκάμερα της πλάκας». β. (για θεατρικά, κινηματογραφικά, λογοτεχνικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) χωρίς κανένα ενδιαφέρον, χωρίς καμιά σπουδαιότητα ή αξία: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι της πλάκας || έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο της πλάκας και περνιέται για συγγραφέας»·
- το γυρίζω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα· 
- το κάνω (για) πλάκα, κάνω κάτι μόνο και μόνο για να διασκεδάσω την ομήγυρη ή για να δημιουργήσω πρόβλημα σε κάποιον, ώστε να γελάσουμε σε βάρος του: «θα του πω πως έπιασε το σπίτι του φωτιά, αλλά μην τρομάξετε, γιατί θα το κάνω για πλάκα»·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. φρ. το ρίχνω στην πλάκα·
- το ρίχνω στην πλάκα, δεν αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με σοβαρότητα: «εγώ σε συμβουλεύω μια ώρα για το καλό σου κι εσύ το ρίχνεις στην πλάκα || μην το ρίχνεις στην πλάκα, γιατί τα πράγματα άλλαξαν και πρέπει να προσέχεις»· βλ. και φρ. ρίχνω πλάκα·
- τον κάνω πλάκα, είναι άνθρωπος που μου προκαλεί ευχάριστη διάθεση, που με διασκεδάζει, που είναι της αρεσκείας μου: «το μεγάλο τον αδερφό του δεν έτυχε να τον γνωρίσω, αλλά τον πιο μικρό τον κάνω πολύ πλάκα»·
- τον ρήμαξα στις πλάκες, βλ. συνηθέστ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον σκέπασε η (μαύρη) πλάκα, πέθανε: «πάει καιρός που τον σκέπασε η μαύρη πλάκα»·
- τον τάραξα στις πλάκες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις πλάκες·
- τον τρέλανα στις πλάκες, του σκάρωσα πολλές απανωτές φάρσες ή τον κορόιδεψα επανειλημμένα πολύ άγρια: «όποτε με βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί θυμάται πως, όταν ήμασταν στο στρατό, τον τρέλανα στις πλάκες»·
- του έκανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, με λόγια ή πράξεις δημιούργησα κάτι δυσάρεστο σε βάρος του, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «απ’ τη στιγμή που περνιόταν για πιο μάγκας από μένα, του την έκανα την πλάκα και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει». (Λαϊκό τραγούδι: ι αν αντιμιλήσεις και δεν θα μ’ ακολουθήσεις, θα σου κάνω πλάκα απ’ τις λίγες, μαυρομάτα!
- του σκάρωσα πλάκα ή του τη σκάρωσα την πλάκα, βλ. φρ. του έκανα την πλάκα·
- του την έσκασα την πλάκα, βλ. φρ. του την έκανα την πλάκα. (Λαϊκό τραγούδι: σου τη σκάσανε την πλάκα,σαν να ήσουνα πρωτάρης, κάτσε τώρα στη φυλάκα μισαδάκι να φουμάρεις
- τρελές πλάκες, καταστάσεις πολύ διασκεδαστικές: «χτες βράδυ στην παρέα μας είχαμε τρελές πλάκες»·
- χοντρές πλάκες, βλ. φρ. τρελές πλάκες·
- χωρίς πλάκα, σοβαρότατα, αληθέστατα: «χωρίς πλάκα, σου λέω, αποφάσισα να παντρευτώ || χωρίς πλάκα, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα».

πλανήτης

πλανήτης, ο, ουσ. [<αρχ. πλανήτης (ενν. ἀστήρ) <πλανῶμαι], ο πλανήτης·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλον πλανήτη·
- ζει σε άλλον πλανήτη, είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει τέλεια άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «καλά, σε άλλον πλανήτη ζει ο δικός σου και δεν ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση;». Σαν τέτοιος πλανήτης αναφέρεται συνήθως ο Άρης. Πρβλ.: σ’ άλλον πλανήτη εγώ φαίνεται γεννήθηκα, αφού ακόμα, όπως τότε, σε λατρεύω, χαρές που δίνει η ζωή μας, τις αρνήθηκα και σένα μόνο που με πλήγωσες γυρεύω (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε από άλλο πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλο πλανήτη.

πλασμένος

πλασμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. πλάθω], πλασμένος·
- είναι πλασμένοι απ’ την ίδια πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πλασμένοι από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, α. (ιδίως για ερωτικό ζευγάρι) είναι πολύ ταιριασμένοι, ταιριάζουν απόλυτα: «απ’ την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, κατάλαβαν πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». β. (ειρωνικά) λέγεται για δυο απατεώνες που συνδέθηκαν με φιλία: «χαρτοκλέφτης ο ένας, παπατζής ο άλλος, είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». Συνών. είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον / είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον· 
- όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος, βλ. λ. κόσμος.

πλευρά

πλευρά, η, ουσ. [<αρχ. πλευρά], η πλευρά. 1. μέρος, μπάντα: «εσύ από την πλευρά μου είσαι ή από την πλευρά του;». 2. άποψη: «σύμφωνα με τη δική μου πλευρά, νομίζω πως έχει δίκιο». 3. το καθένα από τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο ξύλο, που ακόμα μου πονούν τα πλευρά μου»· βλ. και λ. πλευρό. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- απ’ τη μια πλευρά…, απ’ την άλλη πλευρά όμως…, πρόταση της οποίας το δεύτερο σκέλος δηλώνει δισταγμό ή φόβο για την πραγματοποίηση αυτού που δηλώνει το πρώτο σκέλος: «απ’ τη μια πλευρά το ξέρεις πως θέλω να σε βοηθήσω να πιάσεις δουλειά στο εργοστάσιο, απ’ την άλλη πλευρά όμως διστάζω, γιατί όλοι γνωρίζουν πως είσαι γιος του φίλου μου και φοβάμαι μήπως κατηγορηθώ για μεροληψία»·
- είναι (οι δυο) πλευρές του ίδιου νομίσματος, βλ. συνηθέστ. είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- έχει και την κακή πλευρά του ή έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει και τις κακές του πλευρές, έχει και κακό χαρακτήρα σε αντιδιαστολή με τον καλό που μας παρουσιάζει: «μη σας πιάνει ο ενθουσιασμός με την αύξηση που σας έδωσε, γιατί έχει και τις κακές του πλευρές αυτός ο άνθρωπος»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, έχει και καλό χαρακτήρα σε αντιδιαστολή με τον κακό που μας παρουσιάζει: «μην το κατηγορούμε συνέχεια τον άνθρωπο, γιατί έχει και τις καλές του πλευρές»·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. συνηθέστ. η άλλη όψη του νομίσματος, λ. όψη·
- η μια πλευρά του νομίσματος, βλ. συνηθέστ. η μία όψη του νομίσματος, λ. όψη·
- θα σου μαυρίσω τα πλευρά, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σου μαυρίσω τα πλευρά»·
- θα σου σπάσω τα πλευρά, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοκοπήσω πολύ άγρια: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πλευρά»·
- θα σου τσακίσω τα πλευρά, βλ. φρ. θα σου σπάσω τα πλευρά·
- του μαύρισε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε άγρια: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν κι ο δικός σου του μαύρισε τα πλευρά»·
- του μέτρησε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον νευρίασε με τ’ αστεία που του ’κανε, κι αυτός πάνω στα νεύρα του του μέτρησε τα πλευρά»·
- του ’σπασε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «είχε παλιές διαφορές μαζί του κι όταν συναντήθηκαν, του ’σπασε τα πλευρά»·
- του τσάκισε τα πλευρά, βλ. φρ. του ’σπασε τα πλευρά.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

πονηρός

πονηρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πονηρός], πονηρός. 1. που είναι δόλιος, πανούργος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ πονηρός, κι αν σε μπλέξει, δε θα μπορείς να ξεμπλέξεις με τίποτα». 2. που είναι έξυπνος, εύστροφος, ευφυής: «είναι πονηρός άνθρωπος και δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα». (Λαϊκό τραγούδι: ο Γιώργος είναι πονηρός κι αυτά που λέει μην τα τρως). 3. που σχετίζεται με τα ερωτικά, τα σεξουαλικά ή που έχει άσεμνο περιεχόμενο: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, κάνω πονηρές σκέψεις || αυτός ξέρει πολλά πονηρά ανέκδοτα». 4. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: «αν ξανακάνεις τίποτα πονηρό, θα σε διώξουν απ’ την παρέα τους». 5α. το σεξ: «το μυαλό του είναι συνέχεια στο πονηρό». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά στον ύπνο το γλυκό του· κάνει πως λαγοκοιμάται και τα πονηρά θυμάται· άιντε, μη μου το ξυπνάτε).β. είδος λαϊκού γλυκίσματος. γ. στον πλ. τα πονηρά, λόγια ή ενέργειες που λέγονται ή γίνονται για να εξαπατήσουμε κάποιον, οι εξυπνάδες: «άσε τα πονηρά, γιατί σε πήραμε χαμπάρι». (Λαϊκό τραγούδι: ξανά το παραμύθι σου το ρίχνεις αποσπόντα· παράτησε τα πονηρά, ρε μάγκα, Παμεινώντα).Επίρρ. πονηρά. Υποκορ. πονηρούλικος, -η κ. -ια, -ο και πονηρούτσικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- εκ του πονηρού, με πονηρή πρόθεση: «του ’κανε το φίλο εκ του πονηρού για να του φάει τα λεφτά του»·
- είναι πονηρή αλεπού, βλ. λ. αλεπού·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «αν μου δώσεις σήμερα πεντακόσια χιλιάρικα, θα σου τα επιστρέψω αύριο διπλάσια:. -Έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου;»·
- έχω πονηρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, ο έξυπνος άνθρωπος δεν ακούει αυτά που δεν τον συμφέρουν αλλά ακούει μόνο αυτά που τον συμφέρουν: «παρ’ όλο το αδιάφορο βλέμμα του μη νομίζεις πως δεν ακούει, γιατί κουφό του πονηρού τ’ αφτί»·
- ξηγιέμαι πονηρά, ενεργώ με έξυπνο τρόπο. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε Γιώργο, έμπαινε και ίσια το κορμί σου, μη λογαριάζεις τίποτα και πονηρά ξηγήσου
- ξηγιέμαι στα πονηρά, (στη γλώσσα της αργκό) συμπεριφέρομαι ύπουλα, μπαμπέσικα: «αν σε τσακώσω να ξηγιέσαι στα πονηρά, θα γίνουμε ένα μάτσο βίδες». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλές παρτίδες μαζί σου είχα, μα εσύ ξηγιόσουν στα πονηρά. Γι’ αυτό στον κόβω κι εγώ τον βήχα και δεν σε θέλω άλλη φορά
- πονηροί καιροί, βλ. λ. καιρός·
- πονηρός ο βλάχος! βλ. λ. βλάχος·
- περπατώ στα πονηρά ή περπατώ στο πονηρό, κινούμε μυστικά με υπονοούμενο τα ερωτικά, το σεξ: «μόλις δει κάποια όμορφη γυναίκα αμέσως σκέφτεται το πονηρό». (Λαϊκό τραγούδι: τους όρκους τσαλαπάτησες στο πονηρό περπάτησες και μ’ άλλονε πλαγιάζεις
- τι λε(ς), ρε πονηρέ! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, βλ. λ. μυαλό·
- το πονηρό πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα.

πόρτα

πόρτα, η, ουσ. [<μσν. πόρτα <λατιν. porta], η πόρτα, η θύρα. 1α. (για τάβλι) το καθένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού πάνω στα οποία κινούνται τα πούλια: «κάθε τάβλι έχει είκοσι τέσσερις πόρτες». β. δυο,  τουλάχιστον, πούλια του ίδιου παίχτη, που τοποθετούνται σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού: «οι γωνιακές είναι οι πιο καίριες πόρτες». 2. (στη νεοαργκό) το άτομο ή τα άτομα που ελέγχουν φυσιογνωμικά στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως αυτούς που μπαίνουν να διασκεδάσουν και έχουν το δικαίωμα να τους απαγορεύσουν την είσοδο, αν έχουν την ένδειξη ή την υποψία πως υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσουν φασαρία ή άλλα προβλήματα: «πήγαμε στο τάδε κέντρο να διασκεδάσουμε και δε μας άφησε η πόρτα να μπούμε μέσα, γιατί ήμασταν με τα ρούχα της δουλειάς και μας πέρασαν για αληταρία». 3. ως επιφών. πόρτααα!δηλώνει ειρωνεία ή εκνευρισμό από την ενέργεια κάποιου, που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ένα χώρο, άφησε ανοιχτή την πόρτα και που, όταν είναι χειμώνας, σημαίνει κλείσε την πόρτα, ενώ, όταν είναι καλοκαίρι και την έκλεισε, σημαίνει άνοιξε την πόρτα. 4.στον πλ. οι πόρτες (βλ. λ.). Υποκορ. πορτίτσα και πορτούλα, η και πορτάκι (βλ. λ.).Μεγεθ. πορτάρα, η. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, αν δε ζητήσεις βοήθεια από κάποιον πώς θα σου τη δώσει(;): «πώς να σε βοηθήσει, βρε άνθρωπέ μου, αφού δεν ξέρει το πρόβλημά σου κι ύστερα, αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει»·
- ανοίγω πόρτα, α. δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με άτομο που μου είναι χρήσιμο στις κοινωνικές ή στις επαγγελματικές μου επιδιώξεις: «άνοιξε πόρτα μ’ έναν βουλευτή κι από τότε έχει πάρει ένα σωρό κρατικές δουλειές». β. βρίσκω καλή δουλειά, βρίσκω καλή θέση εργασίας: «ήταν τρεις μήνες χωρίς δουλειά, αλλά στο τέλος άνοιξε πόρτα σ’ ένα εργοστάσιο και τη βόλεψε». γ. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερη κάποια πόρτα, που την είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω δυο πόρτες»·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν ή όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, α. λέγεται στην περίπτωση που η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική καταξίωση ή αποδοχή κάποιου, είναι βέβαιη, σίγουρη: «τώρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι’ αυτόν». β. λέγεται στην περίπτωση που μπορεί κανείς από παντού να βρει βοήθεια, από παντού να βοηθηθεί: «είναι τόσο καλό παιδί, που μόλις χρειάστηκε βοήθεια, όλες οι πόρτες ανοίξανε γι’ αυτόν». (Τραγούδι: και που ’χει μαύρη πέτσα θυμήθηκαν ξανά, το νέγρο Τζο τον ήρωα, τον λεν αληταρά, τις πόρτες δεν ανοίγουν στο Τζο το φουκαρά
- άνοιξες πόρτα! βλ. φρ. άνοιξες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) η γυναίκα με την οποία έχεις κάνει δεσμό είναι αμφίβολης ηθικής και, όταν εσύ θα φεύγεις από το σπίτι της, αυτή θα ανοίγει την πόρτα για να μπει κάποιος άλλος και, κατ’ επέκταση, απέτυχες στο δεσμό σου και γενικά στην εκλογή που έχεις κάνει για κάτι, ή το άτομο το οποίο γνώρισες, είναι εντελώς αναξιόπιστο ή και επικίνδυνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «την κυνηγούσα πολύ καιρό, αλλά στο τέλος τα ’φτιαξα μαζί της. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί σ’ όλους μας είναι γνωστό πως αυτή γη γυναίκα είναι μητρομανής! || αγόρασα το τάδε αυτοκίνητο. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί κι εγώ που το είχα έτρεχα συνέχεια στο συνεργείο! || χτες βράδυ γνώρισα τον τάδε. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί ο τύπος είναι λουλούδι!»·
- ανοιχτή πόρτα, (για τάβλι) που δεν είναι πιασμένη με πούλια των δυο παιχτών: «αν πιάσω αυτή την ανοιχτή πόρτα, έχω πολλές πιθανότητες να χτυπήσω τη μάνα του»·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, έκφραση με φιλοσοφική διάθεση, ιδίως από ηλικιωμένο άτομο που δηλώνει πως δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ζωή του: «τι κατάλαβες τόσα χρόνια στη ζωή σου γέροντα; -Απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα». Πρβλ.: δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, πέρασε αστραπιαία από κάποιο χώρο: «δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, γιατί απ’ τη μια πόρτα μπήκε, πήρε το χαρτοφύλακά του κι απ’ την άλλη βγήκε»·
- απ’ την πίσω πόρτα, α. με έμμεσο, με πλάγιο τρόπο: «έχει διάφορες γνωριμίες κι όσες δουλειές έχει πάρει, τις πήρε απ’ την πίσω πόρτα || όλοι οι βουλευτές, πλην του κομμουνιστικού κόμματος, ψήφισαν για την καταβολή αποζημιώσεως σε όσους δεν εκλέχτηκαν βουλευτές και τώρα έρχονται απ’ την πίσω πόρτα και κατηγορούν την ίδια τους την απόφαση». Από το ότι παλιότερα τα πιο πολλά σπίτια, ιδίως τα πλουσιόσπιτα, εκτός από την κυρία είσοδο, είχαν και στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα πορτάκι για να μπαινοβγαίνουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί αυτοί που το κατοικούσαν. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι). β. δηλώνει και ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε πέρασε στο πανεπιστήμιο. -Απ’ την πίσω πόρτα»· βλ. και φρ. η πίσω πόρτα·
- απ’ την πόρτα με πήρες, επενέβης, συνήθως τηλεφωνικά, την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, από το γραφείο μου: «τι γίνεται θα ’ρθεις; -Απ’ την πόρτα με πήρες»·     
- από πόρτα σε πόρτα, από το ένα σπίτι στο άλλο: «ζητιανεύει από πόρτα σε πόρτα || διαφήμιζε το προϊόν του από πόρτα σε πόρτα»· βλ. και φρ. πόρτα πόρτα·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, υποπτεύεται πως θα του συμβούν πολλά κακά πράγματα: «με την παραμικρή ατυχία που του συμβαίνει, βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι), (για καλό ή για κακό) βλ. φρ. είναι έξω απ’ την πόρτα μου·
- βρίσκω ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, (γενικά) ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «το ’χω καμάρι, γιατί, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες ανοιχτές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, (γενικά) δεν ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «μετά την κατάχρηση που έκανα, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες κλειστές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι κλειστές·
- βρίσκω την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, μου προσφέρει τη βοήθειά του και γενικά με υποδέχεται με ευνοϊκή διάθεση: «κάθε φορά που ζήτησα βοήθεια απ’ το φίλο μου, βρήκα την πόρτα του ανοιχτή»·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, δε μου προσφέρει τη βοήθειά του: «όσες φορές είχε την ανάγκη μου τον βοήθησα, αλλά τώρα που έχω την ανάγκη του, βρίσκω τις πόρτες του κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: τι θέλεις στο κορίτσι μου κι όλο το φέρνεις βόλτα; κι αν ξαναρθείς στο σπίτι μου θα βρεις κλειστή την πόρτα
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; ειρωνική άρνηση σε κάποιον του οποίου, η πρόταση, όχι μόνο δεν είναι ικανοποιητική, αλλά επιπλέον είναι και επιζήμια: «δώσε μου εσύ τώρα τα λεφτά κι εγώ θα προσπαθήσω να σε βάλω συνέταιρο στην επιχείρηση που σ’ ενδιαφέρει. -Γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα;»·
- δε βγαίνει απ’ την πόρτα του (της), του αρέσει ή συνηθίζει να μένει στο σπίτι του: «μόλις σχολάσει απ’ τη δουλειά του, πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι του και δε βγαίνει απ’ την πόρτα του». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι το δικό μου είν’ κορίτσι σπιτικό, απ’ την πόρτα του δε βγαίνει,αν δεν πάω να το δω
- δε χωράει απ’ την πόρτα, βλ. φρ. δεν περνάει απ’ την πόρτα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, είχε τόσο μεγάλη ανάγκη, που δεν άφησε κανέναν που να μη ζητήσει τη βοήθειά του: «η εγχείρηση που έπρεπε να κάνει η γυναίκα του ήταν πανάκριβη, γι’ αυτό δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, μέχρι να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν»·
- δεν έχω πόρτα να χτυπήσω, δεν έχω κανέναν να του πω το πρόβλημά μου, να του ζητήσω βοήθεια: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό και δεν έχω πόρτα να χτυπήσω»·
- δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, είναι μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του, έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, λ. καμάρα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, είναι πάρα πολύ χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί δεν περνάει απ’ την πόρτα»·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, δε θέλει ή δε συνηθίζει να με επισκέπτεται: «απ’ τη μέρα που ψυχραθήκαμε, δεν περνάει απ’ την πόρτα μου»·
- δουλεύει την πίσω πόρτα, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα)  δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «είναι κρίμα, δυο μέτρα παλικάρι, να δουλεύει την πίσω πόρτα || είναι πολύ θερμή γυναίκα, αλλά το κυριότερο είναι πως δουλεύει την πίσω πόρτα». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α)·
- δυο πόρτες έχει η ζωή, έκφραση που δηλώνει τη γέννηση και το θάνατο του ανθρώπου. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πόρτες έχει η ζωή,άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ.) (κάτι), (για καλό ή για κακό) είναι πάρα πολύ κοντά μου (σου, του κ.λπ.): «ο άνθρωπος που μπορούσε να με βοηθήσει, ήταν έξω απ’ την πόρτα μου κι εγώ καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα || ο κίνδυνος ήταν έξω απ’ την πόρτα του κι αυτός δεν πήρε μυρουδιά»·
- έκλεισα την πόρτα στα παλιά, έπαψα να ενδιαφέρομαι, να με απασχολεί η  προηγούμενη ζωή μου, το παρελθόν μου: «αποφάσισα να νοικοκυρευτώ, γι’ αυτό έκλεισα την πόρτα στα παλιά». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά,άλλαξα συνήθεια και ζωή, ήμουν αϊτός μέσ’ στο κλουβί
- έφαγα πόρτα, α. (στη νεοαργκό) δε μου επιτράπηκε η είσοδος σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «πήγα ν’ ακούσω το νέο τραγουδιστή και να πιω και κανένα ποτηράκι στο τάδε μαγαζί, αλλά, επειδή δεν ήμουν καλά ντυμένος, έφαγα πόρτα». Η δικαιοδοσία αυτή ανήκει στους μπράβους, στους φουσκωτούς, που ελέγχουν την είσοδο νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως. β. απέτυχα, απορρίφθηκα, ιδίως από κάποια γυναίκα: «ζήτησα απ’ την τάδε να τα φτιάξουμε κι έφαγα πόρτα». (Τραγούδι: έφαγα πόρτα, μείναν τα χνώτα στο τζάμι. Τα γεγονότα ήρθαν τα πρώτα ποτάμι
- έχασε την πόρτα, αποπροσανατολίστηκε λόγω έντονης ψυχικής ταραχής και δεν ήξερε πώς να κινηθεί, πώς να ενεργήσει: «όταν του ’βαλε τ’ αφεντικό του τις φωνές, έχασε την πόρτα ο δικός σου και φαινόταν σαν χαμένος». Συνών. δεν ήξερε από πού να φύγει·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- η πίσω πόρτα, η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός: «ο έρωτας από την πίσω πόρτα είναι κάτι που ενοχλεί πολλές γυναίκες»· βλ. και φρ. απ’ την πίσω πόρτα και λ. παραπόρτι·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, βλ. λ. τύχη·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το χώρο που βρισκόμαστε, πράγμα βέβαια που μας αφήνει αδιάφορους, ή σε κάποιον που τον διώχνουμε με υποτιμητική διάθεση από το χώρο που βρισκόμαστε·
- κάνω πόρτα, (στο τάβλι) πιάνω αντίπαλο πούλι ή τοποθετώ δυο τουλάχιστον δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «εδώ που σ’ έπιασα έκανα την καλύτερη πόρτα»·
- κλείνω πόρτες, είμαι κλεισοπόρτης (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μάρκα άλφα πρώτης και σπουδαίος κλεισοπόρτης και γυρίζεις μ’ άλλους μόρτες, κάθε μέρα κλείνεις πόρτες
- κλείνω την πόρτα (σε κάποιον), α. μαλώνω με άτομο που ήταν πολύ χρήσιμο ή εξυπηρετικό στις κοινωνικές ή επαγγελματικές μου επιδιώξεις ή γενικά απαξιώνω κάποιον: «έκανες μεγάλο σφάλμα, που έκλεισες την πόρτα που είχες με τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω του υπουργείου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα τα ’χασα τους φίλους μου κιαλάρω. Ποιος μου ’κλεισε την πόρτα του, ποιος μου ’δωσε τσιγάρο!).β. (και για τα δυο φύλα) διακόπτω τις ερωτικές μου σχέσεις με το ταίρι μου: «δεν μπορεί σαν κλείνεις την πόρτα σ’ έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει». (Λαϊκό τραγούδι: την πόρτα μη μου κλείνεις,το σφάλμα μου συγχώρησε και μη με κατακρίνεις).γ. (για τάβλι) τοποθετώ τουλάχιστον δυο δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «θέλω να κλείσω αυτή την πόρτα, για να μην μπορεί να μου χτυπήσει τη μάνα»·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε ή όλες οι πόρτες είναι κλειστές, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κανείς από πουθενά να βρει βοήθεια, από πουθενά να βοηθηθεί: «είναι τόσο ανάποδος άνθρωπος, που γι’ αυτόν όλες οι πόρτες είναι κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: για κάποιο παραστράτημα για μια συκοφαντία, οι φίλοι τον μισήσανε, οι πόρτες όλες κλείσανε, άραγε ποιος να ’ν’ αιτία, αχ, γιατί τόση κακία
- κλειστή πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πιασμένη πόρτα·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. κουρελού·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους: «δε θα βοηθήσω ξανά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί και στο παρελθόν, που τον βοήθησα, μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα»·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, έκφραση που σύμφωνα με τη χειρομαντεία και τη μαντική του καφέ, σημαίνει πως το άτομο στο οποίο απευθύνεται, θα περάσει μεγάλη δυσκολία (δικαστήριο, φυλακή, χρεοκοπία) ή μεγάλη επιτυχία (προαγωγή, γνωριμία με σημαίνον πρόσωπο): «πρόσεχε τις δουλειές που κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω, μεγάλη πόρτα θα περάσεις || για δες χαρές και πανηγύρια, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω εδώ μέσα (δηλ. στο φλιτζάνι του καφέ), μεγάλη πόρτα θα περάσεις»· 
- μια πόρτα μας χωρίζει ή μας χωρίζει μια πόρτα, είμαστε γείτονες και κατοικούμε στον ίδιο όροφο κάποιας πολυκατοικίας όπου οι πόρτες των διαμερισμάτων μας είναι αντικριστές: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μια πόρτα μας χωρίζει»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάποιος), έρχεται στο σπίτι μου, εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου, ζητάει τη βοήθειά μου: «μόνο όταν έχει ανάγκη έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάτι), λέγεται για κάτι, ιδίως κακό, που είναι πολύ κοντά μου: «μετά τη χρεοκοπία μου, η φτώχεια μου χτυπάει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. μπερντές·
- μπήκε απ’ την πίσω πόρτα, κατέλαβε μια θέση εργασίας, ιδίως στο δημόσιο, με αντικανονικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα: «είχε έναν θείο βουλευτή και μπήκε απ’ την πίσω πόρτα στη Δ.Ε.Η.»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. φρ. άνοιξαν όλες οι πόρτες·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. φρ. κλείσανε όλες οι πόρτες·
- όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, όπου και αν απευθυνθεί, από όπου και αν ζητήσει βοήθεια: «είναι τόσο ρεμάλι, που όποια πόρτα κι αν χτυπήσει του την κλείνουν κατάμουτρα». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος όπου κι αν γυρίσει όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, δεν έχει μάνα να πηγαίνει τα ρούχα του να πλένει
- όταν η φτώχεια μπει απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, αναφέρεται σε κάτι θεωρώντας το σπουδαίο, ενώ είναι ήδη από καιρό σε όλους γνωστό: «όποιος ισχυρίζεται πως τα ναρκωτικά οδηγούν τη νεολαία μας στο θάνατο, παραβιάζει ανοιχτές πόρτες»·
- πιασμένη πόρτα, (για τάβλι) το τρίγωνο του ταβλιού που έχει δυο, τουλάχιστον, πούλια: «αν δεν είχε πιασμένη αυτή την πόρτα, με τις εξάρες που έφερα, θα μπορούσα να του πιάσω τη μάνα»·
- πίσω από κλειστές πόρτες, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται κρυφά, μυστικά, χωρίς να παίρνει δημοσιότητα και που, για το λόγο αυτό, είναι αμφίβολης νομιμότητας: «η κυβέρνηση μαγειρεύει πίσω από κλειστές πόρτες το νέο εκλογικό νόμο»· βλ. και φρ. πίσω απ’ τις κάμερες, λ. κάμερα·  
- πόρτα πόρτα, σύστημα πωλήσεων από σπίτι σε σπίτι: «εισάγει διάφορες μικροσυσκευές και τις πουλάει πόρτα πόρτα»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, είναι μάταιο να επιδιώκεις να συνετίσεις κάποιον πεισματάρη ή κάποιον που δεν επιδέχεται συνετισμό: «έπεσαν όλοι οι φίλοι απάνω του να τον πείσουν να διώξει την γκόμενα που είχε και να ξαναγυρίσει στην οικογένειά του, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»·
- τη βρήκες την πόρτα; ειρωνική παρατήρηση σε μέλος της οικογένειας που για κάποιο λόγο επιστρέφει πολύ αργοπορημένο στο σπίτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- τιμή πόρτας, βλ. λ. τιμή·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «δεν το περίμενα τέτοιος παίδαρος να το κάνει απ’ την πίσω πόρτα || δεν πηγαίνει ποτέ με γυναίκα, αν δεν το κάνει κι απ’ την πίσω πόρτα». β. (ιδίως για άντρες) ενεργεί σεξουαλικά ως σοδομιστής: «μόλις τον βλέπουν οι μανάδες, μαζεύουν στο σπίτι τα παιδιά τους, γιατί ο τύπος το κάνει απ’ την πίσω πόρτα». γ. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «τα ’μαθες; Ο τάδε το κάνει απ’ την πίσω πόρτα»·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. φρ. τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, λέγεται για ενοχλητικό άτομο από την παρουσία του οποίου είναι αδύνατο να απαλλαγούμε: «έχω απηυδήσει μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο»·
- τον έπιασες πόρτα! βλ. φρ. τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεσαι όχι μόνο δε θα σε βοηθήσει, αλλά υπάρχει και περίπτωση να σε βλάψει και, κατ’ επέκταση, απότυχες στη γνωριμία σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «προχτές γνώρισα τον τάδε και μου υποσχέθηκε πως θα με βοηθήσει. -Μμμ, τι να σου πω, τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι απατεώνας;»·
- του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα κάτι ή τον έδιωξα με περιφρονητικό τρόπο: «ενώ με κατηγορεί σ’ όλο τον κόσμο, ήρθε να του δώσω δανεικά κι εγώ του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα!». Από την εικόνα του ατόμου που κλείνει με δύναμη την πόρτα  μπροστά στον επισκέπτη του·
- του βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα· 
- του βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του δείχνω την πόρτα, τον διώχνω με σκαιό τρόπο: «πήγε στο γραφείο του διευθυντή του να ζητήσει μερικές μέρες άδεια, αλλά αυτός του ’δειξε την πόρτα». Μερικές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να δείχνει την υποτιθέμενη πόρτα με το δείκτη τεντωμένο·  
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα προσβλητικά κάτι, διέκοψα κάθε επαφή μαζί του: «ήρθε να μου ζητήσει δανεικά, αλλά του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα || μόλις έμαθα το ποιόν του, του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν επιτρέπει σε κάποιον να μπει στο σπίτι του·
- του ’κλεισα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα·
- του ’κλεισε την πόρτα, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του: «πήγε στον τάδε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός του ’κλεισε την πόρτα»·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, αδιαφόρησε με προσβλητικό τρόπο στην παράκλησή του για βοήθεια: «όχι μόνο δεν τον βοήθησε, αλλά του ’κλεισε και την πόρτα κατάμουτρα»·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- χτυπά η πόρτα, κάποιος χτυπάει την πόρτα: «πήγαινε ν’ ανοίξεις, γιατί χτυπά η πόρτα»·
- χτυπάει την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι) ή μου (σου, του κ.λπ.) χτυπάει την πόρτα (κάτι), (ιδίως για κακό) βρίσκεται πάρα πολύ κοντά μου, είναι έτοιμο να συμβεί: «με τη σπάταλη ζωή που κάνεις, χτυπάει την πόρτα σου η χρεοκοπία || από καιρό του χτυπά την πόρτα η χρεοκοπία με τη ζωή που κάνει, αλλά ούτε που νοιάζεται»·
- χτύπα μου την πόρτα ή χτύπησέ μου την πόρτα, ανάφερέ μου το πρόβλημά σου, ζήτησέ μου βοήθεια: «άλλη φορά, αν έχεις κάποιο πρόβλημα, χτύπησέ μου την πόρτα»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, βλ. λ. λάθος·
- χτυπώ ξένες πόρτες ή χτυπώ ξένη πόρτα, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια από άγνωστο άνθρωπο, από άγνωστους ανθρώπους: «έχει τόση μεγάλη ανάγκη, που κατάντησε να χτυπά ξένες πόρτες». (Λαϊκό τραγούδι: αλί σ’ αυτόν που τα ’χασε τα πλούτη που ’χε πρώτα, και καταντήσει να χτυπά φτωχός σε ξένη πόρτα
- χτυπώ όλες τις πόρτες, ζητώ απεγνωσμένα από όλους βοήθεια: «χτύπησε όλες τις πόρτες, μήπως και τον βοηθήσει κανένας, αλλά δε βρήκε ανταπόκριση από πουθενά»·
- χτυπώ την πόρτα (κάποιου), ζητώ βοήθεια από κάποιον: «τώρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει πως δε με γνωρίζει, αλλά θα ’ρθει πάλι καιρός που θα μου χτυπήσει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα, μη μου ζητάς να σ’ ανοίξω, δεν μπορώ).

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

πρόβλημα

πρόβλημα, το, ουσ. [<αρχ. πρόβλημα], το πρόβλημα. Υποκορ. προβληματάκι, το (βλ. λ.)·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, υπάρχουν πολλά, διάφορα προβλήματα: «με την αναδουλειά που υπάρχει, από προβλήματα άλλο τίποτα». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα, είναι προσωπική υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει πώς θ’ αντιμετωπίσω την κατάσταση, γιατί αυτό είναι δικό μου πρόβλημα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «το αν έφυγαν λάθος οι παραγγελίες στην επαρχία, δεν είναι δικό μου πρόβλημα, αλλά του υπεύθυνου για τις παραγγελίες». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πώς θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι πρόβλημά μου». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι πρόβλημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει πρόβλημα·
- δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσει κανείς κάτι, δεν υπάρχει διαφορά που να αξίζει τον κόπο να συζητηθεί: «δεν υπάρχει πρόβλημα να κάνουμε συζήτηση για τέτοια μικροπράγματα». Συνών. δεν υπάρχει ζήτημα / δεν υπάρχει θέμα·
- δημιουργώ πρόβλημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο ζήτημα με περισσότερη προσοχή: «επειδή άργησα να πάω το πρωί στο δουλειά, ο προσωπάρχης δημιούργησε πρόβλημα και μ’ ανέφερε στο διευθυντή». Συνών. δημιουργώ ζήτημα / δημιουργώ θέμα·
- δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ διενέξεις, έριδες, έκρυθμες καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δημιουργεί προβλήματα». Συνών. δημιουργώ ζητήματα / δημιουργώ θέματα·
- δικό σου πρόβλημα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «να παντρευτώ ή να μην παντρευτώ αυτή τη γυναίκα; -Δικό σου πρόβλημα || πού να πάω το καλοκαίρι διακοπές; -Δικό σου πρόβλημα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. πρόβλημά σου(!)·
- έχει πρόβλημα, α. πρόκειται για προβληματικό άτομο, έχει ψυχολογικά προβλήματα : «μην τον ενοχλείς πολύ, γιατί έχει πρόβλημα και δεν ξέρεις πώς θ’ αντιδράσει». β. (γενικά) έχει δυσκολίες στις σχέσεις του με κάποιον ή κάποιους: «δεν ξέρω τι πρόβλημα έχει μαζί μου και δε μου μιλάει!». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε να βρούμε μια γωνιά χωρίς συνθήματα, χρόνια η δική μας η γενιά έχει προβλήματα). γ. (για μηχανές ή μηχανήματα) δεν έχει καλή λειτουργία, είναι προβληματικό: «σου έφερα πίσω την τηλεόραση, γιατί έχει πρόβλημα || παρ’ όλο το σέρβις που έκανα στ’ αυτοκίνητό μου, έχει πάλι πρόβλημα»·
- έχεις πρόβλημα; υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί, που δε σου αρέσει(;): «έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητο και δε θέλεις να τ’ αγοράσεις; || τι πρόβλημα έχεις και δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας;»·
- έχω πρόβλημα (με κάτι), υπάρχει σε αυτό κάτι, που δυσκολεύομαι να το αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την Τρίτη, γιατί είναι γρουσούζα μέρα || έχω πρόβλημα με τον αριθμό 13, γιατί μου φέρνει γρουσουζιά»· 
- έχω πρόβλημα (με κάποιον), υπάρχει κάτι σε αυτόν, που δυσκολεύομαι να τον αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την γκρίνια του, γι’ αυτό και δεν τον κάνω παρέα || έχω πρόβλημα με την τσιγκουνιά του, γι’ αυτό και δεν τον παίρνω μαζί μου στα μπουζούκια»·
- η καρδιά του προβλήματος, βλ. λ. καρδιά·
- καθένας με το πρόβλημά του, α. καθένας θέτει διαφορετικούς στόχους ή έχει διαφορετικές συνήθειες και πεποιθήσεις, άρα αντιμετωπίζει διαφορετικές δυσκολίες: «τόσοι άνθρωποι μέσα στην πόλη μας, καθένας με το πρόβλημά του». β. έκφραση αγανάκτησης στην περίπτωση που κάποιος γίνεται ιδιαίτερα φορτικός, που επιμένει να μας εκθέσει το πρόβλημά του για να τον βοηθήσουμε στη λύση του: «κοίτα να δεις, καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο με την περίπτωση σου». γ. έκφραση που δηλώνει ότι το άτομο ή το σύνολο των ατόμων στο οποίο αναφερόμαστε, είναι προβληματικά, παρουσιάζουν συμπεριφορά που θέτει δυσκολίες στους άλλους: «από την πρώτη μέρα που πάτησα στο πανεπιστήμιο, κατάλαβα ότι οι συμφοιτητές μου ήταν καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό πέρασε καιρός για να επιλέξω τους φίλους μου»· βλ. και φρ. καθένας με τον καημό του, λ. καημός·
- κανένα πρόβλημα, α. όλα είναι εύκολα ή λειτουργούν στην εντέλεια, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία: «πώς πάει η δουλειά; -Κανένα πρόβλημα». β. δε με πειράζει, δεν έχω αντίρρηση: «θα σε πείραζε αν ερχόταν μαζί μας κι ο τάδε; -Κανένα πρόβλημα»·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από λαχείο ή κληρονομιά ή τακτοποιούμαι απόλυτα από τον πετυχημένο γάμο που έκανα: «του ’πεσε ο πρώτος αριθμός κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του || παντρεύτηκε την κόρη του τάδε εφοπλιστή κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του»· 
- μη δημιουργείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς πρόβλημα, επειδή πάνω στο θυμό του είπε και μια κουβέντα παραπάνω». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς θέμα·
- ουδέν πρόβλημα, βλ. φρ. κανένα πρόβλημα·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που διστάζει να ενεργήσει ή να εκφραστεί: «ποιο είναι το πρόβλημά σου και δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά! || ποιο είναι το πρόβλημά σου και δε μας λες την αλήθεια!»·
- πρόβλημά σου! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος ή αυτό που προέκυψε ή πρόκειται να προκύψει, πρέπει να απασχολεί εσένα και όχι εμένα και, κατ’ επέκταση, δηλώνει αδιαφορία: «πώς θα τον καταφέρω να με βοηθήσει; -Πρόβλημά σου! || πώς θα καλύψω την επιταγή; -Πρόβλημά σου!»·
- προσωπικό σου πρόβλημα, βλ. φρ. δικό σου πρόβλημα.

πρόσωπο

πρόσωπο, το, ουσ. [<αρχ. πρόσωπον], το πρόσωπο. 1. το μούτρο, η όψη, η φάτσα του ανθρώπου: «ήταν γυναίκα καλλίγραμμη και με πολύ ωραίο πρόσωπο». 2. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο: «πόσα πρόσωπα θα είμαστε, που θα κάνουμε την κουβέντα;». 3. καθένας που διαδραματίζει ένα ρόλο σε μια υπόθεση: «τον στρίμωξαν κι αποκάλυψε τα πραγματικά πρόσωπα της απάτης». 4. (και για τα δυο φύλα) ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «τον είδα στην αγορά να κάνει βόλτα στην παραλία παρέα με το πρόσωπο». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σε άλλο πρόσωπο και μαζί μου τώρα παίξε ρόλο διπρόσωπο). (Ακολουθούν 64 φρ.)·
- αλλάζω πρόσωπο, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αφού μου φέρεσαι άσχημα, θ’ αλλάξω κι εγώ πρόσωπο και θα σου συμπεριφερθώ ανάλογα»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου δε συμβαδίζει με τον εσωτερικό του κόσμο, με τα αισθήματά του: «μην τον βλέπεις έτσι όμορφο και ξανοίγεσαι μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά || επειδή ήταν άσχημος, δεν τον θέλαμε στην παρέα μας, όταν όμως τον γνωρίσαμε καλά, ξετρελαθήκαμε μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά»·  
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, βλ. λ. άνθρωπος·
- βουβό πρόσωπο, ηθοποιός θεάτρου, που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει: «στο τάδε έργο, που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ήμουν βουβό πρόσωπο»·
- γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, όσο πιο ανάγωγος, αδιάντροπος, αγενής και γενικά αναίσθητος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει στη ζωή του: «εκ συστήματος φέρεται μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στον κόσμο, γιατί γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη, λ. ζωή·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μόλις τους έδειξα το πραγματικό μου πρόσωπο, κατάλαβαν πως δεν είχαν να κάνουν με κανένα παιδάκι!». Συνών. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δεν έχω πρόσωπο, δεν είμαι φερέγγυος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω πρόσωπο στην πιάτσα»·
- δεν έχω πρόσωπο να..., α. δεν τολμώ να..., ντρέπομαι να...: «δεν μπόρεσα να του επιστρέψω τα δανεικά που του είχα πάρει την τελευταία φορά, και δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω άλλα || πάνω στο θυμό μου του είπα βαριές κουβέντες και δεν έχω πρόσωπο να τον συναντήσω». β. δεν είμαι άξιος να…, δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να…: «ήθελα πολύ να την πάρω αυτή τη δουλειά, αλλά δεν έχω πρόσωπο να τη φέρω σε πέρας, γιατί χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια»·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο, βλ. φρ. δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο·
- δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, αποφεύγω συστηματικά τον κόσμο από την ντροπή ή την ενοχή που νιώθω για κάτι: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρησή μου, δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο»·
- έγινε το πρόσωπο της ημέρας, συζητείται ευρέως, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «μετά της αποκαλύψεις που έκανε στην τηλεόραση σε βάρος του τάδε υπουργού, έγινε το πρόσωπο της ημέρας»·
- είναι το πρόσωπο της ημέρας, βλ. φρ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- έχει άλλο πρόσωπο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι προσδίδει σε κάποιον επιπλέον αξία, επιπλέον βαρύτητα συγκριτικά με κάποιους άλλους: «απ’ τη στιγμή που κατέθεσε τόσα εκατομμύρια στην τράπεζα, έχει άλλο πρόσωπο από έναν κοινό καταθέτη»·
- έχει δυο πρόσωπα, είναι υποκριτής, διπρόσωπος: «μην έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκαρώσει»· βλ. και λ. διπρόσωπος·
- έχει πρόσωπο και μιλάει! ενώ είναι ένοχος ή υπόλογος για κάτι, αντί να πάψει να μιλάει, έχει το θράσος να μας απευθύνει το λόγο για να δικαιολογηθεί: «δε βλέπει πως ήταν ο κύριος αίτιος της αποτυχίας μας, έχει πρόσωπο και μιλάει!». Συνήθως άλλοτε μετά το έχει ή άλλοτε μετά το πρόσωπο και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ακόμα·
- έχω πρόσωπο ή έχω πρόσωπο στην κοινωνία, α. έχω επιβολή, έχω πέραση, ο λόγος μου περνάει, εισακούεται, είμαι κοινωνικά αποδεκτός: «αν θέλεις να σε βοηθήσει κάποιος, πήγαινε στον τάδε, που έχει πρόσωπο». β. έχω οικονομική δύναμη, έχω οικονομική επιφάνεια: «δώσ’ του όσα λεφτά κι αν σου ζητήσει, γιατί έχει πρόσωπο ο άνθρωπος»·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- κάποιο πρόσωπο, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποιο πρόσωπο μου είπε πως με κατηγόρησες». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του, γιατί είναι γνωστός στην ομήγυρη: «κάποιο πρόσωπο θα πρέπει να προσέχει περισσότερο τον άντρα της». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποιο πρόσωπο». Συνών. ένας κάποιος / κάποια ψυχή / μια ψυχή·
- κατά πρόσωπο, κατευθείαν σε κάποιον και με θάρρος: «του τα ’πε κατά πρόσωπο και χωρίς να φοβηθεί τίποτα»·
- κοίτα το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, βλ. λ. καθρέφτης·
- κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «όταν κάνω κάποια νέα γνωριμία, για ένα διάστημα κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, μέχρι να καταλάβω τι σόι άνθρωπος είναι». Συνών. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- με ανθρώπινο πρόσωπο, α. με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου, με αίσθημα δικαιοσύνης: «η κυβέρνηση θέλει να οικοδομήσει ένα κράτος με ανθρώπινο πρόσωπο». β. με τρόπο, με φέρσιμο οικείο, πράο, ευχάριστο: «κάποια στιγμή άφησε κατά μέρος τις αγριάδες και μας μίλησε με ανθρώπινο πρόσωπο»·
- με τι πρόσωπο να…, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο άτομο δεν τολμάει, δεν έχει το θάρρος να ενεργήσει, να συμπεριφερθεί ανάλογα με την περίσταση σε κάποιον, γιατί για κάποιο λόγο αισθάνεται ντροπή ή ενοχή: «με τι πρόσωπο να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα; || με τι πρόσωπο να του ζητήσω δανεικά, που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά; || με τι πρόσωπο να πάω στο σπίτι του, που απ’ τη μέρα που τ’ αγόρασε, δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι πρόσωπο ζητάει να μ’ αντικρίσει, με τι πρόσωπο συγνώμη θα μου πει, τώρα πια δικάστηκε να ζήσει μοναχή, βουτηγμένη στην ντροπή
- με τον ιδρώτα του προσώπου μου, βλ. λ. ιδρώτας·
- μεγάλο πρόσωπο! βλ. συνηθέστ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- μεγάλο πρόσωπο, (και για τα δυο φύλα) που είναι ξεχωριστός, σημαντικός, σπουδαίος: «αυτός κάνει παρέα μόνο με μεγάλα πρόσωπα»·
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- πέτρινο πρόσωπο, που είναι σκληρό, ψυχρό, ανέκφραστο: «βλέποντας το πέτρινο πρόσωπό του, κατάλαβα πως δε συγκινήθηκε και δεν είχε σκοπό να με βοηθήσει»·
- πρόσωπα και πράγματα, α. με όλες τις λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψει τίποτα, με αναφορά όλων όσοι συμμετείχαν σε μια υπόθεση, των πράξεων που έκαναν ή των γεγονότων που συνέβησαν: «ρώτα καλύτερα τον τάδε που ήταν παρών, και θα σου πει πρόσωπα και πράγματα». β. που δηλώνει εμπειρική γνώση, επαφή με πολλούς ανθρώπους και πολλά γεγονότα, και, κατ’ επέκταση, απόκτηση μεγάλης πείρας στη ζωή: «είδα πρόσωπα και πράγματα στη ζωή μου και κατέληξα στο συμπέρασμα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τους ανθρώπους»·
- πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που είναι αποδεκτό από όλους, που το εμπιστεύονται όλοι: «τα κόμματα συμφώνησαν να αναλάβει τη διεύθυνση της προβληματικής επιχείρησης ένα πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης»·
- πρόσωπο με πρόσωπο, κατ’ ιδίαν, ιδιωτικά, απευθείας, σε άμεση επαφή και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για να λύσουν κάτι διαφορές που είχαν || μιλήσαμε απ’ το τηλέφωνο κι αύριο, που θα συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, θα τα πούμε καλύτερα»·
- πρόσωπο φεγγάρι, πρόσωπο φωτεινό και ολοστρόγγυλο: «είχε μάτια σπινθηροβόλα κι ένα πρόσωπο φεγγάρι». Από την εικόνα της πανσελήνου·
- σιγά το πρόσωπο! ή σιγά στο πρόσωπο! ειρωνική αμφισβήτηση για άτομο που μας αναφέρει κάποιος πως είναι ξεχωριστό, σημαντικό, σπουδαίο: «ο τάδε είναι απ’ τους λίγους ανθρώπους που αξίζουν. -Σιγά το πρόσωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ·
- σπουδαίο πρόσωπο! ή σπουδαίο το πρόσωπο! βλ. φρ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει υψηλή κοινωνική, οικονομική ή καλλιτεχνική θέση: «τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι σπουδαίο πρόσωπο»·
- στο πρόσωπό του αναγνωρίζω…, βλ. συνηθέστ. στο πρόσωπό του βλέπω·
- στο πρόσωπό του βλέπω…, αποδίδω στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος κάποιο συγκεκριμένο μελλοντικό ρόλο ή κάποια συγκεκριμένη μελλοντική ιδιότητα: «στο πρόσωπό του βλέπω έναν νέο Εθνάρχη || στο πρόσωπό του βλέπω έναν μεγάλο επιστήμονα του αύριο»·
- τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, κουβεντιάζουμε τετ α τετ, ο ένας απέναντι στον άλλον, κουβεντιάζουμε ιδιωτικά, απευθείας και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «ανάμεσά μας δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρεξήγηση, γιατί κάθε τόσο συναντιόμαστε και τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο || κάθονταν στη γωνιά του μπαρ και τα ’λεγαν πρόσωπο με πρόσωπο»·
- τι κάνει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το πρόσωπο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει, μωρέ, το πρόσωπο και δεν το σταματάει κανένας!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο(!)·
- τι λέει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, ρε φίλε, άκου τι λέει το πρόσωπο!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει, μωρέ, το πρόσωπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο(!)·
το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το πρόσωπο, α. συνθηματική αναφορά στην ερωμένη, στην γκόμενα, για να μην πούμε το όνομά της και καταλάβουν οι άλλοι για ποια πρόκειται: «είδα κάποια στιγμή απ’ έξω το πρόσωπο και κατάλαβα πως σε ζητούσε». β. (γενικά) αναφορά με δόση ειρωνείας, συνήθως, σε άτομο που δεν εκτιμούμε: «τι ήθελε πάλι το πρόσωπο πρωί πρωί στο γραφείο σου;»·
το πρόσωπο είναι σπαθί, α. είναι ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος: «πρέπει να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί». β. ανταποκρίνεται συνήθως στη χάρη που του ζητάμε: «αφού πήγες στον τάδε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί»·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, η προσωπική παρουσία του ενδιαφερομένου για μια δουλειά φέρνει άμεσα αποτελέσματα: «πρέπει να πας ο ίδιος, αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί»· βλ. και φρ. το πρόσωπο είναι σπαθί·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- του δίνω πρόσωπο, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί του δίνεις πρόσωπο, αφού ξέρεις πως είναι απατεώνας!»·
- του το πέταξα στο πρόσωπο, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. λ. καθρέφτης·
- υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, άτομα που κατέχουν υψηλές πολιτικές ή κοινωνικές θέσεις: «έχει αποδειχτεί πολλές φορές πως για τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ο νόμος ερμηνεύεται αλλιώς»·
- φανερώνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φάνηκε το αληθινό του πρόσωπο, βλ. φρ. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός του χαρακτήρας, ιδίως ο κακός: «πάντα μιλούσε για φιλία κι αλληλεγγύη, αλλά, μόλις του ζήτησα να με βοηθήσει, φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, γιατί αρνήθηκε με χίλιες δυο δικαιολογίες». Συνών. φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός·
- φεγγαρίσιο πρόσωπο, βλ. φρ. πρόσωπο φεγγάρι·
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- χάθηκε η τσίπα απ’ το πρόσωπό του, βλ. λ. τσίπα·
- χλομό πρόσωπο, χαρακτηρισμός από τους Ινδιάνους ατόμου που ανήκει στη λευκή φυλή: «οι Απάτσι είχαν μακροχρόνιο πόλεμο με τα χλομά πρόσωπα». Η φρ. έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τα αμερικάνικα κινηματογραφικά έργα.

σάλιο

σάλιο, το, ουσ. [<μσν. σάλιο <σπάν. σιάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σίαλον με αποβολή του ι], το σάλιο. 1. ως επιφών. σάλιο! καθόλου, τίποτα: «υπάρχει κανένα φράγκο για να φάμε από ένα σάντουιτς; -Σάλιο!». 2α. στον πλ. τα σάλια, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «άσε τα σάλια και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες (1). β. ως επιφών. σάλια! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε χτες βράδυ ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. σαλάκι, το. (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- γαμήσι χωρίς σάλιο βλ. λ. γαμήσι·
- δεν άφησε σάλιο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «του άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία, αλλά απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά, δεν άφησε σάλιο». Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε σάλιο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «οι κακές παρέες ήταν η αιτία που απ’ την ατράνταχτη περιουσία του πατέρα του δεν έμεινε σάλιο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «έφερα δέκα τόνους μπανάνες και μέσα σε δυο μέρες δεν έμεινε σάλιο». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα· 
- δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω καθόλου χρήματα, ξέμεινα εντελώς: «πώς να σου δώσω δανεικά, αφού δεν υπάρχει σάλιο || θα μου δανείσεις τριακόσια ευρώ; -Δεν υπάρχει σάλιο»·
- έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, α. κουράστηκα ύστερα από πολύωρη ομιλία: «εμένα έγινε το σάλιο μου γιαούρτι να τον συμβουλεύω κι αυτός μπαινάκης βγαινάκης». β. δίψασα πάρα πολύ, ύστερα από πολύωρη χειρωνακτική εργασία ή πορεία, ιδίως κάτω από τον ήλιο: «μετά από δέκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο κάτω απ’ τον ήλιο, ήρθε κι έγινε το σάλιο μου γιαούρτι». Από το ότι λόγω δίψας (μετά από σωματική καταπόνηση, αφυδάτωση ή μεγάλη σε διάρκεια συνεχόμενη ομιλία) το σάλιο πολλών ανθρώπων γίνεται πηχτό και κάτασπρο, όπως είναι και το γιαούρτι, και πολλές φορές μάλιστα ξεχωρίζει στις άκρες των χειλιών τους·
- είναι κολλημένο με σάλιο (κάτι), είναι κάτι πολύ πρόχειρα κολλημένο: «προς το παρόν μη βάζεις τίποτα στο ράφι, γιατί είναι κολλημένο με σάλιο»·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. φρ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, θα σου επιβάλλω άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά:«αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο»·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- καταπίνω το σάλιο μου, δεν ξέρω τι να πω από την αμηχανία που νιώθω: «μόλις του ζήτησα δανεικά κι άνοιξε το ταμείο του και μου τα ’δωσε, κατάπια το σάλιο μου»·
- κόλλησε το σάλιο μου, βλ. φρ. στέγνωσε το σάλιο μου·
- κολλώ με σάλιο (κάτι), κολλώ πολύ πρόχειρα κάτι: «φώναξα το μάστορα να μου κολλήσει το ράφι της βιβλιοθήκης, αλλά, φαίνεται, το κόλλησε με σάλιο, γιατί, μόλις έβαλα πάλι τα βιβλία στη θέση τους, ξεκόλλησε»·
- λέω σάλια, λέω ψέματα: «σταμάτα να λες σάλια, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς έγιναν τα πράγματα»·
- μας γέμισε σάλια ή με γέμισε σάλια, μας είπε ένα σωρό ψέματα: «μας γέμισε σάλια μέχρι να μας πάρει τα λεφτά κι ύστερα εξαφανίστηκε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. φρ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, μου προξένησε μεγάλη ζημιά: «με πήδηξε χωρίς σάλιο ο μεταφορέας, γιατί δεν ήρθε στην ώρα του να φορτώσει το εμπόρευμα κι ο πελάτης μου ακύρωσε την παραγγελία». Από την εικόνα του ατόμου που υπέστη τη σεξουαλική πράξη από πίσω, χωρίς να του βάλουν σάλιο στον πρωκτό του για να γλιστράει το πέος και να μετριάζεται ο πόνος του. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! μην επιμένεις περισσότερο, πάψε να μιλάς, γιατί δεν πρόκειται να με πείσεις: «έχω προσωπική γνώμη για το πώς έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου!»·    
- μύξες σάλια! βλ. λ. μύξα·
- πλένομαι με σάλιο, λέγεται στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού: «αν δε ρίξει πολλές βροχές το χειμώνα, εμείς οι Αθηναίοι το καλοκαίρι θα πλενόμαστε με σάλιο». Ίσως αναφορά στη γάτα, που φροντίζει την καθαριότητα του κορμιού της με το σάλιο της· 
- στέγνωσε το σάλιο μου, δίψασα υπερβολικά: «φέρε μου να πιω λίγο νερό, γιατί στέγνωσε το σάλιο μου τόσες ώρες κάτω απ’ τον ήλιο»· βλ. και φρ. έγινε το σάλιο μου γιαούρτι ·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. φρ. του τρέχουν τα σάλια·
- του τρέχουν τα σάλια ή τρέχουν τα σάλια του, επιθυμεί έντονα να αποκτήσει, να απολαύσει κάτι ή να γευτεί κάποιο φαγητό: «τρέχουν τα σάλια του, κάθε φορά που βλέπει αυτό τ’ αυτοκίνητο || κάθε φορά που βλέπει την τάδε να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, του τρέχουν τα σάλια || όταν ακούει να γίνεται λόγος για λαγό στιφάδο, τρέχουν τα σάλια του»·
- τρώμε τα σάλια μας, είμαστε πολύ συνδεδεμένοι, πολύ αγαπημένοι, πολύ φίλοι: «με τον τάδε τρώμε τα σάλια μας απ’ τα παιδικά μας  χρόνια». Από το ότι θα πρέπει να αγαπάμε πάρα πολύ κάποιον για να μη νιώθουμε αηδία από τα σάλια του.

σκασίλα

σκασίλα, η, ουσ. [<σκάση <μτγν. σχάσις <σχάζω + κατάλ. -ίλα], μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχει τέτοια σκασίλα, που δε μιλιέται»·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν πως είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θέλω να καταμετρήσεις κι αυτό το εμπόρευμα. -Άλλη σκασίλα δεν είχα! Εγώ έχω να στείλω ακόμη πέντε παραγγελίες || πρέπει να βοηθήσουμε τον τάδε στη μετακόμιση που θα κάνει. -Άλλη σκασίλα δεν είχαμε! Μια Κυριακή έχω για ξεκούραση». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Άλλη σκασίλα δεν είχα! || όπως θα επιστρέφεις, θα μου φέρεις και το πράγμα που σου ζήτησα; -Άλλη σκασίλα δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Συνών. άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! / άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! / άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! / άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! / άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! / άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! / άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! / άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! / άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! / άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! / άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλγκά δεν έχουμε(!)·
- κι είχα μια σκασίλα! ή κι έχω μια σκασίλα! ή κι είχαμε μια σκασίλα! ή κι έχουμε μια σκασίλα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει μέσα σε πέντε λεπτά, εγώ θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα μια σκασίλα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Συνών. κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! / κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! / κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! / κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! / κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! / κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! / κι είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή κι είχαμε μια καΐλα! ή κι έχουμε μια καΐλα! / κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη! / κι είχα μια σκορδοκαΐλα ή κι έχω μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχουμε μια σκορδοκαΐλα! / κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! ή κι έχουμε μια σκοτούρα! / κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχω μια στεναχώρια! ή κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχουμε μια στενοχώρια! / κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα(!)·
- μεγάλη μας σκασίλα! ή σκασίλα μας μεγάλη! ή μεγάλη μου σκασίλα! ή σκασίλα μου μεγάλη! έκφραση αδιαφορίας για κάποιον ή για κάτι: «μεγάλη μου σκασίλα αν έρθει ο τάδε!». (Τραγούδι: και δε πά’ να… η κοινωνία η ξεφτίλα κι ούτε που θα… εγώ… μεγάλη μου σκασίλα). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·  
- σκασίλα! ή σκασίλα μου! ή σκασίλα μας! βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα(!). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! έκφραση τέλειας αδιαφορίας, όταν κάποιος μας αποκλείει από κάποια διαδικασία ή μας αρνείται κάτι: «αν έχεις και τον τάδε μαζί σου, δε θα σ’ αφήσουμε να πάρεις μέρος στη συνεδρίαση. -Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! || αν θα ’ναι κι ο τάδε μαζί σου στη συγκέντρωση, εγώ δε θα ’ρθω. -Σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα ποντικοί! δίνεται ως ειρωνική απάντηση στο σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! που μας απευθύνει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το κι εμένα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σκασίλα που την έχω! ή σκασίλα που την είχαμε! δε με νοιάζει, αδιαφορώ τελείως: «όπως πάει ο τάδε θα χρεοκοπήσει. -Σκασίλα που την έχω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

σκοτούρα

σκοτούρα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. σκοτούρα], συνεχής ενόχληση, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα, επίμονη έγνοια, επίμονος μπελάς: «τον τελευταίο καιρό έχω τόσες σκοτούρες, που κοντεύω να τρελαθώ». (Λαϊκό τραγούδι: μες την πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ’ αγαπήσω). Ακούγεται και σκουτούρα, η·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις το βάψιμο αυτό του σπιτιού, θα σου δώσω μια νέα διεύθυνση για τον ίδιο σκοπό. -Άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! Το ξέρεις πως έχω να βάψω άλλα δυο σπίτια; || το βράδυ πρέπει να πάμε στο σπίτι της τάδε, γιατί μας κάλεσε. -Άλλη σκοτούρα δεν έχω! Εγώ είμαι κουρασμένος θέλω να κοιμηθώ νωρίς». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που πρόκειται να κάνω; -Άλλη σκοτούρα δεν είχα! Το ξέρεις πως μου πονάει η μέση; || θα μου φέρεις το άρωμα που συ ζήτησα; -Άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! Σου είπα πως αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βασανίζομαι από έντονα προβλήματα, από επίμονες έγνοιες, από επίμονους μπελάδες: «έχω τέτοιες σκοτούρες στο κεφάλι και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό,βλ. συνηθέστ.έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου·
- κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! ή κι έχουμε μια σκοτούρα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε στην εκδρομή, δε θα ’ρθω ούτ’ εγώ. -Κι είχα μια σκοτούρα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με δέρνουν οι σκοτούρες, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από επίμονες φροντίδες, από επίμονους μπελάδες: «τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να κλείσω μάτι, γιατί με δέρνουν οι σκοτούρες». Στον τύπο με δέρνουν κάτι σκοτούρες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σκοτούρες(!)·
- σκοτούρα μου! ή σκοτούρα μας! βλ. φρ. κι είχα μια σκοτούρα!

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στεναχώρια

στεναχώρια κ. στενοχώρια, η ουσ. [<αρχ. στενοχωρία <στενόχωρος]. 1. ψυχική δυσφορία, λύπη, θλίψη, που προέρχεται από κάτι κακό ή δυσάρεστο: «έχει μεγάλη στενοχώρια ο φουκαράς, γιατί είναι άρρωστος ο γιος του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, θα με φάει η στεναχώρια που μα ’στε χώρια, που ζούμε χώρια). 2. δύσκολη οικονομική κατάσταση: «δεν πάει καλά η δουλειά του κι έχει μεγάλη στεναχώρια». 3. έγνοια, σκοτούρα: «μην του μιλάς, γιατί τον τελευταίο καιρό είναι γεμάτος στεναχώριες»·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «πάρε αυτή την παραγγελία και πήγαινέ την στο σπίτι της τάδε. -Άλλη στεναχώρια δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να πάω άλλες τρεις παραγγελίες; || το βράδυ πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη στεναχώρια δεν είχαμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «πέρνα, σε παρακαλώ, απ’ το σπίτι να πεις τη γυναίκα μου πως δε θα πάω το μεσημέρι. -Άλλη στεναχώρια δεν έχω! Εγώ πηγαίνω προς την αντίθετη πλευρά || φέρε μου όπως θα έρχεσαι κι ένα πακέτο τσιγάρα. -Άλλη στεναχώρια δεν είχα. Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·    
- η στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει, πικρή παραδοχή υπό τύπο εσωτερικού διαλόγου πως μπορεί να περνάει η στεναχώρια, αλλά αφήνει ψυχικό τραύμα: «μη στεναχωριέσαι, γιατί θα περάσει κι αυτή η στεναχώρια. -Η στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει»·
- κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχω μια στεναχώρια! ή κι είχαμε μια στεναχώρια! ή κι έχουμε μια στεναχώρια! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια. -Κι είχα μια στεναχώρια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- στεναχώρια! ή στεναχώρια μου! ή στεναχώρια μας! βλ. φρ. κι είχα μια στεναχώρια!

στιγμή

στιγμή, η, ουσ. [<αρχ. στιγμή], η στιγμή· ελάχιστο χρονικό διάστημα· ως επίρρ., καθόλου: «μόλις μπήκε μέσα η τάδε, δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από πάνω της». Υποκορ. στιγμούλα, η. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ανάθεμα τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «είναι τύπος που αλλάζει γνώμη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη || απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έγινε πλούσιος, γιατί κέρδισε στο τζόκερ»·
- απ’ τη στιγμή που…, αφού, εφόσον, αν: «απ’ τη στιγμή που δε θα πας εσύ, δε θα πάω κι εγώ»·
- απ’ την πρώτη στιγμή, αμέσως, ευθύς: «απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως δεν ήταν σόι άνθρωπος»·
- από στιγμή σε στιγμή, συντομότατα, εντός ολίγου, όπου να’ ναι, χωρίς να γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς: «θα φανεί από στιγμή σε στιγμή»·
- βλαστήμησα τη στιγμή που…, βλ. φρ. βλαστήμησα την ώρα που…, λ. ώρα·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- για μια στιγμή, στιγμιαία: «για μια στιγμή μου φάνηκε πως τον είδα να περνάει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο»·
- δε χάνω στιγμή, ενεργώ, κινούμαι, δρω αμέσως: «μόλις μου τυχαίνει κάποια καλή ευκαιρία, δε χάνω στιγμή και την εκμεταλλεύομαι»·
- δεν είναι της στιγμής (κάτι), δηλώνει άκαιρη επέμβαση: «με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά τι ώρα θα φάμε; -Δεν είναι τη στιγμής, δε βλέπεις που δεν τελείωσε ακόμα η μετακόμισή μας!»·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι στιγμές που…, βλ. φρ. έρχονται στιγμές που(…)·
- έρχονται στιγμές που…, λέγεται για κάτι που συμβαίνει κατά αραιά χρονικά διαστήματα: «έρχονται στιγμές, που αναπολώ τ’ ανέμελα παιδικά μου χρόνια || έρχονται στιγμές που μετανιώνω που τον βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: έρχονται στιγμές που ακόμα σ’ αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, είναι άλλοτε καλός και άλλοτε κακός: «σαν όλους τους ανθρώπους, έτσι κι αυτός, έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του»·    
- ζω τρομερές στιγμές, περνώ πολύ δύσκολη ή πολύ ευχάριστη περίοδο: «μετά το θάνατο του πατέρα μου, ζω τρομερές στιγμές, γιατί ακόμα δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω || πήγα με την τάδε στο νησί και ζήσαμε τρομερές στιγμές»·
- η κακιά στιγμή, βλ. φρ. η κακιά ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή,για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή, μπουζούκι θα σε σπάσω
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, με επισκέφθηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «ήρθε να μου ζητήσει να τον βοηθήσω, αλλά ήρθε σ’ άσχημη στιγμή κι έτσι έφυγε άπρακτος»·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, ένιωσε άσχημα, δύσκολα από τη συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε σε δύσκολη στιγμή, όταν ο άλλος μπροστά στον κόσμο απαιτούσε να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε δώσει»·
- ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη στιγμή·
- ήρθε σε καλή στιγμή, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «μα δεν μπόρεσα να του αρνηθώ τίποτα, γιατί ήρθε σε καλή στιγμή»·
- θα βλαστημήσεις τη στιγμή που…, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις την ώρα που…, λ. ώρα·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- ιστορική στιγμή, ορισμένο χρονικό σημείο της Ιστορίας ενός τόπου, της Ιστορίας γενικά ή της ζωής μας, με ιδιαίτερη σπουδαιότητα: «ήταν ιστορική στιγμή η κατάκτηση της Σελήνης || ήταν ιστορική στιγμή η επάνοδος του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 || ήταν ιστορική στιγμή για μένα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα»·
- κάθε στιγμή, πολύ συχνά, πολύ τακτικά: «κάθε στιγμή, πού τον βρίσκεις πού τον χάνεις, τη βγάζει αραχτός στα μπαράκια της παραλίας». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα σε σταυρώσανε μια μέρα σκοτεινή και με μένα με σταυρώνουνε, Χριστέ, κάθε στιγμή
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κάποια στιγμή, (αόριστα) κάποτε: «πέρασε πολύς καιρός από τότε, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως είχα δίκιο, κι ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη»·
- κατάρα τη στιγμή, βλ. λ. κατάρα·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. φρ. με βρήκε δύσκολη στιγμή·
- με βρήκε δύσκολη στιγμή, βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επειδή αντιμετωπίζω ανεπιθύμητο γεγονός: «αφού βλέπεις πως με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μ’ ενοχλείς κι εσύ με τη μουρμούρα σου!». (Λαϊκό τραγούδι: με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη μου μιλάτε απόψε, μη
- μετράει στιγμές, είναι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, ο άρρωστος μετράει στιγμές»·
- μέχρι στιγμής, μέχρι αυτή την ώρα που μιλάμε: «μέχρι στιγμής δεν είχα κανένα νέο του || μέχρι στιγμής δεν αποφασίσαμε τι θα κάνουμε»·
- μήτε στιγμή, βλ. φρ. ούτε στιγμή·
- μια στιγμή! έκφραση με την οποία ζητάμε από κάποιον να περιμένει, γιατί προτιθέμεθα να του πούμε κάτι που σκεφτήκαμε ξαφνικά ή να τον απασχολήσουμε για ελάχιστο χρονικό διάστημα: «μια στιγμή, γιατί νομίζω πως βρήκα τι θα κάνουμε! || μια στιγμή, σας παρακαλώ! Πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;»·   
- μια στιγμή, ελάχιστο χρονικό διάστημα: «περίμενε μια στιγμή να ξεκουραστώ και συνεχίζουμε αμέσως»·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ούτε (μια) στιγμή, α. καθόλου: «δεν τον άφησα ούτε μια στιγμή απ’ τα μάτια μου || δε θα σηκωθείς ούτε στιγμή απ’ τη θέση σου || δε δίστασε ούτε στιγμή και του τα ’πε έξω απ’ τα δόντια». β. δηλώνει πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «δεν έχει ούτε στιγμή που έφυγε κι αν βιαστείς, ίσως τον προλάβεις στ’ ασανσέρ». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- προς στιγμή, κάποια στιγμή και για πολύ λίγο χρονικό διάστημα: «προς στιγμή νόμισα πως ο τάδε που ερχόταν ήταν ο αδερφός σου, όταν όμως πλησίασε, κατάλαβα πως ήταν κάποιος άλλος, που του έμοιαζε»·
- σε μια στιγμή, ξαφνικά, στιγμιαία: «σε μια στιγμή άρχισε να γελάει δυνατά»·
- σε στιγμή αδυναμίας, συνηθισμένη δικαιολογία γυναικών που έχουν απατήσει το σύζυγό τους ή τον εραστή τους, αποδίδοντας την απάτη σε πρόσκαιρη μείωση της ηθικής τους αντίστασης: «μετάνιωσε πικρά που απάτησε τον άντρα της και αποδίδει το γεγονός σε στιγμή αδυναμίας». Συνήθως μετά το σε της φρ. ακολουθεί το μια·
- στη στιγμή, αμέσως: «θέλω να πας και να ’ρθεις στη στιγμή»·
- τελευταία στιγμή, βλ. φρ. την τελευταία στιγμή·
- τη στιγμή που…, α. κατά τη διάρκεια που…, ενόσω, ακριβώς την ώρα που…: «τη στιγμή που μιλούσες στο τηλέφωνο, πέρασε ο τάδε έξω απ’ το μπαράκι». β. αφού, εφόσον: «τη στιγμή που ξέρεις ποιος είναι ο ένοχος, πρέπει να τον κατονομάσεις»·
- την τελευταία στιγμή, ακριβώς λίγο πριν συμβεί κάτι καλό ή κακό, στο τελευταίο χρονικό όριο: «τον πρόλαβα την τελευταία στιγμή, πριν υπογράψει το συμβόλαιο, κι έτσι γλίτωσε ο άνθρωπος || έτρεχα σαν τρελός να προλάβω το τρένο, αλλά την τελευταία στιγμή το ’χασα».
- την τελευταία του στιγμή, λίγο πριν πεθάνει, λίγο πριν ξεψυχήσει: «λίγο πριν την τελευταία του στιγμή έδωσε την ευχή του στα παιδιά του || την τελευταία του στιγμή αναγνώρισε όλα τα σφάλματά του». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά, μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω
- της στιγμής, α. που γίνεται γρήγορα: «ο νες καφέ είναι ένας καφές της στιγμής». β. που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα: «πρέπει να ξανασκεφτείς την υπόθεση και δεν πρέπει να πάρεις απόφαση της στιγμής || του έκανε ένα σκίτσο της στιγμής και παρ’ όλ’ αυτά του έμοιαζε»·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- τον βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·   
- τον βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή στιγμή·
- τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, α. τον βρήκα σε τέτοια κατάσταση, που για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να αντισταθεί ή να αντιδράσει: «τον πέτυχα την ώρα που προσπαθούσε να ρίξει μια γκόμενα και μια και τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, του ’κανα τράκα διακόσια ευρώ». β. τον βρήκα σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας: «είμαι σίγουρος πως θα μου ’δινε τα λεφτά που του ζήτησα, αλλά τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, γι’ αυτό δεν μου τα ’δωσε»·
-τον πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
-τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, δεν του είπα τίποτα κι έφυγα»· 
- τον πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «πέρασα απ’ το γραφείο του και με την ευκαιρία που τον πέτυχα σε καλή στιγμή, του ζήτησα και κάτι λεφτά που τα χρειαζόμουν»·
- χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «κάθε φορά που αποτυχαίνει κάπου, χωρίς να χάνει στιγμή επαναλαμβάνει την προσπάθειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά, χωρίς στιγμή να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερε δύο κι άσο). Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα.

τόπος

τόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τόπος], ο τόπος. 1. η πατρίδα, η χώρα, η πόλη, το χωριό: «πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου;». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα θα ζήσω να τα ιδώ του τόπου μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;). 2. θέση: «κάθισε εδώ και μην κουνηθείς απ’ τον τόπο σου, μέχρι να γυρίσω || το δωμάτιο ήταν άνω κάτω και τίποτε δεν ήταν στον τόπο του». (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- Άγιοι Τόποι, οι περιοχές όπου γεννήθηκε, έζησε, έδρασε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός: «πριν πεθάνω, έχω σκοπό να επισκεφθώ τους Αγίους Τόπους»·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, τα ήθη και έθιμα είναι διαφορετικά από τόπο σε τόπο: «στο χωριό μας η γιορτή του Αγίου Γεωργίου γιορτάζεται διαφορετικά απ’ ό,τι γιορτάζεται στην Αττική, γιατί βλέπεις άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι»·
- από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή: «από τόπο σε τόπο υπάρχουν διαφορετικά ήθη και έθιμα»·
- ατάκα κι επί τόπου, βλ. φρ. ατάκα κι επιτόπου, λ. ατάκα·
- αφήνω στον τόπο μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, αφήνω στο πόδι μου: «όσον καιρό έλειπα στο εξωτερικό, άφησα στον τόπο μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον άφησε στον τόπο·
- αφήνω τόπο, βλ. φρ. κάνω τόπο·
- βούιξε ο τόπος ή βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, το μυστικό που αποκαλύφτηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «εδώ βούιξε ο τόπος με τον ερχομό του τάδε κι εσύ δεν έμαθες τίποτα; || μόλις αποκαλύφθηκε το ροζ σκάνδαλο του τάδε υπουργού, βούιξε ο κόσμος όλος»·
- βράζει ο τόπος, α. υπάρχει αφόρητη ζέστα: «κάθε καλοκαίρι το μήνα Ιούλιο βράζει ο τόπος». β. η κατάσταση σε μια χώρα είναι έκρυθμη, προμηνύεται να ξεσπάσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή: «με τα νέα φορομπηχτικά μέτρα της κυβέρνησης βράζει ο τόπος!». γ. (για υλικά αγαθά) υπάρχει αφθονία στην αγορά, ιδίως από ένα είδος: «σ’ όποιο μαγαζί και να πας, θα το βρεις αυτό το είδος, γιατί βράζει ο τόπος»·
- δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ. κλίμα·
- δε με χωράει ο τόπος, είμαι πάρα πολύ ανήσυχος ή ανυπόμονος: «κάθε φορά που πηγαίνουν τα παιδιά μου εκδρομή, δε με χωράει ο τόπος, μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι»·
- δεν έπιασε τόπο, δεν αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο, έγινε μάταια, τζάμπα κάτι: «δεν έπιασε τόπο η συμβουλή που του ’δωσα, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του || δεν έπιασε τόπο το  χρηματικό ποσό που του ’δωσα, γιατί, αντί να το επενδύσει στη δουλειά του, πήγε και το ’φαγε με τις πιτσιρίκες»·
- δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου, τα νεύρα μου, δεν τα αφήνω να εκδηλωθούν, να ξεσπάσουν: «κάθε φορά που μ’ αντιμιλάει άσχημα, δίνω τόπο στην οργή, για να μη γίνει φασαρία»·
- είναι απ’ τον τόπο μου, είναι από την πατρίδα μου, από τη χώρα μου, από την πόλη μου, το χωριό μου: «κάθε φορά που συναντιόμαστε, καθόμαστε και τα κουτσοπίνουμε, γιατί είναι απ’ τον τόπο μου»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, α. δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής του στην οποία ζει: «δεν μπορεί να καταλάβει τη σημερινή νεολαία, γιατί είναι εκτός τόπου και χρόνου». β. λέγεται για κάτι που προγραμματίζεται σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή: «αυτή τη στιγμή έχουμε άλλες προτεραιότητες κι αυτό που μου λες είναι εκτός τόπου και χρόνου»·
- έλα μουνί στον τόπο σου! βλ. μουνί·
- έμεινε στον τόπο, σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα κι έμεινε στον τόπο»·
- επί τόπου, α. ακριβώς στο ίδιο σημείο στο οποίο βρίσκεται, στο οποίο πατάει κάποιος: «θα κάνετε μικρά πηδηματάκια επί τόπου || έκανε μια στροφή επί τόπου κι έφυγε». β. ακριβώς στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο όπου αναφέρεται κάτι: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα, πήγε επί τόπου για να δει και να σχηματίσει προσωπική γνώμη»· βλ. και λ. επιτόπου· 
- έπιασε τόπο, αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο: «η συμβουλή που του ’δωσα, έπιασε τόπο || ο φούρνος μικροκυμάτων που αγόρασα, έπιασε τόπο, γιατί ζεσταίνω μια χαρά το φαγητό μου μέσα σ’ ένα λεπτό || έπιασαν τόπο τα λεφτά που του δάνεισα, γιατί ορθοπόδησε στη δουλειά του»· βλ. και φρ. πιάνει τόπο·
- έφαγα τον τόπο, έψαξα σε όλα τα μέρη, έψαξα παντού: «έφαγα τον τόπο για να σε βρω»·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- καίγεται ο τόπος, επικρατεί αφόρητη ζέστη: «κάθε καλοκαίρι, και ιδιαίτερα τον Ιούλιο μήνα στην πατρίδα μας καίγεται ο τόπος»·
- καίει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. καίγεται ο τόπος·
- κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, οι άνθρωποι κάθε περιοχής έχουν τις δικές τους συνήθειες, τα δικά τους ήθη και έθιμα: «άλλα κάλαντα ψάλλουν τα παιδιά της Μακεδονίας κι άλλα τα παιδιά των νησιών μας, γιατί κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη»·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, αλλάζω εντελώς συμπεριφορά ή τακτική, διαμορφώνω εντελώς άλλη άποψη: «μετά τις νέες αποκαλύψεις, η υπεράσπιση έκανε μεταβολή επί τόπου και χάραξε νέα τακτική για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου»·
- κάνω τόπο, παραμερίζω για να περάσει ή για να καθίσει κάποιος: «αν κάνεις λίγο τόπο, θα χωρέσω να καθίσω κι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα, λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. φρ. δίνω τόπο στην οργή·
- κατά τόπους, σε διάφορα μέρη, τοπικά: «αύριο κατά τόπους ο καιρός θα είναι βροχερός». Χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία·
- κοινός τόπος, λέγεται για λόγο, ιδέα ή διαπίστωση που είναι πολύ γνωστή και στερείται κάθε πρωτοτυπίας: «αποτελεί κοινό τόπο η πρότασή σας για την πάταξη των ναρκωτικών. Μα και βέβαια θα πρέπει να κυνηγηθούν ανελέητα οι μεγαλέμποροι»·
- κουνήσου απ’ τον τόπο σου! βλ. συνηθέστ. κουνήσου απ’ τη θέση σου, λ. θέση·
- κρανίου τόπος, περιοχή που παρουσιάζει γυμνό τοπίο, ιδίως μετά από καταστροφή, από μεγάλη πυρκαγιά: «μόλις έσβησε η πυρκαγιά, εκεί που κάποτε ήταν το πανέμορφο δάσος, τώρα φαντάζει όλη η περιοχή σαν κρανίου τόπος»· βλ. και λ. κρανίο·
- να βουίξει ο τόπος ή να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, να ακουστεί, να μαθευτεί παντού: «θ’ αποκαλύψω τις βρομιές σου, να βουίξει ο τόπος όλος»·
- ουδείς προφήτης στον τόπο του, βλ. λ. προφήτης·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), βλ. λ. παπούτσι·
- πήγε εν τόπω χλοερώ, πέθανε, σκοτώθηκε: «αυτός που ψάχνεις, είναι καιρός τώρα που πήγε εν τόπω χλοερώ || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, καρφώθηκε σε μια κολόνα και πήγε εν τόπω χλοερώ». Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.), (για πράγματα), καταλαμβάνει, χρειάζεται χώρο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.): «αυτή η καρέκλα πιάνει λίγο τόπο στο σαλόνι, αλλά αυτό το μπαούλο πιάνει αρκετό τόπο»· βλ. και φρ. έπιασε τόπο·
- πιάνω τόπο, χρησιμεύω, αποδεικνύομαι χρήσιμος, ωφέλιμος, φέρνω αποτέλεσμα, αποφέρω όφελος: «έπιασαν τόπο οι συμβουλές μου || έπιασαν τόπο τα λεφτά μου»·
- σκάει ο τόπος, βλ. φρ. καίγεται ο τόπος·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- τον άφησε στον τόπο, τον χτύπησε και του επέφερε ακαριαίο θάνατο: «έβγαλε το πιστόλι του και με δυο πυροβολισμούς τον άφησε στον τόπο»·
- τόπο στα νιάτα! προτροπή στους γεροντότερους, που κατέχουν ηγετικές ιδίως θέσεις σε έναν εργασιακό ή πολιτικό χώρο, να αποσυρθούν και να αφήσουν τις πρωτοβουλίες στους νέους·
- τόπος αναπαύσεως, α. το νεκροταφείο: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το νεκρό στον τόπο αναπαύσεως». β. ο Παράδεισος  Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- τόπος χλοερός, βλ. φρ. τόπος αναπαύσεως·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια·
- τόπους τόπους, (ιδίως για βαφή, για χρώμα) περιοχές περιοχές, όχι ομοιόμορφα: «πάνω στη βιασύνη του έβαψε την επιφάνεια τόπους τόπους || η μπλούζα με το πρώτο πλύσιμο ξέβαψε τόπους τόπους».

τόσος

τόσος, -η, -ο, δεικτ. αντων. [<αρχ. τόσος], τέτοιος κατά το μέγεθος, το ποσό, το πλήθος, την απόσταση, τη διάρκεια ή την ένταση: «είναι τόσο μεγάλος || είναι τόσοι πολλοί || πήγε τόσο μακριά; || έχει τόση ομορφιά; || φωνάζει τόσο δυνατά;». Επίρρ. τόσο, για μέγεθος, ποσό, πλήθος, απόσταση, διάρκεια: «δεν είναι και τόσο καλά || τόσο μπορεί να παράγει το εργοστάσιο». (Ακολουθούν 75 φρ.)·
- άλλα τόσα, βλ. λ. άλλος·
- άλλες τόσες, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τόσο, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τόσο κι εγώ, βλ. λ. άλλος·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, βλ. λ. λεφτά·
- απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο, βλ. λ. χίλιοι·
- έγινε άλλος τόσος, βλ. λ. άλλος·
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- εδώ και τόσες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, βλ. λ. ώρα·
- εδώ και τόσο καιρό, βλ. λ. καιρός·
- εδώ και τόσους μήνες, βλ. λ. μήνας·
- είναι τόσο(ς), έχει αυτό το μέγεθος ή το ύψος που δείχνω. Λέγεται συνήθως για μικρό μέγεθος και συνοδεύεται πάντα από χειρονομία με τον αντίχειρα να έρχεται και με την εσωτερική του πλευρά να δείχνει την έκταση της πρώτης φάλαγγας του δείκτη από την εσωτερική του πλευρά. Στην περίπτωση του ύψους, η παλάμη έρχεται κάθετα προς το έδαφος και σταματάει σε μικρή απόσταση από αυτό, ανάλογα με το υποτιθέμενο ύψος που θέλει να προσδιορίσει κάθε φορά·
- είναι τόοοοσο(ς), έχει αυτό το μέγεθος ή το ύψος που δείχνω. Λέγεται συνήθως για μεγάλο μέγεθος και συνοδεύεται πάντα από χειρονομία με τα δυο χέρια να απομακρύνονται το ένα από το άλλο και να φτάνουν στην έκταση προσδιορίζοντας το υποτιθέμενο μεγάλο μέγεθος. Λέγεται όμως και ειρωνικά για πολύ μικρό μέγεθος με την ίδια έμφαση στον τόνο της φωνής, με τη διαφορά πως τα χέρια, από τη θέση της έκτασης που βρίσκονται, έρχονται να ενώσουν μπροστά και οι παλάμες, η μια κοντά στην άλλη, προσδιορίζουν το υποτιθέμενο μικρό μέγεθος. Στην περίπτωση του ύψους, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι τεντωμένο ψηλά, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει το υποτιθέμενο μεγάλο ύψος. Λέγεται όμως και ειρωνικά για πολύ μικρό ύψος με την ίδια έμφαση στον τόνο της φωνής, με τη διαφορά πως το χέρι, αρχίζοντας από το μεγάλο ύψος κατεβαίνει σταδιακά κι έρχεται με την παλάμη του να σταθεί οριζόντια σε μικρή απόσταση από το έδαφος, θέλοντας να προσδιορίσει το υποτιθέμενο μικρό ύψος·
- είναι τόσο(ς) δα, α. έχει πολύ μικρό μέγεθος ή ύψος: «είναι τόσο δα αυτοκινητάκι και δε μας χωράει όλους ||  είναι τόσο δα εμπόδιο και θα το πηδήσεις με το πρώτο». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία που προσδιορίζει το μέγεθος ή το ύψος. β. (για πρόσωπα) είναι μικρός στην ηλικία ή πολύ κοντός: «είναι τόσο δα ανθρωπάκι και θέλει να μπερδεύεται με τους μεγάλους || είναι τόσο δα ανθρωπάκι και θέλει να τα βάλει μ’ εκείνον το γίγαντα! || είναι τόσος δα, όμως δε φοβάται κανέναν!». (Λαϊκό τραγούδι: από μικρούλα τόση δα, με την κοντή ποδίτσα, κατάλαβα πως ήσουνα σιγανοπαπαδίτσα
- κάθε τόσο, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τόσο και λιγάκι, βλ. λ. κάθε·
- και τόσο, α. δηλώνει μετριασμό του χαρακτηρισμού που έγινε από άτομο για κάποιον ή για κάτι: «δεν είναι και τόσο άσχημος! || δεν είναι και τόσο όμορφος!». β. επίσης δηλώνει κάτι περισσότερο από αυτό που αναφέρεται: «η ώρα είναι δώδεκα και τόσο»·
- κάνει το τόσο τόσο, βλ. φρ. το τόσο το κάνει τόσο·
- κάνει το τοσοδουλάκι τόσο, βλ. λ. τοσοδουλάκι·
- κι άλλα τόσα, βλ. λ. άλλος·
- κι άλλο τόσο, βλ. λ. άλλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, βλ. λ. κώλος·
- μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις! βλ. λ. στραβοψωλιάζω·
- μια στα τόσα, βλ. φρ. μια φορά στα τόσα, λ. φορά·
- μια στις τόσες, βλ. φρ. μια φορά στις τόσες, λ. φορά·
- όσα δίνεις τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, στον ίδιο βαθμό: «όσο ο ένας, τόσο κι ο άλλος είναι καλά παιδιά»· βλ. και φρ. τόσο ο ένας, όσο κι ο άλλος·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- όχι και τόσο(ς)! πιο λίγο, πιο μέτρια: «είπαμε να τον αγριέψεις τον άνθρωπο, αλλά όχι και τόσο! || είπαμε ότι είναι κουτός, αλλά όχι και τόσο!»·
- το 1990 τόσο (ή άλλη χρονολογία), (αόριστα) μετά το 1990: «ήταν το 1990 τόσο, που είχαν αρχίσει οι οικονομικές δυσκολίες στον τόπο μας»·
- το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις, τόσο φουσκώνει, βλ. λ. ζυμάρι·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το τόσο το κάνει τόσο ή το τόσο το κάνει τόοοοοσο, δίνει μεγάλη διάσταση σε μια υπόθεση ή κατάσταση χωρίς αιτία και λόγο, μεγαλοποιεί πολύ τα πράγματα: «είναι στο χαρακτήρα του το τόσο να το κάνει τόσο». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με τις δύο παλάμες τεντωμένες και κάθετες προς το έδαφος να απομακρύνονται δεξιά αριστερά μεγαλώνοντας την αρχική ένδειξη μεγέθους·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, βλ. λ. παιδάκι·
- τόσα και τόσα, πάρα πολλά: «υπέφερε τόσα και τόσα και μυαλό δεν έβαλε || γνώρισε τόσα και τόσα στα διάφορα ταξίδια του!»·
- τόσα κι άλλα τόσα, τα διπλάσια: «μου ζήτησε εκατό χιλιάρικα και του ’δωσα τόσα κι άλλα τόσα»·
- τόσα νιώθει, τόσα λέει, βλ. συνηθέστ. τόσα ξέρει, τόσα λέει·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, σχετικά με μια κατάσταση ή υπόθεση εκφράζει την άποψή του, ενώ βρίσκεται σε πλήρη άγνοια ή δεν έχει τις σχετικές γνώσεις: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενά του, γιατί τόσα ξέρει, τόσα λέει»·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. λ. χρόνος·
- τόσες και τόσες, πάρα πολλές: «τόσες και τόσες φτωχιές κοπέλες καλοπαντρεύτηκαν || τόσες και τόσες τον ήθελαν στα νιάτα του, όμως αυτός δεν ξεχώρισε καμιά απ’ την ιδιοτροπία του, ώσπου έμεινε γεροντοπαλίκαρο»·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. λ. μέρα·
- τόσες φορές, βλ. λ. φορά·
- τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. λ. φασαρία·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. λ. ώρα·
- τόσο από τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη της αφαίρεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για την αφαίρεση κάποιων εξόδων ή κάποιου ποσού είναι πανεύκολος: «τι σκέφτεσαι, ρε παιδάκι μου! Τόσο από τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·  
- τόσο δα, δηλώνει ελάχιστη ποσότητα, μέγεθος ή ένταση: «μου ’βαλε τόσο δα ουίσκι να πιω || έχει έναν τόσο δα αναπτήρα || χαμήλωσε τόσο δα το ραδιοφωνάκι σου, γιατί μ’ ενοχλεί»·
- τόσο δα ανθρωπάκι! βλ. λ. ανθρωπάκι·
- τόσο δια τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη της διαίρεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για τη διαίρεση κάποιων εξόδων ή ποσών είναι πανεύκολος: «τι σκέφτεσαι μια ώρα, ρε παιδάκι μου! Τόσο δια τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο επί τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη του πολλαπλασιασμού που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για τον πολλαπλασιασμό κάποιον εξόδων ή κάποιων ποσών είναι πανεύκολος: «μα τι να το κάνεις το χαρτί και το μολύβι! Τόσο επί τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·
- τόσο καιρό ή τόσο καιρό τώρα, βλ. λ. καιρός·
- τόσο κακό για το τίποτα! βλ. λ. κακός·
- τόσο καλά! ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε άτομο που μας εξιστορεί τη μια μετά την άλλη όλες τις δυσκολίες ή τις κακοτυχίες του: «τον τελευταίο καιρό μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, αρρώστησε η μάνα μου, τράκαρα τ’ αυτοκίνητό μου κι από λεφτά δεν έχω μία. -Τόσο καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και λ. καλός·
- τόσο κι άλλο τόσο, το διπλάσιο: «θέλω να μου βάλεις τόσο που έβαλες στον προηγούμενο κι άλλο τόσο»·
- τόσο κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο κόβει το νιονιό  του, βλ. λ. νιονιό·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, εξίσου: «τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος είναι φταίχτες σ’ αυτή την υπόθεση || τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος σ’ αγαπάνε πάρα πολύ»· βλ. και φρ. όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος·
- τόσο πολύ! ειρωνική επιφωνηματική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε τις επιδόσεις που μας παραθέτει κάποιος: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και τις έριξα καμιά δεκαριά. -Τόσο πολύ! || τον έπιασα στα χέρια μου και τον σακάτεψα στο ξύλο. -Τόσο πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. τόσο καλά(!)·
- τόσο συν τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε  πως η αριθμητική πράξη της πρόσθεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για την πρόσθεση κάποιων εξόδων ή ποσών είναι πανεύκολος: «αμάν, ρε παιδάκι μου! Δύσκολο πράγμα είναι να κάνεις την πρόσθεση! Τόσο συν τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·  
- τόσο το καλύτερο! βλ. λ. καλύτερος·
- τόσο το χειρότερο! βλ. λ. χειρότερος·
- τόσο του κόφτει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιον για κάποιο παράπτωμα ή παρατυπία του, αποδίδοντάς του ελαττωμένη νοημοσύνη: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο που πήρε τ’ αυτοκίνητο να το οδηγήσει χωρίς να έχει δίπλωμα, αφού τόσο του κόφτει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσοι και τόσοι, πάρα πολλοί: «τόσοι και τόσοι θέλησαν να τον βοηθήσουν, αλλά δε δέχτηκε τη βοήθεια κανενός || τόσοι και τόσοι τη ζήτησαν, αλλά απ’ τις ιδιοτροπίες της έμεινε γεροντοκόρη»·
- τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. λ. θόρυβος·
- τόσος και τόσος ή τόσοι και τόσοι, πάρα πολύς, αμέτρητος, πάρα πολλοί, αμέτρητοι: «τόσος και τόσος κόσμος άκουσε κι είδε αυτά που είπες κι έκανες μπροστά τους || τόσοι και τόσοι άνθρωποι κι ούτε ένας είχε το θάρρος να εναντιωθεί στον τάδε!»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. λ. λόγος·
- τόσο(ς) μόνο ή μόνο τόσο(ς), σε τόσο βαθμό μικρό(ς), κοντό(ς) ή λίγο(ς): «μια πιθαμή άνθρωπος κι ήθελε να τα βάλει με τον τάδε. -Τόσος μόνο! || εμένα τόσο μόνο θα μου δώσεις; – διάβασε δυο τρεις μέρες στην αρχή και τόσο μόνο ήταν το ενδιαφέρον του για το διάβασμα»·
- τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. λ. ντόρος·
- τόσους μήνες ή τόσους μήνες τώρα, βλ. λ. μήνας.

τρόπος

τρόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τρόπος], ο τρόπος· η μέθοδος, το μέσο, η συμπεριφορά, το σύστημα με το οποίο κάνει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσεις, για να τον πείσεις; || δεν έχει μάθει τρόπους απ’ το σπίτι του». (Τραγούδι: πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς, όταν με φιλάς, στα μάτια σαν με κοιτάς, αγαπώ τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου, όταν βρίσκομαι μες στην αγκαλιά σου). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- βάζω με τρόπο, εισάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία σε μια χώρα ή σε ένα χώρο: «την τελευταία φορά που γυρνούσε απ’ το εξωτερικό, έβαλε με τρόπο απ’ τα σύνορα μια τηλεόραση || έβαλε με τρόπο μέσα στην αίθουσα δυο φίλους του χωρίς εισιτήριο»·
- βγάζω με τρόπο, εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «έφυγε στο εξωτερικό κι έβγαλε με τρόπο απ’ το τελωνείο ένα σωρό συνάλλαγμα || έβγαλε με τρόπο απ’ τη φυλακή το φίλο του»·
- βρίσκω τρόπο ή βρίσκω τον τρόπο, α. βρίσκω τη μέθοδο, το μέσο, το σύστημα, για να πραγματοποιήσω το σκοπό μου: «πάντα βρίσκει τον τρόπο να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω, να βρω κι εγώ τον τρόπο μου,να ζήσω πια στον τόπο μου). β. βρίσκω τα μέσα, τα χρήματα, για να κάνω κάτι: «αφού αποφάσισε να χτίσει κι αυτός βίλα, θα βρει σίγουρα τον τρόπο»·
- δε μ’ αρέσει ο τρόπος του, δε μου αρέσει η διαγωγή του, η συμπεριφορά του: «έχω πολλές επιφυλάξεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει ο τρόπος του»·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. φρ. είναι τρόπος αυτός(!)·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «για να πάρετε μια τόση μεγάλη δουλειά θα πρέπει να συνεταιριστείτε, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Συνών. δεν υπάρχει άλλος δρόμος·
- είναι τρόπος αυτός! έκφραση δυσαρέσκειας για την κακή συμπεριφορά κάποιου: «είναι τρόπος αυτός που μιλάς στους γονείς σου! || είναι τρόπος αυτός που φέρεσαι στη γυναίκα σου!».  Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το ε ή το μα·
- δεν υπάρχει τρόπος, υπάρχει αδιέξοδο ως προς τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης: «θα ήθελα να σας βοηθήσω να παρακάμψετε αυτό το εμπόδιο, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος»·
- έχει κακούς τρόπους, δεν είναι ευγενικός, δεν έχει καλή ανατροφή, δε συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί έχει πολύ κακούς τρόπους»·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, είναι ευγενικός, έχει καλή ανατροφή, συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί, μάλιστα, έχει τρόπους!»·
- έχει λεπτούς τρόπους, είναι ευγενικός, συμπεριφέρεται με ευγένεια: «όλοι τον συμπαθούν, γιατί έχει λεπτούς τρόπους»·
- έχω τον τρόπο ή έχω τον τρόπο μου, α. έχω τη μέθοδο, το μέσο: «έχω τον τρόπο να τον πείσω». β. έχω τα μέσα, τα χρήματα: «έχω τον τρόπο μου ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, όσο ακριβό κι αν είναι»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κατά κάποιο τρόπο, κάπως, περίπου, ας πούμε: «μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος που με βοήθησε»·
- με κάθε τρόπο, α. με κάθε μέσο, με κάθε μέθοδο: «πρέπει με κάθε τρόπο να πείσουμε το διευθυντή να μας υπογράψει την άδεια». β. οπωσδήποτε: «πρέπει με κάθε τρόπο να ’ρθεις κι εσύ στην αυριανή συγκέντρωση»·
- με κανέναν τρόπο, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, δεν το συζητώ: «με κανέναν τρόπο δε θα δεχτώ την προσφορά σου»·
- με πλάγιο τρόπο, α. έμμεσα, με υπαινιγμούς: «του το ’πα με πλάγιο τρόπο πως χρειάζομαι κάτι λεφτά, αλλά δεν το κατάλαβε». (Τραγούδι: θα μαθαίνεις από τρίτους, για τα κατορθώματά μου, θα ρωτάς με πλάγιο τρόπο, και για τα αισθήματά μου). β. λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, που γίνεται δια της πλαγίας οδού: «αν δεν ενεργούσα με πλάγιο τρόπο, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες»·
- με ποιον τρόπο; βλ. φρ. με τι τρόπο(;)·
- με τι τρόπο; πώς(;): «με τι τρόπο θα καταφέρεις να τον πείσεις να σε βοηθήσει;»·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο, νόμιμο ή παράνομο: «δεν ξέρω τι θα κάνεις, πάντως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θέλω να μου τελειώσεις τη δουλειά»·
- με τρόπο, α. λαθραία, κρυφά: «μπήκε μέσα με τρόπο και δεν τον πήρε κανένας μυρουδιά». β. όχι απότομα ή αδέξια αλλά επιτήδεια, με επιτηδειότητα: «πες του το με τρόπο πως ο γιος του γυρίζει με παλιοπαρέες»·
- περνώ με τρόπο, εισάγω ή εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «όταν ερχόμουν απ’ το εξωτερικό, πέρασα με τρόπο μια τηλεόραση || μαζί με μένα, πέρασα με τρόπο στο γήπεδο και τον τάδε που δεν είχε κόψει εισιτήριο || όταν έφευγε για το εξωτερικό, πέρασε με τρόπο ένα σωρό συνάλλαγμα || πέρασε με τρόπο απ’ την πύλη του εργοστασίου στο οποίο δουλεύει ένα σετ μαχαιροπίρουνα»·
- τι τρόπος είν’ αυτός; βλ. φρ. δεν είναι τρόπος αυτός(!)·
- τρόπος του λέγειν, όχι στην κυριολεξία αλλά κατά την αποστροφή του λόγου: «τρόπος του λέγειν πως θα τον δείρω, παρόλο που είμαι τρομερά εκνευρισμένος μαζί του!»·
- τρόπον τινά, βλ. φρ. κατά κάποιον τρόπο·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «αφού δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, υπάρχει κι άλλος τρόπος να λύσουμε τη διαφορά μας, να πάμε στο δικαστήριο». β. πολλές φορές λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς υπάρχει κι άλλος τρόπος να στα πάρω, γιατί έχω φίλους κάτι μπράβους που θα σε λιανίσουνε». Συνών. υπάρχει κι άλλος δρόμος·  
- ωραίοι τρόποι, οι ευγενικοί, η ευγενική συμπεριφορά: «με τους ωραίους τρόπους που έχει αυτός ο άνθρωπος σε σκλαβώνει από την πρώτη στιγμή»·
- ωραίος τρόπος! διατυπώνει δυσμενή κρίση για τη συμπεριφορά κάποιου: «το βρίσκεις σωστό να βλέπεις γέρο άνθρωπο και να μην του προσφέρεις τη θέση σου να καθίσει; Ωραίος τρόπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο σου με αρνητική διάθεση.

υγεία

υγεία κ. υγειά, η, ουσ. [<αρχ. ὑγεία], η υγεία. 1. η καλή και φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπινου και κάθε ζωντανού οργανισμού, η σωματική ευεξία: «η υγεία είναι ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μουκι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). 2. ως επιφών. υγεία! δηλώνει τέλεια αδιαφορία για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας, αρκεί να έχουμε την υγεία μας, που είναι το πιο βασικό αγαθό του ανθρώπου· βλ. και λ. γεια. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- από υγεία άλλο τίποτα, υπάρχει απόλυτη υγεία·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. φρ. από υγεία άλλο τίποτα·
- από υγεία πλήρης κι από τσέπη μπατίρης, βλ. λ. μπατίρης·
- βρήκα την υγειά μου, α. αποκαταστάθηκε η υγεία μου: «δοξάζω το Θεό που βρήκα την υγειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα πέρασαν και βρήκα την υγειά μου, μανούλα μου, σ’ ευχαριστώ με όλη την καρδιά μου). β. ανακάλυψα ή απόκτησα κάτι που με εξυπηρετεί απόλυτα και με έχει απαλλάξει από διάφορα καθημερινά προβλήματα: «μου ’στειλε ένας φίλος μου μια υπηρετριούλα και βρήκα την υγειά μου, γιατί, και πολύ καλό κορίτσι είναι, και πολύ καθαρή, αλλά και πολύ καλή μαγείρισσα || αγόρασα φούρνο μικροκυμάτων και βρήκα την υγειά μου, γιατί μέσα σε ελάχιστα λεπτά έχω έτοιμο φαγητό || αγόρασα ένα μικρό αυτοκινητάκι για μέσα στην πόλη και βρήκα την υγειά μου, γιατί βρίσκω αμέσως χώρο να παρκάρω»·
- γεια σου και χαρά σου και υγεία στου σουγιά σου! βλ. λ. σουγιάς·
- είδα την υγειά μου, βλ. φρ. βρήκα την υγειά μου·
- εις υγεία! ή εις υγείαν! ή στην υγειά σου! ή στην υγειά σας! ή στην υγειά μας! ευχή για καλή υγεία που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους για να πιουν. (Λαϊκό τραγούδι: κέρνα όλες τις παρέες από πάρτη μου, για να πούνε εις υγεία στην αγάπη μου // άιντε στην υγειά μας, άιντε στην υγειά μας, ρε παιδιά).Για να μην επαναλαμβάνεται κάθε φορά που σηκώνει κάποιος από την παρέα το ποτήρι του να πιει το τσούγκρισμα η ευχετική έκφραση, αρκεί ένα χτύπημα του ποτηριού του επάνω στο τραπέζι, πράγμα που επαναλαμβάνεται και από τους άλλους, ακόμα και από εκείνον που τη φορά εκείνη δε θέλησε να πιει. Μερικές φορές, μετά την ευχετική έκφραση ακολουθεί το και στου οχτρού μας τ’ αφτί με την έννοια, να μάθει αυτός που μας εχθρεύεται πως είμαστε καλά στην υγεία μας και περνάμε καλά·
- εις υγεία του κορόιδου! ή εις υγείαν του κορόιδου! ειρωνική αναφορά σε άτομο που πληρώνει συνεχώς τα έξοδα για το φαγοπότι που κάνουν οι άλλοι: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μαζεύτηκαν γύρω του ένα σωρό τεμπελχανάδες που τρώνε και πίνουν εις υγεία του κορόιδου»·
- εις υγεία των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον ή εις υγείαν των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, ευχή για καλή ερωτική ζωή γενικά, ή φιλοφρονητική αναφορά στους παλιούς τους έρωτες, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες, καθώς τσουγκρίζουν ή υψώνουν για πρώτη φορά τα ποτήρια τους να πιουν. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση στο ποτήρι μας το πρώτον, που δηλώνει πως οι πότες είναι νηφάλιοι, γιατί, πολλές φορές, καθώς η οινοποσία έχει χρονική διάρκεια, επέρχεται θολούρα στο μυαλό, οπότε αρχίζουν να βγαίνουν από αυτόν που μέθυσε διάφορες κακίες ή απωθημένα για κάποιο παλιό ή και καινούριο ερωτικό του ταίρι· 
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης , βλ. λ. Θεός·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! α. ευχετική έκφραση από κάποιον, όταν μας συμβαίνει κάτι καλό, ώστε να μας συμβούν και άλλα ευχάριστα πράγματα και να είμαστε υγιείς για να τα χαρούμε. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν μας συμβαίνει κάτι κακό, ιδίως εξ υπαιτιότητάς μας. (Λαϊκό τραγούδι: Δευτέρα τα μιλήσαμε, Τρίτη τα κρυφοψήσαμε, Τετάρτη φιληθήκαμε, Πέμπτη στεφανωθήκαμε, Παρασκευή μ’ απάτησες, Σάββατο μ’ απαράτησες και την Κυριακή αργία και σ’ άλλα με υγεία
- και του χρόνου με υγεία! ευχή που δίνουμε σε κάποιον στην ονομαστική του γιορτή ή στα γενέθλιά του, να είναι γερός ώστε να τα γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο· 
- με υγείες! βλ. συνηθέστ. με γεια! λ. γεια·
- με τις υγείες σου! ή με τις υγείες σας! α. ευχή σε κάποιον που έφαγε ή ήπιε, ιδίως αυτό που του προσφέραμε ως τρατάρισμα, ως κέρασμα. Είναι και φορές που η ευχή δίνεται την ώρα που γίνεται η προσφορά. β. ευχή σε κάποιον που φταρνίστηκε να μην έχει κακό επακόλουθο το φτάρνισμά του, γιατί αυτό, ως γνωστόν, είναι συνήθως προοίμιο κρυολογήματος. γ. ευχή που μας δίνει ο κουρέας μετά από το ξύρισμα ή το κούρεμα. δ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που απότυχε σε κάτι: «αφού δεν άκουγες τις συμβουλές μου κι απότυχες, με τις υγείες σου!». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- να βρεις την υγειά σου, έκφραση με την οποία συστήνουμε ή συμβουλεύουμε κάποιον να χρησιμοποιήσει ή να εφαρμόσει αυτό που του προτείνουμε για να νιώσει πιο άνετα ή για να απαλλαχτεί από διάφορα καθημερινά προβλήματα: «ξέχνα τι σου λένε οι γιατροί, κι αν σου πονέσει το στομάχι πάρε αυτό το χαπάκι να βρεις την υγειά σου || αγόρασε αυτό τ’ αυτοκινητάκι να βρεις την υγειά σου, γιατί, έτσι μικρό που είναι, θα βρίσκεις αμέσως χώρο να παρκάρεις»·
- να δεις την υγειά σου, βλ. φρ. να βρεις την υγειά σου·
- πίνω στην υγεία σου ή πίνω στην υγειά σου, ευχετική πρόποση συμπότη μας για καλή υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: γλέντι όμορφο και φίνο φούντωσε κι απόψε ο Σαλονικιός, άιντε στην υγειά του πίνω να ’ναι πάντα ωραίος ο Σαλονικιός
- σκάει από υγεία, είναι απόλυτα υγιής: «έλεγαν πως ο τάδε είναι άρρωστος, αλλά εγώ που τον είδα πριν από λίγο διαπίστωσα πως σκάει από υγεία ο άνθρωπος!»·
- στην υγειά σας! βλ. φρ. εις υγεία(!)·
- του σκάβω την υγεία, του την εξασθενίζω, του την υποσκάπτω: «οι απανωτές αρρώστιες του ’σκαψαν την υγεία || το τσιγάρο σκάβει την υγεία του ανθρώπου»·
- υγεία να ’χουμε! ή την υγειά μας να ’χουμε! δηλώνει αδιαφορία για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας, αρκεί να έχουμε την υγεία μας, που είναι το πιο βασικό αγαθό του ανθρώπου·
- υγεία έχουν κι οι γύφτοι, όμως κοιμούνται νηστικοί, ειρωνική απάντηση ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που προσπαθεί να μας εμψυχώσει για κάποια ατυχία ή αποτυχία μας με το υγεία(!)·
- υγεία και καλή καρδιά! έκφραση αισιοδοξίας παρόλο που κάτι δεν ήρθε όπως το επιθυμούσαμε, ή παρόλο που κάποιος μας αρνήθηκε τη βοήθειά του ενώ μπορούσε, με την έννοια πως η υγεία και η καλή διάθεσή μας είναι πιο βασικά αγαθά για μας. 

φίλος

φίλος, ο, θηλ. φίλη, η, ουσ. [<αρχ. φίλος], ο φίλος. 1. ο γκόμενος, ο εραστής, ο ερωμένος: «αυτός που βλέπεις, είναι ο φίλος της τάδε || μπορείς να την κολλήσεις, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει φίλο». (Λαϊκό τραγούδι κάπου θα σμίξουμε, να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω). Με τη λ. φίλος, γίνεται και το εξής λογοπαίγνιο: φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο από φίλο κι είπε ο φίλος εις τον φίλο μην το δώσεις σ’ άλλο φίλο. 2. το θηλ. η φίλη, η ερωμένη, η γκόμενα: «δεν πάει πουθενά, αν δεν έχει μαζί του και τη φίλη του || τον είδα με τη φίλη του να κάνει βόλτες στα μαγαζιά». 3. στην κλητ. φίλε, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς μπορώ να πάω, ρε φίλε, σ’ αυτή τη διεύθυνση;». Υποκορ. φιλαράκι, το (βλ. λ.) και φιλαράκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του, (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά) αποδέξου το φίλο σου με τις όποιες αδυναμίες μπορεί να έχει: «η πραγματική φιλία είναι ανυστερόβουλη, γι’ αυτό αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του»·
- αλάργα φίλε, βλ. λ. αλάργα·
- άλλοι κάνουν φίλους, κι άλλοι κάνουν φίδια, έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου που συνεχώς αποτυχαίνει οικτρά στους φιλικούς του δεσμούς·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, ο φίλος είναι ανεκτίμητος θησαυρός: «μη ζεις σαν κούτσουρο, κάνε γνωριμίες, πιάσε έναν φίλο, γιατί, αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι»·
- από μακριά και φίλοι, βλ. συνηθέστ. από μακριά κι αγαπημένοι, λ. αγαπημένος·
- από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος, βλ. φρ. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να έχει όσο γίνεται λιγότερα αφεντικά και περισσότερους φίλους, γιατί οι φίλοι είναι πάντοτε χρήσιμοι: «εγώ ξεκαθάρισα μέσ’ στη ζωή μου ένα απ’ τα πιο βασικά πράγματα που είναι, αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι»·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. φρ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- δεν είμαι φίλος (+ γενική), α. (για ορισμένα φαγητά ή ποτά) δεν το προτιμώ, δε μου αρέσει: «δεν είμαι φίλος του μουσακά, γιατί είναι βαρύ φαγητό και μου δημιουργεί προβλήματα στο στομάχι || δεν είμαι φίλος της βότκας». β. (γενικά) δε μου αρέσει, δε με συγκινεί κάτι: «δεν είμαι φίλος των ταξιδιών || δεν είμαι φίλος των μπουζουκιών»·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, ο πραγματικός ο φίλος φαίνεται όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση και μάλιστα οικονομική: «όταν έχεις λεφτά μάτσο οι φίλοι γι’ αυτό, δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια»·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- έχω φίλη, (για άντρες) έχω ερωμένη: «τριγυρνώ με διάφορες, επειδή δεν έχω μόνιμη φίλη»·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) έχω ερωμένο: «μα είναι δυνατό να μην έχεις φίλο κοτζάμ γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο, μάζεψέ τα πια
- με το φίλο, φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, δηλώνει το ευμετάβλητο των ανθρώπινων σχέσεων·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, αυτός που εκ συστήματος προσποιείται σε κάποιον το φίλο με μόνο σκοπό να τον εκμεταλλεύεται, έρχεται η στιγμή που αποκαλύπτεται ο ρόλος του και αποπέμπεται οριστικά·
- μπρος φίλος και πίσω σκύλος, λέγεται για διπρόσωπο άτομο που, όταν είμαστε παρόντες, παριστάνει το φίλο, ενώ, όταν αποχωρούμε, μηχανεύεται το κακό μας: «μη μου παριστάνεις τον καλό, γιατί ξέρω πως είσαι μπρος φίλος και πίσω σκύλος». Συνών. μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους·
- ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό, βλ. λ. φίδι·
- ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει, ο φίλος που αγαπά πραγματικά τον φίλο του, τον ελέγχει αυστηρά για τις πράξεις του: «δε θέλω να του χαϊδεύω τ’ αφτιά μόνο και μόνο για να μην τον στενοχωρήσω, γιατί ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει»·
- ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, η έμπρακτη απόδειξη της φιλίας είναι η συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές: «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, γιατί, όταν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλοι φίλοι είναι!»·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, δηλώνει πως ο καλός ο φίλος είναι μεγάλο απόκτημα: «ανάμεσα σε χρήμα και σ’ ένα καλό φίλο επιλέγω το φίλο, γιατί όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό»· 
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον του οποίου οι φίλοι του συμπεριφέρονται περισσότερο εχθρικά παρά φιλικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς, ο Θεός να σε φυλάει από φίλους γκαρδιακούς
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, ο κοινωνικός μας περίγυρος, η επιλογή των φίλων μας, διαμορφώνει και το χαρακτήρα μας, δείχνει και το ποιόν μας·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, βλ. λ. πίτα·
- την έπιασε φίλη, (για άντρες) δημιούργησε μαζί της ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένος μαζί της, ώσπου στο τέλος κατάφερε και την έπιασε φίλη»·
- το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
- το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. λ. ψωλή·
- το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
- τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) δημιούργησε μαζί του ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένη μαζί του, ώσπου στο τέλος κατάφερε και τον έπιασε φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: μου ρίχνεσαι χωρίς ντροπή, για να με ξελογιάσεις και φίλο να με πιάσεις, μαζί σου εγώ αν θα μπλεχτώ, το ξέρω θα καταστραφώ
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), συνδέομαι μαζί του (της) με φιλικό δεσμό: «όποιος είναι καλός και τίμιος, τον κάνω φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο, από εχθρό τον κάνω φίλο
- φίλοι της κούπας, βλ. λ. κούπα·
- φίλοι της ταβέρνας, βλ. λ. ταβέρνα·
- φίλοι του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- φίλοι του μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-φίλοι του ποτηριού, βλ. λ. ποτήρι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, λέγεται στην περίπτωση που παρά το φιλικό δεσμό δυο ατόμων, σε θέματα χρημάτων ή άλλων απολαβών υπάρχει μόνο το προσωπικό συμφέρον·   
- φίλοι φίλοι, καριοφίλι, βλ. λ. καριοφίλι·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.

φορά

φορά, η, ουσ. [<αρχ. φορά <φέρω]. 1. η κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι: «η φορά του ανέμου ήταν νοτιοδυτική || η αλλαγή της φοράς του ανέμου γλίτωσε το χωριό απ’ τη φωτιά». 2. περίπτωση, περίσταση που προσδιορίζεται και χρονικά, χρονική περίοδος ή στιγμή: «την προηγούμενη φορά μας είπες άλλα πράγματα || την επόμενη φορά θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά || αυτή τη φορά έχεις άδικο». (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- ακόμα μια φορά, βλ. φρ. άλλη μια φορά·
- άλλη μια φορά, α. σε μια άλλη παρόμοια περίπτωση: «θυμάμαι πως άλλη μια φορά που βρέθηκα σε ανάγκη και σου ζήτησα να με βοηθήσεις, αρνήθηκες πάλι όπως και τώρα». β. δηλώνει επίσης την ανάγκη να επαναληφθεί κάτι, ξανά, πάλι, εκ νέου: «δες την υπόθεση άλλη μια φορά και θα δεις πως έχω δίκιο»·
- άλλη φορά, βλ. φρ. μια άλλη φορά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- από καμιά φορά, βλ. φρ. καμιά φορά·
- για μια φορά, κατ’ εξαίρεση: «θα σε συγχωρήσω για μια φορά, επειδή είσαι γιος του φίλου μου»·
- για πρώτη και τελευταία φορά, αμετάκλητα, χωρίς επανάληψη, οριστικά: «στο λέω για πρώτη και τελευταία φορά πως δε θα καλύψω ξανά τις παρατυπίες σου || θα σε βοηθήσω τώρα, αλλά το κάνω για πρώτη και τελευταία φορά»·
- για στερνή φορά, για τελευταία φορά: « θα σου το πω για στερνή φορά και θέλω να το βάλεις καλά στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: τον είδα για στερνή φορά τα μάτια του πριν κλείσει, κι είπε στης Κρήτης το νησί δε θα ξαναπατήσει
- για τελευταία φορά! βλ. φρ. στο λέω για τελευταία φορά(!)·  
- για υστερνή φορά, για τελευταία φορά: «λίγο πριν πεθάνει, φίλησε για υστερνή φορά τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: χτυπάτε τις καμπάνες απόψε θλιβερά, ο κόσμος να ξυπνήσει ν’ ακούσει ένα τραγούδι, που θα το πω με πόνο για υστερνή φορά
- για χιλιοστή φορά, πάρα πολλές φορές: «στο λέω για χιλιοστή φορά πως δε θέλω να κάνεις παρέα μαζί του»·
- δουλειά μια φορά! βλ. λ. δουλειά·
- εκατό φορές, πολύ συχνά: «εκατό φορές πέρασα απ’ το σπίτι για να σε δω και δε σε βρήκα ούτε μια φορά»·
- εκείνη τη φορά, σε εκείνη την περίπτωση, τότε: «εκείνη τη φορά είχες διαφορετική άποψη πάνω στο ίδιο θέμα || εκείνη τη φορά που συναντηθήκαμε ήσουν κάπως στενοχωρημένος»·
- ένα κάρο φορές, βλ. λ. κάρο·
- ένα σωρό φορές, πάρα πολλές φορές, πάρα πολύ συχνά: «ένα σωρό φορές μου ’χεις φερθεί σκάρτα || του το ’πα ένα σωρό φορές να μην κάνει παρέα μ’ αυτόν τον αλήτη, αλλά αυτός το δικό του»·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση και μια φορά σπάει, βλ. λ. στάμνα·
- η φορά των πραγμάτων, ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται μια κατάσταση, η τροπή, η εξέλιξη που παίρνει μια κατάσταση: «υπάρχει πολιτική αστάθεια κι ανησυχούμε, γιατί δε γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η φορά των πραγμάτων»·
- κάθε φορά, όλες τις φορές, πάντα: «κάθε φορά που αργεί, μου λέει την ίδια δικαιολογία». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι
- κάθε φορά που…, βλ. φρ. όσες φορές·
- καμιά φορά, α. σε αραιά διαστήματα, πότε πότε, σε ορισμένες περιπτώσεις: «καμιά φορά περνάει απ’ το μπαράκι μας και πίνουμε κανένα ποτάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τραβηχτώ καμιά φορά μ’ άλλη γυναίκα πονηρά και λάχει και το μάθεις, να μη μ’ αρχίσεις τον καβγά και τα τσουγκρίσουμε τ’ αβγά κι άλλο κακό μην πάθει). β. κάποτε: «καμιά φορά αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του». γ. ποτέ: «καμιά φορά δεν ήρθες να με δεις, όταν ήμουν στο νοσοκομείο || καμιά φορά δε σ’ άκουσα να πεις καλό λόγο για μένα»·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος, φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- κάποια φορά, (αόριστα) κάποτε στο παρελθόν: «θυμάμαι πως κάποια φορά είχαμε συναντηθεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο σε κάποιο συνέδριο». (Λαϊκό τραγούδι: είχα αγαπήσει κάποια φορά,μα βγήκε ψέμα. Τι συμφορά
- με μια φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- με την πρώτη φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- μερικές φορές, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενίοτε: «μερικές φορές γίνεται ο πιο ευχάριστος άνθρωπος του κόσμου»· βλ. και φρ. καμιά φορά·
- μια άλλη φορά, σε μια άλλη παρόμοια ευκαιρία ή περίπτωση, μια άλλη ώρα: «μπορώ να σας απασχολήσω λιγάκι; -Μια άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι βιαστικός»·
- μια φορά! (ακούγεται μετά από ουσιαστικό) δηλώνει θαυμασμό: «γυναίκα μια φορά! || άνθρωπος μια φορά! || αυτοκίνητο μια φορά! || σπίτι μια φορά!»·
- μια φορά, α. έτσι ή αλλιώς, πάντως: «μια φορά εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου || εγώ μια φορά έκανα το καθήκον μου || εσείς μια φορά δεν πρέπει να στενοχωριέστε, γιατί δώσατε το παρόν σας || όσο κι αν προσπάθησες να τον εμποδίσεις, αυτός μια φορά έκανε τη δουλειά του». β. (αόριστα) κάποτε στο παρελθόν: «απ’ ότι θυμάμαι, μια φορά μου είπες πως μπορώ να βασίζομαι επάνω σου». (Παιδικό τραγούδι: μια γίδα μια φορά κουνούσε την ουρά, κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά
- μια φορά…, λέγεται στην περίπτωση που θέλει να υπερασπιστεί ή να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του ή τη θέση άλλου ή άλλων: «εγώ μια φορά σε προειδοποίησα ότι είναι απατεώνας || αυτός μια φορά κλείδωσε το μαγαζί· τώρα, πώς μπήκαν οι άλλοι μέσα είναι για έρευνα»·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, έκφραση για να τονιστεί η αξία της ζωής ή έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς την τάση που έχει για γλέντια και διασκεδάσεις·
- μια φορά ακόμα, επιπλέον, ξανά: «μια φορά ακόμα αν μου μιλήσεις άσχημα, θα σε σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα φτωχή μου καρδιά μια φορά ακόμα, αύριο θα είναι αργά, θα ’σαι μες στο χώμα
- μια φορά κι έναν καιρό, α. (αόριστα) κάποτε στο μακρινό παρελθόν: «αυτά που λες γίνονταν μια φορά κι έναν καιρό, γιατί οι σημερινοί νέοι σκέφτονται διαφορετικά». (Τραγούδι: μια φορά κι έναν καιρό σε μεγάλο σπιτικό καμαριέρης της κυρίας ήτανε ο Ζαχαρίας και κουμάντο στην κουζίνα έκανε η Αντζουλίνα). β. η απαρχή των παραμυθιών·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, βλ. λ. μάνα·
- μια φορά στα τόσα ή μια φορά στις τόσες, πολύ σπάνια: «περνάει απ’ το μπαράκι που συχνάζουμε, μια φορά στις τόσες»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- να μην το λέω δυο φορές, πρέπει να γίνει αμέσως αντιληπτό, κατανοητό αυτό που λέω, ή πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς άλλη επισήμανση αυτό που ζητώ, αυτό που προστάζω, να μην το επαναλάβω: «έλα, ρε παιδάκι μου, είσαι έξυπνος άνθρωπος και δεν πρέπει να το λέω δυο φορές για να το καταλάβεις! || θα κάνετε αυτό που σας είπα και να μην το λέω δυο φορές»·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλες τις φορές, πάντα: «όποτε ζήτησα τη βοήθειά του, με βοήθησε όλες τις φορές»·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όσες φορές, όποτε, κάθε φορά, οσάκις: «όσες φορές χρειάστηκα τη βοήθειά του, με βοήθησε χωρίς δεύτερο λόγο»·
- ούτε μια φορά, ποτέ: «όσες φορές σου ζήτησα να με βοηθήσεις, ούτε μια φορά με βοήθησες || ούτε μια φορά δεν άκουσα κακό λόγο απ’ τα χείλη του»·
- πολλές φορές, συχνά: «περνάει πολλές φορές απ’ αυτό το μπαράκι || συναντιόμαστε πολλές φορές και τα λέμε»·
- πόσες φορές σου το ’πα! σου το έχω πει πολλές φορές: «πόσες φορές σου το ’πα να μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον απατεώνα!». (Λαϊκό τραγούδι: μη με βαράς κυρ δάσκαλε και μη μου κάνεις κόλπα, ’γω δε μαθαίνω γράμματα, πόσες φορές σου το ’πα
- πρώτη μου φορά ή πρώτη φορά, που δεν υπήρξε άλλη πριν από αυτή: «πρώτη μου φορά έρχομαι σ’ αυτό το μέρος || είναι πρώτη φορά που συναντώ αυτόν τον άνθρωπο || πρώτη φορά τρώω τόσο νόστιμο φαγητό»·
- σε μια φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- στερνή φορά, τελευταία φορά: «στερνή φορά που τον είδα, ήταν λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό»·
- στο λέω για τελευταία φορά, λέγεται ως τελευταία αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον: «αν ξανακάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά σου, θα πάρεις πόδι κι αυτό στο λέω για τελευταία φορά»·
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, α. την επόμενη παρόμοια περίσταση, περίπτωση: «την άλλη φορά που θα συνεδριάσει το συμβούλιο, θ’ ασχοληθούμε με την περίπτωσή σου». β. την προηγούμενη παρόμοια περίσταση, περίπτωση: «μα πώς δε θυμάστε! Την άλλη φορά υπογράψατε παρόμοια αίτηση»·
- την τελευταία φορά, που είναι η πιο κοντινή, η πιο πρόσφατη: «την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, υποστήριζες άλλα πράγματα || την τελευταία φορά που σε είδα, είχες τα χάλια σου»·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- τόσες φορές, πολλές φορές: «τόσες φορές σου είπα να μην κάνεις φασαρία!». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή, τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, βλ. λ. παιδί·
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, βλ. λ. πιάτο·
- υστερνή φορά, τελευταία φορά: «υστερνή φορά που είδα τον τάδε, ήταν τότε που σας είχα δει μαζί»·
- φορές φορές, κατά αραιά διαστήματα, κάποτε κάποτε, πότε πότε: «φορές φορές περνάει απ’ το γραφείο μου και τα λέμε λιγάκι»·
- χίλιες φορές, πάρα πολύ συχνά: «χίλιες φορές πέρασα απ’ το γραφείο του να τον συναντήσω, αλλά πάντα έλειπε || χίλιες φορές στο ’χω πει να μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: του το ’χω πει χίλιες φορές πολλά ν’ ακούς, λίγα να λες κι όταν μιλώ εγώ και επιμένω, εσύ να κάνεις τουμπεκί ψιλοκομμένο
- χίλιες φορές χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι.

χάρη

χάρη, η, ουσ. [<αρχ. χάρις], η χάρη. 1. η ωραία εξωτερική εμφάνιση, η κομψότητα: «ήταν ντυμένη με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). 2. παροχή υπηρεσίας ή εξυπηρέτησης από εύνοια, το ρουσφέτι: «από δω και πέρα δεν έχει άλλες χάρες κι ό,τι κάνεις, θα το κάνεις με την αξία σου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να πάει στο λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει, να του γυρέψει και καμιά χάρη, φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί). 3. στον πλ. οι χάρες, τα έμφυτα ψυχικά, πνευματικά, σωματικά ή καλλιτεχνικά χαρίσματα που έχει κάποιος: «αυτό το παιδί είναι όλο χάρες». (Λαϊκό τραγούδι: για την Πάτρα και την Μαίρη κάτι πάντοτε θα ξέρει και τις χάρες της Βασίλως εκθειάζει καταλλήλως). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), υπερτερεί κάτι από κάτι άλλο: «άλλη χάρη έχει ένα μεγάλο αυτοκίνητο από ένα κατσαριδάκι»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- για χάρη, εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, για το συμφέρον, προς ικανοποίηση: «ξόδεψε όλη την περιουσία του για χάρη της πατρίδας»·
- για χάρη σου, για να σε ευχαριστήσω, για να σε ικανοποιήσω, για το χατίρι  σου: «αγόρασα αυτό το δαχτυλίδι για χάρη σου». (Λαϊκό τραγούδι: μια μπαμπεσιά γυρέψανε προχτές να μου σκαρώσουν και τη βουβή για χάρη σου να μου τηνε καρφώσουν  
- για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα, λέγεται για κείνους, που ενώ δεν το αξίζουν, επωφελούνται κοντά σε κάποιους άλλους που αξίζουν: «αν δεν ήταν συνέταιρος κι ο αδερφός του, δε θα ’δινα σ’ αυτόν καμιά δουλειά, αλλά επειδή εκείνος είναι πολύ καλό παιδί, για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»·
- για χάρη γούστου ή για χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- δίνω χάρη, χαρίζω την ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον από δικαστήριο: «έφαγε δέκα χρόνια φυλακή, αλλά στα τελευταία τρία του δώσανε χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έφταιξε σε τίποτα και χάρη δεν του δίνουν, τα δάκρυα της μάνας του κατάρα θα τους γίνουν
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- έχε χάρη που..., να χρωστάς ευγνωμοσύνη που…: «έχε χάρη που είσαι γνωστός του αδερφού μου, γιατί αλλιώς θα σε σακάτευα στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι μου ζητάς στο δίνω, σαν κορόιδο σ’ αγαπώ, κι αν μου μάσησες τα φράγκα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο
- έχει κλινικές χάρες, βλ. λ. κλινικός·
- έχει τη χάρη να…, έχει το χάρισμα να…: «έχει τη χάρη να τραγουδάει πολύ ωραία || έχει τη χάρη να μιλάει πολύ όμορφα»·
- ζητώ χάρη (από κάποιον), α. παρακαλώ κάποιον να με εξυπηρετήσει σε κάτι: «ζήτησα χάρη απ’ το διευθυντή, να μου δώσει μια μέρα άδεια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μάνα μ’ θα πεθάνω και μια χάρη σου ζητώ, δυο στεφάνια πικροδάφνη μες στον τάφο μου να βρω). β. υποβάλλω αίτηση να μου χαριστεί κάποια ποινή ή συνήθως το υπόλοιπο από κάποια ποινή που εκτίω στη φυλακή: «το δικαστήριο του επέβαλε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση και, μόλις εκτίσει τα δέκα, θα ζητήσει χάρη για τα υπόλοιπα». (Τραγούδι: τώρα παραδίνομαι εσύ να με δικάσεις, δε θα ζητήσω χάρη αν με καταδικάσεις
- η Θεία Χάρη ή η Θεία Χάρις, η εκδήλωση αγάπης και εύνοιας από το Θεό στον άνθρωπο: «η Θεία Χάρη Του σκεπάζει όλους τους ανθρώπους»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη, πρέπει να ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανε κάποιος: «επειδή κάποτε με βοήθησε, τώρα που βρίσκεται σε δύσκολη θέση θα τον βοηθήσω κι εγώ, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, πρέπει να ανταποδώσεις το καλό που σου έκανε κάποιος, αν θέλεις να σου κάνει πάλι να σου κάνει κάποιο καλό και στο μέλλον: «επειδή δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα στη ζωή, αφού σου ’κανε καλό ανταπόδωσέ το, γιατί η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη»·
- η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει, αυτός που ευεργετήθηκε από κάποιον είναι υποχρεωμένος να του την ανταποδώσει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος·
- η Χάρη Της, λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «άναψε ένα κερί στη Χάρη Της, για να κάνει καλά το γιο της»·
- κάνε μου τη χάρη, α. παρακλητική έκφραση για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «κάνε μου τη χάρη να μην αναφέρεις στο διευθυντή την πρωινή μου καθυστέρηση || κάνε μου τη χάρη να προσέχεις λίγο τη βαλίτσα μου». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω συντροφιά μου, έλα, κάνε μου τη χάρη, είναι κρίμα ν’ αγκαλιάζω το μικρό σου μαξιλάρι). β. αυστηρή ή απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί: «κάνε μου τη χάρη κι άσε με στην ησυχία μου». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου, κατεργάρη, φύγε, κάνε μου τη χάρη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
- κάνω χάρες, α. (γενικά) είμαι εξυπηρετικό άτομο: «το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κάνει χάρες || εγώ δεν μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω κι αν θέλεις, πάνε στον τάδε, που κάνει χάρες». β. παρέχω υπηρεσίες ή εξυπηρετήσεις από εύνοια: «μόλις έγινε υπουργός άρχισε να κάνει χάρες»·
- κάνω χάρη, εξυπηρετώ κάποιον από εύνοια: «είναι τόσο γραφειοκρατικός υπάλληλος, που δεν κάνει χάρη ούτε στον αδερφό του»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, βλ. λ. λόγος·
- με της Παναγίας τη χάρη, βλ. λ. Παναγία·
- με του Θεού τη χάρη, βλ. λ. Θεός·
- με χάρη, με κομψότητα: «ντύνεται με χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει χτενίσματα με γούστο και με χάρη, κι από τις Παριζιάνες ξέρει πιο πολλά· με πλάνεψες μ’ αυτό σου το όμορφο καμάρι, Καλλιπολίτισσα, ναζιάρα μου γλυκιά
- μεγάλη η χάρη σου! α. (μετά από πολλή σκέψη ή διάφορους ενδοιασμούς) θα σου κάνω το χατίρι, θα σε βοηθήσω, αλλά, να ξέρεις, είναι δύσκολο αυτό που μου ζητάς,: «θα σου δώσω αυτό που μου ζητάς, αλλά να το ξέρεις, μεγάλη η χάρη σου!». β. λέγεται και ειρωνικά όταν αποφασίζουμε να μην ανταποκριθούμε στους παραπάνω λόγους, αποκλείεται: «μεγάλη η χάρη σου, που θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά!»·
- Μεγάλη η Χάρη Της! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας όταν αναφερόμαστε στην Παναγία: «της Παναγίας, Μεγάλη η Χάρη Της, αρραβωνιάζω την κόρη μου»·
- Μεγάλη η Χάρη Του! λέγεται για να εκφράσουμε το σεβασμό μας, όταν αναφερόμαστε σε έναν άγιο: «εγώ έχω για προστάτη τον Άγιο Γεώργιο, Μεγάλη η Χάρη Του!»·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ. μεζές·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. φρ. ως εκεί έφτασε η χάρη του(!)·
- μου κάνεις τη χάρη να…, παρακλητική έκφραση αλλά που ενέχει και απειλή: «μου κάνεις τη χάρη να πάψεις, επιτέλους, να γκρινιάζεις; || μου κάνεις τη χάρη να μου αδειάσεις τη γωνιά;»·
- να με συμπαθάει η χάρη σου, βλ. φρ. (να) με συχωρεί η χάρη σου·
- να με συχωρεί η χάρη σου, έκφραση με την οποία διαφωνούμε σε αυτά που μας λέει κάποιος, παρόλο που μπορεί και να τον συμπαθούμε: «να με συγχωρεί η χάρη σου, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες»· 
- να μου λείπει η χάρη σου, έκφραση άρνησης σε κάποια πρόταση που μας γίνεται από άτομο που μπορεί και να το συμπαθούμε: «το ξέρεις πως σε συμπαθώ, αλλά να μου λείπει η χάρη σου, γιατί δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη»· βλ. και φρ. να με συχωρεί η χάρη σου·
- να το , να το χάρες γεμάτο! έκφραση σε μικρό παιδί ή σε αγαπημένο πρόσωπο εν είδει ταχταρίσματος·
- να ’χεις χάρη που..., να ευγνωμονείς που..., να το χρωστάς…: «να ’χεις χάρη που είμαι φίλος με τον πατέρα σου και δε σε ξυλοφορτώνω». (Λαϊκό τραγούδι: το δικό σου το μαράζι θα με φάει, πάει χαμένη η ζωή μου, τώρα πάει και με δίχως να ντραπώ, δώσε βάση τι θα πω να ’χεις χάρη μάγκα που σε αγαπώ
- να ’χεις χάρη τον..., να ευγνωμονείς τον..., να χρωστάς χάρη στον…: «να ’χεις χάρη τον τάδε, που δε σε τιμώρησα»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι τρεις Χάριτες, ειρωνικός χαρακτηρισμός παρέας που αποτελείται από τρεις άσχημες και ιδιότροπες γυναίκες: «κάθε φορά που έρχονται στο μπαράκι αυτές οι τρεις Χάριτες, όλοι αποτραβιούνται από κοντά τους». Αναφορά στις τρεις θεότητες της ελληνικής μυθολογίας που συμβόλιζαν την ομορφιά, την ευφροσύνη και τη χάρη·
- οφείλω χάρη (σε κάποιον), βλ. φρ. χρωστάω χάρη (σε κάποιον)·
- παίρνω χάρη, χαρίζεται ένα μέρος της ποινής που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «έκανε αίτηση για να πάρει χάρη». (Λαϊκό τραγούδι: λίγο πριν να φέξει η μέρα και χαράξει η αυγή, πήρε χάρη το παιδί της, αχ, μα η μάνα είναι νεκρή
- παραδείγματος χάρη ή παραδείγματος χάριν, βλ. λ. παράδειγμα·
- ποιος τη χάρη του! λέγεται θαυμαστικά για κάποιον που του συνέβη κάτι ευχάριστο: «ποιος τη χάρη του, που του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου! || έμαθε πως έρχεται ο γιος του με άδεια απ’ το στρατό και ποιος τη χάρη του!». Πολλές φορές, άλλοτε πριν και άλλοτε μετά τη φρ. ακολουθεί το τώρα·
- πού τέτοια χάρη! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με παράπονο πως δεν περιμένουμε να μας συμβεί κάποιο παρόμοιο καλό με αυτό που μας αναφέρει ο συνομιλητής μας: «έπεσα σ’ έναν διευθυντή που δείχνει μεγάλη κατανόηση στα προβλήματα των υφισταμένων του. -Πού τέτοια χάρη, γιατί ο δικός μου είναι μεγάλο στραβόξυλο!»·   
- χάρη γούστου ή χάριν γούστου, βλ. λ. γούστο·
- χάρη σε… ή χάρη στο(ν)…, με τη βοήθεια κάποιου προσώπου ή πράγματος: «χάρη σε σένα γλίτωσα τη χρεοκοπία, γιατί με βοήθησες ουσιαστικά || χάρη στον τάδε έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά || χάρη στο γρήγορο αυτοκίνητό μου ήρθα απ’ την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μέσα σε τέσσερις ώρες»·  
- χάρη σου κάνω, λέγεται στην περίπτωση που κάνουμε κάτι όχι γιατί πρέπει να το κάνουμε, αλλά μόνο και μόνο για την εξυπηρέτηση κάποιου, ενέχοντας πολλές φορές και την έννοια της παρατυπίας: «χάρη σου κάνω να σου δώσω να διαβάσεις αυτό το έγγραφο, γιατί, αν το μάθουν απ’ τη διεύθυνση, μπορεί να ’χω και τραβήγματα»·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. φρ. για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα·
- χάριν ευκολίας, βλ. λ. ευκολία·
- χάριν φιλίας, βλ. λ. φιλία·
- χρωστάω χάρη (σε κάποιον), είμαι ευγνώμων σε κάποιον: «χρωστάω χάρη στον τάδε, γιατί βόλεψε το γιο μου σε κάποια δουλειά»·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο, που η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ μακριά ή λέγεται θαυμαστικά για ταξιδευτή, που έφτασε σε πολύ μακρινά μέρη: «το βιβλίο του μεταφράστηκε στα Ισλανδικά. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του! || ο τάδε πήγε στη Γη του Πυρός. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». β. λέγεται συνήθως για άτομο του οποίου ο κακός του χαρακτήρας ή οι παρανομίες του έγιναν γνωστές πολύ μακριά από τον τόπο στον οποίο συντελέστηκαν: «μπήκα σ’ ένα μπαράκι των Χανίων και μόλις ανέφερα τ’ όνομά του, θα με σακάτευαν στο ξύλο. -Ως εκεί έφτασε η χάρη του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό βρε ή το σώπα, ρε παιδί μου. 

χειρότερος

χειρότερος, -η, -ο, επίθ. [συγκριτ. βαθμός του επιθ. κακός, μσν. χειρότερος <αρχ. χείρων], χειρότερος· το ουδ. ως ουσ. το χειρότερο, πλ. τα χειρότερα, δηλώνει επιδείνωση ή αποδοκιμασία: «το χειρότερο απ’ όλα είναι να μην εγκριθεί το δάνειο || κι ακόμη δε μάθατε τα χειρότερα!». Επίρρ. χειρότερα. (Ακολουθούν 15 φρ.)· 
- ακόμα χειρότερα! βλ. φρ. τόσο το χειρότερο(!)·
- απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακός·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συναγωνίζονται μεταξύ τους
- έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο, βλ. λ. περιμένω·
- κάθε φέτος και χειρότερα, βλ. λ. φέτος·
- (και) μη χειρότερα! α. ευχή να μη συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που μας συμβαίνει ή βλέπουμε. (Λαϊκό τραγούδι: και βουλιάζει η ζωή μας στα λασπόνερα, βοήθα Παναγιά μου και μη χειρότερα). β. έκφραση αποδοκιμασίας ή δυσφορίας για κάτι, που μας λένε ή για κάτι που μας συμβαίνει, ή για κάτι που κάνουμε και εκ των υστέρων μετανιώνουμε: «μη χειρότερα, να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! || και μη χειρότερα, πάλι πλημμύρισε το υπόγειο! || μη χειρότερα, τι μαλακίες κάνω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη χειρότερα, Θεέ μου, έσπασα τον αργιλέ μου). γ. έκφραση με την οποία εκφράζουμε τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας για τις παράλογες ενέργειες ή απαιτήσεις κάποιου. δ. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και δηλώνει πως στη δουλειά μας και γενικά στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες·
- ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, βλ. λ. άντρας·
- ο χειρότερος σύζυγος, ο καλύτερος σύντροφος, βλ. λ. σύντροφος·
- ούτε (και) στο χειρότερο εχθρό μου, βλ. λ. εχθρός·
- πάει προς το χειρότερο, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που επιδεινώνεται σταδιακά: «ο άρρωστος πάει προς το χειρότερο || η δουλειά πάει προς το χειρότερο || ο καιρός πάει προς το χειρότερο»·
 - πάω απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακός·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τόσο το χειρότερο! ακόμη χειρότερα: «τόσο το χειρότερο για μένα, αν τον βοηθήσει ο τάδε βιομήχανος!»·
- χειρότερα δε γίνεται, α. η κατάσταση είναι πολύ απελπιστική, έφτασε στο απροχώρητο: «η δουλειά πάει τόσο άσχημα, που χειρότερα δε γίνεται || είναι τόσο άσχημα η υγεία του, που χειρότερα δε γίνεται». β. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και δηλώνει πως στη δουλειά μας και γενικά στη ζωή μας βρισκόμαστε σε απελπιστική κατάσταση·
- χειρότερο(ς) δε γίνεται, (για πρόσωπα ή πράγματα) που βρίσκεται σε τέλεια εξαθλίωση: «παντρεύτηκε έναν που χειρότερος δε γίνεται || αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που χειρότερο δε γίνεται».

χρονιά

χρονιά, η, ουσ. [από το σπάνιο χρονέα <χρόνος], η χρονιά· το σχολικό έτος: «κάθε τέλη Σεπτεμβρίου αρχίζει για τους μαθητές η νέα χρονιά». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άκουσε της χρονιάς του, τον εξύβρισαν, τον μάλωσαν πολύ έντονα: «τον έπιασε ο πατέρας του να κοροϊδεύει ηλικιωμένο άτομο κι άκουσε της χρονιάς του»·
- άλλες χρονιές, (αόριστα) κάποτε, τότε: «άλλες χρονιές τα πράγματα ήταν καλύτερα». Συνών. άλλα χρόνια / άλλες εποχές·
- άλλες χρονιές τότε! αναφορά σε κάτι καλό ή κακό που συνέβη παλαιότερα: «στις μέρες μας η φιλία ήταν κάτι το ιερό. -Άλλες χρονιές τότε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. άλλα χρόνια τότε! / άλλες εποχές τότε(!)·
- έμεινε στην ίδια χρονιά, (για μαθητές), δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη τάξη: «επειδή τον περισσότερο καιρό ήταν άρρωστος, έμεινε στην ίδια χρονιά». Συνών. έμεινε στην ίδια τάξη·  
- έρχονται άλλες χρονιές, αισιόδοξη έκφραση πως τα πράγματα αρχίζουν να καλυτερεύουν: «τώρα με τη νέα κυβέρνηση έρχονται άλλες χρονιές». Συνών. έρχονται άλλα χρόνια / έρχονται άλλες εποχές·
- έφαγε της χρονιάς του, ξυλοκοπήθηκε άγρια από κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε της χρονιάς του, γιατί έπεσε πάνω σε καρατίστα»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έχασε τη χρονιά, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε την τάξη, λ. τάξη·
- έχασε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από την κανονική: «έβγαλε πιο αργά το δημοτικό απ’ το φίλο του, γιατί έχασε χρονιά». Συνών. έχασε τάξη·
- καλή χρονιά! ευχή που δίνουμε σε κάποιον στην αρχή του χρόνου. (Παιδικό τραγούδι: καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά!
- κέρδισε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μικρότερη από την κανονική: «αν κι έχει ο γιος μου την ίδια ηλικία με το δικό σου γιο, εντούτοις τελείωσε πιο νωρίς το δημοτικό, γιατί κέρδισε χρονιά». Συνών. κέρδισε τάξη·
- πέρασε (τη) χρονιά, (για μαθητές και ιδίως για φοιτητές) προβιβάστηκε για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της αμέσως επόμενης χρονιάς: «ήταν πολύ καλά διαβασμένος, γι’ αυτό πέρασε εύκολα τη χρονιά || αν είσαι διαβασμένος, περνάς τη χρονιά χωρίς να το καταλάβεις || πέρασαν πολλοί χρονιά;». Συνών. πέρασε (την) τάξη·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, το χρόνο που θα έρθει, τον επόμενο χρόνο ή το χρόνο που μας πέρασε, τον προηγούμενο χρόνο: «την άλλη χρονιά θα σου αγοράσω ένα αυτοκίνητο || αυτό που μου λες έγινε την άλλη χρονιά»·
- … της χρονιάς, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που διακρίθηκε σε κάποιον τομέα τη χρονιά που μας πέρασε ή σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά: «ο τάδε αναδείχθηκε ο συγγραφέας της χρονιάς || το τάδε αυτοκίνητο αναδείχθηκε το 2000 τ’ αυτοκίνητο της χρονιάς»·
- τον άφησε στην ίδια χρονιά, (για καθηγητές) βλ. συνηθέστ. τον άφησε στην ίδια τάξη, λ. τάξη·
- χρονιά σου και χρονιά μου, βλ. συνηθέστ. μία σου και μία μου, λ. μία.

ώρα

ώρα, η, ουσ. [<αρχ. ὥρα], η ώρα· το ρολόι: «τι ώρα έχεις; -Δεν έχω ώρα επάνω μου». Πολλές φορές, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ζητάμε από κάποιον να μας πει την ώρα, χτυπώντας επανειλημμένα το δείκτη του χεριού μας επάνω στον καρπό του άλλου μας χεριού, εκεί δηλαδή, όπου φοράει κανείς το ρολόι του. Υποκορ. ωρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: το βράδυ σαν δροσίσει την πιο καλή ωρίτσα, παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια).(Ακολουθούν 175 φρ.)·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «τον παρακολουθούσα στενά, αλλά απ’ τη μια ώρα στην άλλη τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- απ’ την ώρα που…, α. από τη χρονική στιγμή που…, από τότε που…: «απ’ την ώρα που ήρθε, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του». β. αφού, εφόσον: «απ’ την ώρα που υπέγραψες το συμβόλαιο, δεν μπορείς να κάνεις πίσω»·
- απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που γινόταν κάτι, την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε ακριβώς απάνω στην ώρα της μισθοδοσίας»·
- από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, εντός ολίγου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς: «από ώρα σε ώρα πρέπει να ’ρθει»·
- ας... (ακολουθεί ρήμα) μια ώρα αρχύτερα, από τη στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που δηλώνει τι ρήμα ας το συντομεύσουμε: «ας πάμε μια ώρα αρχύτερα στο γήπεδο για να βρούμε και θέση || ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα για να μην πέσουμε στη μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση». (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα· ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα· του χωρισμού μας έφτασε η ώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα 
- βάρβαρη ώρα, οι πρωινές ώρες λίγο πριν ξημερώσει, που είναι δύσκολο να ξυπνήσει κανείς, για να ασχοληθεί με κάτι: «ήρθε και μου χτυπούσε την πόρτα βάρβαρη ώρα και, μέχρι να ξυπνήσω είδα κι έπαθα»·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- βλαστήμησα την ώρα που…, μετάνιωσα πάρα πολύ και καταράστηκα που έκανα ή είπα κάτι, ιδίως που μπλέχτηκα σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «βλαστήμησα την ώρα που σε γνώρισα || βλαστήμησα την ώρα που συνεταιρίστηκα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει στενοχώρια ή δυσφορία σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που έμμεσα δηλώνει την άρνησή μας: «βρήκες την ώρα να μου ζητήσεις δανεικά σήμερα που πληρώνω μισθούς και δώρα στο προσωπικό μου! || βρήκες ώρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- γεμίζω τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου ή γεμίζω τις ώρες μου, ασχολούμαι πάρεργα με κάτι, όταν έχω ελεύθερο χρόνο: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να γεμίζω τις άδειες μου ώρες || στο πίσω μέρος του σπιτιού μου καλλιεργώ ένα μικρό κηπάκο, για να γεμίζω τις ώρες μου»·
- γέρασα πριν την ώρα μου ή γέρασα πριν της ώρας μου, καταβλήθηκα πρόωρα σωματικά από τα πολλά βάσανα, τις πολλές στενοχώριες: «πέρασα τόσα πολλά στη ζωή μου, που γέρασα πριν την ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: από σένα στη ζωή μου υποφέρω· θα γεράσω πριν την ώρα μου, το ξέρω
- για να περνά η ώρα, λέγεται για κάτι, που πολλές φορές το κάνουμε μηχανικά, απλώς για να έχουμε κάποια ασχολία, για να μην καθόμαστε άπραγοι: «έπαιζε το κομπολόι του, για να περνά η ώρα || έτρωγε σπόρια, για να περνά η ώρα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)· βλ. και φρ. περνώ την ώρα μου·
- για όλες τις ώρες, για διάφορες περιστάσεις ή εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: «αγόρασα ένα κοστούμι για όλες τις ώρες || η γυναίκα μου έχει ένα σερβίτσιο για όλες τις ώρες»·
- για την ώρα, προσωρινά, προς το παρόν: «για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα || πάρε για την ώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε»·
- για ώρα ανάγκης, στην περίπτωση που μου χρειαστεί, όταν μου χρειαστεί: «δε μου ήταν απαραίτητος αυτός ο φακός, αλλά τον αγόρασα για ώρα ανάγκης»·
- για ώρες, για αρκετό χρονικό διάστημα: «για ώρες δε γνώριζε κανείς πού βρισκόταν ο διευθυντής μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ολόκληρες·
- δε βλέπω την ώρα να..., αδημονώ να έρθει η ώρα να κάνω ή να γίνει κάτι: «δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι || δε βλέπω την ώρα ν’ αρχίσω αυτή τη δουλειά || δε βλέπω την ώρα να ’ρθει η γυναίκα μου»·
- δε με παίρνει η ώρα, δεν επαρκεί, εξαντλήθηκε, δεν έχω άνεση χρόνου: «δε με παίρνει η ώρα να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο»·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ή προτείνει κάποιος: «θέλεις να παίξουμε κανένα ταβλάκι; -Δεν είν’ ώρα για τέτοια, γιατί έχω δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- δεν είναι η ώρα του, α. (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλη στιγμή περίσταση, καιρός, χρόνος να κάνει κάτι, να ενεργήσει: «πες του να μη βιάζεται, γιατί δεν είναι η ώρα του να βγει». β. (για φρούτα) δεν ωρίμασε ακόμα: «τα ροδάκινα δεν τρώγονται, γιατί δεν είναι η ώρα τους»·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. φρ. όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με κάτι, δεν είναι του παρόντος: «δεν είναι της ώρας να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα, γιατί μας απασχολούν σοβαρότερα προβλήματα»·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, πρέπει να σοβαρευτούμε, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «δεν είναι ώρα γι’ αστεία, γιατί πρέπει ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον της επιχείρησής μας»·
- δεν είναι ώρα για…, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή για κάτι: «δεν είναι ώρα για παραπανίσια έξοδα, γιατί έρχονται δύσκολοι καιροί || δεν είναι ώρα να παντρευτείς, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος»·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδι, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα, α. δεν έχω διαθέσιμο καιρό, βιάζομαι: «δεν έχω ώρα ν’ ασχοληθώ τώρα μαζί σου || μια άλλη φορά θα μιλήσουμε με περισσότερη άνεση, γιατί τώρα δεν έχω ώρα». β. δεν έχω ρολόι: «πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι, γιατί δεν έχω ώρα»·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. φρ. δεν είναι η ώρα του·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, (στη γλώσσα της αργκό) α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται λεφτάς ο άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «από μια πρώτη ματιά φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει·
- εγώ τι ώρες κάνω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ώρες κάνω σ’ αυτή την επιχείρηση κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω(!)· 
- εγώ τι ώρες κάνω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή ή συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση: «ο ένας ανέλαβε το ταμείο, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι ώρες κάνω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω(;)·
- εδώ και ώρα ή εδώ και ώρες ή εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, (αόριστα) πριν από αρκετή ώρα: «τον περιμένω εδώ και τόση ώρα κι ακόμη να φανεί»·
- είμαι στην ώρα μου, α. πηγαίνω σε κάποιο σημείο, σε κάποιο χώρο, ακριβώς την ώρα που έχω προκαθορίσει με κάποιον, είμαι ακριβής στο ραντεβού μου: «πάντα, όταν κλείνω ραντεβού με κάποιον, είμαι στην ώρα μου». β. επιστρέφω στο σπίτι μου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα: «είναι η κόρη μου άρρωστη και θα φύγω νωρίς, γιατί θέλω να ’μαι στην ώρα μου στο σπίτι»·
- είναι η ώρα του, α. δηλώνει πως είναι η συνηθισμένη, η τακτική ώρα που παρουσιάζεται κάπου κάποιος: «όπου να ’ναι θα ’ρθει, γιατί είναι η ώρα του». β. δηλώνει πως είναι η συγκεκριμένη στιγμή να ενεργήσει κάποιος θετικά ή αρνητικά: «πάμε να φύγουμε, γιατί είναι η ώρα του να ξεσπάσει με τις βλακείες που ακούει απ’ τον τάδε || πάμε στην αίθουσα, γιατί είναι η ώρα του να μιλήσει»· 
- είναι λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, πρόκειται από ώρα σε ώρα να πεθάνει: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι ώρες του»·
- είναι με τις ώρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή να του ζητήσεις την εξυπηρέτηση που θέλεις, γιατί είναι με τις ώρες του || όπως κάθε άνθρωπος, είναι κι αυτός με τις ώρες του. Άλλοτε γίνεται χαλί να τον πατήσεις κι άλλοτε αδιαφορεί τελείως για το πρόβλημά σου». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του·
- είναι μετρημένες οι ώρες του ή μετρημένες είναι οι ώρες του, πρόκειται να πεθάνει από ώρα σε ώρα: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι μετρημένες οι ώρες του»·
- είναι περασμένη η ώρα, είναι πολύ αργά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα: «παιδιά, πρέπει να το διαλύσουμε, γιατί είναι περασμένη η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ώρα περασμένη κι η βραδιά σκοτεινιασμένη. Έχει ο ουρανός μαυρίσει και η μπόρα δε θ’ αργήσει
- είναι προχωρημένη η ώρα, βλ. φρ. είναι περασμένη η ώρα·
- είναι στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) είναι ετοιμόγεννη: «τη μετέφεραν στο χειρουργείο, γιατί είναι στην ώρα της»·
- είναι στην ώρα του, προσέρχεται κάπου ακριβώς την ώρα που πρέπει: «κάθε πρωί είναι στην ώρα του στο εργοστάσιο που εργάζεται». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα·
- είναι ώρα για… ή είναι ώρα να…, είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ή να γίνει κάτι: «παιδιά στα κρεβάτια σας, γιατί είναι ώρα για ύπνο || εμπρός, όλοι στο τραπέζι, γιατί είναι ώρα για φαγητό || τώρα που ήρθαν και τα όργανα, είναι ώρα για χορό και τραγούδι || άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε, γιατί είναι ώρα να φεύγουμε || περίμενε ακόμα λίγο, γιατί είναι ώρα να ’ρθει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια·
- είναι ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, δηλώνει πως κάτι που άρχισε πριν από πολλή ώρα εξακολουθεί να συνεχίζεται: «είναι ώρες που σε ψάχνει ο αδερφός σου»· βλ. και φρ. έχει ώρα που(…)·
- εκατό ώρες, πάρα πολλές ώρες: «τον περίμενα εκατό ώρες, μέχρι να ’ρθει!»·
- επί ώρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- έρχομαι στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- ευλογημένη η ώρα που… ή ευλογημένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε ευτυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε η ευτυχία αυτή: «ευλογημένη η ώρα που σε γέννησα, παιδί μου, γιατί μου πρόσφερες τη μεγαλύτερη χαρά || ευλογημένη να ’ναι η ώρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, γιατί μου συμπαραστάθηκε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου»·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. φρ. ήρθε η μεγάλη ώρα·
- έφτασε η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα. Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα, μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα)·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- έφτασε η ώρα σας! απειλητική ιαχή οπαδών στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, που απευθύνεται επαναλαμβανόμενη στους παίχτες και τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, με την έννοια ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσουν μια μεγάλη ήττα, ή ότι ήρθε η ώρα να τους ξυλοκοπήσουν λόγω των αδικιών που υφίσταται η ομάδα τους από τη διαιτησία·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. φρ. ήρθε η ώρα της αλήθειας·
- έφτασε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, α. πέθανε πρόωρα: «δεν πρόλαβε να δει την προκοπή των παιδιών του, που τόσο λαχταρούσε, γιατί έφυγε πριν της ώρας του». β. (για μεταφορικά μέσα) αναχώρησε πριν από την καθορισμένη του ώρα: «έχασα άδικα το τρένο, γιατί έφυγε πριν την ώρα του»·
- έχει τις ώρες του, βλ. φρ. είναι με τις ώρες του· 
- έχει ώρα να… ή έχει ώρα που…, ή έχει ώρες να… ή έχει ώρες που…, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα που έγινε κάτι: «κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του, αλλά από τότε έχει ώρα να την ακούσω || πήγαινε, αν θέλεις, να τον συναντήσεις στο γραφείο του, γιατί έχει ώρα που ήρθε || μην περιμένεις να τον συναντήσεις, γιατί έχει ώρα που έφυγε». Πολλές φορές, μετά το ώρα ή ώρες, ακολουθεί το τώρα·
- έχεις ώρα; α. έχεις διαθέσιμο χρόνο(;): «έχεις ώρα ν’ ασχοληθείς για λίγο μαζί μου; || έχεις ώρα να μου κάνεις λίγο παρέα;» .β. έχεις ρολόι(;): «έχεις ώρα να μου πεις τι ώρα είναι;»·
- έχω κενή ώρα, α. (για καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, σπουδαστές) μεταξύ δυο εκπαιδευτικών ωρών μεσολαβεί μια ώρα που δεν έχω μάθημα: «επειδή είχα κενή ώρα πετάχτηκα μέχρι το σπίτι μου, που είναι κοντά στο σχολείο μας || όταν έχουμε κενή ώρα παίζουμε στην αυλή του σχολείου || τη δεύτερη ώρα σήμερα την είχαμε κενή, γιατί ήταν άρρωστος ο καθηγητής μας». β. (γενικά) δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση, έχω ελεύθερο χρόνο: «όταν έχω κενή ώρα ασχολούμαι με τη συλλογή των γραμματοσήμων μου || όταν έχω κενές ώρες, δεν τις σπαταλώ τζάμπα, αλλά διαβάζω κάποιο βιβλίο»·
- η κακιά ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: και αν περάσεις θάλασσες και βρεις κακούς ανθρώπους, να βάλεις στην καρδιά βαθιά αυτά τα λόγια τώρα, θα λες της μάνας τ’ όνομα μες την κακιά την ώρα)·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, η ώρα κατά την οποία αρχίζει να εξελίσσεται κάποιο μεγάλο γεγονός: «η πιο μεγάλη ώρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
- η στερνή ώρα, βλ. φρ. η υστερνή ώρα·
- η υστερνή ώρα, η τελευταία ώρα πριν γίνει κάτι, ιδίως πριν πεθάνει κάποιος: «μόλις κατάλαβε την υστερνή του ώρα, έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, μπουζούκι μου πιστό, σαν άλλοτε και τώρα, να μου γλυκάνεις την ψυχή, την υστερνή μου ώρα)·  
- η ώρα η καλή! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο τους. (Παιδικό τραγούδι: να ’ρθει η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη, να τους βλογήσει ο Θεός με το δεξί το χέρι). β. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι: «αύριο μεθαύριο, θα βάλω μπρος τη δουλειά. -Η ώρα η καλή!»·
- η ώρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- η ώρα του παιδιού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατεί παιγνιώδης διάθεση ανάμεσα στα μέλη μιας παρέας: «τρέξε κι εσύ στο μπαράκι να κάνεις πλάκα, γιατί είναι όλοι εκεί μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού». Αναφορά σε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στις δεκαετίες του 1950 και του 1960·
- ήγγικεν η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα
- ήρθε η μεγάλη ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι σπουδαίο: «μετά την έντονη προεκλογική περίοδο ήρθε ή μεγάλη ώρα των εκλογών». Πρβλ.: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε η ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή: «τώρα που τακτοποιήθηκα από δουλειά, ήρθε η ώρα να παντρευτώ»·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, επιτείνει την παραπάνω φράση. (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- ήρθε η ώρα μου, α. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να προβληθώ, να αναδειχτώ ή να κυριαρχήσω σε ένα χώρο: «αφού δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός ανταγωνιστής, ήρθε η ώρα μου ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου». β. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να επέμβω κάπου δυναμικά: «αφού δεν υπάρχει κάποιος να τους βάλει στη θέση τους, ήρθε η ώρα μου να επιβάλω την τάξη»· βλ. κι φρ. ήρθε η ώρα του·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες)βλ. φρ. είναι στην ώρα της·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ή να εκτεθεί η πραγματική κατάσταση, η αλήθεια ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή: «τόσον καιρό κρυβόσουνα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας και θα μάθουν όλοι τι κουμάσι είσαι». (Τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα της αλήθειας ήρθε η ώρα)· 
- ήρθε η ώρα του, βρίσκεται στα τελευταία του, ήρθε η στιγμή του θανάτου του: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως ήρθε η ώρα του || μόλις κατάλαβε πως ήρθε η ώρα του κάλεσε το συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω κάμπους και βουνά, τις ρεματιές απάνω, ωσότου να ’ρθει η ώρα μου να πέσω να πεθάνω)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα μου·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελε μια εξυπηρέτηση, αλλά ήρθε σ’ άσχημη ώρα, γιατί είχα τα νεύρα μου και τον έδιωξα»·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη ώρα·
- ήρθε σε καλή ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι μου ζήτησε, του το ’δωσα, γιατί ήρθε σε καλή ώρα και δεν μπορούσα να του πω όχι»·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε, που είχε συμφωνηθεί ή που είχε προαναγγελθεί: «το τρένο ήρθε τσακ στην ώρα του || είχα ραντεβού με το φίλο μου στις δέκα και ήρθε τσακ στην ώρα του || στο φωτεινό πίνακα αναγραφόταν πως το αεροπλάνο θα ερχόταν στις οχτώ και ήρθε τσακ στην ώρα του». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με το χέρι να τινάζεται ελαφρά προς τα εμπρός και κάτω με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες του·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. συνηθέστ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήταν η κακιά η ώρα, έκφραση με την οποία αποδίδουμε κάτι κακό που συνέβη σε άτυχη στιγμή, όταν δεν έχουμε κάποιο λόγο ή αιτία να δικαιολογήσουμε πώς έγινε: «τι να σου πω, φαίνεται πως ήταν η κακιά η ώρα, γιατί κανείς δεν κατάλαβε πώς έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε τα πόδια του»·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα μετανιώσεις πάρα πολύ που έκανες ή είπες κάτι, ιδίως που μπλέχτηκες σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αν συμπεριφερθείς ξανά μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο, θα βλαστημήσεις την ώρα που με γνώρισες || αν αντιληφθώ ξανά πως πουλάς εμπόρευμα χωρίς να κόβεις τη σχετική απόδειξη, θα βλαστημήσεις την ώρα που συνεταιρίστηκες μαζί μου»·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, πάραπολύ συχνά, πάρα πολύ τακτικά: «κάθε ώρα και στιγμή έρχεται στο γραφείο μου και με διακόπτει απ’ τη δουλειά μου ζητώντας τα πιο απίθανα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, μ’ έκανες κουρέλι, αμάν, αμάν, η καρδιά μου θέλει, αμάν, αμάν, όλο να σε υπηρετεί κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς ανταμοιβή
- καλή του ώρα! ευχετική έκφραση για άτομο που απουσιάζει από την ομήγυρη από αυτόν που αναφέρεται στο όνομά του, με την έννοια να είναι καλά, να περνάει καλά εκεί που βρίσκεται: «αν δεν ήταν ο τάδε, καλή του ώρα, να με βοηθήσει, θα περνούσα σήμερα πολύ δύσκολες καταστάσεις!»·
- καλή ώρα σαν..., παρεμπίπτουσα ευχετική φράση: «ήταν μια όμορφη κοπέλα καλή ώρα σαν την κόρη σου»·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), έκφραση που αναφέρεται σε παλιότερο ευχάριστο γεγονός, που συμβαίνει πάλι την ώρα που μιλάμε: «ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια, καλή ώρα || είχαμε μαζευτεί όλοι οι φίλοι, καλή ώρα σαν και τώρα»·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, αργεί, καθυστερεί αρκετά: «είναι λίγο κουτός, γι’ αυτό κάνει μια ώρα μέχρι να καταλάβει τι του λες || είναι τόσο βραδυκίνητος, που κάνει μια ώρα ώσπου να πάει στο σπίτι του, κι ας είναι μόνο πεντακόσια μέτρα απ’ το μπαράκι μας»·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- καταραμένη η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε δυστυχία: «καταραμένη η ώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί μείναμε χωρίς προστάτη || καταραμένη να ’ναι η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια»·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι, ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας τότε χάθηκα. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε(!)·
- κλέβω ώρα ή κλέβω ώρες (από κάπου), αποσπώ χρόνο από άλλες δραστηριότητές μου για να τον αφιερώσω σε αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο: «τον τελευταίο καιρό κλέβω ώρες απ’ όπου μπορώ, για ν’ ασχοληθώ με τη διατριβή μου»·
- κούφια η ώρα! ή κούφια η ώρα που τ’ ακούει! ευχή να μην επαληθευτεί ή να μην προκύψει και σε μας το κακό που κουβεντιάζουμε: «με τις ενέργειες που κάνει, θα βρεθεί σύντομα σε πολύ δύσκολη κατάσταση, κούφια η ώρα! || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία, εσύ μου ’γινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει, πού πας, μωρή, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από διπλό ή τριπλό φτου·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. φρ. κούφια η ώρα(!)·
- κράτα ώρα, προτροπή στο συνομιλητή μας να μας χρονομετρήσει, για να διαπιστώσει αν πράγματι φέρουμε σε πέρας κάτι μέσα στο χρόνο που αναφέραμε: «μα είναι δυνατό απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, να πας μέχρι το Λευκό Πύργο και να γυρίσεις πίσω σε δέκα λεπτά; -Κράτα ώρα»·
- κρατώ ώρα, σημειώνω το χρόνο εκκίνησης και τερματισμού μιας ενέργειας, για να δω πόσο χρονικό διάστημα απαιτήθηκε, για να φέρω ή να φέρει κάποιος σε αίσιο πέρας κάτι: «κράτησα ώρα, για να δω σε πόσο χρόνο θα κάνω την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- λίγες να ’ναι οι ώρες σου, κατάρα σε κάποιον για να πεθάνει σύντομα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. φρ. μαύρη η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τη βάρεσα μέσ’ στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω, μάνα μου, εδώ σε ξένη χώρα
- μαύρη η ώρα ή μαύρη ώρα, ανάθεμα τη στιγμή που συνέβη κάτι ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «μαύρη η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια || μαύρη η ώρα που σε βοήθησα, γιατί φάνηκες πολύ αχάριστος || μαύρη ώρα που γύρισα να σε ξαναβρώ, γιατί το θεώρησες αδυναμία μου και πια, δε με υπολογίζεις». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη ώρα που σ’ αντάμωσα, τζάμπα την καρδιά μου χαράμισα)· βλ. και φρ. μαύρη ώρα·
- μαύρη ώρα, ονομασία σήραγγας της Αττικής οδού με κατεύθυνση προς Ελευσίνα: «τι μακάβριο αστείο, να ονομάσουν μαύρη ώρα κάποιον δρόμο!»· βλ. και φρ. μαύρη η ώρα
- με την ώρα, (για πληρωμή σε εργαζομένους) που η πληρωμή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες που δουλεύει, που δουλεύει ως ωρομίσθιος: «πώς πληρώνεσαι για τη δουλειά που κάνεις; -Με την ώρα». Πρβλ. εκατό δραχμές την ώρα παίρνω, τζιβαέρι μου, πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου (Λαϊκό τραγούδι)·  
- με την ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), βλ. φρ. στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ)·
- με τις ώρες, επί πολλές ώρες συνέχεια: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι, κι όταν τα χρειάζεται τα ψάχνει με τις ώρες || κάθεται με τις ώρες και πίνει στα διάφορα μπαράκια || η γυναίκα μου μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο»·
- μετράω τις ώρες, α. ανυπομονώ να περάσει ο καιρός, γιατί περιμένω να συμβεί κάτι καλό, κάτι που θα με χαροποιήσει: «μετράω τις ώρες ν’ απολυθεί ο γιος απ’ το στρατό, γιατί θα ’χω ένα χέρι βοηθείας στη δουλειά μου || μετράω τις ώρες να τη σφίξω πάλι στην αγκαλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε είδαν να καπνίζεις τσιγαράκι και να ρουφάς με κέφι το πιοτό και μένα μ’ έστειλες στο κουτουκάκι, βρε κουκλάκι, τις ώρες στο ρολόι να μετρώ).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω, πλήττω: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, μετράω τις ώρες»·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. φρ. μου τρώει την ώρα·
- μου τρώει την ώρα, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω ή που θέλω να κάνω: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου, μου τρώει την ώρα μ’ ένα σωρό χαζά πράγματα»·
- οι μικρές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα και μέχρι την ανατολή του ηλίου: «χτες γύρισε πάλι παραπατώντας στο σπίτι του τις μικρές ώρες»·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, βλ. λ. πρωινός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, η υπομονή είναι μεγάλο προσόν στον άνθρωπο και συνήθως τον οδηγεί στην επιτυχία: «να μάθεις να μη βιάζεσαι και να είσαι υπομονητικός, γιατί όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει»·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, δηλώνει πως, εκτός από τις ώρες της ξεγνοιασιάς, υπάρχουν και οι ώρες που πρέπει κανείς να είναι σοβαρός και υπεύθυνος: «χτες βράδυ χορέψαμε, διασκεδάσαμε με την παρέα, αλλά τώρα πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες»·
- όλες τις ώρες, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου: «το κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες»·
- όλη την ώρα, διαρκώς, συνέχεια: «όλη την ώρα μιλούσε με το διπλανό του || όλη την ώρα διέκοπτε τον αγορητή με άκαιρες παρεμβάσεις»·    
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα σημαντικά γεγονότα, είτε θετικά είτε κυρίως αρνητικά, μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή·
- όταν έρθει η ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «όταν έρθει η ώρα, θ’ ασχοληθώ με το πρόβλημά σου || όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσεις κι εσύ να παντρευτείς»· βλ. και φρ. όταν σημάνει η ώρα·
- όταν σημάνει η ώρα, όταν έρθει η ώρα, η στιγμή που θα πρέπει να κάνει κάνεις υποχρεωτικά κάτι: «όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού, όλα τα παλικάρια πήραν τα όπλα στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει η ώρα,τότε καρδιά μου χρυσή, τη μεγαλύτερη μπόρα, θα την περάσεις εσύ)· βλ. και φρ. όταν έρθει η ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. φρ. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος·
- ούτε ώρα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θα κάνουμε ούτε ώρα να φτάσουμε || δε θα λείψεις ούτε ώρα απ’ τη δουλειά»·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), απαιτείται, χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει κάτι: «μπορείς ν’ αφήσεις τ’ αυτοκίνητό σου για επισκευή, αλλά θα πάρει ώρες»·
- πάνω στην ώρα, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: «άνοιξαν το κοσμηματοπωλείο, αλλά πάνω στην ώρα πλάκωσε η αστυνομία || λίγο ακόμα και θα μ’ έδερναν, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η παρέα μου κι έκαναν πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες πάνω στην ώρα που γι’ αγάπη διψούσα»·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, ασχολούμαι με κάτι απλώς για να μην κάθομαι άπραγος: «περνώ την ώρα μου ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα || όταν είμαι στο σπίτι, περνώ την ώρα μου βλέποντας διάφορα έργα στην τηλεόραση || τις Κυριακές περνώ τις ώρες μου διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου· εσύ μου πέρναγες την ώρα πες μου· τι θα γίνω τώρα; // τσάκα τσάκα το κομπολογάκι μου και τις ώρες μου περνάω με το αραπάκι μου
- πήγε πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. φρ. έφυγε πριν την ώρα του·
- πριν την ώρα του ή πριν της ώρας του, πρόωρα: «πέθανε πριν την ώρα του || πέρασε τόσο βάσανα, που γέρασε πριν της ώρας του»·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σήμανε η μαύρη ώρα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε τη στιγμή που συνέβη κάτι πολύ κακό σε μας τους ίδιους ή σε ένα σύνολο ανθρώπων: «στις 21 Απριλίου του 1967, σήμανε η μαύρη ώρα της επιβολής της δικτατορίας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει εκείν’ η ώρα η μαύρη ώρα, μη νιώσεις πόνο, άσε με μόνο στην παγωνιά
- σήμανε η ώρα, ήρθε η ώρα, η στιγμή που πρέπει να κάνει κανείς υποχρεωτικά κάτι: «σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού».(Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή, καρδιά που μένεις μοναχή μες στου βοριά την μπόρα, καρδιά πικρή, απ’ τον καημό να πικραθείς εσήμανε η ώρα)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα·
- σήμανε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- σήμανε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- σκοτώνω την ώρα μου, α. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «όταν δεν έχω δουλειά, γυρνάω απ’ το ’να μπαράκι στ’ άλλο, για να σκοτώνω την ώρα μου». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με δευτερεύοντα πράγματα: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να σκοτώνω την ώρα μου»·
- στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), ακριβώς την ώρα που πρέπει, την κατάλληλη, την προκαθορισμένη ώρα: «εγώ ήμουν στην ώρα μου στο ραντεβού μας, αλλά αυτός δεν ήρθε || το τρένο ήρθε κι έφυγε στην ώρα του»·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, λόγια που λέγονται σε ακατάλληλη στιγμή, ιδίως πράξεις που γίνονται σε ακατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό γίνονται βεβιασμένες·
- την ίδια ώρα, ταυτόχρονα: «τα εμπορικά καταστήματα ανοίγουν και κλείνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα  || ενώ ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, την ίδια ώρα γίνεται σκνίπα στο μεθύσι || ενώ πήγαινε ν’ ανοίξει ο καιρός, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό || ενώ είναι συγκροτημένο και ήσυχος, την ίδια ώρα τα χάνει και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
- την ίδια ώρα που…, δηλώνει παράλληλη ενέργεια παρόμοια ή διαφορετική: «την ίδια ώρα που εσύ μιλούσες στους δικούς σου σχετικά με τη δουλειά, εγώ υπέγραφα το συμβόλαιό της || την ίδια ώρα που εσύ κοιμόσουν, εγώ διασκέδαζα στα μπουζούκια || την ίδια ώρα που σε σας γινόταν κατακλυσμός, εμείς είχαμε λιακάδα»·
- την κακή σου (την) ώρα! εκφράζει κατάρα·
- την ώρα που…, ενώ, καθώς: «την ώρα που έμπαινα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο || την ώρα που έκλεινα το μαγαζί, ήρθε ένας καθυστερημένος πελάτης»·
- της κακιάς ώρας, λέγεται για οτιδήποτε δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή είναι ελαττωματικό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της κακιάς ώρας || το διαμέρισμα ήταν της κακιάς ώρας»·
- της ώρας, α. (για ψάρια) που είναι ολόφρεσκα: «πηγαίνω πάντα στην ίδια ψαροταβέρνα, γιατί έχει πάντα ψάρια της ώρας». β. (για κρέατα) που ψήνονται λίγο πριν τα φάμε: «μπριζόλες της ώρας || παϊδάκια της ώρας». γ. (για καφέ) ο στιγμιαίος: «ήπιαμε βιαστικά έναν καφέ της ώρας και φύγαμε»·
- τι ώρα είναι; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου την Κυριακή που το χρειάζομαι; -Τι ώρα είναι;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / ποιος ήρθε(;)·
- τι ώρες κάνει; (στη γλώσσα της αργκό) με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «εσύ που είσαι άνθρωπος της πιάτσας, μπορείς να μου πεις τι ώρες κάνει αυτός ο τύπος;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει(;)·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γλυκιά μανούλα μου, κι αδέρφια αγαπημένα, ώρα κακιά το έφερε να στερηθείτ’ εμένα)·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή ώρα·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελα να του ζητήσω κάτι δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα δεν του είπα τίποτα»·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι κι αν του ζήτησα, μου το ’δωσε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και τώρα·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. φρ. χάνω την ώρα μου·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- χάνω την ώρα μου, α. την σπαταλώ άδικα, την αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτη: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ είναι αραχτός στο μπαράκι τις γειτονιάς του και χάνει την ώρα του». β. ματαιοπονώ: «μου φαίνεται πως χάνω την ώρα μου προσπαθώντας να σου βάλω μυαλό, γιατί είσαι αγύριστο κεφάλι»·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο γιος του φίλου του μπλέχτηκε με ναρκωτικά, χωρίς να χάσει ώρα πήγε και του το ’πε, για να πάρει τα μέτρα του». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο·
- ώρα αιχμής ή ώρες αιχμής, βλ. λ. αιχμή·
- ώρα Γκρήνουιτς, δηλώνει την ακριβή ώρα: «τι ώρα έχεις φίλε; -Οχτώ. -Πας καλά; -Ώρα Γκρήνουιτς». Αναφορά στο ομώνυμο αστεροσκοπείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η ώρα Γκρήνουιτς δηλώνει τον τοπικό μέσο ηλιακό χρόνο που ισχύει στο μεσημβρινό 0ο, που είναι η νοητή γραμμή που περνάει από το Γκρήνουιτς συνδέοντας το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, ανατολικά και δυτικά της οποίας μετριέται το γεωγραφικό μήκος και χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ώρας σε διάφορα σημεία της Γης. Αν θυμάμαι καλά και μέχρι την δεκαετία του 1950 ο προσδιορισμός της ώρας από την Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.ΡΑ) γινόταν σε ώρα Γκρήνουιτς και αργότερα επικράτησε το ώρα Ελλάδος·
- ώρα είναι να…ή ώρες είναι να…, λέγεται για κάτι που θα το θεωρούσαμε πολύ περίεργο ή ενοχλητικό αν συμβεί: «ώρα είναι να ζητάει και τα ρέστα μετά τη φασαρία που δημιούργησε! || ώρα είναι να ’ρθει και κείνος ο αχώνευτος τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία!»·   
- ώρα καλή! ή ώρα σου καλή! α. ευχή σε κάποιον που φεύγει από το χώρο που βρισκόμαστε ή που ξεκινάει για τα ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή). β. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο που βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. β. ευχή σε κάποιον να του έρχονται όλα δεξιά, όλα καλά. γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις πως θα πας στον άντρα της καρδιάς σου, ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου
- ώρα με την ώρα, καθώς περνάει η ώρα, από στιγμή σε στιγμή: «υπάρχει ο φόβος πως ώρα με την ώρα θα μεγαλώσει ο αριθμός των θυμάτων»· βλ. και φρ. από ώρα σε ώρα·
- ώρα μηδέν, η ώρα που αρχίζει κάτι πολύ σημαντικό. Συνήθως χρησιμοποιείται στη στρατιωτική ορολογία και ιδίως προσδιορίζει την ώρα που αρχίζει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση: «έφτασε η ώρα μηδέν της επίθεσης κατά του εχθρού»·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να φύγω από κάποιο χώρο, είτε γιατί κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα είτε γιατί άρχισε να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «ώρα να του δίνω, γιατί ήρθα να σου πω μια καλημέρα και σου ’φαγα όλο το πρωινό! || παιδιά, ώρα να του δίνω, γιατί έρχεται κάποιος που του χρωστάω ένα κάρο λεφτά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες την ώρα(!)·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι ώρα είναι(;)·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος·
- ώρα ώρα, βλ. συνηθέστ. ώρες ώρες·  
- ώρες κοινής ησυχίας, βλ. λ. ησυχία·
- ώρες ολόκληρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- ώρες ώρες, ενίοτε, κάπου κάπου, πότε πότε, κατά διαστήματα: «είμαι τόσο απελπισμένος απ’ τη ζωή, που ώρες ώρες εύχομαι να πεθάνω || ώρες ώρες μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο αυτόν τον άνθρωπο || είναι καλό παιδί, αλλά ώρες ώρες μου τη δίνει με την γκρίνια του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσ’ εμένα).