Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απνευστί
απνευστί, επίρρ. [<αρχ. ἄπνευστος]. 1. χωρίς αναπνοή: «είπε ολόκληρο το ποίημα απνευστί». 2. μονορούφι: «ήπιε ολόκληρο μπουκάλι κρασί απνευστί».
απνευστί, επίρρ. [<αρχ. ἄπνευστος]. 1. χωρίς αναπνοή: «είπε ολόκληρο το ποίημα απνευστί». 2. μονορούφι: «ήπιε ολόκληρο μπουκάλι κρασί απνευστί».