Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απρόοπτος
απρόοπτος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀπρόοπτος], απρόοπτος· το ουδ. ως ουσ. το απρόοπτο, το γεγονός που συμβαίνει ξαφνικά
και που συνήθως δεν είναι ευπρόσδεκτο: «η δουλειά πηγαίνει μια χαρά, εκτός κι
αν συμβεί κάτι το απρόοπτο»·
-
εκτός απροόπτου, αρκεί
να μη συμβεί κάτι απρόβλεπτο, κάτι το έκτακτο: «εκτός απροόπτου, η δουλειά θα
τελειώσει στο τέλος του μηνός»·
-
καταλαμβάνω εξ απροόπτου (κάποιον), ενεργώ
εναντίον κάποιου απρόβλεπτα, αιφνίδια, ξαφνικά και για το λόγο αυτό δεν έχει τη
δυνατότητα να αντιδράσει, να με αντιμετωπίσει: «οι εφοριακοί τον κατέλαβαν εξ
απροόπτου κι αυτός σήκωσε ψηλά τα χέρια».